Το άρθρο στην αγγλική γλώσσα θα το βρείτε εδώ.
Ψυχολόγοι στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβανίας και το πανεπιστήμιο της Μέμφιδας έχουν δημοσιεύσει μια νέα μελέτη για τη γλωσσική εξέλιξη που αμφισβητεί την κυρίαρχη υπόθεση του γιατί οι γλώσσες διαφέρουν σε όλο τον κόσμο.
Η μελέτη υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες γλώσσες μπορούν να προσαρμόζονται περισσότερο όπως οι βιολογικοί οργανισμοί από όσο πιστευόταν παλιότερα και ότι όσο πιο κοινή και δημοφιλής είναι μια γλώσσα, τόσο απλούστερη είναι η δομή της και διευκολύνεται η επιβίωσή της.
Η παραδοσιακή σκέψη είναι ότι οι γλώσσες αναπτύσσονται βασισμένες στην τυχαία αλλαγή και το ιστορικό ρεύμα. Παραδείγματος χάριν, τα αγγλικά και τα τουρκικά είναι δύο πολύ διαφορετικές γλώσσες που βασίζονται σε διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο που τις χωρίζει στο χώρο και το χρόνο. Για χρόνια, είναι η επικρατούσα υπόθεση στις γλωσσικές επιστήμες.
Η πρόσφατη έκθεση, που δημοσιεύεται στο τρέχον τεύχος του PLoS ONE, προσφέρει μια νέα υπόθεση, που αμφισβητεί την εξήγησης του ιστορικής τάσης. Ο Gary Lupyan, ένας μεταδιδακτορικός ερευνητής του Department of Psychology in Penn’s School of Arts and Sciences, και o Rick Dale, βοηθός καθηγητής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Μέμφιδας, διεύθυναν μια μεγάλης κλίμακας στατιστική ανάλυση περισσότερων των 2.000 των παγκόσμιων γλωσσών με σκοπό να εξετάσουν εάν ορισμένα κοινωνικά περιβάλλοντα συσχετίζονται με ορισμένες γλωσσικές ιδιότητες.
Οι ερευνητές βρήκαν εντυπωσιακές σχέσεις μεταξύ των δημογραφικών ιδιοτήτων μιας γλώσσας — όπως ο πληθυσμός της και η παγκόσμια διάδοσή της — και η γραμματική πολυπλοκότητα αυτών των γλωσσών. Οι γλώσσες που έχουν τους περισσότερους ομιλητές — και αυτές που έχουν διαδοθεί σε όλο τον κόσμο — βρέθηκε ότι έχουν πολύ πιο απλούστερες γραμματικές, ειδικά μορφολογία, από τις γλώσσες που έχουν λιγότερους ομιλητές και ομιλούνται σε μικρές, περιορισμένες περιοχές. Παραδείγματος χάριν, οι γλώσσες που έχουν από περισσότερους από 100.000 ομιλητές είναι σχεδόν έξι φορές πιθανότερο να έχουν πιο απλές κλίσεις ρήματος έναντι των γλωσσών με λιγότερους από 100.000 ομιλητές.
Οι μεγαλύτεροι πληθυσμοί τείνουν να έχουν απλούστερα συστήματα αντωνυμιών και αριθμού και μικρότερο αριθμό πτώσεων και γενών και γενικά δεν υιοθετούν σύνθετους κανόνες προθημάτων και επιθημάτων στις γραμματικές τους. Μια συνέπεια είναι ότι οι γλώσσες με μακροχρόνιο ιστορικό ενήλικων μαθητών, έχουν γίνει ευκολότερες προς μάθηση κατά τη διάρκεια του χρόνου. Αν και διάφοροι ερευνητές έχουν προβλέψει τέτοιες σχέσεις μεταξύ της κοινωνικής και γλωσσικής δομής, αυτή είναι η πρώτη μεγάλης κλίμακας στατιστική δοκιμή αυτής της ιδέας.
Τα αποτελέσματα δείχνουν σύνδεση μεταξύ της εξέλιξης της ανθρώπινης γλώσσας και των βιολογικών οργανισμών. Ακριβώς όπως συγγενικοί οργανισμοί που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους συγκλίνουν στις εξελικτικές στρατηγικές σε ιδιαίτερους ρόλους, έτσι και οι γλώσσες μπορούν να προσαρμοστούν στα κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία μαθαίνονται και χρησιμοποιούνται.
"Τα αγγλικά, παρά τη δυσκολία στην προφορά και τις εξαιρέσεις τους — if a baker bakes, what does a grocer do? — έχουν μια σχετικά απλή γραμματική,” O Lupyan λέει: "Τα ρήματα είναι εύκολο να κλιθούν και ο πληθυντικός των ουσιαστικών σχηματίζεται συνήθως με την προσθήκη ενός ` s." Ενώ σε σύγκριση, με μια δυτική αφρικανική γλώσσα όπως η Hausa που έχει πολλούς τρόπους να σχηματίζει τον πληθυντικό των ουσιαστικών όπως και πολλές άλλες γλώσσες — τα τουρκικά, τα Aymara, τα Ladakhi, τα Ainu — ρήματα όπως το ‘to know’ πρέπει να περιλαμβάνουν και την πληροφορία για την προέλευση της γνώσης ομιλητή ". Αυτή η πληροφορία συχνά μεταβιβάζεται χρησιμοποιώντας σύνθετους κανόνες, οι όποιοι σε ευρύτατα διαδεδομένες γλώσσες στη γη, όπως τα αγγλικά και τα κινεζικά δεν υπάρχουν. "
Οι Lupyan και Dale ονομάζουν αυτήν την κοινωνική επιρροή στα γραμματικά πρότυπα "Linguistic Niche Hypothesis.”(Υπόθεση των Γλωσσικών Ρόλων);;; Οι γλώσσες εξελίσσονται μέσα σε ιδιαίτερους κοινωνικο-δημογραφικούς ρόλους. Αν και όλες οι γλώσσες πρέπει να μαθαίνονται από τα νήπια, η εισαγωγή ενήλικων μαθητών σε μερικές γλώσσες (παραδείγματος χάριν, μέσω της μετανάστευσης ή της αποίκισης) σημαίνει ότι πτυχές μιας γλώσσας που είναι δύσκολες για τους ενηλίκους να μάθουν, θα είναι λιγότερο πιθανό να περάσουν προς τις επόμενες γενεές των μαθητών. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι γλώσσες με περισσότερους ομιλητές σε μεγαλύτερες γεωγραφικές περιοχές, έχουν γίνει μορφολογικά απλούστερες σε πολλές γενεές.
Ο γρίφος που απομένει να λυθεί, είναι γιατί οι γλώσσες με λίγους ομιλητές είναι κατ’ αρχήν τόσο σύνθετες. Μια πιθανότητα, που διερευνάται από τους ερευνητές, είναι ότι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα όπως το γραμματικό γένος και τα σύνθετα συστήματα κλίσης των ρημάτων, ενώ είναι δύσκολα για τους ενήλικους να τα μάθουν, μπορούν να διευκολύνουν την εκμάθηση γλωσσών στα παιδιά με την παροχή ενός δικτύου υπεράριθμων πληροφοριών που μπορεί να εισαγάγει τα παιδιά στις έννοιες των λέξεων και στο πώς συνδέονται μεταξύ τους.
Τα αποτελέσματα και η θεωρία προτεινόμενα από τους Lupyan και Dale δεν έχουν σκοπό να εξηγήσουν το γιατί μια συγκεκριμένη γλώσσα έχει τη γραμματική που έχει. Επειδή τα συμπεράσματα είναι στατιστικής φύσης, μπορούν να βρεθούν πολλές εξαιρέσεις στη θεωρία των Lupyan και Dale. Η εργασία τους, εντούτοις, παρέχει μια περιεκτική ανάλυση για το πώς μερικοί κοινωνικοί παράγοντες επηρεάζουν τη δομή της γλώσσας και δείχνει ότι οι σχέσεις μεταξύ της γλώσσας και του πολιτισμού δεν είναι και τόσο πολύ αυθαίρετες.
Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από το Integrative Graduate Education and Research Training award to the Institute for Research in Cognitive Science at Penn and by the National Science Foundation.
Mετάφραση: Vangelis*
*οποιαδήποτε παρατήρηση, διόρθωση και επισήμανση που αφορά την απόδοση γλωσσολογικών όρων στα ελληνικά, είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτη, αλλά και αναγκαία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου