28 Φεβ 2011

Ιωάννης Ψυχάρης--Το Ταξίδι μου (Α' Μέρος)

Το βιβλίο αυτό που εκδόθηκε το 1888, από τον γλωσσολόγο Γιάννη Ψυχάρη, θεωρείται ως η πρώτη επίσημη επιστημονική γλωσσολογική στήριξη των αγώνων των Ελλήνων δημοτικιστών κατά των υποστηρικτών της καθαρεύουσας.

 ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ
        αμύνεσθαι περί πάτρης
            Ιλ. Μ, 243.

Δυο λόγια.
Όποιος με διαβάση θα καταλάβη με τι σκοπό έγραψα το Ταξίδι μου. Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του ή για την εθνική τη γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας. Πάντααμύνεται περί πάτρης.
Η ζωή μου είναι της Γαλλίας. Ό τι είμαι, στη Γαλλία το χρωστώ. Την αγαπώ σα μητέρα και σαν πατρίδα. Έγινα παιδί της στην ώρα της δυστυχίας και της θλίψης• πώς να μην τη λατρέβω; Γεννήθηκα όμως Γραικός και δεν μπορώ να το ξεχάσω• έχω χρέη και στην Ελλάδα. Θέλησα να της το δείξω. Αφού δεν μπορεί να της είμαι χρήσιμος στον πόλεμο, τουλάχιστο πολεμώ για την εθνική μας γλώσσα. Ένα έθνος, για να γίνη έθνος, θέλει δυο πράματα• να μεγαλώσουν τα σύνορά του και να κάμη φιλολογία δική του. Άμα δείξη που ξέρει τι αξίζει η δημοτική του γλώσσα κι άμα δεν ντραπή γι' αφτή τη γλώσσα, βλέπουμε που τόντις είναι έθνος. Πρέπει να μεγαλώση όχι μόνο τα φυσικά, μα και τα νοερά του τα σύνορα. Γι' αφτά τα σύνορα πολεμώ.
Άλλα δεν είχα να πω στον πρόλογό μου. Όσοι πιάσουν το βιβλίο μου στο χέρι για να διασκεδάσουν και να περάση η ώρα — να το πω φανερά, γι' αφτούς γράφω — δεν έχουν ανάγκη μήτε να τους ξηγήσω τορθογραφικό σύστημα που ακουλούθησα, μήτε να τους δώσω λόγο για κάθε λέξη, για κάθε φράση που έγραψα. Δεν έβαλα έναν τύπο γραμματικό, δεν έγραψα μια λέξη, μία συλλαβή στο βιβλίο μου, χωρίς να το συλλογιστώ πριν ώρες, μπορώ μάλιστα να πω χρόνια, αφού κάθε χειμώνα στα δημόσια μαθήματα που δίνω, της γλώσσας μας την ιστορία μελετώ.
Όποιος πάλε θέλει να με διαβάση για να με κατακρίνη, για να βρη λάθη, για να κάμη το δάσκαλο, τον παρακαλώ πρώτα να ρίξη μια ματιά στα επιστημονικά και φιλολογικά μου δοκίμια — στα Ιστορικά ζητήματα και στα γαλλικά μου συγράμματα. Για να με κατηγορήση, πρέπει πρώτα να διή με τι ιδέα γράφω κι αν ακουλούθησα παντού την ίδια ιδέα ή όχι. Θα με κάμουν παρατήρηση για πολλά πράματα που αποκρίθηκα αλλού, χωρίς μάλιστα να προσμένω την παρατήρηση. Δε θαπαντήσω και δέφτερη φορά. Δική μου γλώσσα δεν έχω και δεν έφτειαξα γλώσσα, γιατί πλάστης δεν είμαι. Γράφω την κοινή γλώσσα του λαού• όταν η δημοτική μας γλώσσα δεν έχει μια λέξη που μας χρειάζεται, παίρνω τη λέξη από την αρχαία και προσπαθώ, όσο είναι δυνατό, να την ταιριάξω με τη γραμματική του λαού. Έτσι έκαμαν όλα τα έθνη του κόσμου• έτσι θα κάμουμε και μεις. Με φαίνεται που για πρώτη φορά, σ' αφτό το βιβλίο, γράφηκε με κάποια σειρά κ' ενότητα η γλώσσα του λαού. Προσπάθησα να τη γράψω κανονικά, να φυλάξω τους νόμους της, να προσέξω στη φωνολογία, στη μορφολογία, στο τυπικό και στη σύνταξη της δημοτικής γραμματικής.
Δεν είμαι τόσο νέος, δεν είμαι και τόσο παιδί, για να νομίζω που κατώρθωσα μ' αφτό μου το βιβλίο να λύσω το πρόβλημα που μας βασανίζει όλους. Για να το λύσουμε, χρειάζουνται ακόμη πολλά• πρέπει πρώτα ο καθένας να πιάση να μάθη με τα σωστά του αφτή τη γλώσσα που καταφρονεί χωρίς να την ξέρη, να γίνουνε γραμματικές, να παραδίδεται η αληθινή μας γλώσσα κι όχι μόνο η καθαρέβουσα στα σκολειά και στο Πανεπιστήμιο. Πρέπει μάλιστα να σπουδάξουμε καλήτερα την αρχαία, για να καταλάβουμε την ιστορική αξία της δημοτικής, να τη μελετήσουμε με σέβας και να διούμε που μόνο τη δημοτική είναι δυνατό να καλλιεργήσουμε και να γράψουμε. Προσπάθησα να δείξω που μπορεί κανείς να γράψη αφτή τη γλώσσα και πεζά. Το λέω φανερά και μ' όλη μου την καρδιά• αν το βιβλίο μου δεν είναι καλό, φταίω γω• η γλώσσα μας δε φταίει.
Γραμματική όμως δε θέλησα να κάμω. Το βιβλίο μου άλλο δεν είναι παρά φαντασία και ποίηση. Πήρα πρόφαση το ταξίδι που έκαμα, κοντέβουν τώρα δυο χρόνια, στην Ανατολή και στην Ελλάδα. Πολλοί ταξιδιώτες συνηθίζουν και μας λεν τι έκαμαν τη δεφτέρα και την τρίτη, τι ώρα έφταξαν και τι ώρα έφυγαν, τι κρασί ήπιαν, πόσα κουνούπια τους δάγκασαν, ποιόνα είδαν εκεί που κατέβηκαν, τι μαλλιά είχαν η νοικοκερά κι ο νοικοκύρης του σπιτιού. Έπειτα, σ' ό τι χώρα κι αν πατήσουν, κάθουνται και μας διγούνται τα ιστορικά της. Τέτοια δεν έχω. Ο guide Joanne είναι πολύ πιο χρήσιμος οδηγός από μένα. Κανένα απ' όσα λέω στο βιβλίο μου δε συνέβηκε αλήθεια. Αλήθεια είναι μόνο το μίσος που έχει κάθε Γραικός για τον Τούρκο κ' η αγάπη που έχει για την πατρίδα του και για τη γλώσσα που του μίλησε η μάννα του παιδί. Ποτές στη ζωή μου δεν έδωσα μεγάλη προσοχή στάτομα• ο άθρωπος μοναχά, η ιδέα κι ο νους έχουν κάποια αξία στον κόσμο. Τα γενικά ζητήματα είναι τα μόνα σπουδαία ζητήματα. Για τούτο, όπου γράφω το εγώ, είναι τύπος ρητορικής• εγώ τίποτις δεν είμαι• η εθνική ψυχή κάτι σημαίνει• προσπάθησα να διώ πού και πού τι έχει μέσα της αφτή η ψυχή, και μιλώντας για μένα, συλλογιούμαι τους άλλους. Το βιβλίο μου είναι παραμύθι, όχι ταξίδι.
Αφτό θέλησα. Θέλησα και κάτιτις άλλο• να διασκεδάση ο αναγνώστης μου, κι αν είναι δυνατό να μη με βαρεθή, ακόμη κι όταν του μιλώ για σοβαρά κ' επιστημονικά ζητήματα. Μα πρώτα απόλα θέλησα να μπορέση ο καθένας να με καταλάβη.
Παρίσι, 1888.




Α'.

Πόθος κρυφός.
Ένα πρωί στην εξοχή, που μυροβολούσαν οι πεδιάδες και που τα δέντρα κελαδούσαν, πουλιά γεμάτα, βγήκα και γω, — κάτω στης δυτικής Γαλλίας τα μακρινά παράλια που βρίσκουμουν τότες, — να σεργιανίσω όξω στους κάμπους και να λούσω στη δροσιά της αβγής κορμί και ψυχή. Ανέβηκα απάνω σ' ένα λόφο μικρό. Στο πλάγι μου, τα χόρτα είχαν ξαπλωμένη τη λαμπρή τους πρασινάδα• μισοβρεμένα από την πρωινή δροσιά, σαν καμαρωμένα μέσα στο ζωηρό τους το χρώμα, όλα τους φορούσαν τη στολή τους, διαμάντια, σμαράγδια και μαργαριτάρια. Το χορτάρι, χρυσολούλουδα κεντημένο, έμοιαζε ύφασμα ζωντανό. Τα τριαντάφυλλα άνοιγαν τα κόκκινα τους φύλλα. Ταγιόκλημα, η αλιφασκιά, οι σπαρτιές περεχούσαν την καρδιά με τη μυρωδιά τους. Φυσούσε αγέρι σιγαλό• παρέκει, σε μια κοιλάδα, κουνιούνταν τα στάχια αγάλια αγάλια κ' έκαμναν την κουβέντα τους• έσκυφτε το ένα στάλλο, σα να χαιρετιούνταν. Είταν όλο χαρούμενα που τα ζέσταινε ο ήλιος με τις γλυκές του αχτίδες. Ο ουρανός ερωτεμένος γλυκοκοίταζε τη γις, σαν που κοιτάζει την αγάπη του ένας νιος, όταν περάση και τη διή. Τόσο φως, τόση φλόγα σκόρπιζε αποκεί απάνω στον κόρφο της μέσα, που φαίνουνταν, αλήθεια, σα να μην ήξερε ο ήλιος πώς να προφτάξη από τα τρελλά φιλιά που γύρεβε να της δώση. Η άνοιξη είναι ο μεγάλος έρωτας που μας ανάφτει και που κάθε χρόνο τον κόσμο γεννά. Όλα τα ξανοίγει, όλη τη φύση, όλες τις ψυχές• είναι σα μια πλημμύρα ζωή που κατεβαίνει.
Κάθουμουν ήσυχος, δίχως φροντίδα, δίχως καμιά συλλογή. Γαλήνη γίνουνταν η ψυχή μου. Μ' όλη μου τη δύναμη τέντωνα τα στήθια μου, για να τα γεμίση ζωή. Χαίρουμουν και γω την άνοιξη, τη φύση, τον κόσμο. Η εφτυχία, τι είναι; ενέργεια και τίποτις άλλο. Όλα ενεργούσαν τριγύρω μου και μέσα μου, τα δέντρα για να λουλουδιάσουν, η καρδιά μου για να καταλάβη ακόμη καλήτερα τη γλυκύτητα, την καλλονή του βίου. Άκουγα τη φύση και τραγουδούσε κοντά κοντά στ' αφτιά μου το παντοτινό της το τραγούδι, που κάθε χρόνο το ξαναλέει, το τραγούδι της ζωής και της αγάπης. Έβλεπα την όμορφη θέα που είχα μπροστά μου, από πάνω μου τον ουρανό με τη λαμπρότητά του, στο πλάγι μου κάμπους και πρασινάδα κι άξαφνα πιο κάτω, άμα σήκωνα τα μάτια, απέραντη θάλασσα με τα μαβιά της κύματα, θάλασσα γελαστή, άσπρους αφρούς στολισμένη.
Αχ! τη θάλασσα, γιατί να τη διώ; γιατί να μη μου τη σκεπάσουν οι πλατάνοι, οι ιτιές και τάλλα τα δέντρα που βγάζει το χώμα το γαλλικό; Μόλις την είδα τη θάλασσα, και πήρε η φαντασία μου άλλο δρόμο. Θυμήθηκα την πατρίδα! Και στην πατρίδα θάλασσα θα με πάη. Ότι το συλλογίστηκα, ό τι έβαλα τέτοια ιδέα στο νου μου, του κάκου! δεν μπορούσα πια τίποτις άλλο να συλλογιστώ. Ξέχασα την πρασινάδα, τα λουλούδια, τον ουρανό, και τη φύση που πρώτα δε χόρταινα να τη βλέπω. Κάτι με τραβούσε! Μια λιγούρα μ' έτρωγε την καρδιά και δε μ' άφινε ησυχία. Στη στιγμή έπρεπε να σηκωθώ, να γυρίσω σπίτι, να μετρήσω τους παράδες μου — να βγω στο ταξίδι.
— «Ναι! έλεγα μέσα μου όσο περπατούσα και πήγαινα σπίτι, είναι ανάγκη πια! Πρέπει, πρέπει χωρίς άλλο να διώ τους ομογενείς! Αφτή τη λαχτάρα έχει η καρδιά μου. Δεν ξέρω, μα σα να με φαίνεται πως γέρασα πάρα πολύ. Είναι καιρός να πάω να ξανανιώσω, να πέσω μέσα στον Ιλισσό, το νόστιμο το ποτάμι που δε φταίει το κακόμοιρο α δεν τρέχει, αφού δεν έχει μήτε μια σταλιά νερό. Πρέπει να διώ τους δικούς μου, να διώ την Πόλη, τη Χιο και την Αθήνα! Πόσα χρόνια είναι τώρα που άφησα την πατρίδα, πόσα χρόνια που ζω ήσυχος, φτυχισμένος στην καινούρια μου, την αγαπημένη πατρίδα! Εδώ τίποτις άλλο δεν έπαθα παρά καλό. Καιρός, καιρός είναι να μαλλώσουμε λιγάκι με τους ομογενείς. Πότε θα τους χαρώ και γω τους βλογημένους μου Γραικούς, τους καλούς μου πατριώτες; Πάντα ψηλά πετά ο νους τους, όλο εβγένεια πνέει η ψυχή τους• ζουν ακόμη με το Σωκράτη και τον Περικλή. Από τους αρχαίους χρόνους τίποτις ίσια με τώρα δεν άλλαξε, γλώσσα, αίμα, προφορά. Φτάνει να τους ρωτήξης• έχουν πάντα χίλια δυο να σε πούνε για να σταποδείξουν — και να σε βρίσουν, αν πης όχι.
Τις βρισιές τους, να τις ξανακούσω μια ώρα αρχήτερα! Εδώ στη Γαλλία που κάθουμαι, ποτές, όχι! ποτές κανένας μου φίλος — αλήθεια είναι, πρέπει να το πω — μήτε θύμωσε, μήτε τα χάλασε μαζί μου, μήτε με το βάσταξε βαρύ, μήτε μια γροθιά μ' έδωσε στη ζωή μου. Αν και δε συφωνούσαν πάντα οι ιδέες μας, συφωνούσαν οι καρδιές μας. Το φέρσιμό μας είταν πάντα καλό. Γίνεται τέτοια μονοτονία! Βαρέθηκα την τύχη μου. Θα φιλήσω τον πρώτο που θα με βρίση. Καβγάδες δίψασε η ψυχή μου• Είναι καιρός που έχω σα μια λιγούρα στην καρδιά. Λαχτάρα μ' έπιασε να ξαναδιώ τη μάννα μου, — την Ελλάδα! Ο νους μου μεγάλα γυρέβει. Θέλω δόξα και γροθιές!
Πόσους είδα, πόσους γνώρισα στον κόσμο! Όσους φωστήρες έχει η καλή μου Γαλλία, μικρούς και μεγάλους, τους ξέρω. Πρόφταξα και τον περίφημο το γέρο, το Βιχτώρ Ουγκώ. Μ' έκαμε σωρό τεμενάδες και μ' είπε• — «Μεγάλος είσαι συ• τι είμαι γω;» Μόνο τους δικούς μας τους μεγάλους, μόνο τους καλούς μας δασκάλους δε θα τρέξω να διώ; Και τι να την κάμω τότες τη ζωή; Κάλλια μια ώρα να τους πλησιάσω και να πεθάνω, παρά να ζω χρόνια και να μην τους βλέπω! Ξέρεις τι γλύκα, τι νοστιμάδα που την έχει ένας που σε πετά πρώτα στο πρόσωπο όσα λόγια, όσες βρισιές ξέρει και δεν ξέρει, κ' έπειτα πετιέται κι ο ίδιος στην αγκαλιά σου, λέγοντας• Μπρε αδερφέ! έλα να σε φιλήσω!
— «Γυναίκα μου, να σε χαρώ, νάχης έτοιμο το σεντούκι. Ή αν το θέλεις κ' έτσι «πλήρωσον το κιβώτιον και κράτει τας αποσκευάς ετοίμους». Θα σε πάω στην Ελλάδα Ας αφήσουμε για τρεις μήνες — το πολύ πολύ — τη γλυκειά μας τη γωνιά που καθούμαστε κουκουλωμένοι ζεστά στην αγάπη μας μέσα, σαν το πουλί στη φωλιά του. Έλα να διής του αντρός σου την πατρίδα. Έλα να καταλάβης πώς μιλούσαν ο Πλάτωνας κι ο Σωκράτης. Έλα νακούσουν τα βάρβαρά σου ταφτιά την προφορά που έβγαζε του Όμηρου το στόμα. Τι κάμνουν οι σοφοί της Εβρώπης, οι επιστήμονες, οι αρχαιολόγοι, οι γλωσσολόγοι, όταν κανένα δύσκολο ζήτημα τους σκοτίζει το κεφάλι, όταν πολεμούνε να καταλάβουν πώς ζούσαν οι αρχαίοι, με τι τρόπο ντύνουνταν, πώς έβαζαν τη φορεσιά τους, πώς πεινούσαν και πώς έτρωγαν; Τι κάμνουν, όταν απαντήσουν άξαφνα σε κανένα συγραφέα, πεζογράφο ή ποιητή, μια φράση που τους ξεφέβγει, μια λέξη που δεν εννοούν; Τι κάμνουν, όταν άλλη βοήθεια δεν έχουν πια, για να φωτιστή ο νους τους, παρά κανέναν κώδικα μισοσβισμένο, και προσπαθούν, όλοι τους μαζί, να διορθώσουν τα σακατεμένα χωρία ενός χερογράφου; Μήπως κάθουνται και σπουδάζουν, ανοίγουν ή σφαλνούν τα βιβλία της επιστήμης, σκαλίζουν επιγραφές και σπάνουν το κεφάλι τους για να ξεδιαλύσουν την αλήθεια, με τα λίγα μνημεία της αρχαιότητας που σώθηκαν ίσια με τώρα; Όχι βέβαια! Οι σοφοί Εβρωπαίοι, αν κανένας αρχαίος ζούσε ακόμη και σήμερα, θάτρεχαν αμέσως, θα φιλούσαν τα πόδια του για να τους πη την έννοια της λέξης που δεν ξέρουν, το νόημα του χωρίου που τους βασανίζει, τα μέτρα του στίχου, την ποιότητα και την ποσότητα κάθε συλλαβής. Τώρα παν όλοι στην Ελλάδα, κ' είναι σα να μιλούσαν κανέναν αρχαίο. Ρωτούν ένα δάσκαλο ή ένα χωρικό, κι ο δάσκαλος ή ο χωρικός αμέσως λέει του σοφού ό τι θέλει νακούση• όλες του τις απορίες με μια λέξη θα του τις λύση, γιατί ξέρει ο καθένας στην Εβρώπη που άμα πατήση στο βασίλειο, θα βρη την αρχαία Ελλάδα απαράλλαχτη και ζωντανή.
Ας πάμε και μεις. Άβριο φέβγουμε. Ακόμη μια παραγγελιά να σε δώσω. Μην ξεχάσης, ζωή μου, σε παρακαλώ, να βάλης δυο τρεις σταφίδες στο σεντούκι. Είναι της αθρωπιάς να φέρουμε και μεις κανένα χάρισμα στους ομογενείς. Μπορεί να σώθηκαν κ' οι σταφίδες. Πρόσεχε, φως μου, και θυμήσου να πάρης καμιά Γραμματική της νεοελληνικής. Πρέπει να ξέρουμε να μιλούμε. Κάτω κάτω στο σεντούκι, ρίξε, ψυχίτσα μου, την Grammaire du grec actuel του Rangabe.»

Β'.

Η γ ι α ν ο ύ λ α.
Δεν έκαμα τίποτις στη ζωή μου, χωρίς να ρωτήξω πρώτα τη γιαγιά μου. Εμένα αγαπούσε μέσα σ' όλα της τα παιδάκια. Την έλεγα γιανούλα και της άρεζε να τακούη. Όλα της τα χάδια, όταν είμουν παιδί, όλες μου τις τρέλλες και τα τρυφερά της μαλλώματα, τα θυμούμουν κάθε φορά που τη φώναζα γιανούλα. Έβλεπε αμέσως που γύρεβα να την καλοπιάσω. Όταν έγινα μεγάλος, συχνά ακόμη έτσι της μιλούσα. Τι μοναδική γυναίκα που είταν εκείνη! Πόσες ανοησίες μ' εμπόδισε να κάμω, κι ας έμοιαζαν κάποτες οι ανοησίες μου σωστές! Πόσα καλά, πόσα φρόνιμα λόγια είχε πάντοτες να με πη! Με τι τρόπο ήξερε να μ' αρμηνέψη! Μόνες οι γυναίκες γνωρίζουνε, χωρίς να την έμαθαν ποτές, την τέχνη που μαλακώνει την καρδιά και πείθει το νου. Ο λόγος τους μπαίνει ίσια μέσα στην ψυχή. Η γυναίκα, ό τι γεννηθή, είναι μάννα• μάννα την έχει η φύση καμωμένη, και με τον ίδιο τρόπο που ξέρει μωρά να μας νανουρίζη, να μας ησυχάζη με το φιλί της, έτσι και κατόπι, με την ίδια καλοσύνη, με την ίδια αγάπη, ξέρει να παρηγορή, ξέρει να κάμη μέλι τη ζωή μας.
Μια γλύκα ξεχωριστή είχαν της γιανούλας μου τα λόγια• είχαν τα λόγια της μια φρόνηση δική τους. Το πρόσωπό της είχε ένα χαμογέλοιο έξυπνο και τρυφερό όλο μαζί• τέτοιο είταν και το μίλημά της. Δεν είμουν εγώ που την έκαμνα κάπου κάπου να ξεχνά τις πολλές πίκρες της ζωής της, τις δυστυχίες που σαν ταγκάθια κεντούσαν την καρδιά της• μ' όλα της τα χρόνια είταν εκείνη που μ' έσπρωχτε, που μ' έδινε θάρρος, που μ' έλεγε πάντα να μην απελπίζουμαι. Μαζί της ησύχαζα. Άμα είχα κανέναν καημό, αμέσως στη γιανούλα! Έτσι και τώρα. Όση βία κι αν είχα να βγω στο ταξίδι, να διώ την πατρίδα, να χαιρετήσω τους δασκάλους, συλλογίστηκα μέσα μου• — «Καλό είναι να πάω πρώτα να βρω τη γιαγιά μου, τι θα με πη.»
Όταν πήγα, την ήβρα καθισμένη στην πολτρόνα της• φορούσε τη μάβρη της σκούφια λίγο στραβά στο πλάγι που της σκέπαζε το ένα της ταφτί• είταν πάντα μαβροντυμένη κι ωςτόσο την έβλεπες πάντα με το καλό της το χαμογέλοιο, που έλαμπε μέσα στα ζωηρά της, τα γλυκά της τα μάτια.
— « Γιανούλα μου χρυσή, την εφκή σας! Τόχω απόφαση από χτες• θα σείρω στην Ελλάδα. Αποθύμησα τους ομογενείς (αφτή τη λέξη, θυμούμαι, η γιανούλα δεν την αγαπούσε). Κοιμάται μέσα στο στήθος βαθιά της πατρίδας η αγάπη• άξαφνα μια μέρα, και κει που κανείς δεν το προσμένει, παίρνει φωτιά, κορώνει σα σπίθα κρυφή και σου καίει γλυκά την ψυχή.»
— « Ο ίδιος είσαι που είσουν πάντα, ορμητικό, πεταχτό παιδί, μεγαλόκαρδο κι αστόχαστο. Δεν κάθεσαι, Γιάννη μου, στη γωνιά σου; Καλό ναγαπά κανείς την πατρίδα του, να τη θυμάται, ακόμη κι αν έκαμε άλλη πατρίδα• η ιδέα σου φρόνιμη μοιάζει κι ο πόθος σου φαίνεται καλός. Μα δεν το βλέπεις που κάμνεις τρέλλα;
Πρώτα πρώτα δε με λες, από πότε σ' έπιασε τόσος πατριωτισμός, εσύ που δε θέλεις νακούσης τέτοια λέξη;»
— « Από χτες, γιαγιάκα μου, από χτες! Αλήθεια είναι, τόχω αφτό το κακό• συχαίνουμαι τα λόγια και ντρέπουμαι, για το παραμικρό πράμα που θα κάμη κανείς, να βγάζει τόση λέξη από το στόμα του. Συχαίνουμαι τον πατριωτισμό, γιατί κάτι νομίζουν πως λεν όσοι για πατριωτισμό σου μιλούνε. Συχαίνουμαι τους φαφλατάδες, τους φωνακλάδες τους μισώ! Μ' αρέσει δουλειά, όχι ρητορική και φωνές.»
— «Τι πας τότες στην Ελλάδα; Τι πας να κάμης με τους ομογενείς; Όλες σας οι ιδέες διαφορετικές• έλα να τις πάρουμε μια μια. Πρώτα πρώτα, ποτές σου δε θέλησες να πιστέψης που δεν έχουμε στις φλέβες μας μέσα, ίδιο κι απαράλλαχτο, των αρχαίων το αίμα. Λες που και σε μας, σα σ' όλους τους λαούς του κόσμου, αρχαίους και νέους, αίματα ξένα πολλά με τον καιρό ανακατώθηκαν και στο τέλος έγιναν ένα.»
— «Δεν πρέπει λοιπό να λέμε τέτοιο πράμα;»
— «Όχι! Πρέπει να μη μοιάζουμε με κανένα άλλο έθνος. Να είναι το πράμα όπως το λες, πάει καλά• αν είναι, πώς μπορούμε πάλε να κάμουμε να μην είναι; Να πούμε όμως την αλήθεια, δε γίνεται. Για στοχάσου το λιγάκι! Εσύ τώρα, είχες έναν παππού Ιταλό• ο άλλος σου πάππους είτανε Χιώτης και μένα ο πατέρας μου Αρβανίτης. Ταιριάζει, σε παρακαλώ, να φανερώσης ποτές τέτοια γενιά; Πρέπει να την αρνηθής. Η Εβρώπη, που σ' έχει απόγονο του Περικλή, τι θα πη, άμα το μάθη; Αμέσως ξεπέφτεις!»
— «Όχι μόνο δεν ξεπέφτω• με φαίνεται μάλιστα που ανεβαίνω. Ο Θεός να με φυλάξη να ντραπώ να πω την αλήθεια• πιώτερο από καθετίς μας τιμά. Πήραμε αίματα ξένα, τα κάμαμε δικά μας. Ποιος βλέπει σήμερα στην Ελλάδα που και Φράγκοι και Σλάβοι την έχουν πατημένη και που μας έχυσαν ο ένας κι ο άλλος μια σταλιά αίμα από κάτω από το πετσί; Γραικός είναι, Γραικός λέγεται ο καθένας κ' η καρδιά του φωνάζει Γραικό. Νίκησε το ελληνικό το στοιχείο, κ' έτσι πλουτίσαμε με δύναμη νέα και νέα ζωή.»
— «Τέτοια φιλοσοφία, παιδάκι μου, δεν τη σηκώνουμε ακόμη. Θέλεις να συφωνούν οι άλλοι με την ιδέα σου; πρέπει πρώτα να πάρης εσύ τη δική τους. Ποιοι είναι που έχουν πέραση στον κόσμο; Όσοι ξέρουν και κολακέβουν τους αθρώπους. Ποιους αγαπούνε στην Ελλάδα; Όσους όλο τα ίδια κοπανίζουν. Έτσι να το κάμης και συ. Ό τι σε πουν, ποτές σου να μην πης όχι. Αν ακούσης μάλιστα τίποτις για την προφορά, αμέσως σώπα. Θα το καταφέρης; Δεν το πιστέβω. Κανείς ως τώρα δεν μπόρεσε να σε καταπείση, που δυο και τρεις χιλιάδες χρόνια στάθηκε δυνατό να προφέρνουμε πάντοτες με τον ίδιο τρόπο. Κάθε τριάντα χρόνια παντού, λες, αλλάζει κάθε προφορά. Πρόσεχε καλά• θα πείραξες και τους άλλους λαούς. Φαντάσου να βγουν τώρα στη μέση κ' οι Εβρωπαίοι! Αν πούμε τους Γάλλους που δε μιλούνε σήμερα απαράλλαχτα σαν που μιλούσαν ή στα χίλια ή στα χίλια διακόσια, θα νομίσουν που τους βρίζουμε. Μήπως κι αφτοί δεν είναι οι ίδιοι Γάλλοι που είταν και τότες; Τον πατριωτισμό τι τον κάμνεις;»
— «Τον αφίνω κει που πρέπει. Ο Πλάτωνας βέβαια δεν πρόφερνε σαν τον Όμηρο. Στοχάστηκε ποτές κανένας να του πη που δεν είταν Έλληνας και κείνος σαν τον Όμηρο; Δεν είμαστε ακόμη σαν τους πεθαμμένους. Δε μας πλάκωσε ο τάφος, να βουβαθούμε. Οι πεθαμμένοι μοναχά δεν αλλάζουν. Ένας ζωηρός, δραστήριος λαός σαν το δικό μας, τουλάχιστο κάθε τριάντα χρόνια βγάζει καινούρια προφορά κιαπό κει φαίνεται που είναι ο ίδιος λαός. Έτσι είναι που μας δείχτει ίσια ίσια πόση ενέργεια έχει μέσα του η ψυχή του, πόσο τρέχει μέσα στο στόμα του η γλώσσα του. Ίσως είναι ταφτιά μου χαλασμένα• μα τέτοια ακούω να με λέη σιγά σιγά ο πατριωτισμός. Ο πατριωτισμός θέλει πρώτα πρώτα να ξέρουμε τι γίνεται στον κόσμο, τι λεν και τι κάμνουν οι σοφοί. Καιρός είναι που κατάλαβε η επιστήμη με τι τρόπο, με τι νου πρέπει κανείς να πιάνη τέτοια ζητήματα• έμαθε να ξεχωρίζη πράματα που μαζί δεν ταιριάζουν• άλλο πατριωτισμός κι άλλο γλωσσολογία. Μόνοι μας θα μείνουμε πίσω, μέσα στάλλα τα έθνη; Ένα βλέπω και λυπούμαι, που με τις ιδέες μας, με το μπόσικό μας το πείσμα γενήκαμε περιγέλοιο στον κόσμο. Και τη λύπη μου τούτη τη λέω πατριωτισμό.»
— «Εμένα, θα με γελάσης με τα λόγια σου; Σε κατάλαβα και βλέπω πού θέλεις να με φέρης. Τους δασκάλους και τη γλώσσα τους πολεμάς να ξεπαστρέψης. Και ποιόνα ελπίζεις νάχης μαζί σου; Όλος ο κόσμος λέει τη γλώσσα μας βάρβαρη• εσύ λες που να μην την ξέρουμε είναι ντροπή. Εμείς φωνάζουμε που διόρθωση θέλει• εσύ γράφεις που διόρθωση θέλει το κεφάλι μας. Άραγες θα βρεθή κανένας να σε πιστέψη; Ο καθένας νομίζει που γυρέβεις το κακό μας. Δεν είναι πιο φρόνιμο, δεν είναι πιο σωστό να μιλούμε μια γλώσσα σαν την αρχαία, που κανένας μας πια σήμερα δεν τη νοιώθει, παρά να καθούμαστε να μελετούμε τη μητρική μας γλώσσα, που και τα μωρά παιδιά μπορεί σήμερα να την καταλάβουν; Τι να σε πω; Αφού με λεν που με ξεβγενίζει η καθαρέβουσα, άρχισε και μένα να μ' αρέση τω δασκάλων το σύστημα.»
— « Γιαγιάκα μου, ξέρετε όλα νόστιμα να τα λέτε. Βλέπω και γω η γνώμη σας πού πέφτει. Η μόνη εβγένεια είναι της αλήθειας η αγάπη, κ' η εβγένεια τούτη δεν κάθεται στο στόμα• βρίσκεται μοναχά μέσα στην ψυχή• δεν την κάμνουν τα λόγια• γεννιέται στο νου. Από την αλήθεια δεν μπορεί να βγη παρά καλό. Γίνεται τώρα να βρίζουμε της μάννας μας τη γλώσσα και μάλιστα να το θαρρούμε σωστό; Η γλώσσα που με μιλήσετε παιδί είναι σα θησαβρός κρυμμένος στην καρδιά μου. Τη σέβουμαι όσο σας σέβουμαι και σας. Τα καλά τα αιστήματα κάμνουν και τις ιδέες τις καλές. Θα ξεχάσω ποτές που με παίρνατε στα γόνατά σας και που με λέγατε παιδί μου. Πώς να τολμήσω λοιπό το παιδί μου που άκουγα τότες, τώρα να το κάμω τέκνον μου
— « Με τα χάδια δεν πιάνεις τους δασκάλους. Εμένα μπορείς να με πιάσης. Κάμε καλήτερα καμιά παραχώρηση. Κοίταξε να τα σιάξης με τους ομογενείς. Βάλε νερό στο κρασί σου.»
— « Το κρασί, μάννα μου, καλό και το νερό που πίνουμε στην πατρίδα λάμπει σαν τον ήλιο κ' είναι καθαρό σαν το διαμάντι. Δε θέλει κρασί• πίνεται μοναχό του. Έτσι και με την αλήθεια. Να μην την ανακατώνουμε• καθαρή να την πίνουμε, για να μας δροσίζη το νου.
Το κρασί, λέω μάλιστα να ταφήσουμε όλους διόλου• το κρασί μοιάζει σα να είναι το φοβερό εκείνο το γραικικό φιλότιμο, που μας ζαλίζει το κεφάλι και που μας θολώνει την αλήθεια. Κάμαμε γλώσσα καινούρια, αλλάξαμε προφορά, με το δικό μας μαζί πήραμε κάπου κάπου στις φλέβες μας μέσα κι άλλο αίμα. Το πρώτο μας χρέος είναι να το ξέρουμε και να το λέμε. Ένας λαός υψώνεται άμα δείξη που δε φοβάται την αλήθεια. Όταν τη φοβάται, θα πη που δεν τιμά, που δε σέβεται τον εμαφτό του. Στολίζεται με ξένα ρούχα και βάζει ψέφτικες θωριές στο πρόσωπό του, σα να του φαίνουνταν πως δεν του φτάνουν τα φυσικά του στολίδια. Πρέπει νάχουμε συνείδηση καθαρή. Ας έχουμε και καλήτερη ιδέα για την καινούρια μας την Ελλάδα και για το νέο μας το λαό. Ας μην ντραπούμε να φανούμε ό τι είμαστε. Έτσι θα δείξουμε πιώτερη αξιοπρέπεια. Να μη ζητούμε ξένα φτειασίδια και προτερήματα που δεν έχουμε. Όσο μικρά κι αν είναι τα δικά μας, θα προκόψουμε την ημέρα που θάχουμε το θάρρος να περηφανεφτούμε με τα δικά μας μοναχά.»
— «Κάλλια, παιδί μου, νάπιανες νάγραφες κινέζικα, κάλλια να καταγίνουσουν — είναι καιρός ακόμη — με καμιά γλώσσα της Αουστραλίας ή της Αφρικής, παρά να διαβάζης τα γραικικά. Μη σε μέλη• οι δικοί μας ποτές γνώση δε θα βάλουν και συ άδικα θα χολοσκάνης. Ο μπελάς στο κεφάλι σου θα ξεσπάση. Ή θα σε βρίσουν ή θα κάμουν πως δε σε ξέρουν. Τουλάχιστο να με τα λες εμένα• μην τα λες εκείνους.»
— «Το χρέος του πρέπει να κάμη ο καθένας, όσο ζη, και την πεποίθηση που έχει μέσα ριζωμένη στην καρδιά του, σα σκλάβος να την ακούη. Η πεποίθηση μέσα φωνάζει κ' η φωνή της, άμα βροντήση μέσα στο στήθος, πρέπει με κάθε τρόπο όξω να βγη!»
— «Πήγαινε το λοιπό, αφού έτσι το θέλεις! Ποιος σε πιάνει; Μια χάρη μόνο θα σε ζητήξω. Πρόσεχε, παιδί μου, τη θρησκεία να μην την αγγίξης. Θρησκεία σε μας πατριωτισμό σημαίνει και τον πατριωτισμό τον έχουμε ανάγκη για την ώρα.
Άκουσε κ' ένα άλλο, να σε βρίζουν και να μη βρίζης• τράβα ίσια το δρόμο σου και μη σε μέλη. Τρόπους καλούς μπορούμε νάχουμε πάντα• έχε τους και συ. Ό τι κι α σε πουν, πάντοτες να λες ναι• όταν πιάσης την πέννα, τότες αλλάζει• όσο θέλεις, το όχι σου να το γράφης. Οι καβγάδες δε φελούν• οι αθρώποι πιάνουνται με τα καλά λόγια. Για να το θυμηθής ακόμη καλήτερα, βάστα στο νου σου και τούτο μου το λόγο•
    Μ' όλους όμορφα, παιδί μου,
    Να φερθής μη λησμονήσης
     — Και στον Κόντο να μην κάμης
    Γλωσσικάς Παρατηρήσεις.»


Ταξίδι.
Γιούλιο μήνα, στις τριάντα σωστά, μέρα Παρασκεβή, η ώρα ξήμισυ το βράδυ, — αφού αποχαιρετήσαμε τη γιανούλα και κλειδώσαμε το σπίτι, — με τα σεντούκια και με τα σακκιά σηκωθήκαμε να πάμε στο σταθμό, για να πάρουμε το σιδερόδρομο. Είχαμε καλό αμάξι, μα έβρεχε φοβερά.
Άμα φτάξαμε, δώσαμε τα μπαούλα στα φορτώματα, μας έδωσαν την απόδειξη και την έβαλα στην τζέπη μου, για να μην τη χάσω. Τότες είναι που μπήκαμε στο ξενοδοχείο του σταθμού. Πήραμε ένα ζουμί, φάγαμε δύο μπριζόλες, μισό πουλί, τρεις ρόγες σταφύλι, μας έφεραν καφέ, πλερώσαμε οχτώ φράγκα και τριάντα πέντε λεφτά. Είταν και πέντε σολδιά παραπάνω για το γκαρσόνι.
Ανεβήκαμε στο βαγόνι στις εφτά και δέκα. Στις εφτά και τέταρτο σωστά κούνησε το τραίνο. Κάμαμε ταξίδι μοναδικό• δεν έσπασε ρόδα, δε χάλασε αμάξι, άλλο τραίνο δεν απαντήσαμε να μας πλακώση — και δε μας σκότωσε κανείς. Το σάββατο πρωί, στις δέκα και δωδεκάμισυ, φτάξαμε στη Μαρσίλια.
Κάμαμε στου θειου μου πρόγεμα λαμπρό• είχαμε πολύ καλή όρεξη κι όχι λίγη δίψα. Κάτσαμε, φάγαμε, γελάσαμε κ' έτσι ήρθε πια κι ώρα να μπαρκαριστούμε.
Στις τρεις, ανέβηκα στο βαπόρι με τη γυναίκα μου. Φύγαμε στις πέντε. Στο ταξίδι, κάμαμε κάμποσες γνωριμίες• η συντροφιά καλή, οι κυρίες νόστιμες κι ώσπου να φτάξουμε στην Πόλη, περνούσε με τις κουβέντες ο καιρός.
Να μην ξεχάσω να το πω κι αφτό! στο σιδερόδρομο, στη Μαρσίλια, στου θειου μου, στο βαπόρι, μήτε ψύλλους είδαμε μήτε μισό κουνούπι. «Σεντ» είταν τόνομα του βαποριού.
Δ’.
Παρίσι.
Παρίσι μου, να σε ξεχάσω δεν μπορώ! Οι κουβέντες, τα γέλοια και τα παιχνίδια δε με διασκεδάζουν. Πάντα σε σένα πάει ο νους μου. Κι ως τόσο μπορούσα άλλα να συλλογιστώ, μπορούσε να χαρή η καρδιά μου. Προβαίνει το βαπόρι και με δείχτει νέα θάλασσα, νέο κόσμο• σα να περηφανέβεται που βλέπει τόσα κύματα και δεν τα φοβάται• ήσυχο προχωρεί και ξεσκεπάζει στα μάτια μου μπροστά, όταν είναι μέρα, την αιώνια γλυκύτητα τουρανού μας, όταν είναι νύχτα, τις άπειρες λαμπάδες που τρέμουν εκεί απάνω μέσα στο σκοτεινό τους το φως.
Το κορμί μου μοναχά σέρνει μαζί του το βαπόρι, την ψυχή μου πίσω την αφίνει. Του κάκου συλλογιούμαι που σε λίγες μέρες θα πατήσω το ξακουστό της πατρίδας το χώμα, που η ώρα κοντέβει τα μάτια μου να χαρούν την πανώρια θέα της Ελλάδας, που θα πλησιάσω τόσα θάματα της φύσης, τόσα ιερά της ιστορίας μεγαλεία! Του κάκου λέω μέσα μου που γρήγορα θα διώ την Αγιά Σοφιά, μοναδικό κατόρθωμα της τέχνης, τον Παρθενώνα, παντοτινή φαιδρότητα του κόσμου!
Όχι! Παρίσι μου αγαπημένο! Πάντοτες εσένα ποθεί, εσένα σε κλαίει πάντοτες η καρδιά μου. Η πατρίδα μου είσαι συ. Εσύ με γέννησες νου και ψυχή. Πού είναι πόλη να σ' αξίζη; Ποιος σε γνώρισε ποτές
και δε σ’ αγάπησε για πάντα; Με τη βαρειά σου την ατμόσφαιρα, με το συννεφιασμένο σου τον ουρανό, με τον ψυχρό σου τον αγέρα, το γκάζι σου που βρωμά και το κακό σου το κλίμα, μάγεψες τον κόσμο. Τι νόστιμη που είναι η λάσπη σου, τι γλύκα που την έχει η βροχή σου! Η λάσπη σου μιλεί και λέει του διαβάτη• — « Εσύ που λερώνεις τα παπούτσια σου κι αφανίζεις το πανταλόνι σου, μη σε μέλη! Ιδέες γεμίζεις το μυαλό σου. Άγιο χώμα πατείς. Φρονήματα γενναία, σοβαρούς λογισμούς, αγάπη της λεφτεριάς, της πρόοδος και της πατρίδας, φτάνει νανοίξης το στόμα σου κιόλα μαζί ταναπνέεις. Για διές τις, τις ιδέες πώς πετούν τριγύρω σου στον αγέρα, από δω κι από κει κι από κάθε μεριά. Η ατμόσφαιρα που καταπίνεις είναι ιδέες φορτωμένη• από παντού σε τριγερνούν το κεφάλι, ποια να πρωτομπή.»
Κι όλο τρέχει στους δρόμους, κάμνει, κοπιάζει, δουλέβει ο λαός σου. Ξυπνός, εργατικός λαός, ορμητικά παιδιά και γενναία, πρόθυμα για το καλό, φοβερά στο θυμό τους. Δεν πρέπει να τα πειράξης• ξέρεις να τα πιάσης, σαν πρόβατα σ' ακουλουθούν ορμούνε σαν το θεριό, άμα ταγγίξης. Δε θέλουνε σκλαβιά• τους βασιλιάδες δεν τους φοβούνται, κι όταν τους βαρεθούν, απλώνουν το χέρι και σαν παιχνίδια τους σπάνουν. Οι πέτρες στους δρόμους σηκώνουνται μοναχές τους• η μια απάνω στην άλλη ανεβαίνει• ταμάξια που περνούν εφτύς γίνουνται πύργοι• τα κάγκελλα τα κάμνουν κοντάρια, και το φύσημά τους μπαρούτι. Πριν προφτάξης να το διής, βρέθηκαν μπάλλες, πιστόλια και τουφέκια• δεν ξέρεις από πού βγήκαν. Από πάνω από τα σπίτια, από κάτω από τα κελλάρια, μαζώνουνται, πηδούν, ξεφυτρώνουν καρέγλες, ξύλα, γυαλιά, σίδερα και μολύβι. Όλα μαζί στη μέση του δρόμου σωρέβουνται, μεγαλώνουν, άξαφνα γίνουνται βουνό κι αφτό το βουνό — αχ! Πόλη μου καημένη, πού να τα ξέρης εσύ αφτά; — λέει τους τυράννους• — « Ίσια με δω, αρχοντικό μου, κι όχι παρέκει!»
Με τα βουνά σου τα ξαφνικά, Παρίσι μου ποθητό, έσωσες την Εβρώπη κι ακόμη θα τη σώσης. Όλα σε σένα τα χρωστούμε. Εσύ θυσιάστηκες για τον κόσμο. Από σένα πρωτομάθαμε λεφτεριά τι θα πη. Δε σ' έμελε μόνο για σένα• την αθρωπότητα αλάκαιρη συλλογιούσουν. Τους δικούς σου τους τυράννους δε σ' έφταξε όξω να τους πετάξης• είχες στο νου σου την οικουμένη• τη γις θέλησες να γλυτώσης. «Όλοι οι αθρώποι είναι αδέρφια κ' έχουν ένα νόμο». Έτσι μηνούσες της Εβρώπης, όταν και μικροί και μεγάλοι, βασίλεια και δημοκρατίες, έτρεμαν μπροστά σου κ' έσκυφταν το κεφάλι. «Λεφτεριά, ισότη, αδερφοσύνη», τέτοια λόγια μας έλεγες τότες κι ακούστηκε μακριά μακριά η φωνή σου. Θέλει δε θέλει, αργά ή νωρίς, από το δρόμο που μας άνοιξες, πρέπει σήμερα ο κόσμος να περάση. Οι βάρβαροι πολλή ώρα δε θα βαστάξουν. Όποιος δεν ξέρει λεφτεριά, ισότη κι αδερφοσύνη, — όποιος γυναίκες δεν ψηφά και λέει τους άντρες σκυλιά — ας ξολοτρεφτή η βασιλεία του κι ας αφανιστή τόνομά του!
Γίνεται λοιπό, Παρίσι μου, να σε ξεχάσω τώρα που τρέχω στη χώρα της σκλαβιάς, τώρα που πάω στην Πόλη; Τι με μέλει η Αγιά Σοφιά; Την ιστορία σου μελετώ, τη φήμη σου τη ζουλέβω• με πόνο ψυχής, με καρδιοχτύπι και με δάκρια σε θυμούμαι. Άντρα μ' έκαμες εσύ• μ' έμαθες να δοξάζω τη λεφτεριά, να σέβουμαι, ναγαπώ τα μεγάλα τα κεφάλια που γέννησες και που πάντα γεννάς, — να τα σέβουμαι γιατί κυνηγούν το καλό και ξέρουνε να μας δείξουν πού θα το βρούμε και μεις, — να ταγαπώ, γιατί μαζί τους γεμίζει θάρρος η καρδιά και σα να σου φωνάζουν• — «Πρόσεχε, παιδί μου, και συ κάτι να φανής, την πατρίδα σου να δουλέψης.» Εσύ μ' έθρεψες το νου• έφαγα το ψωμί σου, βύζαξα το γάλα σου, και το χώμα σου έγινε χώμα μου.
Για τούτο και τώρα στο ταξίδι, τη νύχτα που βγαίνουν τάστρα στο σεργιάνι, τραβιούμαι μοναχός μου στο κατάστρωμα, ακκουμπώ στο κατάρτι και σε συλλογιούμαι. Όλα με μιας τα θυμούμαι, όλα τα ξαναβλέπω, όσο η φύση κοιμάται κι ο ουρανός ξαπλώνει απάνω στη θάλασσα το μυστικό του σκοτάδι. Ένα δεν μπορώ να ξεχάσω, ένα με δέρνει το νου, σαν το κύμα που δέρνει το βαπόρι. Ποτές σα σε κείνη την ώρα δεν ταράχτηκα στη ζωή μου. Νύχτα είταν και τότες, νύχτα τρομαχτική για μένα. Είχε πεθάνει ο μεγάλος ο γέρος, ο Βιχτώρ Ουγκώ, ο γενναίος ο φίλος της Ελλάδας. Όσο ζούσε, πήγαινα σπίτι του συχνά και τον έβλεπα. Ένα βράδυ, με τη βαρειά του φωνή — σα να μιλούσε μνήμα — μ' είπε δυο του στίχους για την Ελλάδα. Σε λίγες μέρες πέθανε. Και πολύ πιώτερο ακόμη απ' όλα τα λόγια που μ' έλεγε, με τάραξε ο θάνατός του.

Ε'.

Δόξα και μοναξιά.
Προτού να τον πάρη για πάντα η μάβρη γις και το χώμα να σκεπάση το πρόσωπό του, θέλησε το Παρίσι να προσκυνήση τον ποιητή του, να γονατίση στο μνήμα του μπροστά. Ξέρει το Παρίσι να τιμά τα μεγάλα του τα παιδιά. Τον έβαλε να κοιμηθή μια μέρα και μια νύχτα στο κέντρο της Πόλης, από κάτω από τη μεγάλη την τροπαιόφορη καμάρα που είχε χτίσει ο μεγάλος ο Ναπολέοντας με δόξα και με πέτρα. Κοντά στο μέρος που είχε χαράξει ο αφτοκράτορας τις χίλιες νίκες του στρατού του, έβαλαν τους τίτλους του άλλου του νικητή, έγραψαν των έργων του τα ονόματα. Έτυχε κι όλας, το μάβρο σκέπασμα που είχαν κρεμάσει στην αψίδα κείνη την ημέρα και που έπεφτε από πάνω ίσια με τη μέση, πέφτοντας ναγγίξη, με την άκρη του, τον πέτρινο στέφανο που φορεί ο αφτοκράτορας κάτω στο σκάλισμα της πόρτας. Φαίνουνταν και κείνος να λυπάται. Έτσι μια νύχτα αλάκαιρη κοιμήθηκε αδερφικά η μια δόξα κοντά στην άλλη.
Το Μάη, στις τριάντα μια, η ώρα οχτώ το πρωί, μέρα Κεριακή, είτανε να φέρουν το λείψανο για να τακκουμπήσουν από κάτω από τη μεγάλη την Καμάρα. Τριγύρω στέκουνταν πολύς λαός, κόσμος πολύς μαζωμένος να τον προσμένη. Με σέβας, με λύπη, μα και με κάποια περηφάνεια για τέτοιο ποιητή, τον καρτερούσε το πλήθος, κι άμα τον είδαν, ξεσκεπάστηκαν όλα τα κεφάλια. Πρι ναρθή ίσια με κει κάτω, πρωί πρωί είχα πάει στο σπίτι του κι από το σπίτι του με λίγους φίλους, μαζί με την οικογένεια και τα εγγόνια του, ακουλουθούσαμε το λείψανο μοναχοί μας. Δε συλλογιούμαστε το λαό που μας περίμενε• μόνο γέμιζαν τα μάτια μας δάκρια, γιατί ξέραμε που δε θα ξαναδιούμε το καλό του, το σοβαρό του πρόσωπο, που ποτές δε θα ξανακούσουμε πια τη φωνή του. Ναι! είχε δίκιο η μεγάλη πατρίδα να προσκυνά το μεγάλο της τον πατριώτη• είχε δίκιο ο λαός να δοξάζη τόνομά του• βλέπαμε φανερά της ποίησης τη νίκη, την αποθέωση του ποιητή. Μα τι μας φελούσε που το βλέπαμε; Κλαίγαμε τον άντρα, όχι μόνο τον ποιητή. Ότι κι αν τον έκαμνε τώρα το Παρίσι, όσο κι αν τιμούσε τη μνήμη του, τι μ' αφτά; Εμείς που τον είχαμε γνωρίσει, βαριαναστέναζε μέσα η καρδιά μας. Πάει, πάει και μας άφησε για πάντα. Καλές οι πολυτέλειες και τα μεγαλεία, μα τι κατάλαβες τώρα που κείτεται πεθαμμένος, τι θα κάμουμε τώρα που πια τα μάτια μας δε θα τον ξαναδιούν;
Τι κρύο, τι ψυχρό, τι έρημο πράμα που είναι η δόξα! Όσο κείτουνταν έτσι στο κιβούρι, σε τόσο κόσμο μπροστά, με φαίνουνταν πως είταν ολομόναχος και ξενιτεμένος. Έφυγαν οι φίλοι• γύρισαν οι δικοί του καταλυπημένοι στο σπίτι. Μια στιγμή στάθηκε στον τάφο κοντά το δύστυχό του το εγγόνι• γύρεβε καμιά κόχη, καμιά γωνιά για να μπορέση κρυφά να γονατίση, ίσως κάτι να του πη. Του κάκου! Μπορεί τώρα νακκουμπήση πουθενά τορφανό, τώρα που τα χίλια μάτια του λαού τους κοιτάζουν και τους δυο, τώρα που του πήρε το Παρίσι τον παππού του; πού θα πέση, να τον προσκυνήση; σε ποιο μέρος θα τραβηχτή να χύση όσα δάκρια έχει μέσα του η καρδιά του; πώς θαναστενάξη, δίχως να τον ακούση κανείς; πώς θα πάη να πη σιγά σιγά σταφτί του περίφημου γέρου• « Παππού μου, παππού μου, έτσι μ' αφίνεις και φέβγεις και δε με λυπάσαι!» Αχ! το πλήθος που στέκεται τριγύρω στον τάφο, τι μοναξιά που την έχει, μια τέτοια ώρα, για τους πεθαμμένους!
Κι ως τόσο το καλό το γεροντάκι αγαπούσε, λάτρεβε τα παιδιά του. Άλλη φροντίδα στην αρρώστια του δεν είχε, παρά να μη νοιώσουν τα εγγόνια του τα βάσανα που τραβούσε. Πάλεψε με το Χάρο μέρες και νύχτες. Ψυχομαχούσε κ' έκρυφτε τους πόνους του. Το κακό που τον είχε πλακώσει του ράγιζε την καρδιά• πιάνουνταν η αναπνοή του κι αρχινούσε να τρέμη σαν το φύλλο, όταν ο άνεμος δέρνει και ταράζει το δέντρο και πάει να το ρίξη κατά γης. Πρόσεχε όμως να μην το καταλάβη κανένας. Όσο είταν τα παιδιά του μπροστά, στο πλάγι του κοντά, χαμογελούσε γλυκά και τα σπλάχνα του τα θέριζε ο θάνατος. Τη νύχτα, που δεν είταν εκείνα μπροστά, σηκώνουνταν όρθιος, τίναζε χέρια και ποδάρια, χτυπούσε το κεφάλι του στους τοίχους, έτριζε τα δόντια του, και δίχως φόβο να διούν τίποτις τα παιδιά, ήσυχα και στα γεμάτα άφινε τον πόνο να του τρώη κορμί και ψυχή.
Και τώρα κείτεται μόνος. Είταν πεπρωμένο, γραμμένο στον ουρανό. Όποιος θυσιάζεται για την πατρίδα και δουλέβει για το έθνος, όποιος φανή μεγάλος, όποιος υψωθή, μήτε πατέρα, μήτε μάννα, μήτε παιδιά, μήτε φίλους πρέπει νάχη. Αλάκαιρο τον παίρνει η πατρίδα. Τον έχει μοναχή της, με σιδερένιο χέρι τον αρπάζει, και τον κάμνει δικότης — ίσια με τον τάφο και παρέκει….. Τι κρύο, τι ψυχρό, τι έρημο πράμα που είναι η δόξα!

ΣΤ'•

Ο Ποιητής.
Έφυγα και γω τότες από κειπέρα. Γύρεβα μοναξιά νανασάνη η καρδιά μου. Κι ωςτόσο πάντα κάτι με τραβούσε, κάτι μ' έσπρωχτε να γυρίσω πίσω, να ξαναδιώ την Καμάρα και τον τάφο. Όλο στέκουνταν το πλήθος μαζωμένο. Πήγαινα μέσα στον όχλο που με σκουντούσε, που με ζουλούσε, που με πατούσε για να περάση. Δεν μπορούσα να φύγω. Μια δύναμη με βαστούσε, μ' είχε καρφωμένο σε κείνο το μέρος — σα να πρόσμενα κάτι να διώ, κάτι να καταλάβω που δεν ήξερα ακόμη. Όλη την ημέρα ζαλισμένος, γεμάτο φροντίδες το κεφάλι, σέρνουμουν, κυλιούμουν από δω κι από κει, κουρασμένος, μισοσακατεμένος.
Τέλος πλάκωσε κ' η νύχτα. Δεν το κουνούσα. Έλαμπαν αναμμένα όλα τα φώτα. Τριγύρω στον τάφο, έκαιγαν τέσσερεις λαμπάδες μαβροτυλιμένες. Έλεγε το Παρίσι να ξενυχτίση, να μείνη μπροστά στο μνήμα του ποιητή, ώςπου να σηκώσουν το λείψανο το πρωί. Χώθηκα παράμερα σ' ένα σοκάκι σκοτεινό, με τρόπο ναποφύγω τον τόσο κόσμο κι όμως πάντα να βλέπω την Καμάρα με το μνήμα.
Δεν ξέρω τι με κατέβηκε τότες• από την κούραση είταν, από τη λύπη την πολλή, δεν μπορούσα να σταθώ στα ποδάρια μου. Είτανε σα μουδιασμένη μέσα μου η ψυχή μου. Αναγκάστηκα να κάτσω απάνω σε μια πέτρα, να πάρω την αναπνοή μου. Άμα βρέθηκα μοναχός μου, με φάνηκε σα να μην έβλεπα πια τίποτις απόσα είχα διεί όλη την ημέρα. Ξέχασα τον ποιητή, ξέχασα το λείψανο, ξέχασα το Παρίσι. Ορμητικά πήγε ο νους μου στην πατρίδα — και ποτές στη ζωή μου, ποτές μέσα μου δεν έγινε τόση ταραχή, δεν ξέσπασε τόση φουρτούνα. Κάποτες στέκουμουν ώρες βυθισμένος, αφανισμένος, με μια ταπείνωση που μήτε γίνουνταν πιο μεγάλη, κ' έκαιγε η πίκρα την καρδιά μου. Κάποτες πάλε, ξανάπαιρνα θάρρος, στέκουμουν όρθιος και κοίταζα ψηλά ψηλά στον ουρανό. Τόση πλήξη, τόση σταναχώρια, τόση θλίψη δεν έτυχε νάχω ποτές — και ποτές δεν έβαλα στο νου μου τόσες ελπίδες, ποτές στο στήθος μου τόσες χαρές. Σαν τανήσυχο πουλί που τρέμει και πηδά μέσα στα κλαδιά, λαχταρούσε η καρδιά μου και πετούσε από χαρά σε λύπη κι από λύπη σε χαρά.
Θέμου, Θέμου παντοδύναμε, τι νυχτιά είταν εκείνη! Τι είτανε, Θέμου, το τόσο σκοτάδι! Τρόμαξα και φώναξα μοναχός μου• — « Μήπως σήμερα την πατρίδα μου θάφτουν; Τώρα μόλις γεννήθηκε, τώρα θαποθάνη; Θέμου παντοδύναμε, μην το θελήσης! Αχ! πόσα χρόνια πρέπει να ζήση ένας λαός, για να γίνη έθνος! Αφτά τα φώτα τα μισοσκεπασμένα, που μόλις φαίνουνται κει κάτω, τι σημαίνουν και γιατί καιν; Ίσως είναι για να μας δείξουν τη μικρή μας τη δόξα, μπροστά σε τέτοια μεγαλεία! Θα το κατορθώσουμε ποτές νάχουμε και μεις τέτοιους άντρες; Τούτο το μνήμα παριστάνει έργα περίφημα, παλιά ιστορία, αιώνες κόπο, δουλειά, πόνους, λεφτεριά και δόξα. Πόσα πρέπει να τραβήξη ένας λαός για να φτάξη στο σημείο που έφταξε τούτος ο λαός! Δεν έχει πια σήμερα ανάγκη τους προγόνους του — τους Λατίνους και τη Ρώμη. Ζη δική του ζωή. Πρόγονο μπορεί και κείνονα μια μέρα άλλοι να τον καφκηθούν.
Πού να το διούμε και μεις τέτοιο πράμα; Σαν το παιδί που τη μάννα του δεν μπορεί ναφήση, γιατί νοιώθει πως είναι αδύνατο ακόμη, έτσι και μεις μόλις έχουμε πόδι να πατήσουμε κατά γης• άντρες δε γίναμε ακόμη. Έχουμε ανάγκη, οι προγόνοι να μας βαστούν από το χέρι και να μας πηγαίνουν. Όλο προγόνους φωνάζουμε. Έπαινό μας θαρρούμε ίσια ίσια κείνο που δείχτει τη λίγη μας δύναμη. Έθνος αφτεξούσιο δε γίναμε, κ' ίσως δε θα γίνουμε ποτές. Η δόξα μας η παλιά θα καταντήση ο χαμός μας. Δε μας αφίνει να μεγαλώσουμε, να περπατούμε με τα δικά μας τα ποδάρια, να συλλογιούμαστε με το κεφάλι μας, να βλέπουμε με τα μάτια μας, να μιλούμε δική μας γλώσσα. Όλο προσπαθούμε να κάμουμε σαν και κείνους. Σ' ένα μόνο δεν τους μιμηθήκαμε• προγόνους εκείνοι δεν είχαν! Εμείς, δε θα ταξιωθούμε ποτές και μας μια μέρα προγόνους άλλοι να μας λεν.
Όσο μέσα μου έλεγα τέτοια μοναχός μου, τραβιούμουν, τραβιούμουν όλο πίσω, γιατί ντρέπουμουν τον ποιητή κ' έβλεπα πόσο μικροί, πόσο ασήμαντοι μπροστά σε τέτοιους αθρώπους είμαστε ακόμη. Όσοι στην Εβρώπη είναι μόλις μαθητάδες, εμείς μπορεί να τους πάρουμε για δασκάλους, και τώρα πέρασε ο καιρός που έλεγαν την Αθήνα δασκάλισσα του κόσμου! Τάλλα τα έθνη, όσο περίφημοι κι αν είταν οι πατέρες τους, άφησαν πίσω την παλιά τους ιστορία• ξανάκαμαν καινούρια, δική τους. Η Ιταλία κ' η Γαλλία ξέχασαν τη Ρώμη και της είπαν — « Όσο μεγάλη είσουν εσύ, τόσο και μεις θα γίνουμε μεγάλοι. Μας φτάνει το δικό μας το μυαλό και το αίμα που πήραμε από σένα.»
Βγήκαν τότες από παντού, άπειρα σαν τα λουλούδια που την άνοιξη ορμούν από μέσα από τη γις, βγήκαν έργα κάθε λογής, της τέχνης, τω γραμμάτων, της επιστήμης. Βγήκε και μια γλώσσα καινούρια. Άλλες λέξες, άλλη γραμματική χρειάστηκαν τότες παντού για τις ιδέες, για το νου και για την καρδιά του καθενός. Η μια σπίθα άναψε την άλλη, διαδώθηκαν ιδέες, τέχνες, επιστήμες, ο καθείς έφερνε το μερτικό του και το δάνειζε ταλλουνού. Έτσι μορφώθηκε μια Εβρώπη κι ανάμεσα στους λαούς έπιασε συγκοινωνία διανοητική. Εμείς πίσω, όλο πίσω! Πού η δύστυχη πατρίδα, με των παιδιών της την αμάθεια, την περηφάνεια και την τρέλλα, να μπορέση και κείνη να ζήση, το μεγάλο, το χαρούμενο βίο της ξαναγεννημένης Εβρώπης!
Έτσι με μιλούσε το μνήμα, γιατί η όψη του μονάχη με θύμιζε την ελεεινή μας κατάσταση. Κι ως τόσο ποιος από τους δικούς μας κατάλαβε ποτές του τι μας λείπει; Περηφανέβεται ο Γραικός με τους προγόνους του, νομίζει που τους μοιάζει, κ' επειδής σαν το αγράμματο χάλασε τη φυσική του γλώσσα, θαρρώντας που τη διώρθωσε, προσμένει κάθε μέρα να φανή Σοφοκλής.
Σοφοκλής, Αριστοφάνης, Αισκύλος κ' Εβριπίδης στάθηκε ο άντρας που κείτεται τώρα στο μνήμα. Έγινε μεγάλος, γιατί κανενός δε θέλησε να μοιάξη. Ας του μοιάζουν εκεινού άλλοι κατόπι! Ας του μοιάξη κανένας από μας, αν μπορέση να τα καταφέρη. Αφτός είναι ποιητής και πατέρας! Εκατό χρόνια και παραπάνω, πρι να φανή, κοιμούνταν η ποίηση στη Γαλλία. Σα μούμια την είχαν οι δασκάλοι τυλιμένη στο σεντόνι. Μέσα της, με το σμιλάρι και το ψαλίδι της είχανε βγάλει άντερα και καρδιά, για να τη γεμίσουν άχερα και μυρωδικά κάθε είδος. Της έμνισκε μόνο το πετσί, και για να μη φαίνεται και κείνο, της έβαζαν από πάνω ρούχα μεταξωτά, στολίδια μαργαριτάρια, και φτειασίδι στο μάγουλο. Κείτουνταν η δύστυχη δίχως πνοή, με το στόμα στουμπωμένο, αδειασμένη και συγυρισμένη.
Εκείνοι σαν τους Φαραώνηδες κάθουνταν αψηλά στο θρονί τους. Με περήφανο μάτι κοίταζαν από πάνω το λαό, το χυδαίο τον όχλο. Έφτειαναν ένα σωρό νόμους δικούς τους, έκαμναν κανόνες χιλιάδες του κεφαλιού τους — πάντα μ' εβγένεια μεγάλη. Ζωή καμιά! Είχαν ένα πλήθος νοστιμάδες ανόητες, τσακίσματα και κερατσισιές. Ποιος να καμαρώση τον άλλο; Ποιος να πη τα πράματα με τρόπο που να μην τον καταλάβη κανένας; Ποιος να μη μιλήση σαν που μιλεί όλος ο κόσμος; Το μαντίλι δεν έπρεπε κανείς μαντίλι να το πη, μήτε τη σκάλα σκάλα. Τους χρειάζουνταν αρχοντιά τους αφεντάδες. Είχαν κάμει τη γλώσσα να μοιάζη σαν παλάτι ψυχρό και ρημασμένο. Του λόγου τους, κλειδωμένοι στο παλάτι, ζούσαν και βασιλέβανε.
Βγήκες τότες εσύ• με μιας άλλαζες τον κόσμο. Ώρμησες κ' έπεσες μέσα στο παλάτι. Τίναξες όξω τους δασκάλους κι άρχισες να φωνάζης• — « Αλήθεια ζητούμε, διψούμε για ζωή• μούμιες δε μας κάμνουν.» Τι θόρυβος, τι κακό που έγινε τότες! Πέταξες τα παράθυρα, άπλωσες το χέρι κ' έσπασες τις πόρτες• μπήκε μέσα ο ζωντανός αγέρας τουρανού, πλημμύρισε το φως κ' είπες στο λαό που στέκουνταν όξω• — « Όρισε, αφεντικό μου• δικό σου το παλάτι• δάσκαλός μου είσαι συ και συ βασιλιάς μου• δούλος σου είμαι γω κι από σένα τη γλώσσα μου θα μάθω.»
…..Θα το παρατήρησε ο καθένας• αν ποτές διούμε, ή καταλάβουμε, ή μόνο μας έρθη φόβος που μπορεί κανείς να μας κατηγορήση, ή να πάρη κακή ιδέα για μας, — μάλιστα όταν τύχη κανείς να φανή μεγάλος μπροστά μας, να παινεθή ο ίδιος ή άλλοι να τον παινέσουν, — κάτι μέσα μας σπρώχτει να δείξουμε και μεις τι αξίζουμε, κάποτες ίσως να δείξουμε παραπάνω από κείνο που είναι. Φοβήθηκα και γω τον ποιητή. Αφότες μας πλάκωσαν οι σκολαστικοί, τόσες φορές έβρισαν όλο το έθνος, τόσες φορές είπαν τη γλώσσα μας βάρβαρη και πρόστυχη, που κόντεψε ο κόσμος να τους πιστέψη. Έτρεμα, τα λόγια τους να μην τακούση κι ο πεθαμμένος. Βγήκα τότες από μέσα από το σοκάκι που κάθουμουν απάνω σε μια πέτρα, τράβηξα ίσια με την Καμάρα, και με θάρρος μεγάλο, με μάτι γεμάτο φωτιές, φώναξα δυνατά, χωρίς να προσέξω που στέκουνταν κόσμος τριγύρω κ' ίσως μπορούσε να μ' ακούση.
— « Όχι! μην το πιστέψης που γίναμε βάρβαροι• μην το πιστέψης που έχουμε πρόστυχη γλώσσα! Η γλώσσα μας για ρίξιμο δεν ήναι. Πρόστυχη γλώσσα μπορεί νάχη μόνο μια πρόστυχη ψυχή κ' οι ψυχές μας είναι γενναίες, και τα χέρια μας σήκωσαν τουφέκι και διώξαμε τους Τούρκους και μας έψαλες στα νιάτα σου και συ. Μην τους συνορίζεσαι τους δασκάλους που μας κατατρέχουν• είναι οι χερότεροί μας εχτροί, και γυρέβουν τώρα να μας βγάλουν τιποτένιους σ' όλο τον κόσμο μπροστά, για να φανούν εκείνοι κατιτίς. Εσύ που τα ξέρεις, μην ταψηφήσης το προσκύνημά μου. Σέβουμαι τη γλώσσα που μιλώ, γιατί σέβουμαι τον εμαφτό μου. Ίσως είμαι κάτι και γω που σέρνουμαι τώρα στο σκοτάδι, και που με θάρρος προβάλλω ίσια με το μνήμα που σε σκεπάζει. Δεν ντρέπουμαι, και μη σε μέλη. Σε μιλώ μια γλώσσα, που δεν την έχει ο καθένας και που μπορείς και συ να μας τη ζουλέψης, μια γλώσσα που είναι παιδί και μοναχοκόρη της παλιάς της ελληνικής, την καινούρια μας τη γραικική τη γλώσσα, που πρώτος εγώ σήμερα τη γράφω!»
Με τρόμαξαν τα λόγια μου και μένα. Έφεβγα γρήγορα και κρύφτουμουν πάλε στις στενάδες μέσα, μακριά. Ως τόσο μ' όλη μου τη θλίψη, μ' έρχουνταν κάποτες να γελάσω. Άμα ήθελα να σπουγγίσω τα δάκρια που μ' έκαιγαν τα μάτια, δεν ήξερα τι βαστούσα στο χέρι ρινόμακτρον ή μαντίλι. Πώς έπρεπε να το πω, την ώρα της λύπης; Αχ! δασκάλοι, δασκάλοι, τι κακό είναι αφτό που μας κάματε! Πρέπει το λοιπό να μας κατατρέχη η γραμματική σας, και στη στιγμή που πονεί η καρδιά μας! Πόσο τον έχουμε ανάγκη ένα Βίχτωρα, ένα νικητή να μας γλυτώση από τέτοιο βάσανο, — (το βάσανο μάλιστα καταντά κάπου και μπελάς) —, και να πη το μαντίλι μαντίλι. Ας αφήσουμε το ρινόμακτρον για τα ξερά τα μάτια και τις μακριές τις μύτες!
Όσο δέρνουμουν και σέρνουμουν και σκέφτουμουν τέτοια με το νου μου, η νύχτα προχωρούσε, και στους απέραντους κάμπους του κόσμου γλυστρούσε η γις μας σιγά σιγά, να κάμη την καθημερνή της βόλτα γύρω στον ήλιο. Έκαιγαν πάντοτες τα φώτα• με το θολό τους φέξιμο, έκαμναν και φαίνουνταν ακόμη καλήτερα το σκότος. Κάπου κάπου άκουγες μια βοή κι ανατρίχιαζες• είταν τα κανόνια που βροντούσαν. Έλεγες πως αστροπελέκια έσειαν τη γις κ' ήθελαν πέτρα να σπάσουν. Είτανε για να προσκυνήσουν το λείψανο. Σάλεβε, κουνιούνταν τα πλήθος, μουρμούριζε σα θάλασσα που βράζει. Μ' αρέσει να περπατώ μέσα στο λαό, δίχως να με ξέρη κανείς και γω να συλλογιούμαι τα δικά μου. Η φαντασία μου παίρνει φωτιά• στράφτει ο νους μου, χιλιάδες ιδέες, σα χαλάζι και σα βροντή, με δέρνουν το μυαλό. Στο κεφάλι μου μέσα σηκώνουνται φουρτούνες.
Δεν ξέρω γιατί μήτε πώς, μα δεν έννοιωθα πια κούραση καμιά. Ξέχασα βάσανα και πόνους. Με φάνηκε πως ξανάνιωνα ξαφνικά. Αθάνατες ελπίδες με περεχούσαν την ψυχή. Γύρισα να διώ και κάτω κάτω, σαν ασημένια γραμμή, στα μέρη της ανατολής, έβλεπα τον ορίζοντα νασπρίζη• φάνηκε σα μια χαραμάδα στον ουρανό. Είταν η αβγή.
Φως! το φως! Να και το φως που ζητούσα. Όχι! όνειρο δεν είταν! Είταν αλήθεια που ΤΟΝ είδα και το θυμούμαι καλά τώρα που σας το διγούμαι. Κάποιος έρχουνταν, κάποιος φαίνουνταν εκεί κάτω. Όσο ξάπλωνε η αβγή το κάτασπρό της ρούχο, τόσο και κείνος προχωρούσε. Έλαμπε στα χαράματα μέσα• μαζί με τον ήλιο ανέβαινε, και το πρόσωπό του έπλεγε μέσα στις ολόχρυσες αχτίδες σα σε μια θάλασσα φως. Το ποδάρι του βαριά χτυπά τη γις• τα μάτια του καίνε σαν ταστέρια. Νά ΤΟΣ εκείνος που προσμένω. Άπειρος λαός τον ακουλουθά και κατόπι του τρέχει, φοβερός σαν το κύμα που σηκωθή. Αφτός είναι ο ποιητής, ο λυτρωτής μας. Παλάτια θα γκρεμίση και θα στήση γλώσσα. Έλα, έλα και μην αργής. Σ' αφτό τον αιώνα που ζούμε, βασιλέβουν οι λαοί και ρίχτουν κάτω τους τυράννους. Μισή λεφτεριά δεν τη θέλει ο λαός μας. Δεν το ποφέρνει να βρίζουν του κάκου την πατρική του γλώσσα. Πρέπει να λεφτερωθή κι από τους δασκάλους. Νίκησε το σπαθί του• είναι ανάγκη κ' η γλώσσα του τώρα να νικήση.

Ζ'•

Πτωχοπρόδρομος.
Πότε, πότε θα μας έρθης, πότε θα σε διούν τα μάτια μας και θα σε χαρούν οι καρδιές μας, Χριστέ μου και σωτήρα, νέε δημιουργέ, νέε πλάστη της γλώσσας μας της νέας; Το χορτάρι μοναχό του θα φυτρώση όπου πατήσης. Η γις θα σε χαιρετήση• θα σκύψουν ταστέρια να σε προσκυνήσουν και κείνα. Στο δρόμο που θα πηγαίνης, η φύση θα στολίζεται και θα ξαπλώνη όλες τις ομορφιές της. Τα πουλιά θα ζουλέψουν τη φωνή σου. Θα κυριέψης τις καρδιές και θα τις κάμης να σαγαπούν και να γλυκοτρέμουν όταν ακούσουν τόνομά σου, γιατί στην ποίησή σου θα βρουν όσα μέσα τους έχουν και δεν ξέρουνε να τα πουν. Ένα λόγο θάχης για κάθε ψυχή, μια παρηγοριά για κάθε δάκρι, μια αλήθεια για κάθε νου. Ό τι ποθεί ο καθένας, ό τι συλλογιέται κι ό τι νοιώθει, θα ταπαντήση στη γραφή σου. Ολωνών τα φρονήματα θα τα κάμης δικά σου• όλα τα καρδιοχτύπια θα ταντηχίσης. Σαν καθρέφτης μας θα σταθής και σε σένα θα γυρέβη το έθνος να διή τη μορφή του, γιατί μ' ένα που θα πης, ο καθένας θα καταλάβη για πρώτη φορά τον εμαφτό του. Τα φαινόμενα της φύσης, των αθρώπων τα πάθη θα μας ξανοίξης. Θα μας δώσης ύψος και θάρρος και παντού θα σκορπίσης τους θησαβρούς σου.
Εσύ θα γίνης άλλος Ορφές. Θα μαλακώσης τις πέτρες• θα σέρνης κατόπι σου τα θεριά. Με τους ψηλούς σου λογισμούς, με τις τολμηρές σου ελπίδες, με την καινούρια σου τη φράση, όπου περάσης θα νικήσης. Θα πλουτίσης τη γλώσσα και θα σε πλουτίση. Θα περπατής και θα ψάλης την ξαναγέννηση της πατρίδας, τη λεφτεριά και τον καινούριο μας κόσμο. Έθνος τότες μόνο θα φανούμε• θάχουμε και μεις τον ποιητή μας. Για τούτο κι από τώρα σε χαιρετώ, με νου ταπεινό, με καρδιά μέλι γεμάτη, γιατί με γλυκαίνει ο ερχομός σου πιώτερο από μέλι κι από ρόδα.
Δε θα σε προφτάξω• θα με σκεπάζη το χώμα όταν εσύ θα το πατής. Μη με καταφρονής που δε σ' αξίζω. Τα λόγια μου μπορείς να τακούσης, δίχως να ξεπέσης, γιατί ο καθένας δεν μπορεί να σε μιλήση σαν που σε μιλώ. Θα μάθης και συ τόνομά μου. Αγάπησα την πατρίδα μου και τη γλώσσα μου. Ξέρω τι κάμνω, και ποιος είναι ο σκοπός μου το ξέρω. Δε με μέλει για τη δόξα• η μόνη μου αγάπη είναι η αλήθεια. Κι άβριο να σκοτωθώ κ' η μνήμη μου μαζί μου να χαθή, δε με πειράζει• φτάνει ο κόπος μου να μείνη, η ιδέα μου να ζήση. Και θα ζήση! Μοναχή της η πατρίδα θα πάρη το δρόμο που της είπαμε να πάρη, γιατί τούτος είναι ο δρόμος ο σωστός, ο μόνος ο δρόμος.
Να με λυπηθής που δεν μπόρεσα να της δείξω το δρόμο τούτο, σαν και σένα. Να είσαι καλός και γενναίος. Μη φανής με το παραπάνω σκληρός για τις κακορίζικές μου αφτές τις δοκιμές, για την προσπάθεια και τον κόπο μου, γιατί, να σε πω! ό τι δε μ' έδωσε η φύση, δεν το φταίει η καρδιά μου. Είχα προαίρεση καλή, αν και δεν πίτυχα σαν που θα πιτύχης. Σαγάπησα πριν ακόμη σε γνωρίσω• κι αφτό κάτι θα πη. Για σένα δουλέβουμε όλοι• για σένα έφκολα χαρίζω τη ζωή μου. Κάπου κάπου λοιπό να με θυμάσαι δίχως κάκια, να θυμάσαι και να συχωρνάς τον καημένο σου τον πρόδρομο, — τον Πτωχοπρόδρομό σου.

Η'.

Πόλη και πολίτες.
Ό τι κι αν είπα, ό τι κι αν έγραψα, όσα παραμύθια κι αν έφτειαξα, τώρα που σας μιλούσα για δάκρια, βάσανα, πίκρες και νυχτερνούς περιπάτους, όλα, όλα τα παίρνω πίσω• κάλλια χίλιες νυχτιές σαν και κείνηνα που πέρασα στο Παρίσι, παρά την πρώτη νύχτα που πλάγιασα στην Πόλη! Τέτοιο πράμα δεν τόπαθα ποτές. Και μη νομίζετε που είναι ο λόγος μου για ψύλλους ή κουνούπια, γιατί συνηθίζουν οι ταξιδιώτες και βγάζουν κουνούπια στη μέση, άμα δεν ξέρουν πια τι να πουν, και τάχατις σας γράφουν καμιά νοστιμάδα, να σας διασκεδάσουν. Όχι! άλλα είταν τα δικά μου τα βάσανα. Θα σας το μαρτυρήσουν όσοι με γνώρισαν τότες, όσοι με τα μάτια τους είδαν το χάλι που είχα το πρωί, την ώρα που σηκώθηκα. Έμοιαζα πεθαμμένος• είχα χλωμιάσει, ασπρίσει, λιγνέψει και κονταίνει. Όλα τάφταιγε η φοβερή αγρυπνιά κείνης της νυχτός.
Του κάκου, πέφτοντας στο κρεββάτι, προσπάθησα να κοιμηθώ. Ώςπου να χαράξη δεν μπόρεσα μάτι να σφαλήξω. Έννοιωθα τέτοιο βάρος στο στήθος μου, που νόμιζα που σήκωνα βουνό. Η μάβρη πλάκα δεν είναι τόσο βαρειά. Κόφτουνταν η αναπνοή μου, κρύος ίδρος με περεχούσε, το στομάχι μου σα θάλασσα πετιούνταν απάνω και κάτω, και κόντεβε ναγγίξη τη ράχη μου• το κεφάλι μου φωτιά! Ανακατώθηκα, με συμπάθειο, όλη τη νύχτα, και πήγα να βγάλω τάντερά μου. Δεν είχα πια και δύναμη να ξαναπέσω• κείτουμουν κατά γης αφανισμένος και σπασμένος. Ψυχομαχούσα.
Το πρωί έφεραν το γιατρό κι άδικα τον έφεραν. Ο γιατρός δεν μπορούσε τίποτις να με κάμη. Είπε που είχα λίγη ζάλη, που είμουν κουρασμένος από το ταξίδι κι άλλα τέτοια. Εγώ το ξέρω τι είχα. Χωρίς να με το ξηγήση ο γιατρός, έννοιωσα μέσα μου τι γίνουνταν, άμα πάτησα της πατρίδας το χώμα, άμα είδαν τα μάτια μου Τουρκιά. Κάθουνταν οι μιναρέδες στην ψυχή μου• αδύνατο να τους χωνέψω. Οι μιναρέδες είναι που όλη τη νύχτα με πλάκωναν το στομάχι. Ανάθεμάν της εκείνη την κόκκινη τη σημαία με το μισοφέγγαρο στη μέση, που ίσια ίσια αντίκρυ στα παράθυρα της κάμερής μου είταν ανεβασμένη ψηλά απάνω στον Κουλά. Μ’ έτρωγε το σηκώτι, το αίμα μου με ρουφούσε. Αχ! τα καταραμένα τα φέσια! μ' έσκαναν τη χολή. Τα παλάτια, τα τζαμιά, τους τουρμπέδες να μην τους διώ! Το αίμα μου βράζει• τετρακόσιω χρονώ μίσος με πνίγει την καρδιά! Δόστε με, φέρτε με ο τι κι αν είναι, ό τι κι αν τύχη• κάτι πρέπει να σπάσω. Δε θέλω, δεν μπορώ Τούρκο να διώ, δε θέλω Τούρκος κοντά μου να βρεθή, από μακριά δε θέλω Τούρκο να μυριστώ, δε θέλω να ξέρω πού είναι Τούρκοι στον κόσμο, Τούρκο δε θέλω νακούσω…
Το πρωί, που βγήκα να σεργιανίσω την Πόλη, απάντησα παντού στους δρόμους προσώπατα γελαστά και χαρούμενους αθρώπους. Με χαιρετούσε ο ένας κι ο άλλος• — «Καλώς τον είδαμε!» και «Τι χαμπάρια;» — « Πώς τα πάμε δα στο Παρίσι;» — « Έβγε σου, που δεν ξέχασες την πατρίδα.» — « Έλα, να σε τραττάρω ένα καφεδάκι.» — «Καλέ! διέστε τον που μας άφησε μωρό και μας γύρισε λεβέντης!» κι άλλα τέτοια πολλά που, να πω την αλήθεια, μ' άρεζε να τακούω. Για μίσος, για σκλαβιά τίποτις! Μπορεί μέσα τους νάβραζαν οι καρδιές• βέβαια όμως δεν τόδειχταν. Και γω ο ίδιος, πρέπει να το μολογήσω, δεν έσπασα τίποτις, δεν έσφαξα Τούρκο, κανενός αίμα δεν ήπια. Είδα μάλιστα και κάμποσα φέσια. Λίγο λίγο μαλάκωνε η ψυχή μου. Έτσι μοιάζει που το φέρνει η ατμόσφαιρα της Πόλης. Στρώννει σιγά σιγά τα πάθια και τους θυμούς ο γλυκός αγέρας τουρανού και τα κάμνει όλα γαλήνη.
Οι πολίτες έχουν άλλο σύστημα. Οι πολίτες ζουν, όσο μπορούν, αδερφικά με τον Τούρκο και προσπαθούνε να τον κυβερνήσουν — ή μ' άλλα λόγια να τον κάμουν του χεριού τους. Πρώτα, κάπως το κατώρθωναν το πράμα• μα να που τώρα κάτι πιο δύσκολο τους έρχεται το σύστημά τους. Ανακατώνεται σήμερα κ' η Εβρώπη στις δουλειές και θέλει και κείνη να πη το λόγο της. Τι να κάμουν οι δυστυχισμένοι μας οι Γραικοί; Τι να κάμη κανείς, όταν τουφέκι δεν έχει; Θα με πήτε• — « Αγοράζει». Ναι! τέτοια ιδέα έχω και γω. Μα ελάτε που είναι η Εβρώπη! Τι θα κάμουν οι δικοί μας με την Εβρώπη, αν πιάσουν κι αγοράσουν τουφέκια; Πώς σας φαίνεται αφτός ο λόγος; σα να είναι σωστός. Όπως συνηθίση κανείς! Αν απαρχής θύμωνε ο πολίτης, αν και τώρα προτιμούσε θάνατο παρά σκλαβιά, τότες ποιος ξέρει; Η Εβρώπη σήμερα δε θα πρόφταινε να πη λέξη. Αλλά λογαριάστε που μπορούσε κι όλας να μην απομείνη Γραικός ζωντανός.
Έτσι φαίνεται το κατάλαβαν οι πολίτες, και φαίνεται που το κατάλαβαν περίφημα, γιατί ποτές τους δε σάλεψαν. Παιδιά, τι να σας πω; Έχω πάρα πολλή αδυναμία μετά σας και δε μ' αρέσει να σας κατηγορώ. Θα λέτε και σεις οι ίδιοι που τα μισά σας τα κακά δεν τάβγαλα στη μέση. Άξαφνα μπορεί καμιά μέρα να το κάμετε παράπονο, και να πήτε που σας παίνεσα με το παραπάνω. Τι να γίνη; δικός σας είμουν και γω. Ας σκεπάσουμε και μερικά. — Έτσι το θέλησαν• έτσι τόκαμαν• έτσι το σήκωνε το αίμα τους. Φιλονεικίες, μικρολογίες και θεολογίες, όσο θέλετε• φτάνει να κάθουνται στη γωνιά τους. Κι ως τόσο, χωρίς μεγάλες κολακείες, χωρίς να δείξουν ταπείνωση πιώτερο απ’ ό τι έπρεπε, με το φιλότιμό τους, με τη φρόνηση τους, με το νου τους, με την ορθή τους κρίση, κατώρθωσαν ο Τούρκος να τους ακούη, να τους σέβεται, κάποτες κι όλας να τους φοβάται — και τέλος πάντα, πρέπει να το πούμε, βάσταξαν τον ελληνισμό. Κάτι έπαθαν, κάτι είδαν και κείνοι στο μεγάλο το Σηκωμό• εδώ κόρωσε η φωτιά• η σπίθα είταν κρυμμένη σ' όλες τις καρδιές κι όλοι μαζί τη θρέφανε για να μη σβύση.
Για την ώρα προσμένει ήσυχα ο Πολίτης, μοναχός του να πέση ο αφέντης του. Ξέρει που ο Γραικός, και μόνο ο Γραικός, πάντα στον τόπο θα μείνη και που ποτές από την Πόλη του δε θα το κουνήση. Αφτό του φτάνει. — «Παραφέντη μου, μ' έλεγε ένας γέρος καϊχτσής που με πήγαινε κάθε μέρα στο Φανάρι, πολύ τσακίστηκαν οι Τούρκοι.» — « Παιδάκι μου, του λέω γω, με τον καιρό ακόμη πιώτερο θα τσακιστούν• καμιά μέρα τόσο τσακισμένους θα τους διής, που θα τους πετάξουν κι όλας στη θάλασσα. Μα τι κατάλαβες εσύ; Βασιλιά δε θα σε βάλουν εσένα — μήτε μένα. Θα σ' έρθη άλλος νοικοκύρης.» — « Παραφέντη μου, μη σε μέλη• θα τσακιστή κι αφτός!»
Ότι έχουν όλοι μέσα τους μ' έλεγε ο καλός μου ο καϊχτσής. Έτσι λογαριάζουνε με το νου τους. Για τούτο τους βλέπεις και σιγά σιγά κάμνουν τη δουλειά τους. Το εμπόριο το βαστούνε στο χέρι• έχουν τη μεγαλήτερη δύναμη του κόσμου, τον παρά. Καλλιεργούν και τα γράμματα• μαθαίνουν κάπου κάπου δυο τρία ελληνικά• χαίρουνται και καμαρώνουνε, γιατί νομίζουν πως τα ξέρουν. Αγαπούν τη μάθηση• χτίζουν ένα σωρό σκολειά• τα θέλουν πλούσια και καλά. Ξοδέβουν παράδες αμέτρητους για να χτίσουν τέσσερα όπου ένα φτάνει. Ο πιο φτωχός κάτι θα βγάλη να δώση και κείνος.
Οι καλοί μας οι πολίτες έτσι κυβερνιούνται, έτσι ζουν, έτσι πεθνίσκουν. Κάπου κάπου σε λεν• — « Η ανάπτυξις των γραμμάτων υπήρξε το μέγιστον αίτιον της αναγεννήσεως της Ελλάδος» ή « τα σχολεία, η εκπαίδευσις τρέφουσιν ακαταπαύστως τον πατριωτισμόν» κι άλλα τέτοια πολλά, κι άλλοι τα λεν αλλού, και θα τα λεν ακόμη χρόνια. Και σ' αφτό έχουν άδικο οι καλοί μας οι πολίτες και κακά το λεν. Το σκολειό όχι μόνο δε θρέφει τον πατριωτισμό, αλλά τον ξολοθρέφει• κόντεψε και τον έφαγε όλονα. Όλους τους παράδες τους άρπαξε το σκολειό• δεν άφησε μισό παρά μήτε για το στρατό μήτε για το ναφτικό. Αντίς άρματα, βιβλία• αντίς στρατιώτες, δασκάλοι. Για τούτο κ' οι πολίτες κάθουνται και διαβάζουν κ' έχουν αποπάνω τους τον Τούρκο. Όποιος μάθη γράμματα, τουφέκι πια δεν πιάνει. Στην Επανάσταση είταν αγράμματος ο κόσμος, μα είταν αγράμματο λιοντάρι. Ο Τούρκος, όταν πήρε την Πόλη, με τη σοφία του δεν την πήρε. Σοφοί είταν οι Βυζαντινοί. Τώρα που ξέρει πιώτερα ο Γραικός, σκούριασε το σπαθί• η πέννα βασιλέβει.
Τόσες δοτικές δε χρειάζουνται. Στα 1821, έφτανε νάχη ακουστά ο στρατιώτης που μια φορά κ' έναν καιρό είταν ένα μεγάλο έθνος στον κόσμο, που είταν έθνος λέφτερο, που τόλεγαν Ελλάδα, που οι Έλληνες δα αφτοί είταν προγόνοι μας και που κατάντησαν τώρα σκλάβοι του Τούρκου. Με τους απαρεφάτους δεν πήγαμε μπρος, πήγαμε πίσω. Ας έχη γεια ο Αλέξαντρος, ο πρίγκηπας της Βουργαριάς! μαζί του θα κάμω χωριό. — «Πρώτα άρματα και καλό στρατό» έλεγαν πως είπε μια μέρα « έπειτα βλέπουμε για πανεπιστήμια και μάθηση.»
Αφτού κλίνω και γω. Όσο θωρώ τα λαμπρά τα χτίρια, λυπούμαι τις πέτρες που πήγαν του κάκου, κι αντίς να σπάσουν κεφάλια, γίνανε σκολειό. Οι πέτρες, που ξέρουν τι θα πη σκλαβιά, μέσα τους θα τόχουν καημό. Ένα χοντρό σίδερο, ένα παλούκι, μια τράβα, ένα δοκάρι δεν μπορώ να διώ, χωρίς να δακρίσουν τα μάτια μου, που δε σηκώνεται, Τούρκο να σκοτώση… Ας ταφήσουμε πια αφτά! Δε μας φελούν και πέρασε η ώρα. Ας πάρουν άλλοι την Πόλη! Ας την έχουν, ώσπου και κείνοι να τσακιστούνε, σαν που τόλεγε ο γέρος. Την Πόλη, Θέμου, και τι θα την κάμουμε τώρα; Μόλις το μικρό βασίλειο ξέρει να κυβερνηθή. Ας μας γλυτώσουν άλλοι πρώτα από τα δικά μας τα χέρια. Πού θα τα βγάλουμε στο κεφάλι με δυο πρωτέβουσες, που η μια μας αφανίζει; Τις δυο πρωτέβουσες κάποιος άλλος ας τις κάμη. Τότες βλέπουμε τι ζυγαριά θα πάρη, για να μη σπάσουν τη ζυγαριά από το ένα μέρος η Πετρούπολη κι από τάλλο η Κωσταντινούπολη.
Οι πολίτες δεν την πολυθέλουν τούτη τη ζυγαριά. Και γω δεν την ήθελα, μα τι να κάμω; Όσο κάθεστε ήσυχοι και προσμένετε, μη γυρέβετε άλλα. Κάποτες ακούς και κάτι παιδιακήσια• — « Ας τη βαστούν οι Τούρκοι την Πόλη, ώςπου να πάρουμε δύναμη.» Για να δυναμώση το χέρι, πρέπει να δίνη όλο γροθιές• άμα φορέση γάντι, μουδιάζει. Αμέ σ' αφτό το διάστημα οι Ρούσσοι τι θα κάμουν; Εκείνοι δε θα δυναμώσουν; Οι δικοί μας μόνο θα δυναμώσουν, που μήτε πιστολιά ξέρουνε να τραβήξουν; Οι καλοί μας οι πολίτες έτσι το πιστέβουν και για τούτο ζουν ήσυχα με το φονιά τους.
Φτάνει, φτάνει ο βάρβαρος τούτος να φύγη, που με χαλνά το κέφι και δε μ' αφίνει τη νύχτα να κοιμηθώ! Δε με μέλει ποιος θα τον καταστρέψη• μόνο να καταστραφή! Πρώτα είχαν και το μεγαλείο τους• τώρα κατάντησαν καραγκιόζηδες της Εβρώπης. Από την ώρα που πάτησαν τούτο το χώμα, έφεραν την κατάρα μαζί τους. Ο Τούρκος δεν προδέβει• σφάζει και στέκεται• πνίγεται στο αίμα που χύνει. Η θρησκεία του είναι ο πρώτος του εχτρός• δεν τον αφίνει να πάη μπρος και του μπλέκει τα ποδάρια. Αλλοίμονο στο Γραικό που δεν το νοιώθει!
Ο Τούρκος ή πρέπει να είναι παντοδύναμος ή τίποτις να μην είναι — ή βασιλιάς ή δούλος. Ας γυρίση πίσω το λοιπό στην κόκκινη μηλιά, αφού πια δεν μπορεί να κυβερνήση τον κόσμο. Από πού ξέσπασαν, από πού μας ήρθαν τούτοι οι βάρβαροι στην Εβρώπη; Το χώμα μας δεν τους σηκώνει. Νίκησαν και νικήθηκαν οι ίδιοι. Ως και στα καλά που μας έκαμαν, έδειξαν τι λίγο μυαλό που είχαν. Παντού στην ιστορία βλέπουμε και διαβάζουμε που ο νικητής άλλη έννοια δεν έχει, άμα πάρη έναν τόπο, παρά να τον πιάση καλά• γίνεται ένα με τους νικημένους και σε μερικά χρόνια, σα στη Γαλλία, στη Γερμανία, στη Ρουσσία, δεν μπορείς πια να διακρίνης τον ένα από τον άλλο. Ο νικητής θρέφεται και δυναμώνει με του εντόπιου το αίμα. Αφτοί δεν μπόρεσαν ποτές τους να γίνουν έθνος. Τους στράβωνε ο φανατισμός. Άμα πλάκωσε ο καταχτητής, άμα μπήκε στην Πόλη, ξεχώρισε Τούρκο και Χριστιανό. Έμεινε ξένος μέσα σ' όλους. Δε συντρόφιασε με κανέναν και τέσσερεις αιώνες ζήσαμε ο ένα κοντά στον άλλο, σαν το σκύλο με τη γάτα. Κρίμας όμως που είταν εκείνοι το σκυλί — και που εμείς δε φανήκαμε μήτε γάτα.
Τέτοια συλλογιούμουν κ’ έλεγα μέσα μου, όσο περπατούσα στους δρόμους και σεργιάνιζα την Πόλη. Θυμούμουν τη Σύρα που είχα κατεβή δυο μέρες πρι να φτάξω στην Πόλη. Γιατί να σταθώ πρώτα στη Σύρα; Η Σύρα με φαρμάκεψε την ατμόσφαιρα της Πόλης και με χάλασε τον ουρανό που βλέπω τώρα από πάνω μου. Πολύ πιο όμορφη από την Πόλη με φαίνεται η Σύρα! Η Σύρα είναι λέφτερο χώμα. Τι λαμπρά που θα κοιμούνται τη νύχτα οι Συριανοί! Στη Σύρα δεν έχεις πλάκα στο κεφάλι, δε σε πέφτει βάρος στο στομάχι. Ο ουρανός γλυκογελά• η καρδιά ξεθυμαίνει. Αχ! δεν είναι ουρανός στον κόσμο, δεν είναι ωραιότητα στη φύση που ναξίζη τη λεφτεριά. Όπου λείπει, είναι νύχτα και σκοτάδι• όπου βασιλέβει, ξεπερνά τον ήλιο με το φως της.
Στη Σύρα Τούρκο πια σήμερα δε βλέπεις. Απ' όσους είταν πριν, ένας απόμεινε μοναχά. Ότι κατέβηκα, τον πήρε το μάτι μου. Φορούσε φέσι• γονατισμένος κατά γης, έσκυφτε το κεφάλι• δεν έβλεπα το πρόσωπό του. Ένας Γραικός, από πάνω του, στέκουνταν όρθιος κ' έσπρωχτε το ποδάρι στου Τούρκου τη μύτη. Με φάνηκε μια στιγμή που ο Τούρκος προσκυνούσε το Γραικό. Ύστερα κατάλαβα• ο Τούρκος είχε γίνη λούστρατζης! Τον περασμένο χειμώνα, κι αφτόνα τον Τούρκο κόντεψαν οι Συριανοί να τον πνίξουν. Ή πρέπει ο Τούρκος να πατή ταλλουνού το κεφάλι ή πόδι να φιλή. Και για τούτο τώρα στην Πόλη θυμούμαι με γλύκα τη Σύρα, που φιλούσε πόδι.

Θ'.

Cabinet de lecture.
Όπου κι αν πάη κανείς, σ' ό τι μέρος κι αν κατασταλάξη, είναι φρόνιμο και σωστό να βολέβεται με το καθετίς. Καλά κάμνει να ζη σαν που συνηθίζουν και ζουν όσοι ζούνε στον τόπο που βρίσκεται — να φάη το φαγί τους, να στρώση το κρεββάτι του σαν που το στρώννουν και να ρουχαλίζη με τον ίδιο κρότο. Πρέπει να πίνη τα κρασί τους, νάχη τη μάθησή τους (αν μπορεί!), να διαβάζη τις φημερίδες τους και να του φαίνουνται καλογραμμένες. Τόσο καιρό που είχα κάμει στη θάλασσα, δεν ήξερα πια τι γίνουνταν ο κόσμος. Θέλησα λοιπό να μάθω και γω τι τρέχει, να διώ τουλάχιστο κανένα γραικικό φύλλο.
Την άλλη μέρα, με πήγε ο πατέρας μου στη λέσκη που συνηθίζει και πηγαίνει. Τραβήξαμε στο Σταβροδρόμι (είναι το σπίτι μας στο Γαλατά), μπήκαμε στα κλούμπι (οι κυρίες κάπου κάπου το λεν καικλουβί για τους άντρες), ανεβήκαμε ένα πάτωμα και βρεθήκαμε στην « αίθουσαν της αναγνώσεως.» (Έτσι, νομίζω, θα πη το cabinet de lecture ένας προκομμένος που ξέρει και σέβεται τη γλώσσα του• να μιλούσαμε γραικικά, ίσως είταν τρόπος να το πούμε κι αναγνωστήρι ή μάλιστα καλήτερα διαβαστήρι, που το καταλαβαίνει όλος ο κόσμος, μα τι να γίνη;…) Το διαβαστήρι που κάτσαμε είτανε μια μεγάλη κάμαρα, μακρουλή και στενούτσικη• είχε στη μέση της ένα τραπέζι, με πράσινη τσόχα στρωμένο, που πήγαινε από τη μια άκρη της κάμαρας στην άλλη. Κάτι παράθυρα, ψηλά ίσια με το ταβάνι, τρυπούσαν τους τοίχους• άσπροι μπερντέδες κρεμασμένοι μισοσκέπαζαν τα τζάμια. Τα παραθυρόφυλλα δεν είταν όλους διόλου σφαλισμένα κ’ είχανε στη μέση μια χαραμάδα από πάνω ίσα με κάτω. Γύρω γύρω στο τραπέζι είταν αραδιασμένες μια μια οι φημερίδες, με το ξύλο που βαστά την καθεμιά — έτοιμες για να τις πιάσης στο χέρι και να διαβάσης.
Έτυχε κείνη τη βραδιά να μην είναι στο διαβαστήρι ψυχή. Όλοι οι πολίτες βρίσκουνταν όξω στο Κατάστενο ή στα Νησιά• είτανε μεγάλη μοναξιά• μόνο ο πατέρας μου και γω. Σε κάθε γωνιά, οι δούλοι με τις άσπρες ποδιές και το κοντόμαβρο σουρτουκάκι κάθουνταν απάνω σ' ένα σκαμνάκι κ' έσκυφταν το κεφάλι από τη νύστα. Ο καιρός όξω είταν ωραίος, — μια βραδιά μοναδική, ένας καιρός μαλακός, όλος γλύκα, που σα βελούδο σε χαδέβει το πρόσωπο. Τέτοιο καιρό δε θα διής παρά στην Πόλη. Φυσούσε αγεράκι σιγαλό, σαν πνοή λουλουδιών. Από των παραθυριών τη χαραμάδα έβλεπες πέρα πέρα σαν έναν ασημένιο λεκέ που άσπριζε κάκω κάτω. Είταν το Κατάστενο που γυάλιζε με το φεγγάρι. Χαίρουμουν την τόση ησυχία. Δεν άκουγες φωνή. Είτανε μια από κείνες τις καλοκαιρνές βραδιές που σε κάμνουν την ψυχή να μοιάζη γαλήνη. Όλο σου το κορμί σε φαίνεται που μαλακώνει, που γίνεσαι γάλα. Θαρρείς που βρίσκεσαι σε κούνια, που ταγέρι σε γλυκονανουρίζει και φυσά. Η ατμόσφαιρα και κείνη σα να νυστάζη• λίγο λίγο λες που σταλάζει ύπνο• όσο κείτουμουν έτσι, βαθιά χωμένος στην πολτρόνα μου μέσα, μ' έρχουνταν πως είμουνα στην παράδεισο. Είναι η ώρα καλή για να μισοσφαλνάς τα μάτια και να διαβάζης — να βλέπης ονείρατα, μισό ξυπνητός μισό κοιμισμένος — κ' η φαντασία σου να παίρνη δρόμο.
Σε κομμάτι, ο πατέρας αποκοιμήθηκε. Στρώθηκα με την ησυχία μου στην πολτρόνα μου, κ’ έπιασα μια γαζέττα. Με περεχούσε χαρά που τέλος πάντα πήγαινα να διαβάσω καλά ελληνικά, ύστερα από τόσες φράγκικες φημερίδες που είμουν αναγκασμένος να διαβάζω κάθε μέρα στο Παρίσι. Τώρα που το γράφω, θυμούμαι πολύ καλά που, άμα άπλωσα το χέρι στο τραπέζι κι άγγιξα το πρώτο φύλλο που ήθελα να πάρω, στην ίδια στιγμή άκουσα να τρίζη κατιτίς — σα να γίνουνταν κάπου μακριά καμιά ταραχή, κανένας κρότος. Έτσι τουλάχιστο με φάνηκε. Μα δεν πρόσεξα πολύ. Νόμισα που είταν το τσαλάκωμα του χαρτιού και το ξέχασα.
Δε συλλογιούμουν παρά την καλή μου τύχη. Κάτι θα πη να γεννηθής Γραικός• σ' αξιώνει ο Θεός και βλέπεις στον αιώνα που ζης τη γλώσσα που μιλούσες, είναι τώρα δυο χιλιάδες χρόνια και παραπάνω, ακόμη να τη μιλούν οι δικοί σου, ίδια κι απαράλλαχτα σα στου Σωκράτη τον καιρό. Η μόνη διαφορά είναι που τότες στάμπες δεν είταν και που σήμερα τυπώνεται κι όλας. Όμως τόσο δεν άλλαξε! Πάρε ένα βιβλίο να το καταλάβης. Θα διής το ίδιο τυπικό• ένα ν δε λείπει• πάντα βάζουν το ν όπου πρέπει. Κύρια και κοινά ονόματα κλίνουνται σαν και πριν• τα ρήματα έχουν τις ίδιες συζυγίες. Κι αφτό είναι ίσια ίσια που μας δίνει τόση εβγένεια, που μας υψώνει το νου και μας ξανοίγει τις ιδέες. Κολακέβουνταν και μένα το φιλότιμό μου με το παραπάνω• και ποιος δε θέλει να μοιάζη τον Περικλή; Ήξερα μάλιστα που οι φημερίδες το βαστούν πολύ ψηλά. Πρόσμενα να διαβάσω του Ξενοφώντα ή τουλάχιστο του Πλούταρχου τη γλώσσα. Αφτή η ελπίδα μ' έκαμνε να τρέμω. Έπαιρνα τις φημερίδες μια μια• μόνο να τις βλέπω μπροστά μου, μ' άνοιγε την όρεξη. Είμουνα σαν τον άθρωπο που πάει να βάλη στο στόμα του κανένα νόστιμο φαγάκι, που το χαίρεται, και μόλις τολμά ναρχινίση.
Άρχισα τέλος να διαβάζω. Μα διές τι παράξενο πράμα! δεν ξέρω να πω πώς τόπαθα κι αν είταν από το ταξίδι ή από τη νύστα. Δεν μπορούσα να ξεχάσω τα γαλλικά μου• δε μ' έβγαιναν από το νου. Άμα διάβαζα μια λέξη γραμμένη ελληνικά, νόμιζα στην ίδια στιγμή που τη διάβαζα γαλλικά• ο τύπος είταν ελληνικός, γαλλικά τα λόγια, το νόημα γαλλικό. Μ' έρχουνταν όλα σα φράγκικα. Τι δυσάρεστη δουλειά! Θύμωνα μέσα μου κι ανυπομονούσα• αδύνατο, όπως κι αν τόπιανα, να μη θυμηθώ τα γαλλικά μου• σα φάντασμα, σαν πεισματάρικο δαιμόνιο με κυνηγούσαν. Έλεγα• — « Μετάφραση βλέπω, ή τόντις τη γλώσσα μου διαβάζω; Φταίω γω ή φταιν οι φημερίδες;» Τρομερό ζήτημα! δεν τολμούσα, δεν μπορούσα να το λύσω! Όσο προχωρούσα, τόσο μ' έπιανε πλήξη• χωρίς να το θέλω, χωρίς να το κάμω πίτηδες, τα μάτια μου ξεσκέπαζαν από κάτω από τα γραικικά γράμματα φράση γαλλική, ξένη γλώσσα! Έμοιαζε σα να είταν τα γαλλικά φωλεμένα μέσα στο χαρτί.
Θα σ' έτυχε κάποτες να πάρης ψιλό χαρτί, να το βάλης απάνω σε καμιά ζουγραφιά ή σε κανένα γράμμα, για να σηκώσης του γραμμάτου το γράψιμο ή τα χαρακώματα και την κάθε γραμμή της ζουγραφιάς, απαράλλαχτα όπως είναι. Τεντώνεις το χαρτί, το βαστάς δυνατά με το δάχτυλο για να μη φύγη, πιάνεις μια πέννα και γράφεις. Όσο γράφεις, κάθε γραμμή που κάμνει το κοντύλι σου, σκεπάζει την παλιά γραμμή. Φτάνει όμως λίγο να γλυστρήση το χαρτί και φαίνεται. Και να μη γλυστρήση, πάντα κάτι θα φανή. Ταντίγραφο που παίρνουμε δε θα κρύψη ποτές όλους διόλου τα πρώτα τα ψηφιά ή τη ζουγραφιά• ή πιο ψιλό θα βγη το χαράκωμα το δικό μας ή πιο χοντρό. Να προσέξη κανείς, θα τα διή και τα δυο μαζί, το ένα απάνω στάλλο. Έτσι το πάθαινα και γω• κατάντησα να τα βλέπω όλα διπλά. Αν απαντούσα, ας πούμε, τη φράση «ελάμβανε τον κόπον», την ίδια ώρα θυμούμουν και το «Il prenait la peine». Αφτό το «Il prenait la peine» ξετρύπωνε ξαφνικά από κάτω από τα ελληνικά που προσπαθούσα να διαβάσω. Αν είναι τρόπος να σας το παραστήσω με τον τύπο, είταν απάνω κάτω να διάβαζα σαν που σας το γράφω τώρα•
έ Ι λ L ά Ρ μ R β E α Ν ν Α ε Ι τ Τ ό L ν Α
κ Ρ ό Ε π Ι ο Ν ν Ε.
Στην ίδια γραμμή έβλεπα δυο ψηφιά και πάντοτες τα γαλλικά ξεπερνούσαν τα γραικικά, με τρόπο που φαίνουνταν και καλήτερα. Κάμποσες φράσες διάβασα έτσι, φράγκικα όλο μαζί και γραικικά• σας τις σημειώνω κοντά κοντά τη μια στην άλλη•
Αι δυνάμεις προτίθενται να ακο- Les puissances se proposent λουθήσωσιν το επόμενον πρόγραμ- de suivre le programme sui- μα προς λύσιν του βουλγαρικού vant pour la solution de la ζητήματος. question bulgare. Αι διακοπείσαι σχέσεις θα επα- Les relations interrompues ναληφθώσι. vont être reprises. Συγκέντρωσεν εις εαυτόν άπα- Il a concerte sur lui l’atten- σαν την προσοχήν των ευρωπαϊ- tion de tous les gouverne- κών κυβερνήσεων. ments de l’Europe. Εν δεδομένη τινί στιγμή. Dans un moment donne. Την ιδίαν αυτών ατομικότητα. Leur propre individualité. Επιλόγησαν επί της διαφοράς του Ils ont compte sur la diffé- χαρακτήρος. rence de caractère. Αναλόγως των περιστάσεων. Suivant les circonstances. Τάσις της εθνικότητος. Tendance de la nationalité. Παρασκευάζει υπόμνημα. Il prépare un mémoire. Αι πανταχόθεν διαδιδαζόμεναι Les nouvelles qu’on nous ειδήσεις. transmet de toutes parts. Η λύσις εγγίζει. La solution approche. Σπουδαίον διάβημα προς λύσιν On fit un pad décisif vers la των περιπλοκών. solution des difficultés. Η συνεννόησις των δυνάμεων. L’ entente des puissances. Δεν έχουσιν διάθεσιν. Ils ne sont pas disposés. Να αποθέση το καταπληκτικόν (Δε μεταφράζεται σε καμιά γλώσ- ηθικόν κύρος της ροπαλοφορικής σα — μήτε στην καθαρέβουσα) ετυμηγορίας. Άλλοι εισέρχονται εις αναλυτι- D’autres entrent dans de plus κωτέρας πληροφορίας. amples détails. Εξανίσταται κατά των τοιούτων il s' élève contre ces inju- προσβλητικών μομφών. rieuses accusations. Ελάμβανε τον κόπον. Il prenait la peine. Ενσάρκωσις της ιδέας οριστι- Incarnation de l'idée d'une κής λύσεως του βουλγαρικού ζη- solution définitive de la que- τήματος. stion bulgare. Πολιτική ατμόσφαιρα πεπληρω- Atmosphère politique char- μένη ηλεκτρισμού. gée d'électricité. Αποτέλεσμα του συντάγματος. Résultat de la constitution. Αληθές στήριγμα του νέου ηγε- Véritable appui du nouveau μόνος. souverain. Μη μεμολυσμένος υπό φιλελευ- Point corrompu par les théo- θέρων θεωριών. ries du libéralisme. Υπό συνταγματικήν σχολήν δια- Élevé dans l'école du insti- παιδαγωγηθείς. tutionnalisme. Δύνανται να παρουσιασθώσι γε- Il peut se présenter des faits γονότα υποχρεούντα… nous obligeant a… Ρήξις διπλωματικών σχέσεων. Rupture de relations diplo- matiques. Αι απειλαί βαίνουσιν έτι περαι- Les menaces vont encore plus τέρω. loin. Δύναται να υπολογήση τας συν- Il peut supputer les consé- επείας. quences. Επαρκώς απέδειξεν. Il a suffisamment démontré. Θίγει χορδήν ευαίσθητον. Il touche a une corde sensible. Να παράσχη διασαφήσεις. Fournir des explications. …όπερ δέν θα ήτο ιπποτικόν. …ce qui ne serait pas che- valeresque.
Αντίς γαλλικά και γραικικά, με φαίνουνταν πάλε κάποτες πως διάβαζα ελληνικά και γερμανικά, σαν που το βάζω τώρα•
Θεωρούμεν όχι ανάξιον του κό- Wir betrachten es nicht der που να ερευνήσωμεν εις τι έγ- Muhe unwerth zu untersu- κεινται αυταί αι δικαιολογίαι. chen, worin diese Rechtfer- tigungen liegen. Να ασκή σοβαρόν έλεγχον. Ernsten Tadel zu üben.
Κάποτες πάλε δεν έφταναν τα γερμανικά ή τα γαλλικά, ξεχωριστά τό καθένα• τάβλεπα μισό γερμανικά μισά γαλλικά, μέσα στα ελληνικά, σα να είχε στο νου του ο συντάκτης, όταν έγραφε, και τις δυο γλώσσες•
Αρμονίαν θελήσεως παρ' αυταίς Übereinstimmung des Wil- ταις μεγάλαις δυνάμεσιν. lens selbst bei den grandes puissances. Κέκτηται όλην την μόρφωσιν και Il possède toute la Bildung την παίδευσιν ευ ηγμένου Ευρω- et toute l'instruction d'un παίου. wohl erzogenen Européen.
Κρίμας που δεν έμαθα παιδί ταγγλικά! Είχα πάρει για τη δυστυχία μου μια δασκάλισσα, όταν είμουν πια παλληκάρι, κι αντίς να με σπουδάξη, μ' έμαθε… κάλλια να μη σας το πω. Τώρα το μετάνιωνα. Θα με ξέφυγαν πολλά απ' όσα διάβαζα, που μόνο ταγγλικά θα με τα ξηγούσαν. Τι καλά είταν τουλάχιστο που ήξερα γαλλικά και γερμανικά! Α δεν τα ήξερα, δε θα μπορούσα να καταλάβω λέξη απ' όσα έγραφαν οι φημερίδες. Νόημα δε θα μπορούσα να βγάλω και του κάκου θάσπαγα το κεφάλι μου. Άμα τάβαζα στο γαλλικό, αμέσως έβλεπα τι θα πη. Είχα διαβάσει τη φράση• — «Δεν ηδύνατο να αρθρώση λέξιν.» Τι μπορούσε να σημαίνη τέτοιο πράμα; Γύρεβα, σκάλιζα στην αρχαία• αδύνατο νά βρω τίποτις που να μοιάζη. Βέβαια που ο Ξενοφώντας, αν είταν ποτές να « αρθρώση λέξιν», θάμνισκε βουβός όλη του τη ζωή. Την ίδια δυσκολία είχα και με κάτι άλλες φράσες• — « Εν δεδομένη τινί στιγμή». Ποιος, έλεγα μέσα μου, να δώση τούτη τη στιγμή και ποιος να την πάρη; Ή και• — « Η λύσις εγγίζει». Άγγιξε, συλλογιούμουν, κανέναν και τον πείραξε; Του κάκου θυμούμουν τους αρχαίους πεζογράφους, Πλάτωνα, Αριστοτέλη και Θουκυδίδη! Δεν έβγαινε τίποτις. Αφτό το «εγγίζει» με βασάνιζε, και δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήθελε να πη «πλησιάζω». Αν έγραφε την αρχαία, έλεγα, θα τόβαζε « εγγύς» ή « πέλας ημίν εστί», κι αν τόγραφε στη γλώσσα μας, έπρεπε να πη « κοντέβει•». Άμα ξεχνούσα την αρχαία και τη νέα, με τη γαλλική μετάφραση καταντούσε το νόημα πολύ έφκολο• «Il ne pouvait articuler une parole». — «Dans un moment donné». — «La solution approche». — Είναι κάτι συνηθισμένα και κακορίζικα γαλλικά, που ακούω στο Παρίσι κάθε μέρα. Τα λέει κανείς, άμα δεν ξέρει τι να πη.
Κατάλαβα τότες που έπρεπε να διαβάζω ανάποδα• αντίς πρώτα να τα διαβάζω γραικικά, είταν πολύ πιο σωστό να τα λέω μέσα μου γαλλικά κ' έπειτα να κοιτάζω τα τυπωμένα γράμματα. Και χωρίς να το θέλω, τόντις έτσι τόπαθα. Τώρα τάβλεπα πρώτα πρώτα όλα φράγκικα, σα να είταν τα φράγκικα πρωτότυπα•
N' est soumis à aucune res- Εις ουδένα υπόκειται περιορι- triction. σμόν. A première vue. Εκ πρώτης απόψεως. Il s' est vu forcé. Είδεν εαυτόν ηναγκασμένον. L' usage éclaire et opportun Η πεφωτισμένη και επίκαιρος de ce droit. χρήσις του δικαιώματος τούτου. L'opinion publique s'est éle- Η κοινή γνώμη δια διαδηλώσεων vée contre ce vote par ses εξηγέρθη κατά της ψηφοφορίας manifestations. ταύτης. Il se trouvait dans son droit. Ευρίσκετο εν τω δικαίω αυτού. L'opinion publique qui se Η κοινή γνώμη ήτις μορφούται forme d'après la pleine cons- εκ της πλήρους συναισθήσεως της cience de la force, des be- δυνάμεως, των αναγκών και της soins et de la situation géné- εν γένει καταστάσεως του λαού rale du peuple et de la nation. και του έθνους. Il a soulevé l'indignation u- Εξήγειρε την γενικήν αγανάκτη- niverselle. σιν. Cette question touche sérieu- Το ζήτημα τούτο σπουδαίως θί- sement aux intérêts généraux γει τά τε εθνικά και ιδιωτικά συμ- et privés de la nation. φέροντα του λαού. L'opinion publique qui s'est Η ζωηρώς εκδηλωθείσα κοινή vivement manifestée. γνώμη. Ces mesures devaient être Τα μέτρα ταύτα έδει να λη- prises. φθώσι. Cela dépasse vraiment toutes Υπερβαίνει αληθώς του επιτρε- les bornes! πομένου τα όρια! Le phénomène caractéristi- Το φαινόμενον το οποίον χαρα- que. κτηρίζει. Il les a tous surpassés par son Υπερέβη πάντας κατά την αθλι- ignominie! ότητα! Elle a donné la dernière im- Η δούσα την τελευταίαν γεν- pulsion généreuse. ναίαν ώθησιν. Le 16 Mai. Η 7η Απριλίου. La nuit des temps et la pous- Ο ζόφος των αιώνων και ο κο- sière des bibliothèques. νιορτός τών βιβλιοθηκών. Il a eu le courage d'exposer. Έσχε το θάρρος να εκθέση. Il est en situation. Είνε εις θέσιν. Vous arriverez à la même Θα φθάσητε εις το αυτό συμπέ- conclusion. ρασμα. De ceux qui ont la meilleure Την βελτίστην προς μάθησιν θέ- volonté d'apprendre. λησιν εχόντων.
Στο τέλος είταν κι αφτός ο λόγος που με φάνηκε πολύ σωστός•
Nous apprécions la connais- Εκτιμώμεν και την γνώσιν της sance de la langue grecque ελληνίδoς φωνής εν η και ως ποι- où il excella comme poète: ητής διέπρεψε• θεωρούμεν δε τού- c'est là une qualité des plus το σπουδαιότατον προσόν, διότι sérieuses, car on peut com- εν δακτύλοις μετρούνται οι παρ' pter sur les doigts dans notre ημίν τοιούτοι. pays les personnes qui sa- vent le grec. …………………………..
Εκείνος ο κρότος που είχα ακούσει στην αρχή, όταν πήρα να διαβάσω τις φημερίδες, να που μεγάλωνε τώρα και γίνουνταν πιο δυνατός. Τρόμαξα μια στιγμή, γιατί στη μοναξιά αγριέβεται κανείς νακούη ταραχή και να μην ξέρη από πού είναι. Όμως και πάλε δεν πολυπρόσεξα. Είταν ο νους μου σε κείνα που είχα διαβασμένα. Χαίρουμουν που τα καταλάβαινα• μάλιστα κολακέβουμουν που είχα βρει με τι τρόπο έπρεπε να τα καταλάβω. Όταν κανείς μελετήση χρόνια κανένα φιλοσοφικό σύστημα, κ' ύστερα από πολλούς κόπους και κάμποση σπουδή, τέλος μπη στο νόημα, ξανοίγει ο νους του. Έτσι και γω περηφανέβουμουν που μοναχός μου είχα σταθή άξιος να μαντέψω τη μεγάλη σοφία που φώτιζε τα γραικικά μας φύλλα. Ναι! τώρα για πρώτη φορά, έννοιωσα τι σύστημα έχουν οι φημεριδογράφοι μας και με φάνηκε το σύστημά τους χρήσιμο κι απλό. «Ξέχασε τα ελληνικά σου, ταρχαία και τα νέα• κοίταξε μόνο να προσέχης το τυπικό ταρχαίο. Άμα έμαθες που η ονομαστική μούσα έχει γενική μούσης κι όχι μούσας, που ο ενεστώτας ακούω κάμνει αόριστο ήκουσα και παρακείμενο ακήκοα, παίρνεις αμέσως ξένες φημερίδες• τις μεταφράζεις μάνη μάνη. Έτσι ξεβγενίζεις τη γλώσσα. Δεν πειράζει να γράφης φράγκικα, φτάνει να τα τυπώνης γραικικά. Με τέτοιο τρόπο, οι λέξες σου φαντάζουν ελληνικές• μέσα είσαι όλος φράγκος. Το τυπικό, μην ταμελήσης στη ζωή σου. Τα χάλασες όλα, α δεν πρόσεξες το τυπικό!»
Και μη νομίζετε που στα μπόσικα τόπιασαν οι δικοί μας μ' αφτό τον τρόπο. Οι φημεριδογράφοι μας κουτοί δεν είναι• είναι μάλιστα φοβεροί διπλωμάτες. Γράφοντας γερμανικά, γαλλικά κι αγγλικά καλοπιάνουν την Εβρώπη• άμα διή η Εβρώπη που ξέρουμε και γράφουμε τη γλώσσα της, δεν μπορεί παρά να μας αγαπήση. Έτσι καμιά μέρα θα μας δώση και την Πόλη. Για να μην κακοφανή τάχατις την Εβρώπη, που μας βλέπει ναποφέβγουμε σαν την ψώρα τις ξένες λέξες και να λέμε που η γλώσσα μας και το έθνος μαζί ξεπέφτουν άμα πούμε πόρτα αντίς θύρα, κατωρθώσαμε τουλάχιστο, οι λέξες να μοιάζουν ελληνικές, το ύφος και το νόημα να είναι φράγκικα.
Έτσι, μιλώντας φράγκικα, μιλούμε την αρχαία. Και τι θέλει, τι γυρέβει όλο το έθνος; Ο καθένας «βαθμηδόν» να μοιάξη τον Περικλή. Θα το κατορθώσουμε λαμπρά με τις φημερίδες. Θαναγκαστή μάλιστα καμιά μέρα η Εβρώπη να το πιστέψη. Χαίρουμουν πολύ για την ιδέα. Μ' άρεζαν κι όλας όσα διάβαζα• τι φρονήματα γενναία, τι μεγάλοι λογισμοί! Κάπου κάπου έγραφαν και για τους Βουργάρους που είναι παιδιά, για τους Σλάβους που είναι σωρό βάρβαροι, για τους Έλληνες που είναι Έλληνες, για τη γλώσσα την αρχαία, που έρχουνται πίτηδες ξένοι σε μας να τη μάθουν. Κάπου μάλιστα χτύπησε το μάτι μου κι αφτή τη φράση που με κολάκεψε πολύ• «Αι από των ευκλεών προγόνων μας κληρονομηθείσαι πολιτικαί αρεταί.»…
Όσο καλά, φρόνιμα, σωστά κι αν είταν τα λόγια που διάβαζα, πρέπει να το μολογήσω, είχα λίγη ζάλη• είμουν κουρασμένος από τη ζέστη και το πολύ διάβασμα. Να το πούμε παστρικά, με πήρε ο ύπνος. Σαν ψιλό ψιλό συννεφάκι, σα λεφτούτσικη καταχνιά ξαπλώνουνταν ο ύπνος σιγά σιγά απάνω στα ματόφυλλά μου. Εκεί που πήγαινα να πιάσω άλλη μια φημερίδα, στάθηκε το χέρι μου κ' έγυρα το κεφάλι. Κοιμούμουν. Άμα που σφάληξα τα μάτια, τρόμαξα στον ύπνο μου μέσα. Άρχισα να τρέμω κι όμως όλο κοιμούμουν. Ο κρότος εκείνος ο προτινός μεγάλωνε μεγάλωνε κι ακούγουνταν πια τώρα σαν τη θάλασσα, όταν πάει φουρτούνα να ξεσπάση. Είδα τι έτρεχε. Κατάλαβα την ταραχή, από πού και γιατί είταν. Τόντις παράξενο πράμα θωρούσα!
Μπροστά μου έβλεπα ξαπλωμένο το χάρτη της Εβρώπης. Δεν είταν κανένας μικρός χάρτης, σαν τους γεωγραφικούς πίνακες που κρέμουνται στους τοίχους, μέσα στα σκολειά. Με φάνηκε μεγάλος σαν την Εβρώπη την ίδια. Είταν και κείνος χρωματισμένος σαν τους συνηθισμένους χάρτηδες. Ο κάθε τόπος είχε ξεχωριστό χρώμα και μπορούσες να διακρίνης τον ένα από τον άλλο. Είταν ο καθένας ζουγραφισμένος πράσινα, κόκκινα, κίτρινα, μαβιά, άσπρα, μουντά ή ανοιχτά. Απάνω στο χάρτη στέκουνταν οι Εβρωπαίοι, όλοι με την αράδα, ο Γάλλος στη Γαλλία, στη Γερμανία ο Γερμανός, ο Ιταλός στην Ιταλία• ο καθένας χωριστά στον τόπο του, κι ο κάθε λαός φορούσε ρούχα ή πράσινα ή κόκκινα ή κίτρινα, με το χρώμα που είχε στο χάρτη η κάθε χώρα. Όλο μαζί είταν παράξενο κ' έμοιαζε σαν αποκριάτικο.
Το περίεργο είταν που δεν έβλεπες μήτε σπίτι, μήτε δρόμο, μήτε τίποτις• φαίνουνταν οι αθρώποι μοναχά — κι ο χάρτης. Όλοι τους εμάς κοίταζαν• και τα δυο μάτια στην Ελλάδα! Δεν είταν όμως όρθιοι• μα δεν μπορούσα να πω που κάθουνταν κι όλας. Στέκουνταν εκεί σαν καμπούρηδες, με σκυφτή ράχη, με το κεφάλι ψηλά• κάθε άθρωπος — και τους ξεχώριζες έναν έναν — είχε τα δύο χέρια ακκουμπισμένα στα γόνατα, σα να βαστιούντανε για να μην πέση κατακέφαλα και κάμη κουτρουβάλα. Το πηγούνι του καθενός πήγαινε ναγγίξη τα ποδάρια του κ' η ράχη τους γίνουνταν καμάρα. Το στόμα τους είταν ανοιχτό, ολωνών, κ' έχασκε φοβερά — σαν τρύπα μάβρη. Έφερναν αηδία. Και γιατί, παρακαλώ, στέκουνταν έτσι; γιατί ξεκαρδίζουνταν από τα γέλοια. Κ' είταν ένα γέλοιο δυνατό, άνοστο, χάχικο, πληχτικό γέλοιο, ένα γέλοιο συχαμένο, που σ' έπιαναν τα νέβρα και σ' έρχουνταν απελπισία να τακούς. Έκοφτε σαν ξουράφι. Μιλλιούνια και μιλλιούνια αθρώποι γελούσαν κι' όλο γελούσαν και τελειωμό τογέλοιο τους δεν είχε. Αχ! αναθεματισμένοι Εβρωπαίοι, μούγγριζα μέσα μου, τι έχετε και γελάτε με τέτοιο τρόπο; Γιατί με ξεσκίζετε ταφτιά και με τρυπάτε την καρδιά σα με μια σούβλα; Κόντεβα να κλάψω από τη σκάση. Όλοι τους με κοίταζαν και κοίταζαν το τραπέζι που κάθουμουν και τις φημερίδες που διάβαζα. Είταν η Εβρώπη μαζωμένη• φαντάζεσαι λοιπό τι βοή, τι κρότο που τον έκαμνε το γέλοιο τόσων αθρώπων. Άξαφνα στάθηκαν και καθαρά καθαρά — σα να τους άκουγα και τώρα —, είπαν όλοι τους μαζί με μια φωνή που έμοιαζε να σφυρίζη.
« Απόγονοι του Περικλή, τούτα είναι τα γραικικά σας;! Μ' αφτά είναι που θα μας πιάσετε; Με την ψεφτοκαθαρέβουσα που μιλείτε, καλά την κουρελλιάσετε τη γλώσσα του Περικλή! Αλήθεια, καταντήσετε βάρβαροι, σαν που το λέτε κάποτες οι ίδιοι. Κάτω το κοντύλι. Πήρετε άσκημο δρόμο. Δεν έχει τόπο για σας μέσα στον πανάγιο, το σοβαρό ναό της εβρωπαϊκής επιστήμης.»
Και σαν ωκεανός φουρκισμένος, σα μάνητα τρικυμιάς, βροντούσε η φωνή τους κι όσα μέσα τους είχαν, τάβγαζαν όξω με μιας.
« Κάθεστε και μας λέτε που δεν ξέρουμε τη γλώσσα σας, που έχουμε κακή προφορά, που θα μας τα μάθετε όλα. Μας μάθετε μόνο να γελούμε. Φτάνουν οι κωμωδίες• θαρρείτε τάχατις πως γράφετε ελληνικά; Όχι, βέβαια. Για να το καταλάβετε, εμείς πρέπει να σας το πούμε. Φραγκέψετε! Μιλήστε γλώσσα δική σας, για να σας ακούση ο κόσμος.»
Καλό πράμα κανείς νάχη πομονή — μα ωσπού θα πάη; Εγώ να κατηγορώ τους δικούς μου, γίνεται• ίσως είναι και χρέος• αλλάζει η δουλειά, άμα τους κατηγορήσουν άλλοι. Αφτό δεν το σηκώνω. Όταν περγελώ τον εμαφτό μου, μ' αρέσει μόνος μου να γελώ. Κόρωσα λοιπά και γω τότες, ακούγοντας τέτοια λόγια. Έγινα μέσα μου όλος θυμός κι από την πλήξη πήγαινα να πνιγώ. Θέλησα να τους αποκριθώ, μα χάθηκε η φωνή μου. Τι, τι να τους πω; Τι απάντηση να τους δώσω, που είταν τα λόγια τους αλήθεια; Τουλάχιστο να μην τους βλέπω μπροστά μου, να μην τους ακούω πια τους Εβρωπαίους! Φεβγιό φεβγιό! Σηκώθηκα στη στιγμή και καταντροπιασμένος, ζεματισμένος γύρισα στο σπίτι.

Ι'.

Αρνί και λιοντάρι.
Είχα χρόνια να διώ τον αδερφό μου το Γιάννη. Τόσο καιρό που έλειπα από την Πόλη, δεν ήξερα καλά καλά τι είχε γίνη. Είταν πάντοτες ο ίδιος! Τέτοιο γίγα δε θα διήτε στη ζωή σας• τουλάχιστο τρεις πήχες ψηλός και χοντρός σαν τον Κουλά. Όταν ανέβαινε τη σκάλα, έτρεμε το σπίτι. Κόντεβαν τα ντουβάρια να γκρεμίσουν. Έπρεπε να σκύψη, ώςπου να γίνη μισός, για να περάση από κάτω από την πόρτα. Στο δρόμο, όταν έβγαινε, έλεγες πύργος που περπατεί. Τον κοίταζες και θυμούσουν τους στίχους του Ακρίτα•
Εκ τόπου δε κινούμενος βροντής ήχον ετέλει, Ώστε δοκείν σαλεύεσθαι γην τε και πάντα δένδρα.
Το χέρι του είτανε βράχος, κι άμα σ’ έπιανε το χέρι να στο σφίξη, κόντεβε να στο κάμη κομμάτια• είτανε για να σε δείξη φιλία. Ποιος δε φοβούνταν τη φωνή του; τόσο δυνατή δεν είταν άλλη φωνή• ήξερε ο κόσμος που μπορούσε νακουστή από το Ταξίμι, ίσια με το Κατάστενο, ίσια με τη Μάβρη θάλασσα, ίσια με τη Ρουσσία, — ίσια με την Εβρώπη! Άμα θύμωνε, είταν άξιος μοναχός του να ρίξη κάτω δέκα νομάτους. Ο αδερφός μου ο Γιάννης είταν άλλος Ακρίτας, τρομερός σαν τον Ακρίτα, το λαμπρό μας το παλληκάρι. Ο Ακρίτας κουβέντιαζε μια μέρα με την αγαπητηκιά του• είταν κι ο αφτοκράτορας μπροστά. Άξαφνα πετιέται μέσα από τα δάσητα ένας δράκος μεγάλος σαν τον ήλιο. Τρέμει ο δύστυχος ο αφτοκράτορας, τα χρειάζεται, πα να φύγη• κι ο Ακρίτας αμέσως πιάνει με τα δύο δάχτυλα το δράκο, τόνε σηκώνει, τον τινάζει ψώφιο κατά γης και λέει με γλυκό χαμογέλοιο• « Δεν άξιζε τόσο φόβο, βασιλιά μου!»
Τέτοιος είταν κι ο αδερφός μου ο Γιάννης. Έφτανε να θυμώση και τον έβλεπες θεριό. Όταν τον έπιανε ο θυμός — πρι να ξεσπάση, — στέκουνταν ήσυχος μια στιγμή, σαν καρφωμένος κατά γης• λέξη δεν έλεγε, κούνημα δεν έκαμνε• στραβοκοίταζε μόνο, άγρια και λοξά σαν τον τάβρο. Με μιας αρχινούσε. Δεν είταν άθρωπος, διάβολος δεν είταν που να μπορέση τότες να σηκώση την ορμή του. Ο θυμός είναι πράμα δικό μας• είναι το μπαρούτι του Γραικού.
Ο αδερφός μου ο Γιάννης δε θύμωνε συχνά. Είταν αρνί και λιοντάρι. Ποτές δε σ' έλεγε λόγο να σε πειράξη. Κάποτες τον πείραζες εσύ και δε μιλούσε. Ο Γραικός, λέει, είναι περήφανος και σωπαίνει. Το βαστούσε μέσα του, ώσπου καμιά μέρα να ξεχειλίση το ποτάμι. Μόνο χωρατάδες πολλούς δεν αγαπούσε, γιατί είχε το φιλότιμό του, κι ό τι του έλεγες, νόμιζε πως είταν τάχατις να τον περιπαίξης, ή πως τάλεγες όλα με τα σωστά σου. Όλα τα ψιλολογούσε. Δεν έπρεπε άξαφνα να του πης. — «Ο κόσμος είναι μπόσικος.» Αμέσως θαρρούσε πως απελπίζουσουν κ' ήθελες να πνιγής — ή πως τόλεγες για να του δώσης να καταλάβη κατιτίς.
Ο αδερφός μου ο Γιάννης είχε καρδιά καλοσύνη γεμάτη. Και να τον πείραζες, είταν καλός να το ξεχάση. Είχε και κάτι τρυφερότητες παιδιακήσιες, γιατί μικρός είταν το χαδεμένο παιδί του σπιτιού. Το βράδυ, όταν έπεφτε στο κρεββάτι, δεν μπορούσε να κοιμηθή, αν η γριά μας η παραμάννα δεν κάθουνταν πλάγι του στην καρέγλα, να του λέη λόγια και κείνος να μισοσφαλνά τα μάτια. Για τούτο τον είχαν οι φίλοι του για φοβιτσιάρη, και τόλεγαν πού και πού, να γελάσουν. Εγώ όμως που τον ήξερα, καταλάβαινα τι έτρεχε. Ο αδερφός μου ο Γιάννης είταν αρνί και λιοντάρι. Είχε ψυχή τρυφερή και μαλακή σαν μπαμπάκι• τις παιδιακήσιες του τις συνήθειες, δεν ήθελε να τις αφήση. Ο αδερφός μου ο Γιάννης είτανε σωστός Γραικός — βέρος πολίτης. Μπορούσε να σηκώση τον κόσμο στο ποδάρι, άνω κάτω να τον κάμη, μπορούσε πύργους να γκρεμίση και κάστρα να πάρη μοναχός του. Ως τόσο κάθουνταν ήσυχα και καλά στο ζεστό του το κρεββατάκι, — νακούη παραμύθια.
Πρέπει να πούμε την αλήθεια. Άμα του έδινες αφορμή, άμα έννοιωθε που είσουνα μαζί του και που κάποιος τόνε βαστούσε, μπορούσε να γίνη φωτιά, να ξεχάση και τον ύπνο. Τότες τον έβλεπες λιοντάρι• δεν είταν πια αρνί. Είχε μάλιστα μαζί μου αγάπη ξεχωριστή. Δάχτυλο δεν ήθελε να μ' αγγίξη, δεν έπρεπε κανείς να με πη λέξη• στραβοκοίταζε, άναφταν τα μάτια του — κι αμέσως γροθιά. Μαλλώναμε κάπου κάπου — (για τη γλώσσα πάντοτες δε συφωνούσαμε) —, μα ήξερε την αγάπη που τον είχα, καταλάβαινε που γύρεβα το καλό του, κ' έτσι όταν τα είχαμε καλά, οι δυο μας μαζί μπορούσαμε κάτι να κάμουμε. Άμα τον είχα σύντροφο τίποτις δε φοβούμουν, όλα με φαίνουνταν έφκολα, μεγάλα πράματα μπορούσα να καταφέρω. Φτάνει να στέκουνταν πλάγι μου• ασκέρια δεν έτρεμα τότες• μπορούσα στον πόλεμο να βγω. Ο αδερφός μου ο Γιάννης πετούσε μια φωνή κι αφανίζουνταν τασκέρια, ωρμούσε σαν το θεριό κ' έκοφτε κεφάλια. Δεν άφινε ζωή. Είταν το δεξί μου το χέρι. Έφτανε να του δώσω την αφορμή, να του πω πού έπρεπε να πάη• τη δουλειά την τέλειωνε τότες εκείνος.
Περάσαμε λαμπρά στην Πόλη οι δυο μας μαζί, σαν αδέρφια αγαπημένα. Τι γέλοια που τα πατούσαμε, τι κουβέντες που τις κάμναμε κάθε βράδυ! Τι φαγί που τρώγαμε, τι κρασί που το ρουφούσαμε μέρα και νύκτα. Ο αδερφός μου ο Γιάννης έπρεπε να φάη το πρωί δυο ψωμιά, το μεσημέρι τέσσερα, οχτώ τα βράδυ. Κάθε μέρα γύρεβε να του φέρουν ένα βόδι, τρία αρνάκια, δυο πρόβατα, πέντε όρνιθες, δέκα κουτόπουλα, δεκατέσσερεις λαγούς, πενήντα πέρδικες, ογδόντα μπεκάτσες• πεντακόσιες συναγρίδες, παλαμίδες άλλες τόσες, καρίδες δυο χιλιάδες• πέντε πιάτα πιλάφι, μακαρόνια, μπεφ γαρνίτο, δαμαλάκι, χερομέρι, γλώσσες πρόβιες, κιοφτέδες, κεμπάπι, ροζμπίφ, κοτλέτες πανέ κι αλά μιλανέζα, μπιφτέκια, αβγά μάτια, ομελέτες, στιφάτο αλά βενετσιάνα, μπρεζέ βοδινό, γιουβαρλάκια αβγολέμονο, ψητά της κατσαρόλας, μυαλά με σάλτσα, νεφριά σοτέ, γιαχνί πατάτες, ρόστο πρόβιο με φακή, γκιουβέτσι, ρόστο τυλιχτό, φιλέτο γαρνίτο, κεφαλάκι μόσκου σος πικάντ, ατζέμ πιλάφι, ντολμάδες, μπούτι ρόστο, σκεμπέ, πουρέ, αμερικάνικο ραγού, κουνουπίδι γρατέν, μοσκάρι, σηκώτια, λαδερά κ' εντράδες ένα σωρό• ορεχτικά, χαβιάρι, ραδίκια, σαρδελίτσες, καβουρμά, σουτζουκάκια, κάπαρη• λακέρδα, μπαρμπούνια, σκουμπριά, κέφαλο βραστό, σκυλόψαρο, τσαγανούς, αστακούς, λουφάρια, λαβράκι, λάγκες σαλμί, χταποδάκια• στρίδια και μύδια κοσιπέντε ντουζίνες• χόρτα, μπιζέλια, μπάμιες, μελτζάνες, παντζάρια, μαρούλια, φασούλια, σέλινα, πατάτες, λάχανα, κολοκυθάκια, αμπελίσκια σαλάτα, φασούλια πλακί, πατάτες αλά δουκέσσα, σπανάκια• φρούττα και γλυκίσματα, χαλβά, κομπόστες, πάστες, καταΐφι, κομπόστα κυδώνι, απίδια, σταφύλια κάθε είδος, πεπόνια, καρπούζια, γαλατομπούρεκο, φριγανιές με σιρόπι, χαλβά σεμιγδάλι, τυριά με ρόκα• έντεκα οκάδες άλας και πιπέρι, μια λίμνη ξύδι και λάδι, ένα πηγάδι νερό, κρασιά τη θάλασσα με τον άμμο. Στο τέλος ρουφούσε οχτακόσιους καφέδες και ρακιά δυόμισυ μιλλιούνια. Χόρταινες μόνο με την όρεξή του. Τέτοιο θεριό είχε ανάγκη να τρώη σα δράκος. Τα κατέβαζε όλα σαν ένα ποτήρι νερό.
Ο αδερφός μου ο Γιάννης έτρωγε και μιλούσε και γελούσε. Μα τι γέλοιο! Βροντή! Οι δούλοι που μας σερβίριζαν — είταν καμιά κατοσταριά, — έπεφταν κατά γης. Και δεν του χρειάζουνταν πολλά να γελάση. Έφτανε μια λέξη να του πης με κάποιο ύφος κι αρχινούσε. Μόνο να τη λέη ξεκαρδίζουνταν. Ο αδερφός μου ο Γιάννης είχε κάτι φράσες δικές του και τις έλεγε κάπου κάπου, να χωρατέψη. Για κάθε πράμα που έκαμνε και ρωτούσες γιατί τόκαμνε έτσι κι όχι αλλιώς, — ή για ένα τσιγάρο που άναφτε, ή για ένα ρούχο που φορούσε, ή για τον τρόπο που έβαζε το καπέλλο του, — σ' αποκρίνουνταν πάντοτες• — « Συνήθεια γαρ επεκράτησεν παρ' ημίν.» Άμα μ’ έβλεπε στο δρόμο με κανένα φίλο• — «Χαίρετον», μας φώναζε από δυο μίλια μακριά και γελούσε. Μ' έκαμε να γνωρίσω όλους του τους συντρόφους, μαραγκούς, ράφτηδες, μπακάληδες, παπουτσήδες, καπνάδες, μπαρμπέρηδες, κρασάδες, χαμάληδες, μαστόρους, βαρκάρηδες, σομπατζήδες, λουστρατζήδες. Όσο μιλούσαν, εγώ τσίτωνα ταφτιά μου, για να μη με φύγη καμιά λέξη, γιατί η αλήθεια κάθεται στο στόμα του λαού κ' η καλή γλώσσα στα χείλια του βασιλέβει. Δεν τόννοιωσαν ακόμη οι δασκάλοι, μα δε φταίω γω. Έτσι είναι και δεν μπορώ να ταλλάξω.
Ο αδερφός μου ο Γιάννης δεν είταν περήφανος• με τους μικρούς μικρός και με τους μεγάλους μεγάλος. Άμα έβλεπε κανέναν πρόστυχο, κανέναν ψωριάρη με τα κουρέλλια, αμέσως του πετούσε κ' ένα — «Δούλος σας ταπεινότατος», που δεν ήξερε ο άλλος σε ποια τρύπα να χωθή. Πρόσταζε καφέδες, γλυκό, ρακί, ελιές κι ό τι θέλεις κάθε φορά που κανένας φτωχός έρχουνταν κάτι να του ζητήξη• ο φτωχός πια έτρεμε μπροστά του. Έκαμνε το σπίτι άνω κάτω, να τον καλοδεχτή, να μη δείξη τάχατις πως τον καταφρονεί για τη φτώχια. Και τεμενάδες, ένα σωρό! Καλό μάθημα για πολλούς από μας και μπορούμε να το σημειώσουμε.
Του άρεζε όμως και να παίζη. Έσερνε πάντοτες κατόπι του έναν καραγκιόζη δικό του, ένα χατζή με συμπάθειο, και τον είχε παιχνίδι. Του έδινε τσάι, κρασί, ρούχα, παπούτσια, κάπου κάπου και κλωτσιές. «Μιαρέ!», φώναζε μ' ένα έ σαράντα πήχες μακρί• « μιαρέ—έ — έ — έ» και κρύφτουνταν ο χατζής. Παρασίτους έχουμε ακόμη και σήμερα• νταλκαβούκης είταν κι ο χατζής. Ο χατζής άρπαζε τα ρούχα, άρπαζε και τις κλωτσιές. Ο αδερφός μου ο Γιάννης, όταν είχε κέφι, του έλεγε• «Πρόσταξον αυθέντα», με μια φωνή που βουλιούνταν ο χατζής. Και μ' αφτό διασκέδαζε.
Ο αδερφός μου ο Γιάννης είτανε σοβαρός στη δουλειά και κανείς δεν τον περνούσε σ' εμπόριο, αριθμητική, λογαριασμούς και λογαρίθμους. Μα ήθελε κάπου κάπου και λίγη διασκέδαση. Πολύ προκομμένος δεν είταν και γράμματα πολλά δεν είχε μάθει• είταν από τους παλιούς, είχε όμως νου και κρίση και, δίχως να ξέρη πολλά, έκοφτε το κεφάλι του• πάντοτες έβρισκε το σωστό. Τους δασκάλους δεν τους αγαπούσε• τους βαριούνταν και χολόσκανε• είταν του λαού. Κάποτες έρχουνταν ένας δάσκαλος να του μιλήση, και το κάτω κάτω να του χτυπήση παράδες για καμιά συντρομή. Αράδιαζε ο δάσκαλος τα ελληνικά του• — «Του μπαμπά σου τη γλώσσα να μιλής και μη με σκοτίζης• εγώ τα τέτοια δεν τα θέλω.» Κι ο δάσκαλος τον άκουγε αμέσως. Τι να κάμη;
Ο αδερφός μου ο Γιάννης τίποτις ψέφτικο δεν είχε• όλα του φυσικά, είταν όπως τον έκαμε ο Θεός κι απόξω τίποτις δεν είχε• δεν είχε τίποτις φτειαστό, τεχνητό. Είτανε σαν το φρούττο, πρι να γίνη ακόμη και το τσιμπήσουν τα πουλιά• έχει όλο του το ζουμί και μια ξεχωριστή νοστιμάδα. Στην Εβρώπη κακομάθαμε. Όλος ο κόσμος είναι ένα• ο Πέτρος μοιάζει τον Πάβλο. Κλάδεψε ο ίδιος μπαχτσεβάνης τα κλωνιά, κ' έρχουνται όλα ίσια ίσια. Δε βλέπεις το μέσα του καθενός. Εκεινού η ψυχή του γυάλιζε σαν τον καθρέφτη, σαν την κρύα βρύση. Πολλές φιλοσοφίες δε γύρεβε. Και δε φτάνει άραγες νάχη κανείς καλό στομάχι και κρίση ορθή; Τι θέλουμε και τι ζητούμε παραπάνω;
Ο αδερφός μου ο Γιάννης τα ήθελε όλα μπόλικα και φανταχτερά. Είχε τις παραξενιές του. Του άρεζε ή να τάχη όλα μεγάλα και καλά — ή κάλλια τίποτις να μην έχη. Μισά τα πράματα δεν τα χωρούσε ο νους του. Για να πάρη με καλό μάτι κανέναν ξένο, έπρεπε να του πουν πως είταν πρώτος στον τόπο του• τους άλλους τους είχε για σκουπίδια. Για να σε πη πλούσιο, έπρεπε νάχης μιλλιούνια• αν είχες ένα και μισό, δε σε κοίταζε. Χοντρά τα πράματα και παστρικά. Ή τόντις να φανούμε κατιτίς ή να μην κάμνουμε μισοδουλειές. Τώρα κατάλαβες γιατί δεν κατορθώνουμε τίποτις. Τι σωστός Γραικός που είταν, αλήθεια, ο αδερφός μου ο Γιάννης!
Ο αδερφός μου ο Γιάννης με πήγε σ' όλους του τους φίλους. Γνώρισα και τον πρωτοψάλτη που του έδινε μαθήματα μουσικής, γιατί ο αδερφός μου ο Γιάννης ήξερε να ψάλλη περίφημα κι όταν καθούντανε στην κάμερή του, αρχινούσε μοναχός του κ' έψαλνε ώρες. Έτσι είναι στην Πόλη. Με τα θρησκεφτικά περνά τουλάχιστο ο καιρός. Κάτι πρέπει να κάμη κανείς, κι άλλο από θρησκεφτικά δεν έχουν άδεια να κάμουν οι πολίτες. Εκεί πάει όλη τους η ενέργεια.
Γνώρισα σε κείνο τον καιρό και το δυστυχισμένο τον «Τελαμών». Τον είχαν οι γονιοί του βαφτισμένο Κωστή• για να το ξεβγενίση, έβγαλε μοναχός του όνομα Τελαμών. Ο δύστυχος! Ένα μόνο κατώρθωσε, που όλος ο κόσμος τον έκλινε• «τον Τελαμών, του Τελαμών.» Έκλαιγε ο Κωστής για την αμάθεια. Ίσια με κει το πήγαν οι δασκάλοι• δεν ξέρουν τους νόμους της γλώσσας μας και με τους ψεφτοκανόνες τους, με τις ελληνικούρες, μας φόρτωσαν και μια κλίση που δεν κλίνεται. Μόνο δε φταίει ο λαός• φταιν εκείνοι. Βαριούμουν και γω τόνομά του, γιατί και γω είμαι του λαού• δεν ήξερα πώς να τον πω, Τέλαμον, Τελαμών ή τουλούμι. Σώπαινα λοιπό κιαπόφεβγα τη συντροφιά του.
Εμένα μ' άρεζε ο Πλατανίσσης μέσα σ' όλους τους φίλους του αδερφού μου του Γιάννη. Φάγαμε μια μέρα μαζί στα Ψωμμαθιά και ποτές τόσο δε γέλασα. Ο Πλατανίσσης είταν άλλο βουνό. Πώς να σας τον παραστήσω; Με τι να συγκρίνω τον Πλατανίσση, που να μοιάζη; με τι παλάτι, με τι κάστρο, με τι νησί; Βρήτε με καμιά κατάλληλη σύγκριση για τον Πλατανίσση• πρέπει να τον πούμε νησί! Το νησί ταιριάζει καλά και βρήκαμε την εικόνα που θέλαμε. Ο Πλατανίσσης, ίσια ίσια, είταν όλο φάρδος και πάχος• ανάστημα πολύ δεν είχε, μα τι πλάτες, μα τι μέση, μα τι κεφάλι! — σα μυλόπετρα! Κι ο ίδιος καμάρωνε. Πλούσιος δεν είταν ο κακόμοιρος, μα τον έβλεπες πάντοτες χαρούμενο• δεν παραπονιούνταν ποτές• του άρεζε η ζωή και του άρεζε μάλιστα ο τρόπος που ζούσε. Το κέφι του κοίταζε και τίποτις άλλο! Ό τι είχε δικό του ο Πλατανίσσης, αμέσως έπρεπε να σε πη που κανένας άλλος δεν το είχε. Κάθε ώρα, έβγαζε κατιτίς από τη φαρδειά του την τζέπη, — (η τσέπη του είταν πια μαγαζί!) —, ή κουτί σπίρτα ή σουγιά ή μολύβι ή κουμπί και μας τόδειχτε. — « Διέστετο, δεν έχει τέτοιο κανένας!» Στα Ψωμμαθιά που κάτσαμε να φάμε, μας έβαλε δυο σκαμνιά, ένα πιάτο και λίγη μουστάρδα• — « Τέτοια μουστάρδα, παιδιά, μας κάμνει, κ' η βασίλισσα της Ιγγιλτέρας δεν την τρώει.»
Δε σ' αρέσει να καφκιέσαι, καλέ μου φίλε που με διαβάζεις; Όχι; Τότες δεν είσαι Γραικός και να πετάξης το βιβλίο μου. Ποιος από μας δε διψά για έναν έπαινο; Εγώ πεθαίνω! Πεθαίνεις και συ άλλο τόσο, μα δεν το λες. Όσα έχει ο Γραικός — κι ας μην έχη τίποτις — είναι καλά, και μόνο εκείνα καλά• τάλλα δεν αξίζουν. Ο Πλατανίσσης όμως είχε κάπου κάπου έναν έπαινο και για τους άλλους. Έπιανε μάλιστα γρήγορα φιλία• το φίλο του στον ανέβαζε ίσια με τον ουρανό• — « Δεν ξέρεις τι παιδί! διαμάντι!» Μα… έρχουνταν και το μα. Το διαμάντι ξαναγίνουνταν κάρβουνο. Μαζί τα πηγαίναμε λαμπρά. Την πρώτη φορά που τον είδα, βαστούσε στο χέρι ένα μπαστούνι που με φάνηκε πλάτανος. Πρι να με πη τίποτις, του λέω• — « Τέτοιο ραβδί δεν είδα στη ζωή μου!» Δε φαντάζεσαι τη χαρά του. Πήγε να με φιλήση κι από τότες μ' εγκορφώθηκε. Είπε όμως και κείνος μερικά για το μπαστούνι, γιατί όσο κι αν παινέσης το Γραικό, ποτές σου δεν τον παίνεσες όσο θέλει.
Τους έκαμνα χάζι και τους δυο μαζί. Όταν έπιαναν τις κουβέντες, τελειωμό δεν είχαν. Ο Πλατανίσσης έφτειανε κάτι φράσες δικές του• τα λόγια του είτανε γεμάτα νοστιμάδες. Κάθε τόσο, σ' έβγαζε κ' ένα• — « Μας γίνεται λόγος!» Αφτό το «μας γίνεται λόγος» έπαιρνε κ' έδινε όσο τον άκουγες. Άμα σ' έλεγε τίποτις για κανένα μεγάλο ή σημαντικό πρόσωπο, συνήθιζε να λέη και το «κάποιος». Όταν του ρωτούσαν τόνομά του ή όταν ο ίδιος σε μιλούσε για λόγου του, αμέσως σε πετούσε κ' ένα• — «Κάποιος Πλατανίσσης, μας γίνεται λόγος.» Μάλιστα, γιατί του άρεζε να φαίνεται πως είναι κάτι, τόκαμνε κι όλας• — « Κάποιος τρομερώτατος Πλατανίσσης, μας γίνεται λόγος». Αφτός όμως ο «κάποιος τρομερώτατος Πλατανίσσης, μας γίνεται λόγος», παίζοντας μια μέρα με τα μπαστούνι του, μοναχός του και δίχως βοήθεια, σκόρπισε σα μύγες δεκάξι ζαφτιέδες. Μπράβο το παλληκάρι!
Δεν έπρεπε να πέσης στα χέρια του. Δεν έπρεπε να πέσης στα χέρια του αδερφού μου του Γιάννη, γιατί και τον Πλατανίσση τον έβαζε κάτω. Τους γιγάντους τους σέβουνται και τα νησιά. Κατάλαβα μάλιστα που δεν έπρεπε να πολυμιλώ για τον Πλατανίσση, δεν έπρεπε να τον πολυδοξάζω, μήτε να τον κάμνω χάδια• ο αδερφός μου α Γιάννης τόπαιρνε ανάποδα• — «Γιατί τάχατις τον Πλατανίσση, κι όχι εμένα;»
Για την ώρα, είταν όλο γαλήνη ο αδερφός μου ο Γιάννης. Διασκεδάζαμε με τους συντρόφους και κάμναμε ένα βιος που δεν είταν άλλο. Με τα λόγια, με τους χωρατάδες, με τα γέλοια περνούσε περίφημα ο καιρός — ήσυχα και πολιτικά. Με τον αδερφό μου το Γιάννη έφκολα καλοπερνούσες, αν ήξερες να τον πιάσης• θύμωνε μόνο όταν έπρεπε να θυμώση. Κι αφτό μπορεί κατόπι να το διούμε. Ο αδερφός μου ο Γιάννης είταν αρνί είταν όμως και λιοντάρι.

ΙΑ'.

Πατριαρχικά.
Δεν μπορεί κανείς όλο να χωρατέβη. Τον αδερφό μου το Γιάννη ίσως τον ξαναδιούμε και πιο ύστερα. Για την ώρα είχα άλλες δουλειές. Σηκώθηκα ένα πρωί να πάω στο Πατριαρχείο. Με καρδιοχτύπι πάτησα το χώμα του Φαναριού. Προσκυνούσα και τις πέτρες του δρόμου. Μ' έδειξαν την πόρτα που είχαν κρεμάσει τον πατριάρχη. Μάλιστα μ' είπαν που αφού τον κρέμασαν και βγήκε η ψυχή του, τον ξεκρέμασαν και τον έρριξαν κάτω στη θάλασσα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω κι' ακόμη δεν το πιστέβω. Βέβαια δε μ' έλεγαν την αλήθεια και δε θα είταν έτσι το περιστατικό. Τον πατριάρχη δεν τον ξεκρέμασαν• τον έβλεπα πάντοτες απάνω στην πόρτα, σα να κρέμουνταν και τώρα, με το ράσο του το μάβρο και με τ' άσπρα του τα μαλλιά. Στο πρόσωπό του είτανε γραμμένα όλα μας τα βάσανα, γραμμένες όλες μας οι δυστυχίες. Για να μη βλέπω πια τον πατριάρχη, πρέπει καμιά μέρα να διώ στην ίδια θέση το Σουλτάνο.
Τρέμοντας και μ' άφατο σέβας, ανέβηκα τις σκάλες, και μπήκα μέσα σ' ένα μικρό καμεράκι. Εκεί μας δέχτηκε ο πατριάρχης. Ήσυχα κι αγάλια, με τρόπο γλυκό, με χαμηλή φωνή, με πολλή κρίση και καλοσύνη, με μιλούσε ο Παναγιώτατος για τη θρησκεία, για το έθνος, για τους δικούς μου, γιατά μένα. Εγώ στέκουμουν εκεί σα βουβός. Δεν μπορούσα, νανοίξω το στόμα, δεν μπορούσα λέξη να βγάλω για να τον απαντήσω. Φαντάζουμαι πως θα του φάνηκα σα χαμένος. Η αλήθεια είναι που η καρδιά μου πάλεβε κ' έτρεμε, σαν κανένα χέρι να την έσφιγγε δυνατά και σα να γύρεβε η καρδιά μου να γλυτώση από το σφίξιμο το φοβερό. Προσπάθησα κάτι να πω, τα μπέρδεψα, προσκύνησα κ' έφυγα.
Ας αφήσουμε τα παιχνίδια• εδώ πολλά λόγια δε χρειάζουνται. Θρήσκος με το παραπάνω δεν είμαι. Μα ποιος μπορεί να διή Πατριαρχείο και Πατριάρχη, δίχως να ταραχτή; Τετρακόσια χρόνια στάθηκε τούτος ο μικρούτσικος τόπος, — ένα ξύλινο σπίτι, ένα παλιόσπιτο, — το μόνο μας καταφύγιο, η μόνη πατρίδα. Εδώ βαστιούνταν το έθνος.
Ξέρω τι θα με πήτε, γιατί εμείς αγαπούμε να τα ξεσκαλίζουμε όλα. Θα με δείξετε που όλοι οι πατριάρχηδες δεν είταν άγιοι• θα ξετάσετε την ιστορία τους• θα βρήτε μέσα λεκέδες ένα σωρό. Ο ένας έγδερνε το λαό και σήκωνε άδικα φόρους• ο άλλος έπαιρνε χρήματα• ένας τρίτος δε ζούσε σαν καλόγερος που είταν. Αφήστε τα τέτοια και δε με μέλει• δε θέλω να τακούσω, δε θέλω να τα ξέρω. Τους γνωρίζω τους λεκέδες• μα σφαλνώ τα μάτια και δεν τους βλέπω. Τι να τους διώ; Αν τους αθρώπους τους θέλετε όλους αγγέλους, από τώρα λέω να σηκώσουμε την τέντα μας και να πάμε να τη στήσουμε στα σύννεφα. Μην κοιτάζουμε όλο τάτομα• ας διούμε μια φορά και την ιδέα. Όταν πούμε τίποτις για το Φανάρι, ας έχουμε στο νου μας όχι τους πατριάρχηδες έναν έναν, άλλα το Πατριαρχείο μοναχά. Το Πατριαρχείο τόντις κάτι σημαίνει.
Οι καλοί μας οι πολίτες κάθε δυο χρόνια πρέπει να κάμουν άλλο πατριάρχη. Άμα τον κάμουν, τους βλέπεις και περπατούνε στους δρόμους με χαρούμενο πρόσωπο, σα να είχαν πριν κανένα βάρος στο στομάχι και τώρα τόβγαλαν αποπάνω τους. Τους ακούς να λεν• — « Καλά που τον ξεφορτωθήκαμε! Όλα τάφταιγε αφτός ο πατριάρχης! Όλα τα κακά τα είχε. Ο καινούριος ο πατριάρχης είναι φρόνιμος, άξιος άθρωπος — και με νου• όλα τα καλά τάχει. Τώρα θα πηγαίνουν τα πράματα περίφημα.»
Οι καλοί μας οι πολίτες έτσι μιλούν — κάθε δυο χρόνια• για κάθε καινούριο πατριάρχη, λεν τα ίδια. Πού είναι ο σιδερένιος διοργανισμός, πού τα γερά θεμέλια και πού το χέρι της Ρώμης τω Λατίνων, της Ρώμης που κατώρθωσε στα βασίλεια να βασιλέψη και την Εβρώπη να κυβερνήση; Εμείς, τίποτις απ' αφτά δεν ξέρουμε. Οι κοσμικοί κάμνουν και ξεκάμνουν τους παπάδες• οι ιδιώτες κυβερνούν Εκκλησία και Πατριάρχη. Έναν είδα μάλιστα να τα ψάλη, σαν που λεν, ενός δεσπότη. Ο καθένας ανακατώνεται στα θρησκεφτικά, γιατί άλλη δουλειά δεν έχει. Ξέρετε που κι ο αδερφός μου ο Γιάννης είχε μάθει την ψαλτική. Όταν τα συγκρίνεις τα δικά μας με τη Ρώμη, σε φαίνουνται κωμωδία. Κι ως τόσο ποιος ακόμη και σήμερα βαστιέται και μνίσκει, κ' είναι αντίπαλος της Ρώμης; Ο πατριάρχης αφτός που αλλάζει κάθε δυο χρόνια. Ήρθε μια μέρα — είναι καιρός κ' αιώνες — που ο πατριάρχης κι ο πάπας χωρίστηκαν ο ένας από τον άλλο• έτσι τόφερνε, όχι η θρησκεία, όχι το « Πιστεύω», όχι ένα « και», σαν που το νομίζει ο κόσμος• έτσι τόφερνε η ιστορία και κάτι λόγοι της γεωγραφίας. Άμα μεγάλωσε η Δύση, έγινε ανάγκη να μην ακούση κανέναν και να μην έχη στο κεφάλι της αφέντη ξένο, τον αφτοκράτορα της Ανατολής, που κι ο πάπας έπρεπε να τον ακούση. Ο Καρλομάγνος δεν ήθελε άλλο νοικοκύρη παρά τον Καρλομάγνο• οι άρχοντες της Δύσης είχαν την υλική εξουσία, θέλησαν όμως νάχουν και την πνεματική. Έκαμαν το δικό τους τον Πατριάρχη, τον πάπα, ανεξάρτητο από το βασιλέα της νέας Ρώμης.
Ο πατριάρχης κι ο πάπας μοιράστηκαν τότες τον κόσμο. Πήρε ο ένας τη Δύση κι ο άλλος την Ανατολή. Σε λίγο καιρό, η ορθοδοξία έκαμε το Ρούσσο δικό της. Έτσι πιάνει τον τόπο της στην Εβρώπη, και σήμερα έχει κάποια σημασία και δύναμη. Τίποτις περισσότερο όμως δε θα κατορθώση• εκεί θα σταθή• άλλους από τους Ρούσσους δε θα κάμη δικούς της. Το κακό — ή το καλό — είναι που ο Γραικός δεν έχει μέσα του μεγάλη θέρμη για τα μυστήρια της θρησκείας και για την πίστη, δεν έχει φανατισμό. Είναι θεολόγος καλός, θρήσκος καθαφτό δεν είναι• έχει εβλάβεια, φωτιά του λείπει. Η θρησκεία δεν του κόφτει την όρεξη, δεν του χαλνά τον ύπνο, δεν του ανάφτει τη φαντασία ή την καρδιά• κάθεται όλη μέσα στο νου του. Οι άγιες Τερέζες, οι Φραγκίσκοι της Ασίζας σε μας δε γεννιούνται. Ο Γραικός δε φροντίζει να καταπείση τους άλλους, να τους κάμη ορθόδοξους• θρησκεία για το Γραικό άλλο τίποτις δε θα πη παρά πατρίδα — και την πατρίδα του δεν τη θέλει για τους άλλους• τη θέλει για λόγου του μόνο.
Για τούτο κι ο πατριάρχης δεν μπόρεσε ποτές να γίνη σαν τον πάπα, δυνατός και μεγάλος. Στο μεσαίωνα είταν από κάτω από το βασιλιά• τον έλεγαν πρόβληση αφτοκρατορική. Μια φορά μόνο μπόρεσε νακουστή η φωνή του• πρώτο πρόσωπο δεν έγινε ποτές ο πατριάρχης στο Βυζάντιο. Το σύστημά μας έχει τα καλά του• δεν του λείπουν όμως και τα κακά. Έχει μάλιστα για την ώρα ο Πατριάρχης δύσκολη θέση. Ή το Ρούσσο πρέπει νακούση ή τον Τούρκο. Κι ο ένας θυμώνει όταν ακούση τον άλλο. Κοντέβει πάλε να χωριστή καμιά μέρα η Εκκλησία μας. Γρήγορα θα μας ξεφύγουν οι Ρούσσοι. Πού ο Ρούσσος να το βαστάξη ποτές, — ο Ρούσσος που θέλει να είναι παντοδύναμος στον τόπο του, — που να το βαστάξη, άλλος στα ξένα νάχη πνεματική εξουσία, μεγαλήτερη από τη δική του και να μπορή να τον προστάζη; Ό τι έγινε με τη Δύση, θα ξαναγίνη πάλε με τη Ρουσσία. Θα βρεθή τότες κανένα καινούριο «και», καμιά δυσκολία για το «Πιστεύω». Πολλούς άκουσα να με λεν « Ο πατριάρχης είναι πατριάρχης στους ραγιάδες. Ας πα να βασιλέβη στην Πόλη, όχι σε μας. Τι μπορεί στην Ελλάδα, στη Ρουσσία, που είναι βασίλεια ανεξάρτητα;»
Αφτά τα λόγια θα μας βγάλουν καμιά καινούρια ετεροδοξία. Δε θα το φταίξη η θρησκεία• έτσι πάλε θα το φέρη κανένας λόγος της ιστορίας, έτσι θα το θελήση καμιά πολιτική ανάγκη. Όσο κάθουνται οι Τούρκοι στην Πόλη, όλα τα κακά θα τα πάθουμε. Κ' οι δικοί μας πάλε, άλλο τόσο πολεμούν τον πατριάρχη• ό τι θέλουν πρέπει να το κάμη. Οι Ρούσσοι κ' οι Γραικοί μαζί του φιλούν το χέρι, μα του έχουν το χέρι δεμένο. Του το φίλησα και γω κ' έλεγα μέσα μου• — «Πρέπει, πρέπει να γκρεμιστούν οι Τούρκοι!»
Όπου πάω, ό τι κάμω, ό τι απαντήσω, παντού βλέπω, παντού βρίσκω τον Τούρκο. Φτάνει νανοίξω τα μάτια, φτάνει να γυρίσω να διώ, όλα με θυμίζουν τη σκλαβιά. Πήγα στην Αγιά-Σοφιά κ’ έπρεπε να φορέσω τουρκικά παπούτσια, για να μπω σ' ορθόδοξη εκκλησιά. Πού να κοιτάξω να διώ τα μεγαλεία της τέχνης; Τα παπούτσια που φορούσα μ' έκαιγαν τις πατούνες και κάθε ώρα έβραζα μέσα μου• μ' έρχουνταν όλο να τα πετάξω στου πορτάρη το μούτρο.
Πήγα στο Σελαμλίκι κι από μακριά που στέκουμουν είδα έναν αφανισμένο, άρρωστο και κατάχλωμο άθρωπο, που περνούσε βιαστικά• είταν ο Σουλτάνος. Είδα στρατιώτες, αξιωματικούς, στρατηγούς στην παράταξη κ' έλεγα μέσα μου• — « Να κ' η βαρβαριά που ροβολάει». Κι όσο τους έβλεπα, σήκωνα τα μάτια, για να διώ τάχατις α δεν πέσουν ξαφνικά φλογερές αστραπές από τον ήσυχο, τον ολόφαιδρο ουρανό.
Πήγα με τον καλό μας τον Ω, να σεργιανίσω τη Βλαχέρνα και ταρχαίο το Βυζάντιο. Ο σοφός μας ο αρχαιολόγος μ' έλεγε κάθε λίγο και λιγάκι• — « Εδώ είταν εκκλησιά και την έκαμαν τζαμί• εδώ είταν παλάτι κ' έγινε αχούρι. Το ξέρω, γιατί διάβασα την τούρκικη επιγραφή, απάνω στην πόρτα της εκκλησιάς, που το γράφει, και γιατί πέρασα τρεις φορές όλους τους Βυζαντινούς της Μπόννας». Εγώ, όσο τον άκουγα, μ' έπιανε μια φοβερή σταναχώρια. Μ’ έτρωγαν τα λόγια του σα σκουλήκι. Έβραζε το αίμα μου και θυμούμουν την πρώτη νύχτα που είχα πλαγιάσει στην Πόλη• έσκανα. Έπρεπε κάπου να ξεσπάσω.

ΙΒ'.

« Καπιτάν μπουρντά γκελίορ»
Αφότου είμουνα στην Πόλη, δεν είχα πάει ακόμη στο Μπογάζι. Οι δασκάλοι το λένε Βόσπορο κ' έχουν άδικο οι δασκάλοι. Ο λαός Κατάστενο το ξέρει• κάπου κάπου μπορεί και Βόσφορο να στο πη. Οι δασκάλοι θαρρούν πως τάμαθαν όλα• δεν έμαθαν όμως ακόμη που πρέπει κανείς να σέβεται τις δημοτικές ονομασίες κάθε τόπου. Η μάθησή τους δε φτάνει ίσια με την επιστήμη. Επιστήμη νομίζουν όσα χωρεί το στενούτσικό τους το κεφαλάκι. Φωνάζουν όλοι οι σοφοί του κόσμου, γράφουν, πολεμούν, παρακαλούνε να τους δώσουμε τους τύπους που συνηθίζει ο λαός. Τίποτις! Οι δασκάλοι μήτε τάκουσαν. Οι σοφοί κ' οι γλωσσολόγοι θυμώνουν που δεν είμαστε άξιοι να καταλάβουμε τι γυρέβουν από μας, κ' οι δασκάλοι τι κάμνουν; Ίσια ίσια για να μην έχουν οι Εβρωπαίοι κακή ιδέα για την Ελλάδα, κόφτουν, κλαδέβουν, ξεπαστρέβουν, καθαρίζουν τα γεωγραφικά ονόματα, τα στρώννουν, τα φέρνουνε στο ελληνικό — και προσμένουν ήσυχα να τους καμαρώσουμε στην Εβρώπη! Πως καταστρέφουν την ιστορία με την ψεφτογραμματική τους, μήτε τους πέρασε από το νου. Τι θα κάμης λοιπό με τέτοια… κεφάλια;
Εγώ λέω να μην κάμης τίποτις και να σείρουμε το δρόμο μας, γιατί βαρέθηκα τους δασκάλους. Τους βαρέθηκες βέβαια και συ που με διαβάζεις. Όσο για το Βόσφορο, μ' αρέσει Κατάστενο να το λέω• έτσι το συνήθιζε η γιανούλα και τούτο με φτάνει. Μ' αρέσει και Μπογάζι να τακούω• όσο είναι οι Τούρκοι στην Πόλη, με φαίνεται καλό νάχουμε κι αφτό τόνομα — για να μην ξεχνούμε.
Ένα πρωί θέλησα λοιπό να σεργιανίσω το Μπογάζι και να διώ κάτι φίλους στην εξοχή. Κατέβηκα στο γεφύρι, το βαπόρι σφύριζε, πήρα μπιλλιέτο, και μπήκα μέσα να πάω στο Μπουγιούχντερε. Μ' αφτό τόνομα οι καημένοι μας οι δασκάλοι τα μπερδέβουν. Τις δοτικές τις σκορπίζουν όπου μπορούν• εν Ταταούλοις θα σε πουν, εν Βλαχέρναις κι άλλες τέτοιες νοστιμάδες. Με το Μπουγιούχντερε αδύνατο να χώσουν και μια κατάληξη αρχαία• τόνομα τούτο δεν κλίνεται. Το Μπουγιούχντερε τους το κάμνει πείσμα. Το Μπουγιούχντερε μοναχό του ρίχτει κάτω όλα τους τα σοφά τα συστήματα, τη γραμματική τους και τη γλώσσα τους. Ας κατεβάσουν πενήντα χιλιάδες απαρεφάτους, μιλλιούνια πληθυντικές δοτικές• φτάνει το Μπουγιούχντερε να δείξη τη μυτίτσα του, να ξετρυπώση ξαφνικά και να βγη στη μέση. Αμέσως βλέπουμε τι τρέχει, καταλαβαίνουμε που ζούμε στα χίλια οχτακόσια τόσα κι όχι στης πρώτης ολυμπιάδας τον καιρό. Το λαμπρό τους το παλάτι γκρεμνά και πέφτει, και φαίνεται με μιας, από κάτω από τις πέτρες του παλατιού, το σημερνό μας, ταληθινό μας το γραικικό χώμα.
Πόσο ταγαπώ αφτό το Μπουγιούχντερε! Δαιμονίζει τους δασκάλους. Να το κάμουν άξαφνα Βαθυρρύαξ, κ' οι ίδιοι δε θα καταλάβουν τι λεν. Πρέπει να το πουν Μπουγιούχντερε, έχει δεν έχει. Έπειτα, ας μας κόψουν όσες ελληνικούρες έχουν όρεξη. Δε μας μέλει πια! Για να χάση το γάλα την κάτασπρη του θωριά, φτάνει να πέση μέσα μια σταλιά καφές. Έτσι και με τη γλώσσα• άμα βάλης μέσα έναν τύπο μόνο που δεν είναι αρχαίος, τέλειωσε! Δεν είναι πια η γλώσσα σου αρχαία• τίποτις δεν είναι. Του κάκου πολεμούν οι δασκάλοι, του κάκου πασκίζουν! Η γλώσσα τους μοιάζει με λίμνη• τη γεμίζουν καθαρό νερό και την καμαρώνουν οι ίδιοι. Για να θολώση το νερό, άλλο δε χρειάζεται παρά να ρίξης μέσα ένα μικρούτσικο Μπουγιούχντερε, ας είναι κ' ένα άφαντο να. Με μιας χάνεται όλη η ψέφτικη ομορφιά της λίμνης κ' η καθαρέβουσα λασπώνεται.
Οι δασκάλοι δε βλέπουν και ποτές δε θα διούν που, για όποιονα τόντις ξέρει, αγαπά και σέβεται την αρχαία, φτάνει ένας μόνος τύπος να μην είναι αρχαίος και καταστρέφει όλους τους άλλους. Ένα εμπόδισε κάπου να βάλουν, έναέγινε να τους ξεφύγη, ένα ηξεύρω να πουν, ένα τίποτε να γράψουν, παν όλα! Μεγαλήτερο το κακό παρά αν είταν όλα βάρβαρα, σαν που τα λεν• αν είταν όλα βάρβαρα, θα φαίνουνταν τουλάχιστο μια σειρά, μια αλήθεια. Με τον τρόπο το δικό τους, φαίνεται η αρχαία τόντις βάρβαρη κι ανώμαλη. Ένα όνομα καινούριο, ένας δημοτικός τύπος, μια λέξη νέα χαλνά την αρχαία — κι αφανίζει όλες τις δοτικές.
Εγώ που δεν ξέρω δοτικές, δεν ντράπηκα να μπω στο βαπόρι, και να πάω στο Μπουγιούχντερε. Ο καμαρώτος, άμα μ' είδε, μυρίστηκε ξένο. Αμέσως ήρθε να με χαιρετήση, να με δώση την καλήτερη θέση του βαποριού. Ο καμαρώτος είταν Αρμένης. Πού να μιλήση γραικικά, αφού οι Αρμένηδες και τη γλώσσα τους δε θέλουν πια να μάθουν, και λεν πως είναι Τούρκοι; Κατάλαβα όμως τι μ' ήθελε. Δεν είχε και πολλά να με πη. Μ' έδειξε μόνο σε τι θέση έπρεπε να κάτσω. Με πήγε απάνω στο γεφυράκι με τα σίδερα, που συνηθίζει ο καπετάνιος και στέκεται. Κείνη την ώρα ο καπετάνιος — ένας Τούρκος — είχε δουλειά από τάλλο το μέρος. Κάθισα το λοιπό με την ησυχία μου από την άλλη μεριά. Η καρέγλα μου βρίσκουνταν από πάνω από τα ταμπούρλα κι άκουγα τις ρόδες που γύριζαν. Έβλεπα δεξιά τον καπετάνιο που κοίταζε μπροστά του και πρόσταζε. Ο καμαρώτος μ' έφερε ένα σκαμνί για τα ρούχα, ένα σκαμνί να ξαπλώσω τα ποδάρια μου, ένα σκαμνί να με βάλη καφέ και λουκούμι. Του έδωσα μερικούς παράδες, και με γελαστό πρόσωπο, με ζαχαρένιο χαμογέλοιο, στάθηκε μια στιγμή κι άπλωσε το χέρι, τάχατις για να με δώση να καταλάβω που θα βλέπω λαμπρά στη θέση που κάθουμουν και να με δείξη το θέαμα. Έκαμε δυο τρεις τεμενάδες κ' έφυγε.
Είταν η θέα τόντις μοναδική. Όσο προχωρούσαμε, ξεσκέπαζε το Μπογάζι τις ομορφιές του. Όλο μ' έδειχτε καινούρια μεγαλεία. Πιώτερο από κάθετίς άλλο μ' άρεζαν τα νερά του• στα νερά πρόσεχα, στα νερά είχα το νου μου. Τη θάλασσα δεν μπορούσα να τη χορτάσω. Απορούσα με το πολύ το νερό. Το Μπογάζι έχει νερό όσο θέλεις. Τι καλό μέρος για να πνίξη κανείς όλα τα σκυλιά που κυλιούνται στα σοκάκια! Τα σκυλιά να τα φοβάστε• μην τα βλέπετε τώρα που σέρνουνται μισοκοιμισμένα στους δρόμους. Μάθαμε που μπορούν καμιά μέρα να λυσσιάξουν, και τότες αλλοίμονο! Ο Παστέρ, όσο άξιος κι αν είναι, ίσως δεν μπορέση να μας γιατρέψη. Πάλε πιο ήσυχοι θα είμαστε, όταν τα ρίξουμε στο νερό. Εκείνο το νερό του Κατάστενου, δεν ξέρετε τι θάματα που τα κάμνει. Έχει κάτι μέσα του, εκείνο το νερό. Όλη αφτή η θάλασσα που λούζει την Πόλη έχει κρυμμένη βαθιά κάτω στον πάτο της μια μυστική δύναμη. Όποιος περάση αφτή τη θάλασσα για νάρθη στην Πόλη, είναι χαμένος άθρωπος. Για να μη χαθή κανείς, πρέπει να βρεθή στην Πόλη, δίχως νάχη περασμένη τη θάλασσα. Διέστε τόντις τι παράξενη δουλειά!
Ο Βόσπορος, καθώς μπορεί ο καθένας να το μάθη από τη γεωγραφία που διαβάζει στο σκολειό, χωρίζει Ασία κ' Εβρώπη, πάει να πη που βρίσκεται ανάμεσα στην Ασία και στην Εβρώπη. Μόλον τούτο στην Πόλη κάθουνται Ασία κ' Εβρώπη μαζί, η μια πλάγι στην άλλη• αφτό το περιστατικό οι χάρτες δεν το γράφουνε, μάλιστα οι χάρτες που δημοσιεύονται αδεία του Υπουργείου της Παιδείας. Ανεβαίνοντας δεξιά μεριά έβλεπα την Ανατολή και, για να πω την αλήθεια, μ' όσα είχα μάθει στο σκολειό, δεν μπορούσα καλά να διακρίνω που είταν Ασία, και που είταν Εβρώπη. Δεξιά και ζερβιά έβλεπα τα ίδια. Είδα πολλά, μα ένα μ' έκαμε ναπορήσω. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί στέκουνταν τόσα τζαμιά, τόσα παλάτια μισογκρεμισμένα, παραιτημένα, ολόρημα. Ο Τούρκος, άμα χτίση σπίτι — κι άμα κάμη τίποτις — το βαριέται• είναι μαθημένος με τέντες κι άλλο δεν ξέρει. Οι Αγαρηνοί είναι νομάδες, ή σαν που λέμε, κατσιβέλοι. Ο Τούρκος ένα ένα συχαίνεται τα σπίτια που κάμνει, νοιώθει πως είναι περαστικά ταγαθάτου, κι άμα συχαθή ένα πράμα, αμέσως ταφίνει. Ταφίνει και δε γυρίζει πια να το διή — σα να μην είταν ποτές δικό του. Δάχτυλο δε θα κουνήση, ή τοίχο να σιάξη, ή ταβάνι να διορθώση, ή πέτρες να ξαναβάλη, όπου πέσουν. Το χτίριο που κάμη δεν έμαθε να το διατηρή• δεν το φροντίζει. Τι είναι τέτοια φροντίδα, μήτε το ξέρει. Κι από κει μπορείς να καταλάβης τι θα πη βάρβαρος και τι θα πη πολιτισμένος.
Ο πασάς, εκεί που δεν πρέπει να μετρήση τα χρήματα, έφκολα τα ξοδέβει. Μικρά έξοδα δεν μπορεί να κάμη• αγαπά μόνο τα μεγάλα. Ή θα βγάλη να δώση πολλά, ή τίποτις δε θα δώση. Ο πλούσιος που δεν έδωσε δυο γρόσια το ράφτη του για να του ράψη ένα κουμπί, δε θα μείνη πλούσιος όλη του τη ζωή. Μαζί του φτωχαίνει και το έθνος. Ο πασάς τέτοια φιλοσοφία δεν έμαθε. Φτάνει να το θελήση το κέφι του, κι αν έχει λίρες, αμέσως τις πετά. Άμα γίνη ανάγκη να λογαριάση πόσοι παράδες χρειάζουνται για να ξαναβάλη μια πέτρα, να σιάξη ένα κανάτι, βαριέται τους λογαριασμούς. Δεν αξίζει, λέει. Το κεφάλι του ζαλίζεται με τέτοιες μικρολογίες. Όταν είναι να χαρή τίποτις, πρέπει να το χαρή αμέσως, αμέσως να γίνη το πράμα και με μιας. Δε βλέπει άλλο παρά το κέφι του, κι ό τι του αρέσει, του αρέσει την ώρα που το θέλει• παρέκει δεν πάει ο νους του. Στην Αθήνα πάλε, κι ο μπακάλης που θα κάμη σπίτι, κάθε μέρα θα φροντίση για το σπιτάκι του, θα το νοικοκερέψη. Θα τόχη έννοια. Θα προσπαθήση μάλιστα με κάθε τρόπο να βάλη δυο σκαλοπάτια μαρμαρένια, παντού να ρίξη σίδερα και πέτρα, για να γίνη, λέει, το σπίτι πιο γερό. Ο Γραικός όλα αιώνια τα θέλει.
Χαμογελώντας αντανακλούσε το Μπογάζι τα τούρκικα παλάτια, τα μισογκρεμισμένα τα τζαμιά. Γρήγορα γρήγορα πήγαινε το βαποράκι, σα νάτρεχε στα κύματα μέσα. Η θάλασσα έχει κάτι που σε μαγέβει. Όταν κοιτάζει κανείς την πλώρη που με τόλμη σκίζει τα νερά για να περάση, νομίζει τότες που μπορεί άξαφνα κι ο ίδιος να κόψη δρόμο μεγάλο. Η φαντασία πετιέται και τρέχει με το βαπόρι• ο νους φουσκώνει τα παννιά του. Έτσι τόπαθα και γω. Θα πάμε και μεις ομπρός, έλεγα μέσα μου, ανοιχτά θα πάρουμε τη θάλασσα, θα τραβήξουμε μακριά μακριά, και καμιά μέρα, σαν τον Κολώμπο, θανακαλύψουμε μια νέα, μια περίφημη, ηλιοφώτιστη Αμερική. Αιώνια θα μείνουν τα έργα και τόνομά μας.
Στη στιγμή που μελετούσα τέτοια μεγαλεία, ξαναφάνηκε ο καμαρώτος. Ήρθε πλάγι μου και μ' έδωσε να καταλάβω πως έπρεπε ναλλάξω θέση. Ο καπετάνιος είχε τώρα δουλειά στο μέρος που κάθουμουν• έπρεπε να περάση ζερβιά. Ο τόπος είτανε στενός και δεν μπορούσαμε να μείνουμε κ' οι δυο μαζί• είταν ανάγκη ή ο ένας ή ο άλλος να φύγη. Ο καμαρώτος, για να τον καταλάβω καλήτερα, με το είπε μάλιστα τούρκικα• — «Να σηκωθής, γιατί ο καπετάνιος έρχεται», λέει, «καπιτάν μπουρντά γκελίορ».
Με πολλή εβγένεια, πρέπει να το μολογήσω, και με τρόπο καλό μ' είπε ο άθρωπος αφτά τα λόγια. Δεν ξέρω γιατί αφτές οι τρεις τούρκικες λέξες μ' έρχουνταν τόσο παράξενα σταφτί. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ! τον άκουγα και με φώναζε. Ο καπετάνιος έρχεται. Τι παράδοξη φράση! Ο καπετάνιος είταν Τούρκος, ομορφάθρωπος, αψηλός• έμοιαζε σα να είταν όλο μαζί αφέντης σκληρός κι αντρειωμένο παλληκάρι. Με φάνηκε που στα μάτια του μέσα, στο πρόσωπό του έβλεπα με μιας όλη την Τουρκιά. Τέτοιος Θα είταν, έλεγα μέσα μου, κι ο πρώτος ο Τούρκος που πάτησε τούτο το χώμα, ο πρώτος ο καταχτητής. Τέτοια λόγια θα είπε, όταν μπήκε στην Πόλη, όταν καταστράφηκε ο στρατός μας στον πόλεμο τον τρομερό, κι όταν έπεσε ο βασιλιάς μας. — «Καπιτάν μπουρντά γκελίορ! Όξω, όξω, ραγιάδες, γκιαούρηδες, σκυλιά. Να φύγετε από μπροστά μου. Νάτος που έρχεται ο καπετάνιος! ο καπετάνιος φτάνει!» Με το σπαθί στο χέρι, στάλογό του καβαλλάρης, έρχουνταν ο Τούρκος, έρχουνταν ο καπετάνιος — κ' έπρεπε ο καθένας από το δρόμο του να φύγη.
Σα να καταλάβαινα για πρώτη φορά όλη μας την ιστορία, σα να ζωντάνεβε μπροστά μου για πρώτη φορά. Με φάνηκε πως έβλεπαν τα μάτια μου τώρα κανένα άγριο, φοβερό, ολέθριο πράμα, γεμάτο αίματα και σφαγή. «Σήκω, σήκω, χριστιανέ από κει που κάθουσουν ήσυχος και θάμαζες τη φύση με τις ομορφιές της, και φιλοσοφούσες, και κοίταζες το νερό κ' έπαιρνε η φαντασία σου δρόμο. Σήκω• η Πόλη είναι δική μου. Όπου σε διώ, όπου σε βρω, όπου φανής, εσύ, η γυναίκα σου, τα παιδιά σου, όπου διώ, όπου βρω, όπου φανή τίποτις δικό σου, — σπίτι, χρήματα, χωράφι ή παλάτι, — όλα όλα πρέπει να με ταφήσης. Το αίμα σου θέλω να πιω, και τη ζωή σου να ρουφήξω. Άμα σε ζητήξω αίμα και ζωή, θα με δώσης τη ζωή σου και το αίμα σου θα με φέρης. Από το στόμα σου λέξη να μη βγη. Δε χωρατέβω. Ξέρεις ποιος είμαι; Να το μάθης. Ο αφέντης σου είμαι γω, ο βασιλιάς σου, η τρομάρα σου και το βάσανό σου. Σήκω φύγε, γιατί έρχουμαι• σήκω φύγε, γιατί φτάνω. Καπιτάν μπουρντά γκελίορ.»
Τι δυσάρεστη, τι λυπητερή φαντασία που την έχω! Πάντα θέλει τα πράματα να τα μεγαλώνη• τον ποντικό τον κάμνει γιαννίτσαρη. Η φαντασία μου με χάλασε όλο μου το κέφι. Μόλις έκατσα δυο ώρες στο Μπουγιούχντερε. Μόλις πρόφταξα να διώ τους φίλους μου, να πάω στο σκολειό, νακούσω το δάσκαλο που γύρεβε να μάθη στα χωριατόπουλα τις εβγένειες της γλώσσας μας. Είμουν όλο συλλογισμένος, βαρεμένος• είχα μια τρομερή σταναχώρια. Αχ! που είσαι Γιάννη μου, αδερφέ μου; Να σ' είχα βοηθό! Να μπορούσαμε κ' οι δυο μας μαζί να ξεφορτωθούμε τον Τούρκο, να τον κάμουμε να φύγη πια, να τον πετάξουμε στο νερό, να βγάλουμε από το λαιμό μας και καταχτητή και καπετάνιο. Ή τουλάχιστο με τις κουβέντες, με τα γέλοια να ξεχάσω ο δύστυχος εκείνα τα λόγια! Και πάλε ταπόγεμα, στις τέσσερεις, ξαναπήρα το βαπόρι. Μα δεν κοίταζα, δεν πρόσεχα τίποτις, μήτε Μπογάζι, μήτε θάλασσα, μήτε ουρανό. Πήγα να κλειδωθώ κάτω σε μια καμπίνα, που δεν είταν κανείς. Η ίδια φράση όλο μ' έδερνε το νου, όλο μ' έτρωγε το κεφάλι. Όλο έλεγα μέσα μου σιγά σιγά• «Καπιτάν μπουρντά γκελίορ!»

ΙΓ'.

Τα Μνηματάκια.
Κόντεβε να φτάξη το βαπόρι. Είταν η ώρα που μισοφέγγουν ακόμη τα βουνά και που αρχινούν οι κοιλάδες να μαβρίζουν. Η μέρα πήγαινε να σωθή κι ο ήλιος έλεγε να βασιλέψη. Η ροδοσκότεινη βραδιά κατέβαινε λίγο λίγο από πάνω από τον ουρανό και προχωρούσε να μας ανταμώση. Το Μπογάζι έμοιαζε λυπημένο. Οι γλάροι σαν παραπονεμένες ψυχές πετούσαν κ' έψαλναν το μοιρολόγι τους. Ο ήλιος αποχαιρετούσε το Μπογάζι κ' έσερνε απάνω στους λόφους τις υστερνές του τις αχτίδες, που φαίνουνται σα βαρεμένες, σαν κουρασμένες από τη λάψη και μελαχολικά φιλούν τη γις.
Όταν αράζαμε στο γεφύρι, είτανε νύχτα. Σαν της θάλασσας τα ρέματα που ανεβοκατεβαίνουν, έτσι και στην καρδιά μου μέσα ανάμνησες παλιές, κύματα κι αναφόρια με πολεμούσαν την ψυχή. Με το μέτωπο κατεβασμένο, μ' αργοκούνητο ποδάρι, πήγαινα σιγά σιγά ανάμεσα στο λαό, μέσα στα πλήθος που με σκουντούσε, που με ζουλούσε, που με πατούσε για να περάση. Και να πάλε, σαν πρώτα στο Παρίσι, — τη νύχτα που σέρνουμουν τριγύρω στον τάφο του Ποιητή και που προσκυνούσα την τροπαιόφορη Καμάρα, — να πάλε που πρόσμενα κάτι να γίνη, καμιά μεγάλη δουλειά να ξεσπάση. Και να πάλε, σα στα Παρίσι, να που μ' άρεζε να περπατώ μέσα στο λαό, ήσυχος κι' άγνωστος εγώ.
Η φαντασία μου αμέσως παίρνει δρόμο• στράφτει ο νους μου• στο κεφάλι μου μέσα σηκώνουνται φουρτούνες. Μάλιστα, άμα βρεθώ κοντά στους δικούς μου, μ' έρχεται μια δύναμη ξεχωριστή• κάτι θέλω να φανώ, κάτι θέλω να τους είμαι. Δε συφωνούμε σ' όλα, μα δε με μέλει! Ότι έχω μέσα μου, θα τους το πω, θα το βγάλω όξω, θα τους καταπείσω, θα τους πολεμήσω κι ας πιαστούμε, αν τύχη, χέρια με χέρια! Γίνουμαι σαν τον αρχαίο μας το γίγα, όταν άγγιζε τη γις. Τέτοιες ώρες πλατάνους ξερριζώνω.
Κι ως τόσο άλλα συλλογιούμουν. Την πρώτη μου την αγάπη πήγε να θυμηθή η βασανισμένη μου η ψυχή. Θυμούμουν τα χρόνια τα παλιά που παίζαμε στην Πόλη μαζί. Με τη γλυκειά της, με τη χαδεμένη της τη φωνή μ' έλεγε κι όλο με ξανάλεγε• « Εγώ γυναίκα σου θα γίνω• εσένα θα πάρω κι άλλο άντρα δε θέλω.» Πόσο μ' άρεζε να την ακούω• πόσο με κολάκεβαν τα λόγια της παιδί.
Ύστερα την ξαναείδα, όταν έγινα δεκοχτώ χρονώ παλληκάρι, γεμάτος ελπίδες, έτοιμος να της το πω. Πόσα τραγούδια, πόσες μελωδίες ψιθύριζε η καρδιά μου! Τι ουράνια μουσική έπαιζε στο στήθος μου μέσα και τόκαμνε όλο χαρά! Τι γλυκό πράμα με φαίνουνταν η νιότη, χαρούμενη και λαφριά σαν το πουλί… Ένα βράδυ που είχαμε μείνει μονάχοι βγήκαμε στο παράθυρο κι ακκουμπήσαμε στο κάγκελλο κ' οι δυο μας. Με γλυκό μάτι μας κοίταζε το φεγγάρι, και ταγαπημένο μου το ταίρι μ' έπιασε το χέρι και μ' είπε ήσυχα και σιγά• « Τι καλά έκαμες και γύρισες στην Πόλη.
Όταν άκουσα πως θα μας έρθης, χάρηκα που θα σε ξαναδιώ. Εσύ είσαι ο φίλος μου ο παλιός. Εσένα όλα τα λέω. Θέλω να μάθης το κρυφό μου. Ο πατέρας μου θέλει να με παντρέψη. Κανείς ακόμη δεν το ξέρει. Με λεν πως είναι πλούσιος• εμένα μ' αρέσει, γιατί μοιάζει καλός. Δε θέλησα όμως να τον πάρω, χωρίς να στο πω.»…
Τέτοια συλλογιούμουν, ανεβαίνοντας το Γαλατά. Έτσι είχα στο νου μου την πρώτη μου την αγάπη, τις χίλιες της νοστιμάδες και τις ομορφιές της. Κι όσο τη θυμούμουν, κι όσο συλλογιούμουν τα παλιά μας, τα παιδιακήσια μας τα παιχνίδια, τόσο πιώτερο με τρέλλαινε η αγάπη που την είχα• αν την έβλεπα μπροστά μου, ίσως πάλε θα την παρακαλούσα να με πιάση το χέρι σαν εκείνη τη βραδιά, να με πη όσα μ' έλεγε τότες, — τουλάχιστο για να ξανακούσω τη φωνή της. Οι γυναίκες έχουνε φτερά και μ' ένα τους λόγο ίσια με τον ουρανό σε σηκώνουν• οι γυναίκες γίνουνται μολύβι, μολύβι βαρύ, και κάτω κάτω, στης θάλασσας τον πάτο, σε τραβούν.
Αφτούς τους λογισμούς έστρεφα και ξανάστρεφα στο νου μου. Δεν είχα όρεξη άθρωπο να διώ μήτε να μιλήσω με κανέναν όλο πήγαινα μπροστά μου. Γύρεβα μοναξιά κ' είταν η ψυχή μου με τους πεθαμμένους. Τι να συλλογιστώ παρά θάνατο και σκοτάδι; Με φαίνουνταν πως άνοιγαν μπροστά μου όλα τα μνήματα που είχα διεί στη ζωή μου. Έβγαιναν όξω οι πεθαμμένοι φίλοι κι αργοκουνούσαν το χέρι. Η γλυκειά μου η μαννούλα με κοίταζε με πόνο. Η πρώτη μου η αγάπη μ' αποχαιρετούσε• κείτουνταν οι νιόνυφες ελπίδες τυλιμένες στο κιβούρι με τα χρυσά τους ρούχα. Πού τα νιάτα κ' οι χαρές; Πού τα δέντρα που παίζαμε μαζί, πού οι σκάλες που τρέχαμε με τα γέλοια; Πούλησαν και το σπίτι που την αγάπησα παιδί. Το πούλησαν και κείνο, γιατί χρειάστηκε ο Τούρκος παράδες. Άραγες και την αγάπη μου, και την καρδιά μου, που την είχα αφήσει μέσα στο σπίτι, με το σπίτι μαζί την πούλησαν και κείνη; Σπίτι και καρδιά, όλα θα μας τα πάρουν! Όπου γυρίσης να διής, πίσω ή μπροστά, παντού βλέπεις θάνατο και θλίψη. Η τύχη μας είναι βαρειά• μας πικραίνουν τα παλιά μας τα βάσανα και σήμερα πάλε, άλλο τριγύρω σου δε βλέπεις παρά βάσανα και χαμό.
Προχωρούσα, προχωρούσα χωρίς να ξέρω καλά καλά που με πήγαιναν τα ποδάρια μου. Δεν πρόσεχα πια και δε μ' έμελε πού θα καταντήσω. Πάντοτες ομπρός! Από την κούραση τη μεγάλη, έννοιωθα μόνο πως είταν ανίφορος, γιατί είχα τα γόνατα σπασμένα. Άξαφνα σκούνταψα και κόντεψα να πέσω. Κόντεψα να πέσω με τη μύτη κάτω. Είχα σκουντάψει σε μια πέτρα που στέκουνταν ολόρθα και φορούσε στην άκρη σαρίκι, βαμμένο κόκκινα και πράσινα. Χωρίς να το καταλάβω, είχα πάει ως το Σταβροδρόμι, και βρίσκουμουν ίσια ίσια στα Μνηματάκια.
Κάθισα μια στιγμή κατά γης, να πάρω την αναπνοή μου. Είμουν ανάμεσα στα τούρκικα μνήματα. Είταν πανώρια νύχτα. Ξαπλώθηκα λιγάκι χάμω κι από το λόφο που κείτουμουν, οι τάφοι τριγύρω μου με φαίνουνταν πως κατέβαιναν ίσια με τη θάλασσα κάτω, δίχως να κοπή η σειρά τους. Ολόφωτο φεγγάρι περεχούσε τον Κετχανά. Η θάλασσα χαμογελούσε• φυσούσε αγέρι λιγοστό και σιγά σιγά κουνιούνταν τα κύματα, σα νάπαιζε το φεγγάρι με το νερό. Στο πλάγι μου, κάτι ψηλά κυπαρίσσια έσειαν την κορφή τους, σα να είχαν πανηγύρι. Τα κυπαρίσσια με μισοσκέπαζαν αντίκρυ την Πόλη• μπορούσα όμως να διακρίνω ζερβά δυο μιναρέδες της Αγιά-Σοφιάς• παρέκει, δεξιά, έβλεπα τοίχους παλιούς με βασιλικές καμάρες όλο πέτρα, κι αφτοκρατορικά παλάτια γκρεμισμένα.
Ένα σύννεφο μικρό κάπου κάπου σκέπαζε το φεγγάρι• όσο πήγαινε κ' έρχουνταν το συννεφάκι, τα σαρίκια ξάπλωναν ή μάζωναν τον ίσκιο τους• νόμιζες πως είτανε χέρια και σάλεβαν• κόνταιναν και μεγάλωναν κάθε ώρα. Πολύ πολύ δε μ' αρέσει να κάθουμαι στα μνήματα μέσα. Δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να του τύχη. Μπορεί μέσα στο σκοτάδι κανένας άξαφνα να σε τραβήξη, μια φωνή νακούσης σταφτί σου κοντά και να μην καταλάβης από πού βγαίνει. Τότες σε πιάνει τρομάρα και δεν ξέρεις πια τι σου γίνεται.
Πίσω μου με φάνηκε πως κάποιος περπατούσε και μετρούσε τα βήματά του, σαν το στρατιώτη που βιγλίζει κι ανεβοκατεβαίνει. Είχα τη ράχη γυρισμένη και δεν έβλεπα καλά. Μήπως είταν ο αδερφός μου ο Γιάννης που πρόσμενε να του φωνάξω; Δεν πρόσεχα πολύ, γιατί είταν ο νους μου αλλού. Λίγο παρέκει κι απάνω μεριά, στο δημόσιο κήπο, έπαιζε μια λωλή, μια διαβολεμένη μουσική. Τι είχαν οι μουσικάντοι, και φαίνουνταν τρέλλα να τους έπιασε με μιας; Τι είχανε μέσα τους, που τους δαιμόνιζε με τέτοιο τρόπο; Είχαν έρωτα και φωτιά. Άκουγα τις νότες που πηδούσαν και χόρεβαν ένα χορό τρομερό, κ' η μια με την άλλη, ενωμένες, σα σφιχταγκαλιασμένες, συρτά συρτά στους ουρανούς πετούσαν. Τίποτις δεν ξέρω που να ξανοίγη, που νανάφτη την ψυχή σαν τη μουσική. Σε παίρνει νου και καρδιά, σε κάμνει να γυρέβης πράματα μεγάλα, να συλλογιέσαι γι' αγάπη και για δόξα. Με τρέλλαινε αφτή η μελωδία• έμοιαζε σα νάμπαινε στα σωθικά μου μέσα, για να διώξη λύπες και πίκρες, για να βγάλη όξω βάσανα και θλίψη, να πάρη τους πόνους και να πετάξη ψηλά ψηλά• — «Έλα, μ' έλεγε, έλα μαζί μου. Στάστρα τουρανού που χαδέβουν τα φτερά μου και που γλυκαίνουνται με τη φωνή μου, έλα έλα και συ μαζί μου νανεβής.»
Αλήθεια μ' έδινε θάρρος η μουσική. Έννοιωθα μέσα μου που γίνουμουν άξαφνα πιο γενναίος, πιο αντρειωμένος παρά ποτές. Κοίταζα αντίκρυ στην Πόλη, κοίταζα κάτω στο μέρος που είταν η Αγιά-Σοφιά, που φαίνουνταν τα τούρκικα τζαμιά και παρέκει τα μνήματα τω Σουλτάνων. Κοίταζα με μάτι αγριωμένο, φοβερό. Είχα την καρδιά γεμάτη πείσμα και μ' έρχουνταν όλο να φωνάξω• — « Εδώ είμαι• κανένα σας δε φοβούμαι. Χριστιανός Τούρκο δεν τρέμει.» Αστραπές είταν οι ματιές μου, οι γροθιές μου σηκωμένες και γίνουμουν όλος μέσα μου θεριό.
Εκεί που κοίταζα κ' έβραζε η καρδιά μου, άξαφνα βλέπω κάτω κάτω στην Πόλη μια παράξενη ασπράδα. Με πήρε ανατριχήλα, σαν παίρνει στις ώρες που μεγάλα πράματα πα να γίνουν. Η ασπράδα έρχουνταν από κει που είναι η Αγιά-Σοφιά, έβγαινε μέσα από του Μαχμούτη τον τουρμπέ κι άρχιζε να κουνιέται. Με το χόντρος της σκέπαζε όλη τη μέση Οδό του Βυζαντίου. Πρώτα δεν μπορούσα να καταλάβω τι είταν. Έμοιαζε σαν κάτασπρο σεντόνι τεντωμένο που πετούσε. Έπειτα είδα που είχε μισοφέγγαρο μπροστά, σα να το φορούσε ίσια ίσια στο μέτωπο. Πήγαινε καβάλλα σε μια πέτρα ολόμακρη, που είχε σαρίκι στην άκρη. Το φάντασμα μεγάλωνε, μεγάλωνε και προχωρούσε. Κατάλαβα που εμένα ζητούσε, γιατί έρχουνταν ίσια στον τόπο που κάθουμουν. Τώρα μάλιστα μπορούσα να διώ που βαστούσε στο χέρι σκυρτό τούρκικο σπαθί. Το σπαθί γυάλιζε με το φεγγάρι.
Στάθηκα μια στιγμή, τρομασμένος. Σε τι περίεργη διάθεση βρίσκουνταν η ψυχή μου! Αντίθετες ιδέες με πολεμούσαν. Είμουν όλο μαζί γεμάτος έχτρα, σικλέτι, φόβο, μίσος, αγάπη, αθυμιά κι άπειρο θάρρος. Το φάντασμα κόντεβε να με φτάξη, — γιατί είταν τόντις φάντασμα. Φαίνουνταν τώρα και το πρόσωπο• είχε μάβρα γένεια κι ολόχλωμο, κίτρινο το πετσί. Κάτασπρα είταν τα μάτια. Έκαμε ένα πήδημα και βρέθηκε αμέσως πλάγι μου στο λόφο. Είταν ο Σουλτά Μαχμούτης. Στέκουνταν από πάνω μου ολόρθιος, με το σπαθί στο χέρι. Εγώ είμουν πάντα ξαπλωμένος κατά γης• σήκωσα λιγάκι τα μάτια για να διώ καλήτερα το πρόσωπό του. Πρόσμενα τι θα με πη.

ΙΔ'.

Ο Μαχμούτης.
Ο σουλτά Μαχμούτης πολύ κέφι δεν είχε. Πιώτερο έμοιαζε Μαχμούρης παρά Μαχμούτης. Αγριοκοίταζε και με θυμό είχε τα μάτια του σε μένα. Άρχισε τότες και μ' έβγαλε λόγο, — ένα λόγο που βάσταξε κάμποσο καιρό, γιατί είχε φαίνεται πολλά να με πη ο σουλτά Μαχμούτης. Ο βάρβαρος είναι μωρόλογος και δεν έμαθε να συμμαζέβεται μήτε να συγκεντρώνη το νου του. Έλεγα μέσα μου και γω• — « Άμα πιάση ο Τούρκος τις κουβέντες, θα πη που δε θα παίξη το σπαθί. Ας διούμε τι μας θέλει και βλέπουμε.» Σοβαρά, αραδιαστά και μάλιστα με κάποια βαρύτητα, μιλούσε ο σουλτά Μαχμούτης. Μα όσο κι αν ήθελε να το κρύψη, έτρεμε η φωνή του κι ο θυμός του άναφτε και μεγάλωνε με κάθε λέξη που έβγαζε το στόμα του.
« Καιρός είναι να τα πούμε. Αφότου μας ήρθες στην Πόλη, σε γυρέβω να σε μιλήσω. Δε με λες; τι τρόπος είναι ο δικός σου; τι είναι τούτο το φέρσιμο; Τον μπελά μου βρήκα μαζί σου. Πού τάμαθες αφτά που μας βγάζεις κάθε ώρα στη μέση; Παραπονιέσαι που δεν κοιμάσαι. Περπατείς στους δρόμους και φωνάζεις που το αίμα σου βράζει. Μπαρούτι πνες και φωτιά… Μπαρούτι; πρόσεχε καμιά μέρα να μη σε τινάξω γω στον αέρα… Λεφτεριά λες όλο που θέλεις και που δε μας θέλεις εμάς! Από την Εβρώπη μας τις έφερες αφτές τις ιδέες. Τι μιλείς για σκλαβιά; Σιχτίρ, σιχτίρ, γκιαούρ! Μήπως ξέχασες, τσελεμπάκι μου, που είσαι ραγιάς, που είσαι σκυλί και τίποτις άλλο; Μήπως δεν το ξέρεις που όλοι σας μαζί, όλη η γραικολογιά που σήμερα σηκώνει ψηλά τη μύτη, δεν είσαστε μια φορά κ' έναν καιρό παρά σκυλιά που μας έγλυφαν τα πόδια; Κάτι με κοιτάζεις; Ο αφέντης σου είμαι γω, η τρομάρα σου και το βάσανό σου. Τι κάθεσαι ήσυχα και δε σηκώνεσαι, που σε μιλεί ο βασιλιάς της Ανατολής, ο αφτοκράτορας της Πόλης;
Για διές καλήτερα τους «ομογενείς», τι αγάπη που μ' έχουν τώρα! Πάρε παράδειμα και συ. Όλο με κολακέβουν και με καλοπιάνουν. Ο μεγαλήτερός τους φίλος έγινα σήμερα. Κάμε και συ σαν και κείνους. Φτάνουν τα μπόσικα λόγια. Τίποτις από τα τέτοια δε βγαίνει. Έλα μαζί μου. Δε βλέπεις που ξέχασαν το παλιό το μίσος και την πρώτη σκλαβιά και τα δάκρια; Γιατί τάχατις δεν έρχεσαι σε μένα; Μήπως εσύ θυμάσαι και δε συχωρνάς; Τι; δεν το ξέχασες άραγες ακόμη που οι δικοί σου δεν μπορούσαν πρώτα στο δρόμο να βγουν, α δεν τους έδινα την άδεια, που οι μαννάδες σας έπρεπε σα χανούμισσες να σκεπάζουν το πρόσωπό τους, που μια εκκλησιά δεν είχετε να πάτε, που τους πλούσιους τους έσφαζα σαν τα πρόβατα, και που τις χριστιανές σαν πατσαβούρες τις πατούσα; Μήπως έχεις υποψία που αν μπορούσα, θα ξανάκαμνα πάλε τα ίδια; Δεν κατάλαβες που πια κανείς δεν τα θυμάται τα τέτοια; Σκλάβοι, σκλάβοι γεννηθήκετε στην Πόλη και θα πεθάνετε σκλάβοι!
Να σε πω το κάτω κάτω, δε με μέλει πολύ για τα λόγια σου. Ρίξε πέτρα στη θάλασσα, και πες με αν μπορείς να μετρήσης τι βάθος έχει. Έτσι και μαζί μου. Ποτές σου δε θα καταλάβης, κι αν πέτρες χιλιάδες ρίξης μέσα, ως που πάει το μίσος μου για σένα. Όχι! δεν το λέω σωστά. Πού να σε μισήσω; μήτε σε ψηφώ. Φαφλατάς και συ σαν τους άλλους. Βέρος πολίτης! Με τις φωνές και με τις ρητορικές δε θα κάμης δουλειά. Αφτά ξέρετε σήμερα• μα τα λόγια δε φελούν. Έτσι δε μας πιάνεις. Το λιοντάρι πολεμάς να φοβερίσης;
Εμείς άλλα θέλουμε. Οι γονιοί σας ήξεραν την τέχνη. Ας είσουν και συ σαν το Μισέ — Γιάννη! Να άθρωπος! Λόγια πολλά δε συνήθιζε• ως τόσο φτάνει να ζητούσε κατιτίς, αμέσως του τόκαμνα. Τον έλεγαν το μάτι της Χιος και το στόμα του βασιλιά. Μη σε μέλη! όλοι οι Γραικοί δε φιλούσαν πόδι. Μια μέρα πήγε στου βεζίρη μου, θύμωσε για ένα λόγο που του είπε ο βεζίρης, και του πέταξε το φέσι του στο πρόσωπο. Τέτοιοι είταν οι ραγιάδες. Μ' άρεζε πολύ κείνος ο άθρωπος. Του έδωσα τη Χιο, να την έχη• τόντις την είχε, γιατί δεν άφινε Τούρκος να πατήση στη Χιο, αν πρώτα δεν του ζητούσε άδεια. « Γιατί μας σφάξετε και μας γδείρετε, έλεγε, γίνεται τάχατις όλο να μας σφάζετε και να μας γδέρνετε;» Τι να τον πης έναν άθρωπο που σε μιλεί σωστά; Όσο βάρβαρους κι α μας έχεις, φτάνει να φερθής με κρίση και με τρόπο• νοιώθουμε και μεις από δικιοσύνη. Κάπου κάπου μ’ έφερνε πορτοκάλια, μαστίχα, λεμόνια σ' ολόχρυσα πανέρια• ήξερε να με πη κ' ένα λόγο ζαχαρένιο να με κολακέψη• — « Νάσου, αφέντη μου, κ' ένα λουλούδι του μπαχτσέ σου.» Ως τόσο τον μπαχτσέ, εκείνος τον είχε. Πιώτερο καλό σας έκαμαν οι τέτοιοι παρά οι σημερνοί σας διπλωμάτες. Όλο φρόντιζε για τους δικούς του και μόλον τούτο είτανε φίλος πιστός και μ' αγαπούσε. Τον ερίφη! Πόσο τον αγαπούσα και γω! Όταν πέθανα, μόνος εκείνος ήρθε στο λείψανό μου. Ακόμη δεν το ξεχνώ. Όλοι τον είχαν πατέρα και προστάτη κι όταν έφταξε η ώρα του και κεινού, έμειναν οι Ρωμιοί ωρφανεμένοι, σαν πρόβατα δίχως τσοπάνη.
Εσύ για μένα τι έκαμες; Με ζήτηξες τίποτις ποτές σου; Με γύρεψες τη Χιο; Ήρθες στο λείψανό μου; Πώς τολμάς τώρα και βγαίνεις στον τόπο μου μέσα να με βρίζης; Σιχτίρ, σιχτίρ, γκιαούρ! Πρόσεχε καλά. Ο Τούρκος είναι ήσυχος και δε σε πειράζει, όσο δεν του δώσης αφορμή. Μα φτάνει να τον πειράξης, και τότες φαίνεται τι είναι και τι τον έκαμε η φύση• βάρβαρο θεριό. Μη νομίζης που για το χατίρι σου θαλλάξω. Σιχτίρ, σιχτίρ, γκιαούρ! Πήγαινε στις επαρχίες να διής αν μπορεί να κουνήση ο ραγιάς. Εκεί θα μάθης με τι σιδερένιο χέρι σας βαστώ. Εδώ είμαι αναγκασμένος να φέρνουμαι διαφορετικά• στην Πόλη φοβούμαι, γιατί με βλέπει η Εβρώπη. Μα μην πάρης θάρρος. Και δω μπορώ καμιά ώρα ναγριέψω. Ο Τούρκος είναι πάντοτες Τούρκος. Στο λέω, για να το ξέρης. Έλα, όσο είναι καιρός, να γίνης δικός μου• έλα να σε δώσω καμιά δουλειά στο παλάτι. Μπαίνεις υπάλληλος κ' έπειτα κάθεσαι και μιλείς ήσυχα και σοφά για τις εβγένειες της γλώσσας, για τον Ξενοφώντα, σκορπίζεις δοτικές, κόφτεις όσα λόγια κόφτει η γλώσσα σου για την αναγέννηση της Ελλάδας κι όλος ο κόσμος απορεί με τη ρητορική σου.
Δε θέλεις; τότες βλέπεις ποίος είμαι. Μη νομίσης που προσμένω να πολιορκίσουν την Πόλη ή να την πάρουνε, για να σας σφάξω όλους σας στα σοκάκια. Μη θαρρής που για να ξανακάμουμε κανένα γιουρούσι, πρέπει πρώτα νανάψη μέσα μας ο φανατισμός. Και τώρα σας ξεπαστρέβω. Ας ορίσουν κατόπι οι Δυνάμες. Σιχτίρ, σιχτίρ, γκιαούρ! Ο Μαχμούτης είμαι γω. Δεν τους βλέπεις όλους αφτούς που κείτουνται γύρω γύρω στα μνήματά τους; Ένα λόγο φτάνει να πω κι όλοι τους σηκώνουνται με μιας, όλοι τους αρπάζουν το σπαθί, γιατί άλλο τίποτις δεν είστε για μας παρά ραγιάδες, γκιαούρηδες, σκυλιά και με μια κλωτσιά στο Σαράι μπουρνού σας πετούμε.»
Τέτοια μ' έλεχε ο Μαχμούτης• έτριζαν τα δόντια του, βροντούσε η φωνή του, κι όσο μιλούσε σάλεβαν τα σαρίκια, άνοιγε το χώμα κ' ένας ένας οι Τούρκοι έβγαιναν από τον τάφο τους και τριγύριζαν τον καλίφη τους.
Τον κοίταζα καλά καλά μέσα στα κάτασπρά του μάτια και πολλά λόγια δεν του είπα.
— « Τη Χιο μήτε στη ζήτηξα, μήτε στη ζητώ, μήτε θα στη ζητήξω ποτές. Από σένα δεν την προσμένω. Μάθε το, Μαχμούτη, γιατί φαίνεται που δεν το ξέρεις. Ο κόσμος είναι δικός μου. Μη ρωτάς τόνομά μου• μη γυρέβης να σε πω α με λεν Πέτρο, Γιάννη ή Θανάση. Τόνομά μου; θέλεις να στο χτυπήσω στη μούρη και να στράψη στο μάγουλό σου σαν μπατσιά; Λεφτεριά, Λεφτεριά με λένε. Δεν είμαι ένας, είμαι λαός. Δεν είμαι άθρωπος, είμαι ιδέα. Δεν είμαι Γραικός, είμαι Εβρώπη. Να το ξέρης• η Λεφτεριά σουλτάνους δε φοβάται. Ότι πη θα γίνη• όπου περάση, θα χαθής. Από παντού σα σκύλο θα σε διώξη. Μια πήχη γις σ' όλη την οικουμένη δε θα βρης για να μπήξης το παλούκι που θα βγη η ψυχή σου. Μεγαλήτερο από το δικό σου, είναι το βασίλειο το δικό μου• είναι απέραντο σαν τον κόσμο κ' οι πολίτες του αρίφνητοι σαν ταστέρια. Τη δύναμή μου, μήτε στόνειρό σου την είδες, γιατί ως τώρα δε φοβήθηκα βασιλιάδες, με φοβήθηκαν εκείνοι κι απορώ με την τόλμη σου και με το θυμό σου• ποιος είσαι συ και με μιλείς με τόσο θάρρος; Από το δρόμο μου να φύγης! Δεν το βλέπεις, σουλτά Μαχμούτη, που είσαι σκιά, σκιά και τίποτις άλλο; Φτάνει να το θέλω, και σα σκόνη, σαν κουρέλλι, σα σκουπίδι μ' ένα χτύπημα του χεριού μου σε ξεπαστρέβω.»
Σηκώθηκα τότες, ήσυχος και φοβερός. Φύσηξα κι άρχισε ο Μαχμούτης να τρέμη σαν το ψάρι. Του κάκου προσπαθούσε, του κάκου πολεμούσαν οι δικοί του να με σπρώξουν, ο ένας με το σπαθί, ο άλλος με το κοντάρι. Έπρεπε, έπρεπε όλοι τους να φύγουν από μπρος μου• έτσι είτανε στον ουρανό γραμμένο. Δε χωράτεβα πια. Κοντά κοντά πήγαινα στους Τούρκους, κι όσο προχωρούσα, πίσω πίσω τραβιούνταν οι καταραμένοι.
Άξαφνα ακούστηκε μια φωνή — τρομάρα! — σαν το θάνατο φοβερή. Ταράχτηκε η γις, σείστηκε ο κουλάς, κλωνίζουνταν η Εβρώπη. Άρχισα να τρέμω. Σαν το λιοντάρι που ξαφνικά προβάλλει στην άκρη του βουνού και κατεβαίνει, φάνηκε ο αδερφός μου ο Γιάννης απάνω στο λόφο. Στάθηκε μια στιγμή, και μ' όλη του την ορμή τον είδα να κατεβή, να πεταχτή, να πέση απάνω στα σκυλιά. Τρέχαμε κ' οι δυο μας, εκείνος μπροστά, εγώ πίσω. Κατρακυλούσαν οι Τούρκοι ο ένας απάνω στον άλλο, με το Μαχμούτη μαζί. Ίσια με κάτω στο γιαλό τους σπρώχταμε, για να πνιγούνε στη θάλασσα μέσα. «Δρόμο, δρόμο», φώναζε δυνατά το λαμπρό μου το παλληκάρι• « Έρχεται και νάτος! ταφεντικό σας φτάνει!» Έβραζε ο θυμός του• σειούνταν το κορμί του σαν το δέντρο που άνεμος το περεχύνει• εμένα έδειχτε στους Τούρκους με φοβέρες και γίνουνταν όλεθρος η φωνή του• — «Δρόμο, δρόμο τα σκυλιά. Καπιτάν μπονρντά γκελίορ!»

ΙΕ'.

Μάθημα.
Με τους σουλτάνους δεν είναι φρόνιμο να μαλλώνη κανείς, ας είναι και πεθαμμένοι. Τέτοιοι καβγάδες έχουν κάτι συνέπειες δυσάρεστες. Συλλογίστηκα πως θα είταν καλό να φύγω γρήγορα από την Πόλη. Έπειτα, να πούμε την αλήθεια, αφτοί οι καβγάδες δε φελούν και πολύ. Σας είπα που έσπρωξα το Σουλτάνο ίσια με κάτω στο γιαλό• καλά! μα μπορούσα να τον πιάσω; Όχι βέβαια, αφού είτανε σκιά. Και ποια είναι η δύναμη του Τούρκου; ίσια ίσια που είναι σκιά. Γι' αφτό κ' η Εβρώπη δεν τον πιάνει.
Για να μη με πιάση και κείνος στα ξημερώματα, αποφάσισα να φύγω πρωί πρωί. Είχε βαπόρι την ίδια μέρα. Μπαρκαρίστηκα και πήρα δρόμο για τη Χιο.
Η θάλασσα είταν καλή• είχαμε και καλή συντροφιά. Στο ταξίδι κάμνει κανείς γρήγορα φίλους• τελειώνει το ταξίδι, τέλειωσε κ' η φιλία. Απάντησα έναν ταξιδιώτη στο κατάστρωμα κι αρχίσαμε τις κουβέντες. Μ' είπε που είτανε δάσκαλος, δε θυμούμαι πού• είχα όμως ξεχάσει όλους διόλου να του πω τι γύρεβα κι από που έρχουμουν, και δε με ρώτηξε ο ίδιος. Μιλούσαμε για το ένα και για τάλλο, για το λαμπρό τον καιρό, για τα κύματα που είναι μαβιά και για τα σύννεφα που είναι άσπρα, κι ως τόσο κάπου μαβρίζουν. Εκεί που μιλούσαμε, δεν ξέρω πια τώρα καλά καλά τι έλεγα, μα θυμούμαι που πήγαινα ναρχίσω μια φράση με τη λέξη• «Νόμισα…»
— Με διακόφτει αμέσως ο δάσκαλος — το συνηθίζουν κάποτες μαζί μου — και με λέει• «Ενόμισα.» — Αθώα κι απλά του κάμνω γω• — «Γιατί τάχατις ενόμισα;»
— « Διότι, μ' απαντά, η αρχαία είναι ευγενεστέρα και δια του ε καταντά ευγενικώτερος ο τύπος.»
Δεν ξέρω αν είδες ποτές σου στους κάμπους μαραμένα λουλουδάκια να γέρνουν τα κεφαλάκι τους λυπημένα κατά γης; Στάσου να πέση στη στεφάνη τους μέσα μια σταλαματιά νερό• τα βλέπεις αμέσως χαρούμενα και γελαστά. Έτσι τόπαθα και γω• για το διψασμένο, για το καταξερό μου το μυαλό, δροσιά είταν τα λόγια του δασκάλου. Με φάνηκε που με μιας φωτίζουνταν ο νους μου, που τέλος ποτίζουνταν αλήθεια. Τώρα καταλάβαινα ξαφνικά τι θα πη ορθή κρίση. Ζούσα στο σκότος και να που θωρούσα τον ήλιο για πρώτη φορά. Τόσο μεγάλος, τόσο φρόνιμος μ' ήρθε ο λόγος του δασκάλου, που κατέβηκα αμέσως να κλειδωθώ στο καμεράκι μου κάτω, για να μπορέσω πιο ήσυχα να μετρήσω, σαν το φιλάργερο, πόσους θησαβρούς είχα μαζώξει στο κεφάλι μου μέσα σε διάστημα μιας στιγμής, σε μια μόνη λέξη.
Θαρρούσα πρώτα που όλη η εβγένεια του αθρώπου είναι μέσα στην ψυχή του• νόμιζα που ένα πράμα, ό τι όνομα κι αν του δώσης, δεν αλλάζει τη φύση του. Έλεγα• — «Να μεθήσω με κρασί ή με οίνον, το ίδιο μεθώ. Κι αν πω μεθύω, με φαίνεται που πολύ δεν πρόκοψα.» Ο ποιητής, που θα κάμη στίχους, πρώτα θα κοιτάξη να διή αν είναι τόντις ποιητής• τότες βάζει ποίηση και στη γλώσσα που θα γράψη. Αν του έρχουνται πού και πού δυο ιδέες, αν έχει κεφάλι, καρδιά και λίγη τέχνη, ανάγκη καμιά δεν είναι να κάμνη τον Κινέζο• θέλω να πω, δε θα πιστέβη που ένα ψώφιο πράμα — σαν το ψηφί —, έχει μέσα του καμιά εβγένεια ξεχωριστή, καμιά αξία δική του• το ψηφί, για να ζωντανέψη, πρέπει το πνέμα να φυσήξη και να του δώση έννοια κ' εβγένεια. Για να φανή κανείς μεγάλος, δε θα προσέξη μόνο στους τύπους• θάχη το νου του στο νόημα που βγαίνει από τα λόγια του. Ο Όμηρος, που μιλούσε χυδαία στην εποχή του, στάθηκε βέβαια μεγαλήτερος ποιητής από τους σημερνούς μας τους δασκάλους που γράφουν την καθαρέβουσα. Έτσι θαρρούσα• μα βλέπω που το σύστημά μου τούτο είναι κακορίζικο• το παραιτώ και τώρα πιάνω άλλο.
Ναι! δασκαλάκι μου, κατάλαβα και μη σε μέλη! Όλο σαν και σένα θα λέω. Με το σύστημα το δικό σου, όλα πιο σωστά μ' έρχουνται σήμερα. Πού να το συλλογιστώ, πρι να με το πης, που ένα μικρούτσικο ε έχει τόση αξία; Τούτο το ε δε φαίνεται, κι όμως από ζώο που είμουν, άθρωπο με κάμνει. Με ξεβγενίζει. Δεν το παρατηρούσα πριν κ' έλεγα μέσα μου• — « Οι παλιοί μας οι προγόνοι έβαζαν εκεί ένα ε• εμείς δεν το βάζουμε. Ας λέω λοιπό νόμισα αφού δεν πάλιωσα ακόμη.» Εσύ τώρα μ' έδειξες την τύφλα που είχα. Το ε τούτο, που το είχα για τίποτις, βγαίνει πριγκιπάτο. Με πλουτίζει• με δίνει εβγένεια, τιμή, δόξα, μπορεί να με φέρη και παράδες. Ποιος ξέρει; καμιά ώρα, όταν το μάθουν πως λέω « ενόμισα» κι όχι « νόμισα», αφτό το ε θα με κάμη να διοριστώ καθηγητής στο Παρίσι, αργότερα να γίνω της Ακαδημίας, άξαφνα και πρόεδρος της Δημοκρατίας. Σήμερα έννοιωσα για πρώτη φορά τι θα πη» αύξησις»• αφξάνει, μεγαλώνει τον άθρωπο. Οι γλωσσολόγοι σπάνουν το κεφάλι τους για να καταλάβουν τι νόημα είχε τούτο το ε και γιατί το κάθιζαν οι Έλληνες στον παρατατικό και στον αόριστο, γιατί μόνο στην οριστική, και γιατί στην αρχή δεν τόβαζαν κάπου διόλου. Εγώ τώρα ξέρω καλήτερα και βλέπω τη σημασία του ε, Οι Έλληνες είταν ξυπνοί αθρώποι• συνήθισαν το ε οι μαριόλοι, μόνο και μόνο για να δείξουν εβγένεια μεγαλήτερη. Η εβγένεια, τι θαρρείτε πως είναι; Είναι πάντοτες εκεί που πρέπει να βάζης εκείνο που πρέπει. Και διές! όχι μόνο στο « ενόμισα» έχωσαν το ε, αλλά τόβαλαν και στο «εμέ», χωρίς λόγο κανένα, γιατί και το «με» είταν αρχαίο κ' έμοιαζε πως φτάνει. Οι Έλληνες ως τόσο, μοναχοί τους μέσα στους άλλους λαούς της εβρωπαϊκής φυλλής, έφτειαξαν ένα «εμέ». Του κάκου βασανίζουνται οι καημένοι οι γλωσσολόγοι, για να βρουν την αιτία αφτουνού του ε. Ποιος δε βλέπει τώρα την αιτία; Οι αρχαίοι κοίταζαν πώς να δείξουνε στους ξένους την εβγένεια της ψυχής των• όπου μπορούσαν το λοιπό, γλυστρούσαν ένα ε. Έτσι τόκαμαν και με την αντωνυμία• είταν ανάγκη να το βάλουν άδικα και παράλογα και στην αιτιατική, αφού το είχε πια η ονομαστική εγώ. Έφτανε να κάμη λόγο ένας αρχαίος για τον εμαφτό του και να πη εγώ ή εμέ• από το ε καταλάβαινε αμέσως ο ξένος πόσο τόντις εβγενής είταν ο αρχαίος.
Διέστε όμως πώς το ένα φέρνει τάλλο, πως μ' ένα λόγο σωστό μπορεί κανείς να βάλη πράματα στο νου του που μήτε τα στοχάζουνταν πριν. Έπιασε ποτές σας κανένας να ξετάση γιατί τάχατις οι αρχαίοι είχαν τόσο κεφάλι, έγραφαν τόσο καλά, έκαμναν τέτοιους στίχους, και σε πετούσανε μια φαντασία, κάτι ιδέες που σήμερα ακόμη ο κόσμος απορεί; Γιατί βγήκε Πλάτωνας, Όμηρος, Σοφοκλής; Γιατί; το ρωτάς; Γιατί μιλούσαν αρχαία. Άμα μιλήσης, αρχαία, όχι μόνο μιλείς καλά, μιλείς και μ' εβγένεια. Κοίταξε τώρα τους δικούς μας και θα τα καταλάβης καλήτερα. Είναι πράμα γνωστό που οι δασκάλοι δεν έχουνε μήτε φαντασία, μήτε ιδέες, μήτε νου, μήτε καρδιά, μήτε κεφάλι. Τα μυαλό τους δε γέννησε ποτές μισή ιδεΐτσα. Τι είναι τέχνη, τι θα πη ποίηση ή φιλολογία, μήτε το ξέρουν. Ως τόσο δε με λες πώς το κατωρθώσαμε κ' έχουμε σήμερα τη μεγαλήτερη, την ωραιότερη φιλολογία της Εβρώπης; Γιατί μας δοξάζει ο κόσμος; γιατί μας ζούλεψαν κ' οι αρχαίοι; Για ποιο λόγο η Θεοδώρα του Κλέωνος Ραγκαβή ακούστηκε στα Παρίσι, μεταφράστηκε σ' όλες τις γλώσσες, και κατάντησε σήμερα στην Εβρώπη πολύ πιο γνωστή από την Ιλιάδα; Γιατί τάχατις, σ' ό τι μελάνι κι α βουτήξη ο δάσκαλος την πέννα του, λες πως στάζουν από την πέννα του χρυσές σταλαματιές; Τα κατάλαβες γιατί; Γιατί γράφουμε την αρχαία!
Και δεν είναι μόνο που γράφουμε την αρχαία• κάμνουμε μάλιστα και τις καινούριες μας τις λέξες να φαίνουνται σαν αρχαίες. Τώρα θα διής τι συνέπειες μπορεί νάχη το σύστημα του δασκάλου μου, πόσο πατριωτισμό είναι γεμάτο, πόση τιμή θα φέρη σ' όλο το έθνος. Τι δουλειά θα πιάσης με τα ξένα ονόματα, για να μη φαίνουνται ξένα; Τη χανούμισσα πώς θα την πης; Τους μπέηδες που θα τους βάλης; Το βεζίρη πώς θα τον κλίνης; Το κονάκι με τι τρόπο θα το σιάξης; Μήπως θα γράψης «οι χανούμισσες, ο μπέης, του βεζίρη, το κονάκι»; Ο θεός να σε φυλάξη! Αν το πης έτσι, θα φανής πρόστυχος, χυδαίος, βάρβαρος, ρωμιός. Πες το καλήτερα « αι χανούμισσαι, της χανουμίσσης, ο βέης, του βέου, οι βέοι, του βεζίρου, τοις βεζίραις, ίσως και βεζίρσι, το κονάκιον, τω κονακίω». Αμέσως γίνεσαι Περικλής.
Έχουμε κάτι άλλους λεκέδες στη νέα μας την ιστορία, που μπορούμε να τους ξεπλύνουμε με το σύστημα του δασκάλου. Κάτι ονόματα είναι τόντις ντροπή για το έθνος και για τον ελληνισμό. Γίνεται ένας άθρωπος να λέγεται Μπότσαρης; Γίνεται να λέμε Χατζηπέτρος, Μισολόγγι; Μπορεί ο Μαρκομπότσαρης να είταν ήρωας σαν το Λεωνίδα, μα δεν έννοιωθε τίποτις για τη γλώσσα• με τέτοιο χυδαίο όνομα μας έκαμε να ντροπιαστούμε στην Εβρώπη. Αμέ ο Αντρούτσος! Τι άλλο κακό είναι πάλε τούτο; Έχουμε άραγες στη γλώσσα μας τους βάρβαρους αφτούς τους φράγκικους φτόγγους και θαρχίσουμε τώρα σαν τους Γάλλους να λέμε b d και g; Θα το καταδεχτούμε να μιλούμε με μπ και τσ; Μήπως θα κάμουμε μια γενική «Μπότσαρη», με την ελεεινή κατάληξη η; Μας ταιριάζει ένας Χατζής, εμάς που είμαστε γνήσια παιδιά του Θεμιστοκλή; Δόξα σοι ο Θεός, που μπορούμε τουλάχιστο να λιγοστέψουμε το κακό. Δεν είναι πια δυνατό — και πολύ λυπούμαι — να ξεχάσουμε τέτοια ονόματα, να τα βγάλουμε από τη μέση. Μπορούμε όμως να λέμε «Μεσολόγγιον, Μεσολογγίου». Και τι; χρειάζεται άραγες νάχουμε σέβας για τέτοια κακορίζικα ονόματα; Ας κλίνουμε ο Βόσσαρις, του Βοσσάρεως• ας γράφουμε [Άζη] Πέτρος, μισοσκεπάζοντας τον Αζή. Τον Αντρούτσο, ας τον κάμουμε Ανδρούσσο. Έτσι δεν είναι πια ανάγκη να ντραπούμε για τον Μπότσαρη. Έχουμε μάλιστα στην καλή μας την ελληνίζουσα γλώσσα μια λέξη που δεν την έχει η χυδαία, και που ταιριάζει όλους διόλου για τέτοια δουλειά. Ιεροσυλία.
Καθαρέβουσα για ποιο λόγο λεν τη γλώσσα τους οι δασκάλοι; Γιατί όλα τα κάμνει άσπρα σαν το χιόνι, παστρικά σαν τα νερό. Με την καθαρέβουσα λες ό τι θέλεις, φτάνει να το πης ελληνικά. Άμα ο τύπος είναι αρχαίος, βλέπεις κ' έχουν τα λόγια σου κάτι που αμέσως αρέσει• αμέσως φαντάζουν. Οι πιο μπόσικες ιδέες σα διαμάντι γυαλίζουν τα πιο παρακατιανά φρονήματα, με την καθαρέβουσα, σε φαίνουνται μαργαριτάρια. Η καθαρέβουσα σε παστρέβει την ψυχή• στην ξεπλύνει• είναι σα νάπαιρνες καθάρσιο. Αφτή την αρχή μην την ξεχάσης ποτές• για να κυβερνηθή κανείς στη ζωή, για να προκόψη, πρέπει νάχη μια βάση καλή. Καλήτερη μη γυρέβης. Πρόσεχε στον τύπο• όλη η εβγένεια της ψυχής είναι στον τύπο μέσα. Μ' αφτό το σύστημα μπορείς να πης κακοήθειες• μπορείς να βρίσης τον κόσμο δίχως ο κόσμος να θυμώση, δίχως και συ να φανής χυδαίος. Το δάσκαλο, αν τον πης γαϊδούρι, θα πειραχτή και θάχη δίκιο. Αν τον πης όμως «όνον», τον κολακέβεις.
Τα πιο πρόστυχα πράματα, φτάνει να τα πης αρχαία, και τα βγάζεις όλη τους την προστυχιά. Μπορεί στη γλώσσα που μιλείς, — στου μπαμπά σου τη γλώσσα — να βρεθούν κάτι πράματα που ντρέπεσαι να τα πης με τόνομά τους. Όσο για μένα, το μολογώ, δεν κατώρθωσα ποτές να μιλήσω για ένα κάποιο πολύ χρήσιμο στρογγυλό πραματάκι, που βάζω κάθε νύχτα από κάτω από το κρεββάτι μου. Είναι μόνο και μόνο γιατί δεν ξέρω την αρχαία. Ένας δάσκαλος φίλος μου, που με φιλοξένησε σπίτι του μια βραδιά, με πολλή εβγένεια μ' έδωσε να καταλάβω τι ήθελε να με πη. Αφού με πήγε στην κάμερή μου, ήρθε πλάγι μου, με κοίταξε στο πρόσωπο και με πολύ σοβαρό ύφος μ' είπε τέτοια λόγια. — « Εντιμότατε κύριε καθηγητά, υπό της κλίνης ευρήσετε ευκόλως τα αγγείον, εν ω θέλετε δυνηθήν ίνα ουρήσητε νύκτωρ.»
Τι κάθουμαι και λέω; Η καθαρέβουσα μπορεί θάματα να καταφέρη. Τα πρόστυχα αντικείμενα, που είναι πρόστυχα φυσικά, μ' ένα λόγο μπορείς να τα ξεβγενίσης. Τη φύση τους αλλάζεις• γίνεσαι θεός• τα μεταμορφώνεις. Το γουρούνι, αν το πης νέτα σκέτα γουρούνι, δεν ταιριάζει• αν το πης χοίρος, από γουρούνι που είταν, αμέσως το κάμνεις λιοντάρι• η λέξη ναλλάξη, αλλάζει και το πράμα. Το κουρέλλι δεν είναι τρόπος να το βάλης στη γλώσσα σου, γιατί βρωμά• πες το τουλάχιστο κουρέλλιον κι αμέσως μοσκοβολά• δεν είναι πια κουρέλλι, είναι κουρέλλιον. Τα μούσμουλα είναι κάτι φρούττα σάπια, ολόμαβρα κι ο καθένας μπορεί ναγοράση. Εσύ μούσμουλα μην τα λες• βάφτιστα μέσπιλα και βγαίνουνε ρόδα.
Ξεναντίας ένα πράμα, όσο ωραίο κι αν είναι, ξεπέφτει άμα του δώσης ταληθινό του τόνομα. Το λιοντάρι, αν το πης λιοντάρι, το κάμνεις και μοιάζει κατσίκι. Το λουλούδι, αν ταφήσης λουλούδι και δεν το βγάλης άνθος, χάνει όλη του τη μυρωδιά. Λεφτεριά να φωνάζης, με ξεσκίζεις ταφτιά• πολύ πιο νόστιμο είναι, αγάλια και με τρόπο να ψιθυρίζης• «ελευθερίαν». Είναι τώρα δυνατό να λες τη μητέρα σου μάννα ή νενέ; Τι σ' έκαμε να τη βρίζης; Λέγε της «μήτερ» και πάντα προσπάθιζε να ελληνίζης.
Τώρα που το συλλογιούμαι, λυπούμαι τους καημένους τους Εβρωπαίους, Γάλλους, Ιταλούς, Γερμανούς και τους άλλους. Ελάτε να τους μάθουμε πώς πρέπει να φέρνουνται. Δε βλέπουν οι δύστυχοι πόσο βάρβαροι, πόσο πρόστυχοι είναι. Για τούτο δεν το κατώρθωσαν κι όλας νάχουν και μια φιλολογία της αθρωπιάς. Μιλούν τη γλώσσα του λαού και δεν τόχουν ντροπή. Ο λαός λέει padre• κάθεται ο Ιταλός και γράφει padre. Φωνάζει ο λαός κάθε ώρα liberté• να κι ο Γάλλος που τυπώνει liberté. Ως τόσο έφκολο τους είναι να ξεβγενίσουν τη γλώσσα τους. Τι τους κοστίζει; Ο Γάλλος δεν έχει παρά ναλλάξη δυο γράμματα για να το κάμη libertas, που είναι αρχαίο. Ο Ιταλός φτάνει λιγάκι να το σιάξη, και γίνεται το padre pater ή τουλάχιστο pader. Ο Γερμανός πάλε δεν έχει παρά να βάλη ένα ο, ένα s και λέει Άrtztος το γιατρό. Ποια είναι τάχατις η δυσκολία; ο καθένας θα τους καταλάβη, αν πουν pader, libertas, ή Άrtztος. Να τους μάθουμε το σύστημά μας, για να μην κυλιούνται στη λάσπη που κυλιούνται, να τους υψώσουμε το νου, να τους δείξουμε που είναι πολύ πιο σωστό να γράφουν και να λένε Chiffonium, Handschuhon, Asinos. Για τον κόπο, ίσως μας δώσουν και μας καμιά μέρα, όχι ένα brevet du gouvernement, αλλά κανένα βρεβέτιον του γοβερναμεντίου.
Όσο προχωρούσε το βαποράκι και κοντέβαμε να φτάξουμε στη Χιο, είχα στο νου μου τα λόγια του δασκάλου. Πόσο χαίρουμαι που μ' έδωσε ο λογιώτατος τέτοιο μάθημα. Τώρα βλέπω που πήραμε καλήτερο δρόμο από τους Εβρωπαίους• μπήκαμε σε πιο ψηλή σειρά. Εγώ λέω μάλιστα να ξεπεράσουμε τους αρχαίους. Γιατί τάχατις θέλουμε μόνο τους αρχαίους τους τύπους και δε σκορπίζουμε τα ε και κει που δεν τα είχαν οι αρχαίοι; Ξέρω που και χωρίς αφτό βάζουμε κάτω τους προγόνους, αφού στο μεσαιώνα αντίς « τοίος» λέγαμε συχνά «ετοίος», και σήμερα βγάλαμε ένα «εσύ» και κάπου ένα «ετούτος». Έτσι δείξαμε που και μεις έχουμε κάποια εβγένεια δική μας• κάμαμε δυο τύπους καινούριους εκεί που οι αρχαίοι είχαν έναν τύπο μόνο με το παράλογο το ε, την αιτιατική εμέ. Αλλά μπορούμε να φανούμε πολύ πιο άξιοι. Το «ετούτος» και το «εσύ» τάφτειαξε ο πρόστυχος λαός, ο ίδιος ο λαός που και πρώτα είχε φτειάξει το «εμέ». Εμείς οι γραμματισμένοι μπορούμε να ταιριάξουμε τύπους της φαντασίας μας. Φτάνει κανείς μια φορά στη ζωή του να καταλάβη με τι τρόπο πρέπει να φέρνεται στον κόσμο• ο καλός ο τρόπος για κάθε περίσταση θα του είναι χρήσιμος. Να διήτε τι αναγκαίο που μπορεί να μας έρθη καμιά μέρα το σύστημα του δασκάλου. Άβριο βγαίνω στο δρόμο, περνώ μπροστά από ένα μαγαζί, βλέπω μέσα διαμάντια, ρολόγια, πετράδια, μαργαριτάρια. Μπαίνω γρήγορα γρήγορα, αρπάζω τα διαμάντια και τρέχω. Τρέχει πίσω μου ο χρυσοχός και με πιάνει. Φωνάζει τον αστυνόμο κι ο αστυνόμος θέλει να με βάλη στη φυλακή. Με την καθαρέβουσα δε φοβούμαι τον αστυνόμο, γιατί του μιλώ αρχαία κι αμέσως βλέπει την εβγένεια της ψυχής μου. Άμα μ' αρπάξη και με πη• — «Εσύ είσαι ο κλέφτης;», τον κοιτάζω με περήφανο μάτι και για να καταλάβη τι άθρωπος είμαι, του λέω σοβαρά• — «Κύριε αστυνόμε, ουκ ενομίζω. Άπιθι εούν• κλωψ γαρ ειμί, ουχί δε κλέφτης.»

ΙΣΤ'.

Πόνοι κι αναστενασμοί.
Μήπως είναι πουλάκι που κελαδεί στην καρδιά μου; Μήπως είναι τα φτερά του που τρέμουν; Όχι! Είναι μόνο και μόνο που ο Χιώτης, όπου κι αν πάη, ποτές δεν ξεχνά την πατρίδα και πάντα γλυκαίνεται να τη βλέπη. Από μακριά την είδαμε τη Χιο κι αμέσως, σαν τα σύννεφα στον άνεμο, σκορπίστηκαν από το νου μου όλα τα λόγια του δασκάλου. Από μακριά την είδαμε τη Χιο, και μας φάνηκε, στα κύματα μέσα, σα χρυσολούλουδο του πελάγου. Από μακριά μυροβολούσε, ίσως για να μας χαιρετήση. Την καημένη τη Χιο! Ποιος θα τη διή και δε θα λυπηθή η ψυχή του; ποιος θα πατήση το χώμα της και δε θα κλάψη; Πόσα δεν έπαθε το δυστυχισμένο το νησί! Τι να τα λέμε; Έβγα στους δρόμους της όξω, ανέβα στα βουνά της και θα το καταλάβης. Φτάνει να κοιτάξης τους αθρώπους που είναι μέσα και δίχως να μιλήσουνε, θα στο πουν.
Όσο πήγαινε το βαπόρι, τόσο και κείνη προχωρούσε να μας απαντήση. Έρχουνταν η Χιο με τα βουνά της, με τους κάμπους της, με τις παντοτινές της πρασινάδες. Έρχουνταν κι όλο μυροβολούσε. Ο ήλιος κόντεβε να βασιλέψη• οι αχτίδες του είταν ακόμη σαν πλαγιασμένες απάνω στους λόφους και στις πεδιάδες• έλεγες πως κοιμούνταν. Κι ως τόσο σιγά σιγά παραπονιούνταν η Χιο. Μέσα από τα λαγκάδια, από τους βράχους κι από τα λιβάδια, μέσα από τους κάμπους κι από τα βουνά, μαζί με τω δέντρων τις μυρωδιές και ταρώματα τω λουλουδιών, έβγαιναν κρυφοί, μυριάδες αναστενασμοί. Τα λαγκάδια, οι βράχοι και τα λιβάδια, οι κάμποι και τα βουνά, οι πέτρες, το χώμα, τα λουλούδια, έμοιαζε πως είχανε φωνή κι όλο τα δύστυχο τα νησί αγάλια αγάλια μοιρολογούσε• — « Πότε, αχ! πότε θα φύγουν οι Τούρτσοι;»
Αναστέναζε η Χιο κι άλλα νησιά της απαντούσαν. Κ' η Κρήτη, κ' η Μυτιλήνη, κ' η Ρόδο, κ' η Σάμο κ' η θάλασσα όλη παραπονιούνταν. Η Χιο μοιρολογούσε πιώτερα από τάλλα τα νησιά• πια χαμηλή, κάτι πιο ντροπαλή μ’ έρχουνταν η φωνή της. Έλεγαν το ίδιο όλα τα νησιά κι από τον πόνο πήγαινε η καρδιά μας να ραγίση. Όλα λεφτεριά ζητούσαν. Έτριζε τα δόντια ο Κρητικός, θύμωνε το παλληκάρι στον πόνο του απάνω• — « Πότε θα τα διώξουμε τα σκυλιά;» Δεν είτανε νησί που να μην κλαίη. Από τον τόσο καημό έμοιαζε κ' η ατμόσφαιρα σαν πιο βαρειά, — σαν παραπονεμένη και κείνη.
Είχε γεμίσει ο ουρανός με τω νησιών τους αναστενασμούς. Με φάνηκε που τα παράπονά τους και τα κλάματα τα πικρά μισοσκέπαζαν τον ήλιο με το φως του• έμοιαζε σα να είταν ψιλός ψιλός αχνός, σα λεφτούτσικος καπνός που θόλωνε το γαλάζι. Κι ως τόσο δεν πήγαινε στον ουρανό η φωνή τους, δεν ανέβαινε στα ψηλά, μα σα συννεφάκι στέκουνταν πρώτα πρώτα στον αγέρα κ' έπειτα τραβούσαν οι αναστενασμοί ίσια ίσια στην Ελλάδα, ίσια ίσια στην Εβρώπη. Έλεγαν της Εβρώπης τα νησιά• — « Έλα! μη μας αφήσης μονάχα στων Τούρκων τα χέρια. Λυπήσου τα ορφανά, τα έρημα τα παιδιά.» Έλεγαν της Ελλάδας τα νησιά• «Μη μας ξεχνάς! Παραίτα τις μακρινές, τις δύσκολες ελπίδες. Μην κυνηγάς την Πόλη. Τους Σλάβους μην τους κυνηγάς. Μην έχης όλο στο νου σου μεγάλες ιδέες• ύστερα βλέπουμε. Έλα πρώτα σε μας• θα σε δώσουμε παλληκάρια να πολεμήσης• θα σε δώσουμε φόρους για να πλουτίσης. Με στρατιώτη και με παρά, ό τι θέλεις κατορθώνεις.
« Μη μας περιφρονής, μη λες• « Τα νησιά πάντα δικά μας.» Από μας πρέπει ναρχίσης. Διές μας και μας. Τι προσμένουμε; Λίγη βοήθεια να μας δώσης. Κάτι μπορούμε και μεις, γιατί πάντα, αγαπημένη μητέρα, εσένα ποθούμε, η λατρεία μας είσαι συ. Τη σημαία σου να διούμε και μας κάμνεις ό τι θέλεις. Τι φοβάσαι την Εβρώπη; Τι θα πη; μάννα μας δεν είσαι; Αμά πατήσης τούτο το χώμα, ποιος θα σε πη να φύγης; Έλα, έλα, γιατί μας βάραινε η σκλαβειά• στον κόρφο σου μέσα να μας πάρης• τα παιδιά σου σε ζητούν. Την πατρίδα μας θέλουμε όλα, και δε θέλουμε τίποτις άλλο.» —
Έτσι δέρνουνταν τα νησιά, τέτοιες κουβέντες είχαν ανάμεσά τους και σα σωστά με φάνηκαν τα λόγια τους. Την πονεμένη τη Χιο λυπήθηκα πιώτερα από τάλλα. Η τύχη της είναι ξεχωριστή. Βάσανα από πάνω κι από κάτω. Μέσα της έχει φωτιά που την τρώει. Βαθιά βαθιά στη θάλασσα κρυμμένο καίει το καμίνι, και κει που τη βλέπεις χαρούμενη, στα σωθικά της θρέφει το χαλασμό της. Από κάτω είναι κούφιο το χώμα κι ως τον πάτο της γης όλο βράζει το καζάνι. Κάπου κάπου ξεσπάνει και κλωνίζουνται τα βουνά, γκρεμνούν τα σπίτια και σκοτώνουν τους αθρώπους. Από πάνω άλλη φωτιά, άλλο καμίνι• ο Τούρκος κάθεται σαν την πλάκα στο κεφάλι της απάνω. Ο Τούρκος ξεσπάνει κάπου κάπου και κείνος• τότες πέφτουν τα κεφάλια. Αχ! πάλε κάλλια, παιδιά, ο σεισμός παρά το γιουρούσι. Κάλλια το καμίνι που βράζει παρά ο Τούρκος που σας πατεί. Τη φωτιά τουλάχιστο δεν τη βλέπετε• τον Τούρκο τον έχετε μπροστά σας κάθε μέρα, Η φλόγα που καίει στάντερα μέσα της Χιος σας πήρε μόνο το χώμα που ζήτε• ο Τούρκος σας έκλεψε τον ουρανό, σας σκεπάζει τον ήλιο που λάμπει για όλους, σας αρπάζει τον αγέρα που αναπνέουν όλα τα στήθια• σας σκλάβωσε και την ψυχή. Μια λέξη να πήτε δυνατά, λέφτερα να κοιτάξετε τον ουρανό δε σας αφίνει. Ανάθεμάν τον κι ανάθεμάν τον!
Είναι πούπετις νησί που νάπαθε τόσα; Ο Τούρκος αίμα δεν άφησε που να μη χύση. Όσους δεν έσφαξε, τους έκαμε δούλους. Πήρε παιδιά και μαννάδες, πήρε τα κορίτσια. Πόσους άκουσα να με τα λεν! Ποιος δεν τα θυμάται; Και να μη νομίζουμε που αφτά έγιναν και δε γίνουνται πια. Δεν τέλειωσαν τα βάσανα της Χιος. Με το σπαθί στο χέρι, στέκεται ο Τούρκος από πάνω της και τη φοβερίζει. Ας πάμε στη Χιο να τα διούμε. Κ' οι σεισμοί δεν τρομάζουν τον Τούρκο. Στο χαλασμό που έγινε είναι τώρα πέντε χρόνια, δεν ντράπηκε να μαζώξη φόρους. Πού να ξέρη ο Τούρκος τι έκαμε η Εβρώπη στο Μπερλίνο κι αν έφτειαξε συθήκες ή όχι; Η Εβρώπη είναι μακριά και δεν τη φοβάται; Τον παρά σου πρέπει να δώσης ή να σε πάρη τη ζωή σου. Διακόσιους στρατιώτες έστειλαν απάνω στα βουνά, για να κάμουν τι πράμα; Ένα χωριό να πολεμήσουν και να σκοτώσουν άντρες, γυναίκες και παιδιά. Οι πεινασμένοι, οι κουρελλιασμένοι πρέπει τώρα διπλούς φόρους να πλερώσουν και για ποιο λόγο; Για να χτίση στρατώνα η αφεντειά του, που με τους δικούς του παράδες δεν μπορεί μήτε στρατώνα να χτίση.
Οι γέροντες στα χωριά, όσο κι αν πονεί η καρδιά τους, πρέπει να κλειδώνουν τις πόρτες, άμα είναι να σηκώσουν τους φόρους, για να μη βγη χωρικός στη δουλειά, δίχως να δώση πρώτα τον παρά του. Άλλοι πάλε, που δεν έχουν ψωμί να φαν, προτιμούν από το παράθυρο όξω στα δρόμο να πέσουν, κι ας σπάσουν το κεφάλι τους. Ένας ζητιάνος είπε μια μέρα που φόρο να πλερώση δεν έχει, που όσο κι αν το θέλει δεν μπορεί. Ήρθε ένας ζαφτιές, να τον πάη κάτω στη χώρα• πήγαινε μπροστά ο ζητιάνος και πίσω του ο ζαφτιές. Κάθε ώρα τον έσπρωχτε, του σκουντούσε τη μέση με το κοντάκι, τον έκαμνε όλο αίμα και πληγή και του φώναζε τέτοια λόγια• — « Ο αφέντης μου σε προστάζει να του δώσης φόρο και τολμάς να μην τον ακούσης! Εσύ βγήκες, ψωρογκιαούρη, να βρίσης το βασιλιά μου και δεν ξέρεις που όλοι οι βασιλιάδες της Εβρώπης τόσο τον τρέμουν, που κανείς τους δεν τολμά να τον πειράξη.»
Οι δικοί μας στην Ελλάδα, τι κάμνουν, όσο μιλούν οι ζαφτιέδες με τέτοιο τρόπο; Λογαριάζουν πότε θα πάρουν την Πόλη, μετρούν πόσες δοτικές κατορθώνουν κάθε μέρα να πουν ή να γράψουν, πόσες είπαν τη δεφτέρα και πόσες την τρίτη. Καθαρίζουν τη γλώσσα. Ως τόσο κλαιν τα νησιά και δε βαστά η καρδιά σου να τακούς.
Φτάξαμε βράδυ στη Χιο κ' έπεσα να πλαγιάσω. Στις τέσσερεις το πρωί ξύπνησα άξαφνα. Με φάνηκε που κανένα ζώο τρομερό, κανένα θεριό μεγάλο πολεμούσε να σηκώση το σπίτι, για να περάση• η ράχη του έμοιαζε σαν τη θάλασσα να σηκώνεται και να πέφτη. Είτανε σεισμός. Ξαπλωμένος στο κρεββάτι μου, που σαν την κούνια πήγαινε κ' έρχουνταν, πρόσμενα να διώ τι θα γίνη. Έλεγα μέσα μου• — «Θα πέση το σπίτι; Σώθηκαν οι μέρες μας ή κι άβριο πάλε θα διούμε τον ήλιο;» Το κρεββάτι στάθηκε και δεν πάθαμε τίποτις. Μα να πω την αλήθεια, όταν άρχισε ο σεισμός, πολύ ήσυχος δεν είμουν• είχα κάποια σταναχώρια. Το πρώτο κούνημα του κρεββατιού μ' ήρθε κάτι δυσάρεστο• το δέφτερο με φάνηκε σαν πιο ποφερτό• στο τρίτο, κόντεβα να συνηθίσω. Μάλιστα, όταν τέλειωσε, πήγα να λυπηθώ. Αφτός ο σεισμός έχει τη φιλοσοφία του. Κάθε Γραικός έπρεπε νάρθη μια νύχτα να πλαγιάση στη Χιο. Τότες θα καταλάβη καλά ποια είναι η τύχη του Γραικού όχι μόνο στη Χιο, αλλά στην Ελλάδα και στην Εβρώπη. Δε στερεώθηκε ακόμη κι όλο κουνιέται. Δεν ξέρει σήμερα τι μπορεί να γίνη άβριο και λέει μέσα του• — « Θα γκρεμήσουν άξαφνα όλα ή θα χαρώ πάλε και το πρωί τον ήλιο της ζωής;»

ΙΖ'.

Το Πυργί.
Καλήτερα παίρνει κανείς την αναπνοή του στα βουνά. Στη Χώρα είναι πάρα πολλοί Τούρκοι και μ' έρχεται πλήξη να τους βλέπω. Σηκώθηκα το λοιπό να πάω να σεργιανίσω τη Χιο. Ένα πρωί, με το Σιορ Κωστή, κάτσαμε ο καθένας στο μουλάρι μας και σείραμε για τα μαστιχόχωρα. Ανεβαίναμε ψηλά ψηλά με τα ζα• κάποτες πάλε, κατεβαίναμε κάτω κάτω και πηγαίναμε κοντά κοντά στο γιαλό. Κάθε φορά που πηγαίναμε κοντά κοντά στο γιαλό, μ' έλεγε ο Σιορ Κωστής• — «Συχνά θα τραβούσε με το μουλάρι του στο γιαλό, συχνά θάρχουνταν ο Όμηρος νακκουμπήση σ' αφτό το βράχο που βλέπεις τώρα μπροστά σου. Εδώ θάγραψε την πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας και κοιτάζοντας τη θάλασσα, θάλεγε μέσα του• «παρά θίνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης». Αφτά τα κύματα, που ακούμε και σήμερα να δέρνουν το περιγιάλι, θα τόδερναν και τότες. Τάκουγε ο Όμηρος και στιχουργούσε.»
Του αποκρίνουμουν εγώ πάλε• — «Σιορ Κωστή, ο Όμηρος δεν έγραφε, γιατί δεν ήξερε να γράφη. Στον καιρό του αρφάβητο δεν είταν ακόμη. Δεν μπορούσε λοιπό να δώση αριθμούς στις ραψωδίες και να πη άρφα τη μια, βήτα την άλλη. Ο Όμηρος είταν αγράμματος άθρωπος• να τόχης για βέβαιο, Σιορ Κωστή, οι δασκάλοι μας σήμερα ξέρουν πολλά πιώτερα. Σιορ Κωστή, ένας Όμηρος δεν είταν• είταν πολλοί. Η Ελλάδα μας στάθηκε πλούσιος τόπος• ένας μόνος ποιητής δεν της έφτανε• έβγαζε πολλούς μαζί. Όλοι τους αφτοί οι ποιητάδες πήγαιναν από δω κι από κει σ' όλη την Ελλάδα• ο καθένας είχε να πη το δικό του• άλλος έλεγε για τα καράβια που μαζώχτηκαν τότες στην Τρωάδα• άλλος για τη βρισιά που πάτησε ο Αχιλλές του Αγαμέμνωνα• άλλος για το Διομήδη που είχε όλο μαζί δύναμη και μαργιολιά• άλλος πάλε τραγουδούσε για τον Πρίαμο το γέρο, που μοναχός του πρόβαλε τη νύχτα ίσια με την τέντα του Αχιλλέα, για να πάρη με κλάματα και με πόνους του γιούκα του το κορμί• άλλος ήξερε άλλα να πη για την Ελένη, που με μάτι ουράνιες χάρες γεμάτο, κοίταζε από πάνω από τα κάστρα το κακό που γίνουνταν κάτω• θάμπωνε τους γέρους η ομορφιά της. Αφτούς τους φτωχούς, τους πεινασμένους που περπατούσαν και τραγουδούσαν και ζητούσαν ένα κομμάτι κρέας για ανταμοιβή τους, τους λέμε ραψωδούς. Ποίηση και φαντασία δεν είχε τότες ένας άθρωπος μόνος• είχε όλος ο λαός κ' είταν πράμα μεγάλο, σε μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, με μιας να βρεθούν τόσα και τέτοια κεφάλια. Να σε πω μάλιστα κ' ένα άλλο, Σιορ Κωστή, γιατί έχω και γω την ιδέα μου. Όχι μόνο δεν έκαμε ένας ποιητής την Ιλιάδα, αλλά μήτε έγινε στον ίδιο τόπο• βγήκε μέσα από πολλά χωριά. Ένα χωριό μάθαινε μια ραψωδία, κι από το πρώτο το χωριό την έπαιρνε κ' ένα άλλο. Το καθένα την έσιαζε, την ξανάφτειανε, έβαζε μέσα και τη γλώσσα του. Για τούτο βρίσκεις τόσους αντίθετους, τόσους αλλοιώτικους τύπους στην Ιλιάδα• είναι χαμός καιρού να κάθεται κανείς να γυρέβη την πρωτότυπη γλώσσα της Ιλιάδας και να νομίζη που αφτή η γλώσσα είτανε μια και μόνη, ή που είχε ποτές ενώτητα και γραμματική απλή. Μην τα πιστέβης αφτά. Οι ραψωδίες, Σιορ Κωστή, άλλο τίποτις δεν είταν παρά δημοτικά τραγούδια, σαν τα δικά μας, απ’ αφτά που συνάζεις η εβγενεία σου και που σημειώνω κάποτες και γω. Και στα τραγούδια μας μέσα θα βρης τύπους αντίθετους, αλλοιώτικα γραμματικά συστήματα. Σ' ένα παραμύθι που θα σε πούνε σ' ένα χιώτικο χωριό, ακούς άξαφνα έναν τύπο που τον έχουνε μόνο στη Μακεδονία ή στο Μωριά! Μαζί με τους αθρώπους τρέχουν και τα παραμύθια. Αποφάσισε αν μπορείς σε τι γλώσσα έγινε πρώτα το παραμύθι. Απ' αφτά τα διάφορα τα τραγούδια ίσως βγη πάλε, Κωστάκη μου, καμιά μέρα και κει που δεν το προσμένει κανείς, μια καινούρια Ιλιάδα. Μη νομίσης που θα την παινέσουν οι δασκάλοι• θα πουν πρόστυχους τους στίχους, καθώς θάλεγαν και τον Όμηρο πρόστυχο, αν και σε κείνα τα χρόνια ζούσαν οι δασκάλοι, γιατί κι ο Όμηρος, σαν που λες, είταν αγράμματος ποιητής του λαού. Κι αν ο Όμηρος δε μιλούσε τη γλώσσα του λαού, πώς θα μάθαινε απ’ όξω τον Όμηρο ο λαός; Για βάλε το λαό μας, Σιορ Κωστή, να μάθη απ' όξω τη Θεοδώρα και τον Ηράκλειο. Να διούμε θα μπορέση;»
Ο Σιορ Κωστής τσίτωνε ταφτιά του κι άκουγε με προσοχή. Ο Σιορ Κωστής είναι σπάνιος Γραικός και δε μοιάζει τους άλλους• έχει περιέργεια ο νους του κι όλο θέλει να μάθη• δε νομίζει πως τα ξέρει όλα. Όταν του μιλείς για τον Όμηρο, δε θαρρεί που του τα λες για να τον πειράξης και τάχατις για να τον προσβάλης. Βλέπει που αφτά τα ζητήματα έχουν ένα σκοπό μόνο, την επιστημονική αλήθεια. Με τέτοιο σύντροφο μ' αρέσει το ταξίδι. Κεντήσαμε τα μουλάρια και πήγαμε μπρος. Ο σκοπός μας είταν καμιά δεκαπενταριά μέρες να μείνουμε στο Πυργί. Ας παν άλλοι να σεργιανίσουν την Εβρώπη• ας πα να διούν όσοι θέλουν, την Ασία με ταπέραντά της τα κράτη, την Αφρική με τα λιοντάρια, με τους άμμους και τα νερά της. Εμένα μ' αρέσει το Πυργί• τρελλαίνουμαι για τους Πυργούσους• στο Πυργί ξανοίγει η καρδιά μου.
Χάρηκα, άμα που το είδα το Πυργί. Στο Πυργί κ' οι πέτρες γελούν. Ο Πυργούσης δε σκύφτει το κεφάλι• λεφτεριά και καλοσύνη βλέπεις στο πρόσωπό του. Αχάριστος δεν είναι κι όλο θυμάται το καλό. Είναι έξυπνος κι ό τι πης, αμέσως το καταλαβαίνει. Ο Πυργούσης σέβεται τα παλιά του τα έθιμα• μάλιστα περηφανέβεται που τα βαστά. Έχει δίκιο ο Πυργούσης• ποτές σου δεν πρέπει ναρνηθής μήτε τόνομα, μήτε τη θρησκεία μήτε τη γλώσσα του πατέρα σου.
Όταν μπήκα στο Πυργί, ήρθαν όλοι τους να μ' ανταμώσουν. Κόντεβε να βραδυάση και σα λουλούδι στον ουρανό λίγο λίγο ξάνοιγε το φεγγάρι κι άρχιζε να χρησίζη. Νόμισα πως έβλεπα μπροστά μου παραμύθι ζωντανό και που ζούσα και γω μέσα, όταν τους είδα μαζωμένους δεξιά και ζερβιά στους στενούτσικους δρόμους, ανάμεσα στα πέτρινα σπίτια, τον καθένα με το δαδί στο χέρι, κάτασπρα ντυμένους να με χαιρετούν. Κάθουμουν απάνω στο μουλάρι και προχωρούσα σιγά κ' έδινα χεριές από δω, χεριές από κει και τα πρόσωπα γελούσαν και σα να δάκριζαν τα μάτια μου.
Σαν μπέης, μπέης έρχεσαι, σαν μπέης κατεβαίνεις Σαν κυπαρίσσιν αψηλό μεσ' στο χωριό μας μπαίνεις.
Όχι, Πυργουσάκια μου, δεν είμαι μπέης κι ο Μαχμούτης το ξέρει• δεν είμαι κυπαρίσσι και μεγαλεία δε γυρέβω. Είμαι χωριατόπουλο σαν και σας και τα χωριάτικα μ’ αρέσουν. Η προφορά σας με γλυκοχαδέβει ταφτιά κι απορώ με τις φορεσιές σας. Ο Πυργούσης άλλο δεν ξέρει παρά την παλιά του τη φορεσιά. Άσπρα ρούχα φορούν οι άντροι, άσπρα ρούχα οι γυναίκες, άσπρα τα παιδιά. Πρέπει μάλιστα τις Πυργούσαινες να τις διής, τι χάρη που την έχουν, όταν αγάλια αγάλια, με χρόνο και με ρυθμό, σαν καράβι που κουνιέται και πάει, περνούν από κάτω από τις καμάρες, βγαίνουν από τις στενάδες μέσα, κι άξαφνα προβάλλουν όξω στη στράτα, για να πάνε στην πηγή, με το σταμνί στην πλάτη, με το μπράτσο ξεστρογγυλωμένο που βαστά το σταμνί, — όλες ασπροντυμένες, σα ζωντανές μαρμαροκολώνες που περπατούν, και φέγγουν απάνω στο γαλανό χρώμα τουρανού.
Παιδιά, σας έβαλα στην καρδιά μου! Ένα μάλιστα μ’ άρεσε στο Πυργί• ποτές δεν πάτησε Πυργούσης στο σκολειό. Για τούτο τους αγάπησα τόσο. Ένας Πυργούσης με μίλησε με πολλή γνώση• — « Τα γράμματα, λέει, τι θα τα κάμουμε; Αν είταν τουλάχιστο γράμματα που να μπορούσαν κάτι να μας χρησιμέψουνε, δε θάλεγα τίποτις• μα τα γράμματα που μαθαίνουμε, δεν έχουν κανένα νόημα για μας. Παίρνεις ένα χωριατόπουλο που μέρα νύχτα λέει τον πατέρα του Φέντη, που κλίνει ο φέντης μου και του φέντη μου• έρχεσαι του λόγου σου, καθίζεις το χωριατόπουλο στο σκολειό και του μαθαίνεις που πρέπει να κλίνη ο πατήρ, τω πατρί, ω πατερ. Το κάμνεις κι όλας να διαβάζη κάτι πατράσι, και πατέρε, που ποτές δε θα τα χρειαστή, στη ζωή του. Τον Ξενοφώντα με την αττική του δεν τον έχουμε ανάγκη• μας φτάνει να ξέρουμε τη γλώσσα μας. Αν έβαζαν τουλάχιστο το παιδί να κλίνη ο πατέρας, του πατέρα, τον πατέρα, μπορούσε κάτι να φεληθή το παιδί• έτσι θα μάθαινε να μιλή και μ' όλους τους άλλους Ρωμιούς, με τους ομογενείς σαν που τους λεν και θα καταλάβαινε που όλοι μας μαζί, μια γλώσσα έχουμε που μας ενώνει.
Εγώ, τσελεμπή μου, είμαι αγράμματος κι όσα σε λέω στα λέω με τα μικρά μου τα μυαλά. Έτσι με φαίνεται πιο σωστό. Έπειτα να σε πω την αλήθεια; Μας έπνιξαν τα γράμματα. Τα γράμματα είναι λούσσο. Έχει κανείς άλλα να συλλογιστή. Δε με λες, εσύ που γύρισες την Εβρώπη, τι χρειάζεται ένα έθνος για να γίνη μεγάλο και ξακουστό; Να στο πω σαν που το ξέρω και βλέπουμε α συφωνούμε. Ένα έθνος θέλει δυο πράματα για να μεγαλώση• θέλει μάθηση και στρατό. Τώρα σε παρακαλώ να με πης με τι τρόπο μπορεί ναποχτήση μάθηση και στρατό; Με τι παράδες θα πλερώση και το δασκάλο και το στρατιώτη; Με τους παράδες τους δικούς μου. Με του έμπορου τους παράδες, που μέρα νύχτα δουλέβει, με τους παράδες του χωριανού που ιδρώνει και σκάφτει τη γις. Είναι φρόνιμο λοιπό να κοιτάξουμε πρώτα να κερδίσουμε τους παράδες. Ο έμπορος κι ο χωριανός είναι τα πρώτα σου θεμέλια, κι αν έχεις στο νου σου να χτίσης παλάτι, απάνω στη πλάτη τους θα το χτίσης. Να μη σταβρώνουμε τα χέρια, νομίζοντας πως δεν ταιριάζει να κοπιάζουμε, πως τάχατις ξεπέφτουμε. Ξέρω που κάποτες μας περιφρονούν εμάς ή που βωλοσηκώνουμε ή που κάμνουμε τον έμπορο• κοντέβουν όλοι οι Γραικοί να γίνουνε δικηγόροι και γιατροί. Ως τόσο, το γιατρό και το δικηγόρο, εγώ είμαι πάλε που τους σπουδάζω.»
Να είχα χρήματα, Πυργούση μου, που τα λες τόσο καλά, με χρυσά γράμματα θα τύπωνα τα λόγια σου να τα μοιράσω στην Ελλάδα. Ας τα χαράξουμε στο νου μας, που δεν κοστίζει και παρά. Όλοι στο Πυργί τέτοιες ιδέες έχουν. Ένας μοναχά με χάλασε το κέφι• είταν ένα παιδί καμιά δεκαπενταριά χρονώ, φορούσε φράγκικα και πολεμούσε να μιλήση παστρικά. Μια μέρα περνούσα από το σπίτι του μπροστά• είταν ίσια η ώρα που έρχουνταν από το μάθημα το παιδί. Τάκουγα και φώναζε μέσα του πατέρα του• — «Δεν ντρέπεσαι για τη βάρβαρή σου τη γλώσσα• Βαρέθηκα το σπίτι που μιλούν τόσο πρόστυχα. Με κάμνει ντροπή να σ' ακούω. Δεν μπορώ πια να ζήσω στο χωριό. Έμαθα καλήτερα και θα γίνω δασκάλος.»
Ο πατέρας του ο καημένος δεν τολμούσε να πη λέξη κ' έμοιαζε σα ζεματισμένος. Τι να πη; ο γιος του ήξερε γράμματα και κείνος ο δύστυχος δεν ήξερε. Δε με φάνηκε παράξενο να μιλήση έτσι το παιδί• έπρεπε να τακούσουμε κι αφτό. Κάθε ασέβεια μάθαμε. Αφού μας έδειξαν που πρέπει να καταφρονούμε του πατέρα μας τη γλώσσα, είτανε συνέπεια να καταφρονήσουμε και τον πατέρα τον ίδιο που τη μιλεί. Είπα να με φέρουν το παιδί. Ήρθε χαρούμενο, κολακεμένο που το ζητούσε ένας καθηγητής. Όλα του τα ελληνικά με τάβγαλε στη μέση με μιας. Άμα τον είδα• — « Παιδί μου, του είπα, δε με λες, του πατέρα σου πώς του φωνάζεις, όταν είναι να του μιλήσης;»
— Πετιέται το παιδί και με κάμνει• — « Πάτερ!»
— « Μπα! και γιατί τάχατις δεν του λες πατέρα;»
— « Γιατί είναι λάθος.» — «Μπράβο, παιδί μου! Βλέπω που ξέρεις γράμματα. Θέλω και γω τώρα κάτι να με μάθης. Πώς κάμνει η γενική του ενικού και του πληθυντικού;» — «Πατρός, πατέρων.» — « Καλά! Δόσε με τώρα να καταλάβω γιατί έχει ένα η η ονομαστική, και γιατί δεν έχει η η γενική μήτε του ενικού μήτε του πληθυντικού; Για ποιο λόγο η γενική πατέρων τονίζει το ε, κι από πού βγήκε αφτό το ε και γιατί δεν τόχει η γενική πατρός; Ξέρεις να με το ξηγήσης;» — «;;» (Το καημένο το παιδί δεν έβρισκε να πη γρυ). — « Πες με τώρα κι άλλο. Σαν ανώμαλο με φαίνεται αφτό το πατήρ• φοβούμαι μήπως είναι λάθος. Από που ξετρύπωσε το άρφα της δοτικής πληθυντικής πατράσι; Γιατί με μιας χάνεται το ε και πότε βλέπεις η, πότε α, πότε τονίζεται το ε και πότε δεν τονίζεται; Έχει το λόγο της η ονομαστική — αιτιατική του δυικού ή δεν έχει;» — Έχασκε το παιδί, σα να τα είχε χαμένα. — « Δεν το ξέρεις; Ας είναι! Θα ξέρης τουλάχιστο να με ξηγήσης την κλητική πατέρα. Πώς έγινε η ονομαστική πατέρας; Γιατί έχει το σ και το α; Για ποιο λόγο βαστιέται το α της ονομαστικής στην κλητική, στη γενική, στην αιτιατική; Είναι νόμος γενικός στη γλώσσα μας, ταρσενικά να κρατούν το α της ονομαστικής σ' όλο τον ενικό, ή είναι λάθος; Μ' άλλα λόγια, πρέπει να λέμε του πατέρα ή μπορούμε άξαφνα να το κάμουμε του πατέρε, του πατέρου, ή και του πατέρη, όπως τύχη; Μια κλητική πατέρο, νομίζω, θα είναι λάθος• η κλητική πατέρα πρέπει λοιπό να είναι νόμος γενικός• αν είναι νόμος γενικός, λάθος δεν είναι, γιατί το λάθος κανόνα δε γνωρίζει• κι όπως το θέλεις το κάμνεις. — Άλλο τώρα• στον πληθυντικό γιατί δεν έχουμε α; γιατί στέκεται παντού ο τόνος στο ε; γιατί μοιάζει η ονομαστική με την αιτιατική; Ποιος είναι ο λόγος; Είναι με τάξη το πράμα ή δεν είναι;» — « Μα δε με τάμαθαν αφτά, με φωνάζει το παιδί απελπισμένο.» — « Δε στάμαθαν; Τότες να σωπαίνης. Για να λες ποιο είναι λάθος και ποιο δεν είναι, πρέπει πρώτα να ξέρης για τι μιλείς. Όποιος δεν είναι άξιος να σε πη μήτε πώς μορφώθηκε η ονομαστική πατήρ, μήτε πώς έγινε η ονομαστική πατέρας, δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα ναποφασίζη, ποιος είναι και ποιος δεν είναι ο κανονικός τύπος, γιατί πρώτα πρώτα δε νοιώθει ακόμη τι θα πη κανονικός τύπος. Δεν ταιριάζει και πολύ να μας διδάσκη τι γλώσσα πρέπει να γράφουμε. Όσα λες είναι κούφια λόγια. Δεν είσαι σε θέση να κρίνης τι είναι λάθος και τι δεν είναι. Καλά θα κάμης ναφήσης τα πάιδιακήσια και πρώτος εσύ να μην τα συνορίζεσαι.»
Ας μη συνοριστούμε και μεις τα δασκαλεμένα τα παιδιά κι ας πάμε στη δουλειά μας! Για θυμηθήτε, Πυργουσάκια, Πυργούσοι και Πυργούσες, τι χρυσές κουβέντες που τις κάμναμε μαζί! Δεν έβγαζε λέξη το στόμα σας που να μην τη γράψω•
Άης Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία, Βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Έτσι τόπαθα και γω, παιδιά. Πάντα με το χαρτί στο χέρι, κι όταν περπατούσα στους δρόμους κι όταν είχαμε βεγγέρα το βράδυ. Έρχουμουν από την Καισαρεία και γω, μακριά μακριά σαν τον Άη Βασίλη. Κ' έπρεπε νάρθω τόντις από μακριά μακριά για να σπουδάξω τη γλώσσα σας. Οι δασκάλοι μιλούν όλο για παιδεία, για επιστήμη κι ως τόσο ποιος δάσκαλος κατάλαβε που τέτοιες μελέτες θέλει σήμερα η επιστήμη κ' η γλωσσολογία, δηλαδής να κάμουμε ξεχωριστά μονογραφίες για τα χωριάτικα κάθε χωριού. Ένα μόνο καταλάβαμε για την ώρα, ετυμολογίες• « η χανούμισσα θα πη χάνω το νου μου κι από το orecchio έγινε το γροικώ.» Τέτοια πάμε και λέμε. Μας έπιασε κι άλλη μανία• συνάζουμε λέξες. Μα δεν ξέρουμε που για να συνάξουμε λέξες, για να κάμουμε μια και μόνη ετυμολογία, πρέπει πρώτα να μάθουμε ποιοι είναι οι φωνολογικοί, ποιοι οι μορφολογικοί κανόνες της γλώσσας που ετυμολογούμε στα στραβά. Να τεντώνουμε ταφτιά μας και νακούμε πώς προφέρνουν τις πιο συνηθισμένες λέξες, να προσέχουμε πώς λεν εγώ και εσύ, καλημέρα και καλησπέρα. Έτσι θα μας φανερώση η γλώσσα τους θησαβρούς της.
Αχ! να μπορούσα! να είχα δύναμη, νου και ζωή! να είχα την τέχνη και τον τρόπο! Θάτρεχα παντού στην Ελλάδα• θα πήγαινα σ' όλα, σ' όλα τα χωριά ένα ένα. Με το σάκκο στον ώμο, με το χαρτί στο χέρι, θα μάζωνα, θα μάζωνα• θάρριχτα μέσα στο σάκκο κόλλες χαρτί• θάβαζα μέσα κάθε λέξη, κάθε τύπο, κάθε προφορά. Να είχα δέκα ποδάρια να περπατώ, δέκα αφτιά νακούω! Σαν κρασάκι να πιω τα λόγια του χωρικού• να διώ πώς μιλούνε σε κάθε τόπο, ποια γλώσσα μοιάζει με την άλλη, τι ξεχωρίζει το ένα ιδίωμα από τάλλο, πόσα γλωσσικά κέντρα βρίσκουνται στην Ελλάδα, πώς λίγο λίγο μορφώνεται μια γλώσσα, πώς καταντά μια γλώσσα χωριανή να γίνη κοινή σ' όλους, πώς ξαπλώνεται και διαδίδεται, πώς αλλάζει λίγο λίγο στην ψυχή μέσα και στο στόμα η αθρώπινη λαλιά. Χάνουνται τα χωριάτικα, πριν καταλάβη ο κόσμος τι αξίζουν και πόσο η σπουδή τους θα τιμήση την Ελλάδα. Αχ! να μπορούσα! Τόσα ζητήματα που σήμερα βασανίζουν τους σοφούς, εθνολογικά, ιστορικά, φιλοσοφικά ζητήματα, φτάνει να καταδεχτής νακούσης το χωρικό που σε μιλεί και βλέπεις την αλήθεια, και σ' έρχεται φως!
Οι λόγιοι σπουδάζουν τις γλώσσες, όσο τις βλέπουν τυπωμένες στο χαρτί και νομίζουν πως οι γλώσσες δεν έχουνε ύπαρξη παρά στο χαρτί. Αν άκουγαν τον Όμηρο να μιλή, δε θα πρόσεχαν τι λέει Τον έχουν τυπωμένο και μελετούν τους στίχους του. Πόσους άκουσα να με λεν — « Πώς θα γράφουμε τη δημοτική, αφού γραμματική δεν έχει;» Θαρρούν τάχατις πως είχε η αρχαία και που ο Πλάτωνας, κάθε φορά που πήγαινε να γράψη μια φράση, σκάλιζε στη γραμματική του να μάθη πώς έπρεπε να το γυρίση και ποιο τύπο να βάλη. Γραμματική νομίζουν πως είναι μόνο η γραμματική που τυπώνεται• όσο δεν είναι τυπωμένη, όσο δεν έγινε η γραμματική βιβλίο, σε λεν πως δεν υπάρχει. Φαντάζουνται με τα σωστά τους πως μπορεί να φανή μια γλώσσα στον κόσμο και που μπορεί να μιλιέται χωρίς νάχη τη γραμματική της, κι ας μην είναι η γραμματική τυπωμένη. Είναι το ίδιο σα να φαντάζουνταν πως μπορεί ένα σπίτι να στέκεται ίσιο δίχως θεμέλια. Βλέπεις πού κατάντησε το ζήτημα της γλώσσας• με τέτοιες παιδιακήσιες ιδέες έχεις να πολεμήσης. Τέτοια πρέπει να κοπανίζης, και θέλεις καλή πομονή για να μη βαρεθής και ταφήσης όλα στη μέση. Ο σκοπός της γραμματικής δεν είναι να φτειάνη γλώσσες μήτε να τις κανονίζη• είναι να βρη τον κρυφό τους κανονισμό, τους φυσικούς τους νόμους, νακούση πώς τις μιλεί ο λαός και να καταλάβη πώς τις έκαμε.
Ζωντανή γλώσσα είταν η αρχαία κι όχι ψώφια σαν την καθαρέβουσα. Σ' όλη την Ελλάδα, τότες καθώς και σήμερα, είταν ένα πλήθος χωριά και το καθένα μιλούσε τα χωριάτικα του καιρού του. Το ένα χωριό συγκοινωνούσε με τάλλο κ' έτσι μορφώθηκε λίγο λίγο και βγήκε μια δωρική, μια ιωνική, μια αττική γλώσσα. Η αττική που ξέρουμε σήμερα δεν είταν ενός μόνου χωριού γλώσσα• είταν ανακατωμένη, κοινή γλώσσα, καμωμένη από τις διάφορες λέξες, από τους χίλιους τύπους που συνήθιζαν οι χωρικοί όλης της Αττικής. Στην αρχή κι αφτή η δωρική άλλο τίποτις δεν είταν παρά χωριανή γλώσσα, πρόστυχη, χυδαία, και στα χωριά τη μιλούσαν. Ελάτε δασκαλάκια στο Πυργί να το διήτε. Ελάτε να μάθουμε γλώσσα τι θα πη, να καταλάβουμε και πράματα πολλά της αρχαίας που δεν τα χωρεί ο νους μας, όσο τα βλέπουμε τυπωμένα. Κάθε μέρα πιάνουμε τη γραμματική και διαβάζουμε μέσα τον τύπο τιμάω—τιμώ, φιλέω—φιλώ. Τα λέμε συνηρημένα ρήματα, γιατί μας έμαθαν έτσι να τα λέμε. Δεν απορείτε όμως πώς μπόρεσε το φιλέω να καταντήση στο φιλώ; Δε σας φαίνεται παράξενο ένα τέτοιο πήδημα; Δε ρωτάτε τι έγινε ο τόνος, που πήγε το ε που τον είχε, και πώς είναι δυνατό να χαθή ένα φωνήεντο με τόνο; Η συναίρεση στο χαρτί έφκολα γίνεται• δεν έχει κανείς παρά να βάλη το φιλώ κοντά στο φιλέω, και να τραβήξη μια γραμμή για να ξεχωρίση τα γράμματα και για να το κάμη φιλέ—ω, ώ. Μα οι Έλληνες που είπαν αντίς φιλέω φιλώ, δεν τράβηξαν καμιά γραμμή• δεν έκαμαν τη συναίρεση απάνω στο χαρτί• έτσι τόφερνε η ζωντανή προφορά κ' η ζωντανή προφορά δεν έχει μήτε τυπογραφεία μήτε βιβλία. Πόσα έπρεπε πρώτα να πάθη το φιλέω για να γίνη φιλώ! Έπρεπε να χάση τον τόνο του το ε, να πάη ο τόνος στο ω, να καταντήση το ε πιο ψιλό, μόλις νακούγεται, κ' έτσι λίγο λίγο νακουστή μόνο το ω. Όσο βλέπουμε το φιλώ στα βιβλία, ένας τέτοιος τύπος δεν μπορεί παρά να μας φανή λάθος τρομαχτικό. Και τι αθρώποι είταν οι Έλληνες για να μιλούν έτσι, να χάφτουν τόνους και φωνήεντα; Ίσως, αν πάτε στο Πυργί, — και σ' άλλα χωριά, — θα διήτε πώς έγινε το πράμα. Ταρχαίο το φιλέω—ώ δε θα τακούσετε πια, μα θα βρήτε άλλα πολλά που του μοιάζουν και θα καταλάβετε με τι τρόπο αλλάζουν οι γλώσσες. Πηγαίνοντας από ένα χωριό σ' ένα άλλο, θαπαντήσετε στο καθένα την ίδια λέξη με μια άλλη προφορά• θα πάρη ταφτί σας τις πιο μικρές διαφορές που έχουν αναμεταξύ τους όλα αφτά τα χωριά, θακουλουθήσετε τάπειρα φωνολογικά στάδια ενός τύπου και θα βλέπετε την κάθε αλλαγή και τη σειρά αλάκαιρη. Σ' ένα χωριό θα λεν η ψυχή, σ' ένα άλλο ψυ'ή με δασεία αντίς χ, σ' ένα τρίτο ψυή χωρίς τη δασεία, σ' ένα τέταρτο ψυή με μισό άτονο υ, πάει να πη που μόλις θακούσετε το υ, και τότες μόνο βγαίνει ο γνωστός τύπος η ψή, που δε σε φέρνει πια καμιά δυσκολία. Με τον ίδιο τρόπο και σταρχαία τα χωριά, αν είχαμε ζήσει σε κείνα τα χρόνια, θακούγαμε κάπου φιλέω, κάπου φιλέώ, κάπου φιλεώ με μισά ε κ' έπειτα φιλώ. Σπουδάζουμε τη γραμματική, μα το νόημά της μας ξεφέβγει• προσέχουμε στα στοιχεία κι αμελούμε την αλήθεια• ανοίγουμε τα μάτια και στουμπώνουμε ταφτιά μας. Πια καλά θα καταλάβης και τη γραμματική της αρχαίας και τη γενική γραμματική αν ακούσης πώς μιλούν, παρά αν πιάσης βιβλίο να μελετήσης. Μια μέρα τα χωριάτικα θα γίνουν η πρώτη βάση της γλωσσολογικής επιστήμης. Φτάνει να τα συγκρίνης με ταρχαία κι αμέσως ζωντανέβει το βιβλίο που διαβάζεις μόνο με τα μάτια• θα σε φαίνεται τώρα που τακούς και σε μιλεί.
Δάσκαλε, δασκάλε, μην καταφρονήσης στη ζωή σου τη γλώσσα του χωριού• είναι η αρχή της σοφίας. Άκουσε κ' ένα άλλο, ναπορήσης• όσο κι αν κοπιάσης, όσο κι αν πάρης να διαβάσης Πλάτωνα και Ξενοφώντα, όσο κι αν καθαρίσης τη γλώσσα σου, να το ξέρης• ποτές δε θα το καταφέρης να μιλήσης αφτή τη γλώσσα που θέλεις, τόσο καθαρά, τόσο νόστιμα και τόσο κανονικά, όσο μιλεί την γλώσσα του ο χωριανός
Ελάτε δασκαλάκια στο χωριό. Στο χωριό, με τον καθαρό τον αγέρα, με την ωραία τη φύση, θα ξανοίξη κι ο νους κ' η καρδιά σας. Όλα καλά στο χωριό. Χαίρεσαι διπλά τη ζωή, αν και κάπου κάπου κανένας κρυφός, κανένας γλυκός πόθος γεννιέται μέσα στην ψυχή σου. Νοιώθει κανείς μ' όλα του τα δυνατά ποίηση και φύση. Έκαμα και γω δυο πυργούσικους στίχους της Μαρούς του Γιαννίρη•
Γράμματα είν' τα λόια σου τσαι το Πυργκί σχολειό μου, Τσ εώ Πυργκούη θα εννώ, α το κάω ωργκιό μου.

ΙΗ'.

Αγάπη.
Έλα μαζί μου στο βουνό• μην κάθεσαι κάτω στη Χώρα. Εσένα διψώ, εσένα παντού τα μάτια μου σε γυρέβουν. Την αγάπη σου θέλω και για τίποτις άλλο στον κόσμο δε με μέλει. Γιατί μ' αφίνεις μοναχό; Δε θυμάσαι στην πατρίδα σου κάτω, στη λατρεμένη μας την πατρίδα, δε θυμάσαι τη θάλασσα, που κάθε μέρα σηκώνεται και τραβιέται, όπως τη σείρη το φεγγάρι; Όταν τραβιέται, πάει μίλια μίλια μακριά και το περιγιάλι απομνίσκει ολόξερο, γυμνό, σαν ορφανεμένο. Όταν πάλε σηκωθή, περεχύνει στα γεμάτα τον έρημο τον άμμο• χαίρεται το διψασμένο το χώμα και τα παράλια ζωντανέβουν. Η καρδιά μου μοιάζει με το γιαλό• όσο δε σ' έχω, είμαι σαν το ξενιτεμένο το περιγιάλι κι όλο προσμένω να δροσιστώ με της αγάπης σου την πλημμύρα.
Εσύ μόνη στον κόσμο ξέρεις να θρέφης στην καρδιά σου μεγάλες ελπίδες, στο νου σου ψηλούς λογισμούς. Το καλό, το σωστό και τωραίο, τα νοιώθεις δίχως να στα πουν. Παντού προσπαθείς την αλήθεια να βρης, στην τέχνη, στην επιστήμη, στη θρησκεία. Την αλήθεια γυρέβεις στον ουρανό και στη γις• αφτός είναι ο πόθος της ψυχής σου. Κανενός όμως δεν το λες, κανενός δεν το φανερώνεις και μήτε ξέρεις η ίδια τι αξίζεις. Έχεις όλη τη χάρη τη γυναικήσια, έχεις την αφέλεια του παιδιού που δε γνωρίζει την ομορφιά του. Όλη σου η ζωή είναι μελέτη του καλού, είναι απλότητα και νοστιμάδα, είναι χαμογέλοιο και χαρά ταπεινή. Τα λόγια σου είναι γεμάτα γλύκα, φρόνηση και γνώση• με τον καλό σου, με το χαδεμένο σου τον τρόπο ξέρεις να πης του καθενός ένα λόγο. Όλο θέλεις αψηλά νάχουμε το νου μας, κ' η σοφία που κυβερνά τη ζωή σου μοιάζει σα λαμπάδα κρυμμένη που από μέσα φωτίζει σιγά κανένα άγαλμα χαριτωμένο.
Τι να σε πω που να σ' αξίζη; Τι τραγούδι να βρω που να σ' αρέση; Σαν το πουλί που τραβά ίσια με τα σύνεφα και στέκεται στον αγέρα με τα φτερά ανοιχτά, ανεβαίνουν οι λογισμοί σου και τον ουρανό με ξεσκεπάζουν. Τι θέλεις να κάμω για σένα; Η αγάπη σου με βάζει φτερά στην ψυχή. Για μια κόρη μοναδική σαν και σένα πρέπει να κάμη κανείς κανένα έργο μοναδικό. Τι βιβλίο, τι ποίημα να σε δώσω που να το χαρής; Θέλω κάτι να είμαι! Δε θέλω να φανώ μπροστά σου σαν τους άλλους. Σ' αγαπώ και στα μάτια σου μέσα, στα γαλανά σου τα μάτια προσπαθώ να διώ καμιά μέρα που κατάλαβες ώσπου μπόρεσε η αγάπη σου να με φέρη.
Τα γαλανά σου τα μάτια! Αχ! δεν πρέπει ποτές ο θάνατος να τα κλείση. Δε γίνεται με μιας να χαθή τόσο κάλλος. Ποτές δε φοβήθηκα τόσο το Χάρο, ποτές με τόση λύπη, με τόσο καημό δε συλλογίστηκα το θάνατο, όσο τώρα που κοιτάζω τα μάτια σου και λέω που μια μέρα ο Χάρος θα τα σφαλήξη. Στα μάτια σου φαίνεται όλη σου η ψυχή. Είναι βαθιά σαν τη θάλασσα, ήσυχα σα μια λίμνη, γλυκά σαν την αβγή. Τα βλέπω και μέσα τους βλέπω τον καθαρό σου το νου, την εβγένεια σου όλη, τα φρονήματά σου τα γενναία, τις ιδέες, τους λογισμούς σου, των ιδεών το σιγανό σου το φως. Είναι σαν αντηλιά της ζωής σου. Και τι; όταν τα σκεπάση αιώνια νύχτα, μαζί τους θα χαθή κ' η ζωή σου, κι ο κόσμος θα σε ξεχάση, άμα πια δεν τα διή; Αφού είδαν οι αθρώποι τόση χάρη, τόση καλοσύνη και τέτοια ψυχή, δε γίνεται να ξεχάσουν που φάνηκες μια μέρα μπροστά τους. Είναι χαρά για τη γις, όταν το πόδι σου την πατεί, χαρά για τον κόσμο όταν έρχεσαι και σε βλέπει που προβαίνεις. Εσένα σε χαίρεται η φύση• σε θωρεί, και το πλάσμα της καμαρώνει. Θέλεις ο κόσμος να φανή αχάριστος και να μη σε θυμηθή; Η μνήμη σου πρέπει να μείνη παντοτινή. Αχ! κάμε να βρω για σένα αθάνατα λόγια, κάμε να σε δώσω αθάνατη ζωή.
Ξέρω τι θα με πης, εσύ που ποτές δε φρόντισες για τον εμαφτό σου. — « Τι θα την κάμουμε τη δόξα; Να ζήσουμε στη μνήμη των αθρώπων ή να μη ζήσουμε, τι μας μέλει; Κάλλια την αγάπη μας να χαρούμε, αφού σ' αγαπώ και μ' αγαπάς. Μην το πιστέψης, φως μου, ποτές, που για την αγάπη την πολλή η ζωή μας είναι λίγη, που για να μάθουμε τι θα πη εφτυχία, δε μας φτάνουν τα χρόνια που μας χάρισε η τύχη. Μια ώρα στον κόσμο ναγαπήσης, έβαλες αιώνες στην καρδιά σου. Μήπως δεν τις γνωρίσαμε, μήπως δεν τις ξέρουμε τις αιώνιες χαρές της ψυχής; Άμα με λες που μ' αγαπάς, με φαίνεται αθάνατη η ζωή. Και τι πειράζει να ξέρουμε μέσα στο νου μας που ο Χάρος μια μέρα θα μας θερίση, αφού την ώρα που με το λες, νοιώθω μέσα στην καρδιά μου που είναι απέραντη η αγάπη;»
Αχ! δεν ξέρεις εσύ, που χαίρεσαι τα λαμπρά σου τα νιάτα, τα πικρά βάσανα που μας βασανίζουν. Όταν περπατούμε στους κάμπους κ' οι δυο μας μαζί, δεν είμαστε μονάχοι. Μια συντρόφισσα μάς ακουλουθεί και μόλις μπορείς το βήμα της νακούσης. Είναι η καθημερνή συντρόφισσα της ζωής, η μελαχολία, που όλο στο πλάγι μας βαδίζει. Εκείνη μας κάμνει να καταλάβουμε πρώτα πρώτα τη ζωή, να γνωρίσουμε τον εμαφτό μας. Εκείνη μας δείχτει που τίποτις δεν είμαστε στον κόσμο. Εκείνη ποτίζει φαρμάκι τις χαρές μας. Πόσες φορές άκουσαν οι ποιητάδες τα λόγια που τους λέει! Σιγά σιγά ψιθυρίζει σταφτιά τους, με μια φωνή που μοιάζει δάκρια γεμάτη, παράπονα λυπητερά. Ένας μάλιστα μας τα είπε μια μέρα που πήγαινε με την αγάπη του μαζί• του κάκου χαίρουνταν η καρδιά του• κρυφά κρυφά η Μελαχολία του μιλούσε•
— « Το χώμα που σήμερα πατείτε, άλλος άβριο θα το πατήση• άλλο ταίρι αγαπημένο, σαν και σας αγκαλιαστά, θα περάση από κάτω από τον ίσκιο του πλάτανου που σας σκεπάζει. Τα δέντρα που στέκουνται γύρω γύρω, τα λουλούδια που σκύφτουν το κεφαλάκι τους να σας χαιρετήσουν, το χόρτο που χαίρεται να σας βλέπη κι ο αγέρας αφτός που γλυκαναστενάζει στα κλαδιά, θακούσουν άλλο στόμα να λέη και θα διούν άλλη γυναίκα νακούη τις ίδιες λέξες της αγάπης που λέτε σήμερα και σεις. Και σε κείνους η φύση θα κάμη τα ίδια χάδια που σας έκαμε. Οι βρύσες θα ξαναπούν το τρέμουλό τους το τραγούδι, θα κελαδήσουν τα πουλιά με την ίδια χάρη• ο άνεμος θα χαδέψη τα μαλλιά τους• η πρασινάδα του κάμπου δε θαλλάξη. Μόνοι σας εσείς οι δυο, ώςπου να πάτε στην άλλη άκρη της πεδιάδας, θα βρήτε το Χάρο που σας προσμένει κι ο κόσμος θα σας ξεχάση• μήτε θα ξέρη το χόρτο αν είχετε μια μέρα και σεις αγάπη στην καρδιά σας.»
Αχ! άσπλαχνη φύση που δεν αλλάζεις! Δεν μπορούμε τάχατις μια μέρα να γίνουμε σαν και σένα; Αφού είναι αιώνιος ο ουρανός σου, αφού είναι η πρασινάδα σου παντοτινή, άραγες δεν είναι δυνατό, εμείς που καταλάβαμε στα γεμάτα την ομορφιά σου, δεν είναι δυνατό να πάρουμε τίποτις από σένα, να βάλουμε λίγο γαλάζι τουρανού σου στην ψυχή μας, να κρύψουμε λίγη πρασινάδα του κάμπου στην καρδιά μας, να κλέψουμε, να φυλάξουμε μέσα μας τίποτις δικό σου, που να μας μείνη για πάντα και να είναι αθάνατο σαν και σένα; Είναι αλήθεια που θα μας ξεχάσης; Δε φοβάσαι οι πεθαμμένοι να δακρίσουν εκεί κάτω στον τάφο και να πουν — « Τώρα που μας κάλυψε το χώμα, γιατί δε μας θυμάσαι πια; Δείξε μας, μόνο μια στιγμή, που λυπάσαι τους πεθαμμένους. Δε σε λέμε να μας κλάψης• λίγο να κιτρινίση το χόρτο στην πέτρα που μας κρατεί, και μας φτάνει. Ρίξε μάννα, κάτω στο μνήμα μια ματιά στα παιδιά σου, για να μην είναι παραπονεμένα• κοίταξε λίγο τους πεθαμμένους, για να φυτρώσουν, καθώς φυτρώνουν τα λουλούδια απάνω στη γις που τους σκεπάζει, γλυκοί λογισμοί στην καρδιά τους.»
Ο Χάρος είναι παντού• σ' όλα μέσα κάθεται κρυμμένος κι όλα λίγο λίγο τα τρώει. Ο κόσμος είναι δικός του. Τη φύση, εκείνος την έχει και την κυβερνά. Το Χάρο θα βρης μέσα και στο πράσινο φύλλο που κιτρινίζει και στάστρο που σήμερα φέγγει στον ουρανό κι άβριο μπορεί να σκοτινιάση. Είναι μυστήριο η ζωή πρώτα για μας που τη ζούμε. Πώς θα γλυτώσουμε από το Χάρο, αφού πράμα δεν αφίνει που σιγά σιγά να μην το σπρώξη στον τάφο; Όλα παίρνουν το δρόμο που τα παγαίνει. Ό τι έχει ζωή, την έχει μόνο και μόνο για να τη δώση μια μέρα στο Χάρο• α δεν είταν ο Χάρος, δε θάβλεπες πράμα στον κόσμο ζωντανό• α δεν είτανε γραφτό να πεθάνουμε, μήτε θα γεννιούμαστε! Η φύση αλάκαιρη, ο κόσμος με τα χίλια φαινόμενά του, είναι σαν τα στάχια που κάθε ώρα τα βλέπεις και γίνουνται πιο ώριμα με τον ήλιο• ο ήλιος είναι η ζωή κι ως τόσο όλα προσμένουν ο Χάρος να τα θερίση.
Πού θα καταντήσουμε; πού πάμε; Δε μας τόμαθε κανείς. Από το βουνό που κάθουμαι βλέπω κάτω κάτω στη θάλασσα ένα καράβι που περνά με φουσκωμένα παννιά. Ρώτα τους ταξιδιώτες πού παν και θα στο πούνε στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Σμύρνη ή στην Εβρώπη. Ξέρει κάθε διαβάτης για πού είναι. Ρώτηξε όμως του κόσμου τους διαβάτες που τρέχουν, πού πάει του καθενός η ζωή, πού πάει ο άθρωπος απάνω στη γις κ' η γις πού πάει μέσα στον ουρανό; Πού παν τάστρα που φέγγουν κάθε νύχτα; Ποιος δαίμονας, καλός ή κακός, κυβερνά τους πλανήτες που κάμνουν τον ίδιο γύρο κάθε χρόνο; Ποιος είναι ο σκοπός τους; θα σταθούν ή πάντα θα τρέχουν; Όλος αφτός ο απέραντος κόσμος πότε και πώς θα τελειώση; Σε τέτοιο ρώτημα ψυχή δε θαπαντήση. Δεν ξέρουμε μήτε πού πάμε μήτε ποιος μας έκαμε μήτε γιατί μας έκαμε. Μας έκαμε για το Χάρο. Αφτό βλέπουμε μόνο κι ώςπου να το διούμε, ο θάνατος μας τραβά.
Του κάκου ο πόνος κι ο κόπος, ο ίδρος κ' η παντοτινή δουλειά. Τι θα μας χρησιμέψη; Ό τι γεννήθηκε πρέπει να πεθάνη. Ό τι άρχισε μια μέρα πρέπει μια μέρα να τελειώση. Θα χαλάση κ' η γις αφτή που σήμερα μας σηκώνει. Ο πλανήτης μας πάντα δεν είταν αιώνιος λοιπό δε θα μείνη• θάρθη η ώρα του και κεινού. Έτσι θα χαθούμε και μεις. Τι το λοιπό; μήπως δεν είναι το ίδιο να πεθάνουμε σήμερα ή να μας πάρη ο θάνατος μόνο σε πεντακόσιες χιλιάδες χρόνια; Φαντάσου που τάζησες, αγάπη μου, τα τόσα χρόνια, κι αφού τάζησες που τέλος έφταξε η ώρα που πρέπει και συ να καταστραφής κ' η γις που πατείς κι ο ήλιος ο λαμπρός που σε φωτίζει. Σε κείνη την ώρα, εσύ που έζησες τόσους αιώνες κ' ένας που σήμερα πεθνίσκει, θάχετε την ίδια τύχη• όσο ζγιάζεις εσύ, θα ζγιάζη και κείνος. Την αιωνιότητα πού θα τη βρούμε; Ποιος θεός θα μας τη δώση; Ποιος θα σε χαρίση αθάνατη ζωή; Πώς θα μπορέσουν τα γαλανά σου τα μάτια να γλυτώσουν από το μάβρο το Χάρο; Αφού όλα χάνουνται και περνούν, πώς θα μείνη η μνήμη σου για πάντα; Είναι αδύνατο να μείνη και του κάκου το θέλω! Θάνατο βλέπω παντού, και να πάλε, σαν το φυτό που βγαίνει κρυφά κάτω στον πάτο της λίμνης κι ανεβαίνει, να που ξεφυτρώνει στην καρδιά μου η πικρή, η αγαπημένη, η γλυκειά μελαχολία που έμαθα κάτω στη Δύση• να που πάλε μέσα μου νοιώθω τον καημό που υψώνει το νου κι όμως καίει την ψυχή. Κοιτάζω το καράβι που τρέχει στα κύματα και λέω• — «Καράβι του κόσμου που τρέχεις μέσα στον ουρανό, στο θάνατο πας.»
Έλα, έλα κοντά μου, γιατί βλέπεις πόσο τυραννιέται η ψυχή μου όσο δε σ' έχω. Λύπες εδώ δεν ταιριάζουν• είμαστε στην Ελλάδα. Εδώ μόλις αρχίζει να φαίνεται η ζωή. Νέος ο λαός, νέες οι ελπίδες. Δεν είναι καιρός για τους καημούς και τα βάσανα του λογισμού. Ο καθένας γυρέβει δουλειά και θέλει να δείξη ενέργεια. Το παλληκάρι που ζώννει το σπαθί του, που παίρνει το τουφέκι στον ώμο και βάζει το φέσι του στραβά, δεν κάθεται στο βουνό να δέρνεται και να κλαίη που είναι λίγη η ζωή. Πολλά δε συλλογιέται. Φτάνει νακούση το τουφέκι και χαίρεται τη ζωή. Αφτά τα ξέρεις εσύ• εσύ ξέρεις και πιο σωστά, πιο ήσυχα, πιο ψηλά να κρίνης και να μιλής για τα πράματα του κόσμου. Τεντώνω ταφτιά μου και σ' ακούω• απάνω στο βουνό μ’ έρχεται η ουράνια, η χαριτωμένη σου η φωνή• σε θυμούμαι και με φαίνεται πως τέτοια λόγια με λες•
— « Ο άθρωπος δεν πεθαίνει• τάτομα μόνα πεθνίσκουν. Οι αθρώποι χάνουνται και παν• άλλοι παίρνουν τη θέση τους. Σαν τα φύλλα που πέφτουν κι άλλα πάλε την άνοιξη βλασταίνουν, έτσι πάμε και μεις• το δέντρο όμως στέκεται πάντα και το γένος μας δεν περνά. Οι πατέρες μας, που τώρα κείτουνται στον τάφο, δεν είναι πεθαμμένοι• μας έδωσαν πρι να φύγουν τη ζωή τους• εμείς την έχουμε σήμερα και τη βαστούμε. Η σειρά δεν τελειώνει, η αλυσίδα δε σπάνει• θάρθουν άλλοι κατόπι που θα πάρουν, που θα βαστάξουν και κείνοι μια ώρα την αιώνια ζωή που τους δώσαμε μεις. Από τον ένα στον άλλο τρέχει του αθρώπου η ψυχή και μεταβαίνει. Με την ίδια καρδιά, με τον ίδιο πόθο που αγαπήσαμε μια μέρα, θαγαπήσουν και τα παιδιά μας. Εμείς βάλαμε στο στήθος τους μέσα τον πόθο που τα κάμνει και ζουν• ο πόθος τους είναι ο δικός μας ο πόθος. Έτσι κ' η αγάπη μας δε χάνεται ποτές. Όταν το στόμα σου με λέει• σ' αγαπώ, δεν το λες εσύ• το λένε μέσα σου χίλιες γενεές που σ' έμαθαν την αγάπη. Όταν το πουν τα παιδιά μας κατόπι, σε χρόνια και χρόνια, εμείς πάλε μέσα τους θα το λέμε.
Ο κόσμος που βλέπεις είναι αιώνιος και κείνος. Τάστρα τουρανού είναι σαν τα λουλούδια• ο ουρανός είναι το μεγάλο το περιβόλι! Φυτρώνουν και ξανοίγουν τα λουλούδια, ύστερα μαραίνουνται και παν. Οι πλανήτες μπορεί να χάσουν το φως και τη θωριά τους• αδιάφορο είναι! Άλλα λουλούδια θα ξανοίξουν, άλλα αστέρια θα φέξουν το περιβόλι δεν αλλάζει• στέκεται πάντα και δε χαλνά. Η γις μας και κείνη άλλο δεν είναι παρά άτομο στον κόσμο, σαν τους αθρώπους στη γις. Μπορεί να τελειώση και να σβήση• μπορεί καμιά μέρα να μην της μείνη ζωή. Η ζωή αλλού πάλε θα ξαναρχίση, σ' άλλους πλανήτες, σ' άλλη, γις, — και πάντα, μέσα σταπέραντο, το αιώνιο το περιβόλι, κάπου σε κάποιο πλανήτη θα πρασινίζουν οι κάμποι, θάχουν τα δέντρα πανηγύρι, θα τραγουδούν τα στάχια όταν ο άνεμος τα χαδέβει, θανατέλνουν τα ρόδα με τον ήλιο, θα τρέμη και θαγαπά η καρδιά του αθρώπου.
Το βάσανο που σε βασανίζει καίει ολωνών την ψυχή• ο καημός σου είναι ο παντοτινός μας ο καημός. Δεν κλαις για τα γαλανά μου τα μάτια• την τύχη του κόσμου λυπάσαι. Μην τη λυπάσαι• μην ακούς τι λεν οι άλλοι και μη βλέπης τι γράφουν• τάτομό τους μόνο προσέχουν και δε συλλογιούνται τον απέραντο κόσμο. Εσύ να κρίνης με το δικό σου το νου και να νοιώθης με την καρδιά τη δική σου. Ο Χάρος, λες, είναι παντού κι όλα τα τρώει λίγο λίγο. Ξέχασες την αγάπη! Η αγάπη είναι παντού• όπου είναι ο Χάρος, μαζί του, στο πλάγι του, κοντά του, μέσα του θα βρης την αγάπη. Ό τι χαλάση ο Χάρος, η αγάπη το διορθώνει, κι ό τι ξεκάμη, τα ξαναφτειάνει. Όλα τα τραβά λίγο λίγο απάνω στο φως, τα σηκώνει και τα φέρνει στα λαμπρά παράλια της ζωής. Ό τι πεθάνη, η αγάπη θα ταναστήση• αλλιώς δε θα ζούσε κανένα πράμα στον κόσμο. Ο θάνατος έχει μέσα του ζωή, σαν τα θερισμένα τα στάχια που μας θρέφουν, ώςπου να θρέψουμε το χώμα και μεις κι άλλα στάχια να φυτρώσουν. Α δεν είταν πεπρωμένο όλα να ξαναζήσουν, πούπετις δε θάβλεπες το Χάρο, και για να πεθάνουν οι άλλοι πρέπει πρώτα εμείς να γεννηθούμε. Χωρίς την αγάπη μήτε θα φαίνουνταν ο Χάρος• ζη και κείνος χάρη στην αγάπη, γιατί ό τι δεν άρχισε δεν μπορεί και να τελειώση. Η αγάπη κι ο Χάρος μαζί πολεμούν. Η αγάπη πάντα θα νικήση, σαν που νίκησε ίσια με τώρα• δεν μπορεί τίποτις να μην υπάρχη• πάντα πρέπει κάτι να είναι, κι ό τι είναι, στην αγάπη το χρωστούμε. Εκείνη βάζει πράσινο φύλλο στον τόπο του φύλλου που κιτρινίζει• εκείνη στολίζει κάθε χρόνο τα κλαδιά• εκείνη ανάφτει άστρα καινούρια, για ένα άστρο που θα σβήση. Φτειάνει κόσμους κι αθρώπους γεννά. Η πνοή της παντού φυσά, παντού περεχιέται• σαν τον αρχαίο τον Έρο, τον Ουρανό βαστά στην αγκαλιά της, ζωντανέβει το Χάος και θρέφει την ύπαρξη και τη φύση.
Τους ζωντανούς με τους πεθαμμένους η αγάπη τους ενώνει. Εκείνη θα μας ενώση με τους καινούριους πλανήτες, αν τύχη ο δικός μας να χαλάση. Τίποτις δε χάνεται στον κόσμο. Το φιλί που σήμερα σε δίνω είναι αιώνιο φιλί. Όπου βρεθούν αθρώποι, όπου αγαπήσουν, τον πόθο μας, την αγάπη μας μέσα τους θάχουν, κ' έτσι στην ψυχή τους μέσα θα σωθή, αιώνια θα μείνη κ' η ψυχή μας. Ένας είναι ο τρόπος της αγάπης και το καρδιοχτύπι είναι το ίδιο παντού• όπου τρέμει αθρώπου καρδιά, ολωνώ μας η καρδιά τρέμει. Ένας παλμός στο στήθος μας μέσα γίνεται με τους χίλιους παλμούς της αθρωπότητας όλης• ο καθένας μας μέσα του θρέφει μια σπίθα παρμένη από το παγκόσμιο κέντρο, που κέντρο δεν έχει και που σκορπίζει, που μοιράζει τις αχτίδες του σ' ό τι ζη. Η φωτιά παντού καίει• τάστρο γεννιέται σαν και μας, γίνεται με την ίδια φλόγα που άναψε όλα τάστρα κ' έχει μέσα του ό τι έχουν και κείνα. Αφού όλος μας ο ουρανός είναι καμωμένος με την ίδια ζωή, αφού είναι η ίδια ύλη παντού, παντού θα είναι κ' η ίδια ψυχή. Όλα, στην αιώνια φύση, βαστιούνται σφιχτά ανάμεσά τους• μια και μόνη αρχή, ένα νόμο έχουν όλα. Όλα, όλα είναι ένα. Όπως νοιώθουν τα παιδιά που στα στήθια τους οι προγόνοι τους ζουν, έτσι και στου κόσμου τη ζωή που δεν τελειώνει, τάστρα που θα λάμπουν, αφού χαθούμε, μέσα τους θάχουν τη φλόγα και την πνοή άλλων άστρων που έζησαν πρώτα. Μέσα σε κείνη τη φλόγα θα βρεθή κ' η καρδιά μας• μέσα σε κείνη την πνοή θα βρεθή κ' η πνοή μας. Ο ίδιος άθρωπος πάντοτες ζη στους απέραντους κάμπους τουρανού, σ' όποιο πλανήτη κι αν τύχη να γεννηθή• όλο αλλάζει, όλο προδέβει και πάει, κι ως τόσο είναι πάντοτες ο ίδιος και με την ίδια καρδιά αγαπά.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Kαλωσόρισμα-Welcoming-Bienvenidos

Αν και καθημερινά χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, αν και όλοι μας εκφράζουμε ισχυρές απόψεις για τη δομή της, για τις ιδιότητές της και για τη σωστή της χρήση, σπάνια σταματούμε, έστω και για μια στιγμή, για να σκεφτούμε για αυτό το θαύμα.
Οι λεγόμενοι "ειδικοί" της γλώσσας, μας μιλάνε για την "κακή" χρήση του από ανέκαθεν" ή και άλλων λέξεων, μας δίνουν διαλέξεις για την ετυμολογία τους, αλλά επιμελώς δεν μπαίνουν μέσα στο ίδιο το θαύμα της γλώσσ" ας: Το πώς στην πραγματικότητα λειτουργεί .
Σας ζητώ να σκεφτείτε για ένα μόνο λεπτό: αυτή τη στιγμή διαβάζετε αυτό το κείμενο και το κατανοείτε, αλλά, δεν έχετε συνειδητή γνώση για το πώς το καταφέρνετε!
Η μελέτη αυτού ακριβώς του μυστηρίου, είναι η επιστήμη της Γλωσσολογίας.

Η γλώσσα είναι μια ψυχολογική ή γνωσιακή ιδιότητα των ανθρώπων. Δηλαδή,υπάρχουν κάποιες ομάδες νευρώνων που δουλεύουν ασταμάτητα στον εγκέφαλό μου και μου επιτρέπουν αυτή τη στιγμή να κάθομαι εδώ και να παράγω αυτές τις ομάδες από γράμματα. Ανάλογα, σε εσάς υπάρχουν άλλες ομάδες νευρώνων που σας επιτρέπουν να κατανοείτε αυτά τα σημεία και να τα "μεταφράζετε" σε κατανοητές ιδέες και σκέψεις.

Υπάρχουν όμως κι άλλα πολλά υποσυστήματα που εμπλέκονται εδώ.
Αν εγώ, αυτή τη στιγμή, σας μιλούσα, θα παρήγαγα ηχητικά κύματα με τις φωνητικές μου χορδές και θα άρθρωνα ήχους ομιλίας με την γλώσσα, τα χείλη, τις φωνητικές χορδές. Στην άλλη άκρη, εσείς θα ακούγατε αυτά τα ηχητικά κύματα και θα τα μεταφράζατε σε ήχους ομιλίας χρησιμοποιώντας τα ακουστικά σας όργανα. Αυτή η μελέτη της Ακουστικής και της Άρθρωσης της ομιλίας ονομάζεται: Φωνητική.

Όταν πιά θα μεταφράσετε τα ηχητικά κύματα σε νοητικές αναπαραστάσεις, τα αναλύετε σε συλλαβές και τα κατηγοριοποιείτε.
Π.χ. Κάθε ομιλητής της ελληνικής γνωρίζει ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα /χθ/ είναι επιτρεπτό στην ελληνική, αλλά το σύμπλεγμα */θχ/ όχι. Έτσι η ψευδο-λέξη /χθέτα/ μπορεί να υπάρξει, ενώ η */θχέτα/ , όχι. Αυτό το πεδίο της γλωσσικής επιστήμης εξετάζει η Φωνολογία.

Μετά θα παίρνατε αυτές τις ομάδες των ήχων και θα τις οργανώνατε σε μονάδες με σημασία ( Μορφήματα και λέξεις).
Π.χ, η λέξη "άνεργος" αποτελείται από τρία μορφήματα: το πρόθημα α(ν)-, που σημαίνει "μη/όχι", το θέμα -εργ-, που φέρει και την κύρια σημασία, και το το επίθημα -ος, που σημαίνει: (ενικός αριθμός), (ονομαστική πτώση), (αρσενικό γένος). Κι έτσι, ολόκληρη η σημασία της λέξης "άνεργος" σημαίνει στη Ν.Ε. " αυτός που δεν έχει εργασία", και αποτελεί την μελέτη της Μορφολογίας.

Κατόπιν θα οργανώσετε αυτές τις λέξεις σε φράσεις και προτάσεις.Αυτή είναι η μελέτη της Σύνταξης.

Για τα υπόλοιπα πεδία της Γλωσσολογίας θα ασχοληθούμε στις ανάλογες σελίδες όταν προκύψουν...Ευχαριστώ εκ των προτέρων,

Καλό ταξίδι στον μαγικό μας κόσμο!