28 Φεβ 2011

Ιωάννης Ψυχάρης--Το Ταξίδι μου (Β' Μέρος)

ΙΘ'.

Κατάρα.

Ο άθρωπος αλλάζει κι ο κόσμος αιώνια μεταμορφώνεται. Ξεχάσαμε όμως να πούμε που ο δάσκαλος δεν αλλάζει ποτές. Έχει κι αφτό το λόγο του• μπορεί ο δάσκαλος να μην είναι άθρωπος. Ο δάσκαλος λέει που η γλώσσα του δεν άλλαξε• το πιστέβω και γω, γιατί κ' η ανοησία στον κόσμο είναι πάντοτες η ίδια.

Όσο για την αγάπη που έχω στους δασκάλους, και κείνη ποτές δε θαλλάξη. Μην το ξεχάσης, πουλάκι μου που με μιλούσες τόσο νόστιμα, τόσο φρόνιμα στη Χώρα και γω σ' άκουγα στο Πυργί. Άλλη φορά το βάζεις κι αφτό μέσα στα λόγια που θα με πης. Καιρός τώρα ναφήσουμε πια και το Πυργί και τους δασκάλους, γιατί δε θυμούμαι κανένας δάσκαλος να μίλησε ποτές για την αγάπη μήτε να πάτησε στο Πυργί.

Την κατάρα μου νάχη το χωριό, το πρώτο χωριό που απαντήσαμε πηγαίνοντας στα Μεστά. Άμα βγήκαμε όξω από το Πυργί, μόλις κάμαμε με το Σιορ Κωστή πενήντα βήματα δρόμο, κι ακούσαμε κρότο φοβερό που μας ξέσκιζε ταφτιά. Είταν κάτι φωνές που ανέβαιναν ίσια με τον ουρανό και δόντια που έτριζαν έτριζαν, έλεγες θα σπάσουν. Όταν μπήκαμε στο χωριό που λέω, κατάλαβα τι είταν το κακό• είταν οι κάτοικοι που μάλλωναν αναμεταξύ τους και τσάκιζαν τζίκουδα όλη μέρα. Καβγάδες και φαγί, τόσο ξέρουν οι αθρώποι σε κείνο το χωριό. Δε θα πω τόνομά του• τόνομά του από το στόμα μου δεν το βγάζω. Την κατάρα μου νάχη! Η μνήμη του να χαθή. Να πέση κάτω στον γκρεμνό ή στη θάλασσα να βουλήξη. Γραικικό χωριό δεν είναι• δε σέβεται τον ξένο. Κι ο θεός να μην το λυπηθή. Να σβήσουμε τόνομά του από το χάρτη της Χιος, γιατί λερώνει τα χάρτη. Αχ! να είταν εδώ ο αδερφός μου ο Γιάννης! Μαζί κ' οι δυο μας θα χαλνούσαμε το χωριό, θα ρίχταμε κάτω τους πύργους, θα γκρεμνούσαμε τα σπίτια. Είναι μέσα κακούργοι, κλέφτηδες και ψέφτες• γλυκογελούν όσο τους μιλείς, και σε γελούν, άμα μπορέσουν. Έχουνε μέλι στο στόμα και φαρμάκι στην καρδιά. Το χώμα τους, στη ζωή του άθρωπος να μην το πατήση• ξένο σκυλί στο χωριό τους να μην πάη.

Τα κορίτσια τους αγάπη να μη χαρούν• άντρα να μη βρουν. Τα μάτια τους να μη δακρίζουν κι ο πόνος μέσα να πνίγη την καρδιά τους. Να ξεραθούν τα νιάτα τους, πρι να κατεβούν κάτω στον τάφο που θα σαπίσουν τα κορμιά τους. Να μη διούν οι πατέρες των παιδιών τους το χαμογέλοιο, αφού βρίζει η κόρη τη μάννα, όταν τη βλέπει και μιλεί με τον ξένο. Να μη χαρούν οι μαννάδες τα μωρά τους, να μην ακούσουν τη φωνή τους στην κούνια, αφού μαθαίνουν τα κορίτσια τους απάτη και ψεφτιά. Η γλώσσα τους να στέκεται στο στόμα και να μη σαλέβη — ή κάλλια να σαλέβη και να μην μπορή να βγάλη λέξη. Καβγά να γυρέβουν και να μη βρίσκουν ο ένας ταλλουνού• να θέλη να πη βρισιές και να μην μπορή. Βουβοί να γεννιούνται. Με τα χέρια, με τα μάτια, με τα ποδάρια να πολεμά ο ένας να καταλάβη τον άλλο κι όλα στραβά να τα πέρνουν, κρασί να ζητούν και ξύδι να τους ποτίζουν, αγάπη να διψούν και μίσος να πίνουν. Οι γυναίκες να προσπαθούν του κάκου να μαλλώνουν τα παιδιά τους, τα παιδιά τους πατέρες, οι πατέρες τις μαννάδες• να τρώγουνται, να δέρνουνται, να χτυπιούνται, τα κόκκαλά τους να βγάζουν — και τσίκουδο να μη φαν.

















Κ'.

Τα παλληκάρια στο περιγιάλι.

Εμείς οι Γραικοί μαλλώνουμε συχνά μεταξύ μας. Μάλιστα στη Χιο είναι πατροπαράδοτο, αντίς να πολεμούν τον Τούρκο, να πιάνουνται οι Γραικοί ο ένας με τον άλλο. Για τούτο θύμωσα και γω και τόβαλα στο βιβλίο μου. Αγάπη και μίσος ζουν πλάγι πλάγι στην καρδιά μας. Με την ίδια δύναμη μισούμε κι αγαπούμε, και κάποτες από τη μια ώρα στην άλλη αγαπούμε ή μισούμε. Εμείς οι Γραικοί έχουμε κ' ένα άλλο• ξέρουμε τι μας λείπει και κάμνουμε πως δεν το βλέπουμε. Τα λαττώματά μας τα γνωρίζουμε, μα θέλουμε να τα βαστούμε κρυφά• δε μας αρέσει να τα λέμε. Για τούτο και γω δεν είπα τόνομα του αφιλόξενου του χωριού. Μπορεί πάλε να ταδίκησα• εμάς τους Γραικούς μας τυχαίνει και τούτο• όταν κορώση το κεφάλι μας, όταν κανείς μας πειράξη, τέλειωσε, πάει! Όλα τα κακά τα ρίχτουμε στο συχαμένο, τον καταραμένο που μας χάλασε το κέφι. Έφκολα το παρακάμνουμε. Έτσι τόπαθα τώρα. Αμέσως είπα στο νου μου που τίποτις καλό δε βρίσκεται στο κακορίζικο το χωριό που μ’ έκαμε να θυμώσω. Κι ως τόσο ίσια ίσια σ' αφτό το χωριό απάντησα έναν περίεργο γέρο.

Είταν ο πρώτος του χωριού, ο προύχοντας, ο προεστός, σαν που λεν εκεί, ένας από τους αρχόντους, γιατί τέτοιο όνομα έβγαλαν τους πλούσιους. Μια μέρα με πήγε σε μια γριά κ' έβαζε τα δυνατά του για να την κάμη να με μιλήση και να με πη κανένα παραμύθι. Τραβιούνταν η γριά και δεν ήθελε. Άρχισε τότες ο γέρος να της λέη τι ζητούσα, για ποιο σκοπό είχα κάμει τόσο μεγάλο ταξίδι, και που γύρεβα να μάθω την προφορά κάθε χωριού, να συγκρίνω τη μια χώρα με την άλλη, να διώ πώς μεταμορφώνεται η γλώσσα μας και πώς έγινε, πώς άρχισαν οι αθρώποι να μιλούν πρώτα μέσα στα μικρά τα χωριά, και πώς από τα πρόστυχα τα χωριά βγήκε λίγο λίγο, προχώρησε και σκορπίστηκε σ' όλη τη γις η αθρώπινη γλώσσα.

Ο αγράμματος αφτός ο χωρικός, που στα νιάτα του μόλις είχε κάμει πέντε έξη μήνες στο σκολειό, αν και μεγάλωνε τα πράματα με τη φαντασία του, τα ξηγούσε όμως με τόση ρητορική, με τόσο σωστά και παστρικά λόγια, που κατάλαβα και γω για πρώτη φορά γιατί βγήκα στο ταξίδι. Άμποτες να το καταλάβαινα σαν και κείνονα! Τα λόγια του γέρου μ' έδειχταν τόντις με τι τρόπο έπρεπε κανείς να πιάση τη δουλειά και να σπουδάξη γλώσσα. Είχα λάθος να νομίζω που ήξερα γράμματα• μ’ έπιασε απελπισία, γιατί έβλεπα που δε θα το κατορθώσω στη ζωή μου να μιλήσω τόσο καλά. Πού τάμαθε; από πού τα πήρε; πού τα φαντάστηκε; Μόλις είχα προφτάξει να του πω ένα λόγο κι αμέσως τον άρπαξε ο νους του! Ο καημένος ο γέρος! Ένα παράπονο είχε• — «Δεν μπορώ, μ' έλεγε, να διαβάσω τίποτις απ’ όσα σήμερα γράφουν. Τις φημερίδες δεν τις καταλαβαίνω κ’ έτσι δεν ξέρω και τι γίνεται στον κόσμο. Ας μας κάμουν και μας ένα βιβλίο, που να νοιώθουμε λίγο τι λέει!»

Στα Μεστά πάλε έκαμα φίλο έναν άλλο γλωσσολόγο, το Μιχάλη. Μ' έβλεπε να γράφω κι όλο να σημειώνω λέξες. Μ' είπε και κείνος μια λέξη κι αμέσως έτρεξε να διή με τι τρόπο την έγραφα. — «Άδικα, λέει, χάνεις τον κόπο σου• η δουλειά σου δεν αξίζει• γράφεις τη λέξη που σ' είπα, με γραικικά γράμματα και δε βγαίνει τίποτις. Δεν μπορείς να πάρης καλά την προφορά, αφού ίσια ίσια σε λέω γράμματα που δεν τάχει ταρφάβητό μας.» Ο Μιχάλης κι όλοι οι Μεστούσοι, αντίς απλό σ, έχουν ένα σ, σαν το sch το γερμανικό• και το λεν κάθε φορά που το σ είναι αρχικό κ' έρχεται κατόπι ε ή ι, ή που βρίσκεται ανάμεσα σε δυο φωνήεντα, φτάνει το δέφτερο φωνήεντο να είναι ε ή ι• στις λέξες που η κοινή βάζει σ και λέει σήμερα ή ασήμι, βάζουν εκείνοι αφτό το sch γιατί λέγοντας το σ στρογγυλώνουν το στόμα και πάει ναγγίξη η γλώσσα τους τον ουρανίσκο, αντίς να στέκεται ίσια, με τρόπο που το σ τους είναι υγρό, όχι ξερό σαν το δικό μας• έτσι και το ν, μ, λ, ζ στα μεστούσικα (άλλου και το τ) βρέχουνται με το ίδιο σύστημα στον ουρανίσκο, μπροστά σε ε ή ι. Ο Μιχάλης ήθελε λοιπό να με πη που αν το σιορ το γράψω με σ δικό μας, τίποτις δεν κατώρθωσα. Ησύχασα τον καλό το Μιχάλη• του έδειξα που είταν τρόπος να σημειώνη κανείς ό τι θέλει με κάτι σημεία ξεχωριστά, βάζοντας ή περισπωμένη στο σ, λ, ν, ή μια τελεία απάνω στα γράμματα που δεν έχουν τη συνηθισμένη προφορά. Του άρεσε πολύ η ιδέα και με ζήτηξε να του μάθω τον τρόπο. Του τον έμαθα όσο μπόρεσα, για να μην τον πειράξω λέγοντας όχι. Συλλογιούμουν και γω μέσα μου σαν το Μιχάλη• — « Άδικα χάνω τον κόπο μου.» Αφού πέρασαν οχτώ μέρες, χωρίς να πη τίποτις, μ' έφερε ο Μιχάλης ένα χαρτί γεμάτο λέξες σημειωμένες με τα γράμματα που του είχα δείξει και πολύ καλά σημειωμένες.

Ο Μιχάλης από το χωριό του δεν είχε βγη στη ζωή του• ήξερε μόνο να διαβάζη και να γράφη. Πώς το κατώρθωνε να μπη στο νόημα τόσο έφκολα; Πώς καταλάβαινε με μιας πράματα που σπουδάζουμε χρόνια στην Εβρώπη και που πολλοί δεν τα καταλαβαίνουν, όσο κι αν τα σπουδάξουν; Και σ' αφτό φαίνεται ο Γραικός. Είναι ξυπνός ο λαός μας. Μια λέξη του φτάνει, για να γεμίση ο νους του. Πόσοι σαν τα Μιχάλη! Πόσοι που, α μάθαιναν ποτές δυο γράμματα μ' ένα καλά δασκάλο, θα μπορούσαν ίσως και κείνοι κάτι να γίνουν. Παρατήρησα μάλιστα συχνά που η ψέφτικη μάθηση του σκολειού χαλνά τα πιο γερά κεφάλια. Αντίς να τους λεν που η γλώσσα μας είναι βάρβαρη, αντίς να τους διαβάζουν την καθαρέβουσα, αν τους μιλούσαν πιο σωστά, πιο φρόνιμα, αν τους δίδασκαν επιστήμη κι αλήθεια, πόσους προκομμένους θα είχαμε σήμερα! Πνέμα είναι, μα είναι κοιμισμένο, θέλει ξύπνηση. Στο καλό χώμα φτάνει να σπείρης, και μόνο του φυτρώνει. Πόσοι πήγαν του κάκου, γιατί τους στάθηκε αδύνατο να προκόψουν. Ποιος ξέρει, απάνω στα βουνά, στα λαγκάδια, στα χωριά, μέσα στην Ελλάδα και σ' όλη την Ανατολή, μέσα στους κάμπους που σκάφτουν, που βωλοσηκώνουν, που χτίζουν, που δουλέβουν, ποιος ξέρει πόσα μεγάλα, πόσα έξοχα κεφάλια πήγανε χαμένα, και τα στερήθηκε η επιστήμη, η ζωή! Τον πόθο τον έχει ο καθένας, ο τρόπος του λείπει. Δεν έχει τη σωστή μέθοδο• δεν έχει τα μέσα. Με φαίνεται που τους βλέπω μαζωμένους όλους τους νιους στο περιγιάλι, γύρω γύρω στα νησιά. Δεν έχουν παρά στην τζέπη• μόλις δυο γράμματα ξέρουν, πήρε ο νους τους φωτιά. Άλλο δε θέλουν παρά να φύγουν, την πατρίδα ναφήσουνε, να χωριστούν από τη μάννα που σκύφτει το λαιμό και μέρα νύχτα στον κάμπο δουλέβει.

Στέκουνται όλα τα παλληκάρια στο γιαλό, με την καρδιά ελπίδες γεμάτη, με το κεφάλι ψηλά, με περήφανο μάτι και προσμένουν. Περνά το καράβι και τους βλέπει. Φωνάζουν του καραβοκύρη• — «Να χαρής τη ζωή σου, στάσου καπετάνιο, πάρε με και μένα.» — «Πού θέλεις να πας;» — « Θέλω να πάω στην Εβρώπη, θέλω γράμματα να μάθω.» — « Και τι θα τα κάμης;» — «Θα γίνω μεγάλος. Θα τιμήσω την πατρίδα.» — « Αμέ συ; λέει ο καπετάνιος.» — « Και γω θέλω νάρθω μαζί σου. Να με πας στον τόπο που σπουδάζουν. Εκεί κάτι θα κάμω.» — « Έρχουμαι και γω. Επιστήμη θέλω να μάθω, θέλω νανεβάσω το νου μου ίσια με τάστρα, θέλω να διώ ποια δύναμη βαστά καρφωμένα στη διαμαντένια τέντα τουρανού τα χρυσά καρφιά που βλέπω και λάμπουν κάθε νύχτα. Θα μετρήσω τους γύρους που κάμνουν οι πλανήτες. Ο μεγαλήτερος αστρονόμος του κόσμου θα γίνω μια μέρα.» — «Μη με ξεχάσης και μένα, καλέ μου καπετάνιο! Θα χτίσω παλάτια, το μέτωπο του Παρθενώνα θα σιάξω. Φειδία θα με πουν.» — « Και μένα μη μ' αφήσης. Κάτι νοιώθω μέσα μου που με σπρώχτει. Η θάλασσα με τραβά. Πρέπει να μελετήσω, να προκόψω. Θέλω να γίνω ποιητής, αθάνατος ποιητής της πατρίδας.»

Έναν έναν τους παίρνει ο καπετάνιος και παν. Έρχουνται στο Παρίσι και με βρίσκουν. — « Παράδες να μας δώσης για να μάθουμε αστρονομία, αρχιτεχτονική, γλωσσολογία και ποίηση.» — « Παράδες, παιδιά, δε με χάρισε ο Θεός. Αλλιώς να το πιάσουμε το πράμα. Να συνάζουμε, αν μπορούμε. Πάμε στους πλούσιους μαζί, κάτι να σας βοηθήσουν.» Οι πλούσιοι Γραικοί είναι κάποτες και καλοί αθρώποι. Μπορεί μάλιστα καμιά φορά νάχουν και καλούς τρόπους. Ανοίγουν το πουγγί τους, βγάζουν πέντε παράδες, αν είναι κρυφά, και δέκα, αν το γράψουν οι γαζέττες. Βάζουν τους παράδες στων παλληκαριώ μας το χέρι• κάπου κάπου τους βάζουν και δυο λόγια σταφτί. Οι φρόνιμοι γέροι τους λεν — «Τι σηκωθήκετε κ' ήρθετε στο Παρίσι; Ξιππαστήκετε; Να μάθετε τουλάχιστο καμιά τέχνη που να είναι τέχνη. Μάθτε γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, ας είναι και δασκάλοι. Αφτά κάτι χρησιμέβουν και μ' αφτά πάντα θα βγάλετε το ψωμί σας. Να γυρέβετε πόρο ζωής. Μα ποίηση, αστρονομία, φιλολογία, τι παραμύθια είναι τούτα; Και πού θα σας παν; Αστρονομία; Να γίνετε μηχανικοί, που δεν έχουμε μηχανικούς! Βγάλετε και κάτι λέξες καινούριες που δεν μπορούμε να τις καταλάβουμε• όλο μιλείτε για παλαιογραφία, γλωσσολογία, ιστορία της τέχνης. Παιδιακήσιες ανοησίες! Τρελλαθήκετε; Καιρός να βάλετε γνώση.» Έτσι μιλούν οι γέροι• αν τύχη κ' είναι ο νιος μας λιγάκι περήφανος, αν τύχη και τους αποκριθή, τότες κι άλλο του λεν « Καλή η περηφάνεια, μα όταν κανένας είναι φτωχός, περηφάνεια δε χρειάζεται.»

Να περηφανέβεστε, παιδιά μου, και ψηλά να βαστάτε το κεφάλι σας. Μην ακούτε τι λεν οι γέροι. Αμέ, πού ταιριάζει καλήτερα περηφάνεια παρά στη φτώχεια; Να περηφανέβεστε, παιδιά μου, και να μη βάλετε γνώση. Να μείνετε πάντα τρελλοί. Την τρέλλα σας την αγάπησα. Οι φιλόσοφοι που σας τα ψάλνουν ένα μόνο δε βλέπουν, που η τρέλλα σας τιμά την πατρίδα. Εσείς είστε το στολίδι της Γραικίας. Η τρέλλα σας μας δείχτει τι έχει μέσα του το γραικικό αίμα. Από κει φαίνεται της μάθησης ο γενναίος ο πόθος, η αγάπη της μεγάλης της μελέτης. Εσείς έχετε θάρρος, πίστη κ' ελπίδα που θα μεγαλώση το γένος, που θα μεγαλώσετε και σεις. Φωτερές κι ολόχρυσες ελπίδες! Πολεμάτε για το μέλλο της Ελλάδας, και σε σας θα το χρωστούμε μια μέρα. Κι αφτό κάτι θα πη. Ο μέλλοντας είναι ό τι θα είστε και σεις• μέσα σας τον έχετε κ' η ιστορία μας θα γίνη ό τι την κάμετε να γίνη. Αφτό πρέπει να συλλογιούμαστε. Καλά κάμνετε, παιδιά. Μη γυρέβετε όλο τα χρήσιμα πράματα• χρήσιμα είναι όσα δε χρησιμέβουν. Οι φρόνιμοι γέροι ίσως αφτό δεν το ξέρουν ας με πιστέψουν και μένα. Μη θέλετεπόρο ζωής! Μη μάθετε γιατροί, μηχανικοί και δικηγόροι. Βαρέθηκα τους γιατρούς, τους μηχανικούς και τους δικηγόρους. Μη μάθετε δασκάλοι• συχάθηκα τα γράμματα και βιβλία δεν πιάνω στο χέρι. Μάθτε κάλλια σοβαρή επιστήμη• μάθτε σκληρή δουλειά• κοπιάστε μέρα και νύχτα για να βγάλετε το γράψιμο κανενός άγνωστου χερογράφου• ας λιγνέψη το κορμί σας κι ας κιτρινίση το πρόσωπο σας, ώςπου να καταλάβετε τι λέει. Μελετήστε τις παλιές γλώσσες, σκαλήξτε τους νόμους και τη φιλοσοφία τους• ξετάξτε την ιστορία της τέχνης, να διήτε πόσα έπρεπε να μάθη ο αθρώπινος νους για να βρη το σωστό και τωραίο. Κάμτε αμέτρητους λογαριασμούς για να καταλάβετε πώς γύρω γύρω στον ήλιο χορέβουν οι πλανήτες τον ακάματό τους το χορό. Βρήτε άστρα καινούρια που δεν τα ξέρουν ακόμη, πήτε μας τη χυμική τους κράση, τον οργανισμό τους, τα σώματα που μέσα τους έχουν. Να πέσετε κατακέφαλα στη σπουδή, στη σπουδή που φαίνεται άχρηστη, περιττή, που δεν έχει σκοπό πραχτικό, που δε βγάζει παρά. Μην ακούτε τους φρόνιμους γέρους που σας κυβερνούν. Αφτά είναι που θα σας τιμήσουν. Η πατρίδα τότες μόνο θα λογαριάζη στην Εβρώπη, όταν αποχτίση και κείνη επιστήμη δική της. Ο λόγος δεν είναι όλο στα σκολειά να δίνουμε, για να γίνη το χτίριο πιο λαμπρό ή να τρων τα παιδιά καλήτερο φαγί. Ένας μεγάλος σοφός πιότερο θα σας τιμήση στην Εβρώπη παρά γυμνάσια δυο χιλιάδες. Βγάλτε κανέναν καλό παλαιογράφο, κανέναν αστρονόμο σπουδαίο που να γύρισε την Εβρώπη, κανέναν άξιο μαθηματικό και βλέπετε τότες πώς βάζει κάτω τα χτίρια τα λαμπρά και τα καλά φαγιά. Ένας που ξέρει να διαβάση κωδίκους παλιούς, που γνωρίζει την αξία του καθενός των, που είναι ικανός να τους καταλογήση όπως πρέπει, που δεν τον έχετε για τίποτις εσείς, γιατί δε φαντάζει η δουλειά που κάμνει και που μόνο δέκα αθρώποι στην Εβρώπη έμαθαν τόνομά του, πιο πολλή δόξα θα σας φέρη παρά χίλια μπόσικα βιβλία που φαντάζουν και που δεν έχουν τίποτις μέσα τους. Η σοβαρή, η αληθινή επιστήμη είναι η επιστήμη που δεν ακούγεται• ο μεγαλήτερος σοφός είναι ο σοφός που μόνο δυο τρεις ξέρουν την ύπαρξή του. Ο άγνωστος ο εργάτης που κουβαλεί τις πέτρες κάθε μέρα είναι που χτίζει το σπίτι, όχι ο μάστορης που τον προστάζει. Χωρίς τον εργάτη δε γίνεται το σπίτι. Όσοι μαζώνουν τις πέτρες μια μια, όσοι κάμνουν αδιάκοπη και ταπεινή εργασία, χτίζουν την επιστήμη• όσοι είναι περίφημοι και γνωστοί άλλο δεν έκαμαν παρά να συνάξουν και να στρώσουν των αλλωνών τη δουλειά και τη μάθηση. Πού να το καταλάβουμε ακόμη τέτοιο πράμα; Ο Γραικός όλο θέλει νακουστή, — κι ο έμπορος πάλε όλο θέλει να κερδίζουμε χρήματα. Τα έθνος είναι νέο, άπραχτα τα κεφάλια. Χρειάζεται βασίλειο μεγάλο, ιστορία παλιά για να νοιώση ένας λαός τι χρησιμέβουν οι τέχνες που χρήσιμες δεν είναι, και να κάμη Ακαδημίες να τις στεγάση.

Σας είδα, παλληκάρια, και σας ξέρω. Εσείς είστε ταληθινά γραικόπαιδα. Τρώτε ψωμί με τυρί, κάποτες μάλιστα και κείνο δεν το τρώτε, μα δε σας μέλει. Φτάνει να κάθεστε και να διαβάζετε. Πόσους βλέπω στο Παρίσι χλωμούς, με ρούχα ξεσκισμένα, με πρόσωπο λιγνό που φαίνουνται τα κόκκαλα, — με τη χαρά στα μάτια. Έρχουνται και με λεν που βρήκαν καμιά δουλειά, που βγάζουν το ψωμί τους, που κερδίζουν πενήντα φράγκα το μήνα, και που ζουν τέλος πάντα, και που δεν έχουν κανένα παράπονο, αφού μπορούν και σπουδάζουν. Εσείς που ψωμοζητείτε, νάχετε θάρρος και να μη λυπάστε! εσείς είστε οι πλούσιοι• δική σας είναι η βασιλεία του Πατρός μας.

Με τα λόγια, παιδιά, τίποτις δε γίνεται. Τι να κάμουμε; Μας χρειάζεται πομονή. Περιμέντε να μεγαλώση το παιδί, να γεράση λιγάκι η πατρίδα, να γνωστέψη. Τότες έρχεστε πάλε και με βρίσκετε. Για την ώρα καθίστε στη γωνιά σας. Δεν μπορώ τίποτις να κάμω για σας. Έχω άλλους μπελάδες στο κεφάλι. Πάω στην Αθήνα! Άβριο, άβριο αναχωρέω. Πρέπει να προσέξω καλά να μην πω ανοησίες, να λέω άρτος αντίς ψωμί, αντίς κρασί να λέω οίνος, να μιλώ κορακιστί κ' ευγενιστί, να μην πειράξω κανένα δασκάλο, να θυμηθώ τα λόγια της γιανούλας, να μη με ξεφύγη άξαφνα καμιά βάρβαρη λέξη, — να ξεχάσω τη γλώσσα μας και να μάθω την καθαρέβουσα.
ΚΑ'.

« Συμβιβασμός.»

Την τύχη τη δική μου δεν την έχει κανείς! Τι κάθουμαι και συλλογιούμαι να μην κάμω τρέλλες ή να μην πω ανοησίες; Μήτε τρέλλες θα κάμω μήτε ανοησίες θα πω. Δεν μπορώ νάχω τέτοιο φόβο• είμαι γεμάτος νου και γνώση, η σοφία μου ξεχειλίζει, η φρόνηση με πνίγει. Ας παν άλλοι να πέσουν μπρόμυτα στη λάσπη, να περιφέρνουνται στους δρόμους και να μη βλέπουν πού πατούν. Εγώ έχω έναν που με βαστά από το χέρι, έχω το Μέντορά μου. Ο Τελέμαχος δεν μπορούσε να πη λέξη που να μην είναι σωστή• του είταν αδύνατο να στραβοπατήση, μια αλλόκοτη πράξη δεν κατώρθωνε να κάμη• ήθελε δεν ήθελε, έπρεπε όλο τον ίσιο δρόμο να παίρνη. Γιατί τούτο, σας παρακαλώ; Γιατί είχε το Μέντορα πάντα μαζί του. Για τούτο στάθηκε τόσο φρόνιμος νιος και παινέθηκε στον κόσμο. Το ίδιο θα πάθω και γω. Ήσυχος είμαι, τώρα που πάω στην Αθήνα!

Ο Μέντοράς μου με προσέχει σ' ό τι κάμω. Όταν ταξιδέβω και δεν τον έχω πλάγι μου, θυμούμαι τα λόγια του και κυβερνιούμαι καλήτερα. Μπορείς και συ, και κάθε άθρωπος, εκεί που περπατείς και χάσκεις κοιτάζοντας στα σύννεφα, άξαφνα να σκουντάψης σε καμιά πέτρα, να πέσης με τα μούτρα ή και να στραγγουλίσης το πόδι σου. Το πράμα είναι πολύ δυσάρεστο, γιατί πρέπει να σηκωθής, ή κανείς να σε σηκώση, να γυρίσης, σπίτι, να φωνάξης το γιατρό, ίσως να δείρης τη γυναίκα σου. Τότες καταλαβαίνεις τι χρήσιμος που θα σου είταν κανένας καλός οδηγός. Τέτοιονα έχω και χαίρουμαι. Είμαι κομμάτι λωλούτσικος, θέλω χαλινάρι να με σφίγγη το στόμα. Ο σεβαστός μου ο φίλος ξέρει πολλά να με πη για μετριοφροσύνη, για σωφροσύνη, για μετριότητα. Όλα μέτρια ταγαπά. Μια μέρα, στην εξοχή που σεργιανίζαμε κ' οι δυο μας, ανεβήκαμε μαζί σ' ένα ψηλό βουνό• είταν αποκάτω μας βράχοι. Έβλεπα θάλασσα πέρα πέρα και μ’ έπιασε τόση αγάπη για το μαβί της το χρώμα, που πήγα να σταθώ στο βράχο κοντά για να τη χορτάσουν τα μάτια μου πιο καλά. Ο Μέντορας μου με τράβηξε από το ρούχο και μ' είπε• — « Ανάγκη δεν είναι να πέσης στον γκρεμνό. Μηδέν άγαν. Παν μέτρον άριστον. Μετριοφροσύνη κοσμεί τον αληθώς άνδρα. Εν τω μέσω κείται η αρετή.»

Ποιος δεν τόπαθε στη ζωή του ή να λυπηθή πάρα πολύ ή να καταχαρή, να ξεκαρδίζεται από τα γέλοια κάθε λίγο δίχως κανένα λόγο, ή να του περεχύνουν την καρδιά δάκρια πικρά σαν το φαρμάκι; Ποιος καμιά φορά δεν είναι υπερβολικός; Παραδείματος χάρη, είναι βέβαιο που θα πης άγγελο την πρώτη γυναίκα που θαγαπήσης• ίσια με το ταβάνι θα πηδήξης με το πρώτο φιλί που θα σε δώση. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό να της κάμης όρκο που θα την αγαπήσης όλη σου τη ζωή κι ακόμη παραπάνω. Άμα πάλε χάσης την αγάπη σου, κατάντησε γενικό σύστημα να δέρνεσαι, να κλαις σαν το βόδι την ώρα που το σφάζουν και να φωνάζης που ποτές σου πια δε θαγαπήσης, που θα πεθάνης ή τουλάχιστο που θα γίνης καλόγερος. Το κάτω κάτω ντροπιάζεσαι με τέτοια λόγια και πέφτεις μικρός, γιατί ζης, τρως, κοιμάσαι και σ' ένα μήνα ξέχασες όρκους, θάνατο και τον άγγελο μαζί. Ως τόσο την ώρα που τα λες, τα πιστέβεις• μάλιστα νοιώθεις μέσα σου μια ανάγκη να τα πης, κι α δεν τάλεγες θα σε φαίνουνταν πως δεν αγαπάς με τα σωστά σου. Ο Μέντοράς μου μ' έμαθε με τι τρόπο είναι φρόνιμο να φέρνεται κανείς σε τέτοια περίσταση, για να τα ταιριάξη όλα και να μην το παρακάμη• — « Σε τέτοιες ώρες, λέει, χρειάζεται συμβιβασμός. Πες της αγάπης σου που θα την αγαπήσης μόνο τη μισή σου τη ζωή. Φώναζε που θα μισοπεθάνης ή που θα γίνης μισοκαλόγερος. Έτσι όλα συμβιβάζονται. Μηδέν άγαν. Παν μέτρον άριστον κτλ.»

Δεν είναι άθρωπος που καμιά φορά να μη θύμωσε, βλέποντας που δυο και δυο κάμνουν πάντα τέσσερα. Με το συβιβασμό κι αφτό το διορθώνεις• τα δυο και δυο τα κάμνεις πέντε, — φτάνει να βρεθής σ' ανάγκη. Η αριθμητική, σαν που την ξέρει ο καθένας, έχει κάτι απόλυτους νόμους που δεν αλλάζουν• της λείπει σωφροσύνη, δεν έχει μέτρο. Με το σύστημα του Μέντορα μου βάζει γνώση και κείνη. Πάρε τώρα τη γεωμετρία. Τι σε λέει; — « Κάθε τρίγωνο έχει τρεις γωνιές, — όχι παραπάνω —, κ' οι τρεις γωνιές κάθε τρίγωνου, αν τις βάλης τη μια με την άλλη, είναι ίσιες με δυο ορθογωνιές, αν τις βάλης τη μια με την άλλη»• ή πάλε• «Το τετράγωνο της υποτείνουσας, για τα ορθογώνια τρίγωνα, είναι ίσιο με τα τετράγωνα που βγάζουν τάλλα δυο πλεβρά, όταν τα πολλαπλασιάσης το ένα με τάλο.» Αμέσως βλέπει ο καθένας που το παρακάμνει η γεωμετρία. Πολύ πιο σωστό και φρόνιμο θα είταν αν έλεγε• — « Είναι τρίγωνα που έχουν τρεις γωνιές, αλλά πάλε μπορεί να μην έχουν και τόσες» ή « οι δυο γωνιές είναι ίσιες με δυο μισογωνιές ή με δυο μισορθογωνιές» ή μάλιστα «είναι ίσιες και δεν είναι». Ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε να το πη καλήτερα, κι όταν έδειχτε και δίδασκε που η αρετή βρίσκεται πάντα στη μέση, τέτοια πράματα θα είχε στο νου του. Η αρχή είναι φρόνιμη και παντού ταιριάζει. Μπορεί να χρησιμέψη και κει που δεν το προσμένει κανείς. Αν τα βάλουμε με τους Τούρκους, βγαίνεις άξαφνα και μας λες• — «Μίσα τον Τούρκο, μα μπορείς κι όλας λιγάκι να τον αγαπάς. Μας αφάνισε, μας έγδειρε, μας σκότωσε, αλήθεια! Μα διές τώρα τι διαφορά! Μας μισογδέρνει, μας μισαφανίζει, μας μισοσκοτώνει• πρέπει και μεις να μισαγαπούμε τους Τούρκους.» Τέτοια λόγια να πης, χαίρεται ο κόσμος που σ' ακούει. Στην Ελλάδα μάλιστα ο πολιτικός αφτός συμβιβασμός κατάντησε νόμος. Στην Τουρκιά είναι γενική συνήθεια. Με τους Τούρκους μπορεί ο χριστιανός να κερδίση παράδες και με παράδες τι δε συμβιβάζεις;

Πούπετις όμως δεν ταιριάζει τόσο καλά, πούπετις ο συμβιβασμός δεν έχει τόσο τον τόπο του, όσο στο ζήτημα της γλώσσης. Εκεί βλέπεις στα γεμάτα τι αξίζει το λαμπρό τούτο το σύστημα, εκεί φανερώνεται με μιας όλο το βάθος της καινούριας αφτής φιλοσοφίας. Να ξέρη κανείς τέλεια την αρχαία τη γλώσσα, λέει ο συμβιβασμός, ή να θέλη να μάθη όλους τους κανόνες της νέας, είναι υπερβολή. Βάλε που έχει το πράμα και τη δυσκολία του. Το φρόνιμο είναι να ξέρης μισά τη μια, και μισά την άλλη. Μηδέν άγαν. Παν μέτρον άριστον. Μετριοφροσύνη κοσμεί τον αληθώς άνδρα. Εν τω μέσω κείται η αρετή. Έτσι πέφτουν όλοι σύφωνοι ή να το πούμε καλήτερα, μισοσύφωνοι.»

Ας προσέξουμε τώρα και στη λέξη συμβιβασμός. Θα διής που μονάχη της μπορεί να σε δείξη τι είναι ο συμβιβασμός. Παρακαλώ, λίγη πομονή, να κάμουμε και μεις το φιλόλογο. Ο Ησύχιος κι ο Σουΐδας αναφέρνουν τη λέξη συμβίβασις• δε γνωρίζουν τον τύπο συμβιβασμός. Ο Αρτεμίδωρος ο Δαλδιανός γράφει (βιβλ. Α', παραγρ. 67)• « Πέπονες δε προς μεν φιλίας και συμβιβάσεις εισίν αγαθοί». Ο Αρτεμίδωρος έζησε, καθώς ξέρει ο καθένας, δυο αιώνες μετά Χριστό, άγνωστος ακόμη και τότες ο συμβιβασμός. Έτσι λεν και τα σκόλια του Εβριπίδη, στις Φοίν., στ. 375 (συμβιβάσεις) και 587 (ξυμβίβασιν), στην έγδ. του Dindorf. Πρώτη φορά απαντάς τόνομα συμβιβασμός στου Γιώργη Πισίδη το Εξαήμερο, στ. 1409• «και συμβιβασμός γίνεται των σχισμάτων.» Έχουν τη λέξη κ' οι Παντέχτες• « Διάλυσίς έστιν αμφιβαλλομένου χρέους συμβιβασμός.» Ο άγ. Επιφάνιος, (αίρ. Ξς’, ιδ'), κι ο Ιάμπλιχος (Β. Π. παρ. 69, σελ. 50, 2 στην έγδ. του Α. Nauck, 1884) βάζουν, ο πρώτος• « πείσαι αμφοτέρους εις συμβιβασμόν ειρήνης» κι ο δέφτερος « Εναντίων δυνάμεων ειρήνευσιν και συμβιβασμόν». Στους αρχαίους δε βρίσκεται συμβιβασμός. Απ' αφτά τι βγαίνει; Βγαίνει που η λέξη δεν είναι αρχαία• δεν είναι και νέα• είναι μεσαιωνική. Τέτοιος κι ο συμβιβασμός. Όλα τα θέλει μισά, ως και τη χρονολογία του.

Ας κάμουμε τώρα και λίγη γλωσσολογία — για τους γλωσσολόγους• θέλω να πω που ο συμβιβασμός δεν έχει ανάγκη να μας διαβάση• δεν έχουμε ανάγκη και μεις να γράφουμε για το συμβιβασμό. Ας τα πούμε μόλον τούτο καθαρά καθαρά, για να μας καταλάβουν, αν τύχη, και τα παιδιά, δε λέω οι δασκάλοι. Η φωνολογία μας σήμερα δεν παραδέχεται την πλοκήμφ νθ νχ. Το ν δεν προφέρνεται• ο καθένας θα πη νύφη πεθερός θυμούμαι και κόχη, αντίς νύμφη πενθερός ενθυμούμαι (το θυμούμαι το δικό μας δεν έχει να κάμη με το θυμούμαι της αρχαίας, γιατί και το νόημα είναι όλους διόλου διαφορετικό και γιατί σώζεται στην Κύπρο το ρήμα αθθυμούμαι), κόγχη κτλ. Ό, τι είναι αλήθεια για το φ θ χ, πρέπει να είναι αλήθεια και για το β δ και γ. Θα πούμε με τον ίδιο τρόπο το βασιλιά το διάβολο το γέρο, αντίς τον βασιλιά, τον διάβολο, τον γέρο. (1) Αφού το φθχ και το β δ και γ δε θέλουν το ν, φυσικά δεν μπορεί μήτε το σ και ζ νάχη ν μπροστά του. Για τούτο λέμε Κωσταντίνος, Κωστής, τη ζωή, τη ζήση, αντίς Κωνσταντίνος, Κωνστής, την ζωή, την ζήση. Ποιος είναι ο λόγος; Να το διούμε τώρα. Όλα αφτά τα φωνήματα, φθχ, βδγ, σζ μοιάζουν αναμεταξύ τους κ' έχουν κάτι που τους είναι κοινό• όλα τους είναι ημίφωνα, θα πη που μπορείς να προφέρης ένα φ όση ώρα θέλεις κι όσο δεν πιάνεται η αναπνοή σου• το π όμως, που είναι άφωνο, πρέπει με μιας να το βγάλη το στόμα σου — και τελειώνει. Όλα τάλλα φθχ, β δ γ, σ ζ, τα μακραίνεις και τα λες. Αφτό είναι το γνώρισμά τους και δεν έχεις παρά να δοκιμάσης να προφέρης ένα π κ’ ένα φ, να το διής. Αφού έχουν τα ημίφωνα συγγένεια αναμεταξύ τους και χαραχτήρα που τα ξεχωρίζει από κάθε άλλο φτόγγο, πρέπει ό τι γίνη με το ένα να γίνη και με τάλλο, ό τι πάθη το ένα και τάλλο να το πάθη, ό τι συνέπειες έχει του ενός η γειτονιά να τις έχη και ταλλουνού. Για τούτο με κανένα ημίφωνο ν δεν προφέρνεται κ' έχουμε νόμο στη γλώσσα μας• « Στα ημίφωνα μπροστά ν δεν ταιριάζει.»

*** 1) Οι τύποι τον βασιλέα, τον διάβολον, τον γενναίον είναι ξένοι. Τους έφτειαξαν οι δασκάλοι• και τους έμαθαν πού και πού στο λαό. Η αρχαία δεν πρόφερε ποτές τον βασιλέα κτλ., σαν που τα προφέρνουν οι δασκάλοι και δεν μπορούσε να τα προφέρη έτσι, γιατί οι αρχαίοι ήξεραν τη γλώσσα τους. ***

Τον ίδιο νόμο έχει κ' η αρχαία• δε λέει σύνζυγος, μα σύζυγος• δε λέει συνστέλλω, μα συστέλλω• δε συνηθίζει να λέη συνσίτιον, μα αναδιπλασιάζει το σ και το κάμνει συσσίτιον. Ο αναδιπλασιασμός έχει και κείνος το νόημά του• σημαίνει που δεν ταιριάζουν πλάγι πλάγι ν και σ, αφού γίνουνται ένα. Με τον αναδιπλασιασμό έπαψε και στη γλώσσα μας νακούγεται το ν• πρώτα έγινε νύφφη πεθθερός θθυμούμαι, κ' έπειτα νύφη πεθερός θυμούμαι, καθώς έγινε σήμερα και στην καθαρέβουσα το άλλος άλος και συσίτιον το συσσιτίον που αναφέραμε, γιατί χάθηκε στην κοινή γλώσσα ο αναδιπλασιασμός. Πώς γίνεται όμως τώρα που η αρχαία, αντίς ναναδιπλασιάση το νθ, σαν το νσ, λέει άνθρωπος με ν, και ξεναντίας με το φθχ, με το βδ και γ έχει παντού το ν. Γιατί τούτο, θα με πης; Γιατί τότες το φθχ, το βδ και το γ δεν είταν ημίφωνα• είταν άφωνα κ' έτσι τα ξέρουν και τα λεν οι παλιοί μας γραμματολόγοι. Σήμερα που τάφωνα πλήθαιναν, είταν ανάγκη ο ίδιος νόμος να κυβερνήση και πιώτερες λέξες. Το κάτω κάτω, μπορούμε να πούμε που όποιος λέει νύφη πεθερός και κόχη, μιλεί σαν τους αρχαίους, αφού προσέχει τον ίδιο κανόνα και δε βάζει ν με τα ημίφωνα. Όποιος λέει νύμφη πενθερός τον γείτονα τον χειμώνα κι άλλα τέτοια με ν, καταπατεί τον κανόνα της αρχαίας, αφού βάζει ν με τα ημίφωνα και μιλεί σαν τους ξένους, γιατί μόνο οι ξένοι φτειάνουν κανόνες του κεφαλιού τους σε μια γλώσσα που δεν ξέρουν. Ο γραικικός μας ο λαός πούπετις και σε κανένα μέρος της Ελλάδας δε βάζει το ν, όπου δεν πρέπει. Η αρχαία γλώσσα δε χάθηκε• θα τη βρης στο στόμα του λαού. Η αρχαία θα σε κάμη να καταλάβης τη νέα, και με τη νέα μπαίνεις στο νόημα της αρχαίας. Η γλώσσα μας η ρωμέικη είναι συνέχεια της ελληνικής• για να είναι συνέχεια, έπρεπε ναλλάξη, αλλιώς θα είταν πάντοτες η ίδια — και μήτε η αρχαία, στην ιστορική της σειρά, έμεινε πάντοτες η ίδια, μήτε βρέθηκε στον κόσμο ποτές γλώσσα ζωντανή που να μην αλλάξη. Οι γλώσσες που δεν αλλάζουν είναι οι ξεχασμένες, οι πεθαμμένες οι γλώσσες που άθρωπος πια δεν τις μιλεί.

Ας σημειώσουμε το λοιπό την αρχαία την προφορά με γράμματα πιο μάβρα &φ θ χ β δ γ&, για να τα διακρίνουμε καλήτερα, κ' έτσι να διούμε τι απόγινε με το &φθχ&. Το &φ& το &θ& και το &χ& είταν άφωνα διπλά• το &δ β& και το &γ& είταν απλά. Όταν έλεγαν το &φθχ&, ακούγουνταν πρώτα ένα &π τ κ&, ύστερα μια δασεία. Λίγο λίγο, με την προφορά, χάνουνταν το π τ κ κ' έπερνε η δασεία πιώτερο τόνο και τόπο, γιατί λέγοντας το &φ&, το &β& ή το &χ&, αντίς νανοίξουν καλά το στόμα, το σφαλνούσαν πιο γρήγορα κ' έτσι είταν ανάγκη να χαθή η δασεία που θέλει στόμα ανοιχτό, και να μείνη στο τέλος μόνο το ημίφωνο &φθχ&, που δε μοιάζει πια με τάφωνο ταρχαίο. Την ίδια σειρά ακουλούθησε το λατινικό Porta, όταν πήρε τη λέξη η γερμανική• έγινε πρώτα φorte (πάει να πη, π με δασεία, σαν ταρχαίο το φ), έπειτα πφorte, και τέλος φorte σε μερικές επαρχίες. Για τούτο μήτε μπόρεσε το ν να μείνη μπροστά σε &φθχ&, άμα δεν είταν πια &φθχ&, μήτε κατώρθωσε να σώση το πτκ του &φβχ&, μόλον ό τι το ν ταιριάζει καλά με τάφωνα. Η δασεία είχε επικρατήσει και μάκραινε την προφορά, με τρόπο που τάφωνα γίνουνταν ημίφωνα κ' έτσι από το &φ& βγήκε το φ, από το &θ& το θ, κι από το &χ& το σημερνό μας το χ.

Όπου είταν όμως ν της αρχαίας μπροστά σε &β δ& και &γ&, σώθηκε και το ν κ' η παλιά προφορά του &β δ& και &γ&, γιατί το &β δ& και &γ& είταν άφωνα απλά κ' έτσι δεν μπορούσε δασεία να τα χαλάση. Οι αρχαίοι, για το &μβ νδ νγ& είχαν την ίδια προφορά που έχουμε σήμερα, άμα λέμε ομπρός πάντα τον κόπο. Δεν τα λέμε με π τ κ, τα λέμε με &β δ γ&. Μη βλέπης που μιλούμε για το ν κι όμως γράφουμε μ, άμα είναι &β& στη μέση. Το ν, μόνο που βρίσκεται μπροστά σε &β&, γίνεται &μ&• έτσι και το δικό μας το άμποτες, το κάμνουμε με &μ&• κι ως τόσο είναι με ν (αν ποτέ)• το ν γίνεται χειλικό με τα χειλικά (πφβ) και λαρυγγικό με τα λαρυγγικά (κχγ&χγ&)• είναι όμως πάντα ν, και για τούτο στις αρχαίες επιγραφές μπορείς συχνά να διαβάσης συνπαρόντων συνβίου συνκλητικός. Αφτό το ν δεν έπρεπε λοιπό να χαθή, γιατί το ν της αρχαίας, που δεν ήθελε ημίφωνα κατόπι του, ταίριαζε με τάφωνα. Ο ίδιος νόμος βασιλέβει ακόμη και σήμερα, σαν που μπορεί να το διή ο καθένας στους τύπους πάντα έμπορος τον κόπο• ποτές ο λαός δεν είπε και δε θα πη πάτα έπορος το κόπο. Σε τέτοια περίσταση μάλιστα, το πτκ γίνεται ηχικό (πάει να πη που αντηχεί η γλωσσίδα στο λάρυγγα μέσα άμα προφέρης τα ηχικά, όπως αντηχεί όταν πης ζ δυνατά) από άνηχο που είταν (η γλωσσίδα δε σαλέβει όταν είναι πτκ κι ο λάρυγγας δεν αντηχεί με το σ, σα με το ζ). Για τούτο λέμε παν&δ&α έμ&β&ορος τον &γ&όπο. Στη γλώσσα μας, ένα ηχικό φέρνει τάλλο, και του ν δεν του φτάνει να βρίσκεται σ' άφωνα μπροστά, θέλει αφτά τάφωνα να είναι κ' ηχικά. Αν είταν το &β& ταρχαίο σαν το δικό μας το β, θα είταν αδύνατο νάχη μπροστά του ν, γιατί τότες θα είταν το &β& ημίφωνο, και ξέρουμε που τα ημίφωνα, στην αρχαία και στη νέα, ν δε θέλουν.

Είναι φυσιολογικός νόμος το μ να γεννά &β& κι όχι β, για το λόγο που ένα μ έχει πιότερη συγγένεια με το &β& παρά με το β και μπορείς μάλιστα να πης που κάθε μ έχει μέσα του ένα &β&. Η προφορά μβ είναι αδύνατο πράμα, κ' έπρεπε να είταν οι αρχαίοι βάρβαροι για να την έχουν. Οι δασκάλοι μπορεί να κάμουν τους αρχαίους να φαίνουνται βάρβαροι, εμείς όχι.

Γι' αφτή την αιτία είναι μάλιστα πιο σωστό να γράφουμε σήμερα, σαν που το κάμαμε, το κύριο όνομα Ιάμβλιχος με π αντίς β. Ο λαός δεν ξέρει ακόμη αφτό τόνομα, κι αν το μάθη, είναι καλήτερο να το μάθη με π• αν του το πούμε με β, θα το κάμη Ιάβλιχος• με π θα φυλάξη τουλάχιστο την αρχαία την προφορά, που συφωνεί με τη δική του. Τόνομα αφτό είναι αραβικό κι αραβικά δεν έχει μήτε β μήτε π• έχει μόνο μλ. Οι Έλληνες, όταν το πήραν, έβαλαν το &β&, όπως και πριν είχαν πει αμβροσία αντίς αμροσία, που θα είταν ο σωστός τύπος, κι άμ&β&ροτος αντίς άμροτος, που είναι το πιο αρχαίο, κ' έτσι, — κατά λάθος, για να μιλήσουμε σαν τους δασκάλους, — βγήκε τόνομα &β&ροτός από το σύθετο άμ&β&ροτος. Αφτό το &β&, για νάχη το λόγο του, έπρεπε να είναι άφωνο &β& και με τέτοιο τρόπο μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ακούστηκε ένα &β& στόνομα Ιάμ&β&λιχος. Τόνομα είναι πολύ σημαντικό• μας δείχτει που και στον τέταρτο αιώνα μ Χ. σώζουνταν ακόμη η προφορά του αρχαίου του &β&.

Αφού λοιπό, καθώς είπαμε, ταιριάζει το ν και με &β δ γ& και με πτκ, είταν ανάγκη, πρώτο• το &β& να μη γίνη β, όταν είχε μπροστά του ν, δέφτερο• το &β& ταρχαίο να μείνη και σήμερα, σ' όποια λέξη το &β& έχει ένα ν μπροστά του. Το ίδιο και με το &δ& και &γ&. Έτσι λέμε σήμερα μπαίνω κουμπί γαμπρός μπάλλωμα, άντρας έντεκα ντύνουμαι σεντόνι, εγγόνι αγγίξω και τέτοια πολλά που σώζουν την αρχαία προφορά εμ&β&αίνω κόμ&β&ος (κομ&β&ίον• τάτονο ο γίνεται στη γλώσσα μας ου) γαμ&β&ρός εμ&β&άλλωμα, άν&δ&ρα, έν&δ&εκα εν&δ&ύνω σιν&δ&ών (σιν&δ&όνιον), έν&γ&ονος (εν&γ&όνιον) εν&γ&ίζω. Έχουμε τώρα, μ' αφτά που είπαμε, και νέους όρους• σ' όποια λέξη κανείς ακούση την προφορά νπ ντ νκ, αντίς &μβ νδ νγ (γγ)& που γράφουν οι αρχαίοι, αμέσως μπορεί να πη, δίχως να κάμη λάθος, που η λέξη είναι αρχαία, δηλαδής που την άκουσε και την έχει ο λαός από τα παλιά τα χρόνια και που δεν του τη χάλασαν ακόμη οι δασκάλοι. Δε σημαίνει τίποτις να βρίσκεται ή να μη βρίσκεται η λέξη στα λεξικά και στους λεξικογράφους• οι αρχαίοι δεν έγραψαν όσες λέξες έλεγαν, και πολλές που συνήθιζαν μπορεί να μη γράφηκαν ποτές. Φτάνει να είναι το &β& το &δ& ή το &γ& με το ν, και βλέπουμε αμέσως που για να λέμε σήμερα μ&β&, ν&δ&, ν&γ& αντίς μβ νδ νγ έπρεπε μια τέτοια λέξη να υπάρχη τουλάχιστο στον τέταρτο αιώνα μ. Χ., στου Χρυσόστομου τον καιρό. Με τη νέα μας τη γλώσσα έτσι πλουτίζει κ' η σπουδή της αρχαίας. Το νόστιμο είναι που οι καλοί μας οι δασκάλοι κάμνουν τον περήφανο σηκώνουν τη μύτη και καταφρονούν το πρόστυχο και χυδαίο μπάλλωμα. Να όμως που η επιστήμη τους δείχτει που αφτό το χυδαίο το μπάλλωμα είναι πολύ πιο αρχαίο και πιο σωστό από το καταλαμβάνω το δικό τους!

Πρέπει όμως, για να μείνη η αρχαία προφορά, το &μβ νδ νγ& να είναι μέσα στην ίδια λέξη. Ά δεν είναι μέσα στην ίδια λέξη, τότες αλλάζει το ζήτημα. Μπορείς να το καταλάβης από του αρσενικού άρθρου το ν, από το ν του θηλυκού κι απ’ όλα τα τελικά τα ν που βρίσκουνται μπροστά σ' αρχικό &β δ γ& της ακόλουθης λέξης, ή μπροστά σ' ό τι άλλο ημίφωνο κι αν είναι. Δε λέμε τομπασιλιά, λέμε το βασιλιά. Γιατί τούτο; Γιατί το κοινό όνομα &βασιλεύς& δεν είχε μόνο αιτιατική• ταρχικό &β& μπορούσε λοιπό νακουστή χωριστά από τον της αιτιατικής, αφού έκλιναν &ο βασιλεύς, του βασιλέως, τω βασιλεί, οι βασιλείς& κτλ. Άμα δεν είταν κανένα ν στο &β& μπροστά, γίνουνταν το &β& β, γιατί το &β& είναι φυσικό να γίνη β, το β όμως δε γίνεται &β&. Αφού όμως το &β& έγινε β, βρίσκουνταν κάθε φορά που έκλιναν τόνομα το ν της αιτιατικής του άρθρου μπροστά στο β της αιτιατικής βασιλέα. Μα είδαμε που αφτή η πλοκή μβ δεν μπορούσε να μείνη• ο τύπος τον βασιλιά έπρεπε αμέσως να κατασταλάξη στον τύπο το ββασιλιά, με δυο β, κι αφτός ο τύπος είναι που μας έδωσε την αιτιατική της κοινής το βασιλιά, γιατί σαν που το είπαμε αρχήτερα, ο αναδιπλασιασμός δεν ακούγεται πια στην κοινή γλώσσα. Όπου βρέθηκε τελικό ν και κατόπι του ημίφωνο, συνέβηκε το ίδιο. Γι' αφτό το λόγο χάθηκε σήμερα στη γλώσσα μας το ν της αιτιατικής του θηλυκού κι αρσενικού άρθρου• μνίσκει μόνο όπου είναι κπτ, ίσια ίσια γιατί το κ, το π και τ είναι άφωνα κι όχι ημίφωνα. Μ' όλα τάλλα (χ γ φ β θ δ σ ζ μ ν ρ λ) αναδιπλασιάζουνταν το ν• με το κπτ δεν μπορούσε ναναδιπλασιαστή, αφού το ν με κπτ παριστάνει δυο φτόγγους διαφορετικούς. Το ίδιο έπαθαν και τα μόρια δεν και αν. Τα μόρια και τάρθρο δε λέγουνται ποτές ξεχωριστά• μοναχά τους δεν μπορείς να τα πης• πρέπει νάχης κατόπι άλλη λέξη. Για τούτο τα μόρια δεν, αν, οι αιτιατιακές την και τον του ενικού άρθρου ενώνουνται τόσο σφιχτά με την ακόλουθη λέξη, που μοιάζει σα να είταν τόνομα και τάρθρο μια μόνη λέξη. Χάρη σ' αφτό, έμεινε το ν μπροστά στο κ, το π και το τ και στα φωνήεντα σαν που έμεινε μέσα στην ίδια λέξη. Μπροστά σ' όλα τάλλα, έπρεπε πρώτα ναναδιπλασιαστή κ' ύστερα να βγη. Με τα επίθετα, με τις αντωνυμίες και με τα ρήματα έπρεπε φυσικά να παν τα πράματα διαφορετικά, αφού οι αντωνυμίες, τα επίθετα και τα ρήματα έχουν ύπαρξη ανεξάρτητη και μπορείς να τα πης ξεχωριστά. Έχει μια σημασία το καθένα, κι αν το φέρης και μοναχό του. Μ' αφτό το σύστημα, αντίς να λέμε τον καλόν φίλον ή είχεν φίλον, όλοι θα πούμε σήμερα τον καλό φίλο, είχε φίλο. Έναν καιρό έλεγαν, καλό φφίλο, είχε φφίλο, και το βλέπουμε από χωριανές γλώσσες που ακόμη σήμερα έτσι μιλούν. Και τόντις πολλά χωριά έσωσαν αφτή την προφορά, γιατί τα χωριά βρίσκουνται συχνά σ' ένα γλωσσικό στάδιο που η κοινή γλώσσα ξεπέρασε και για τούτο θακούσης σε κάμποσα νησιά να σε πουν τοχχορό, τοφφίλο, τοθθεό, τογγάμο, τηγγυναίκα, τοββασιλέ, τοδδούλο, τησσούβλα, τηζζωή, τημμάννα, τοννόμο, τηρράχη, τολλόγο, ή άθθος, νύφφη, ρουχχαλίζω, πεθθερός, συγγυρίζω• κ' έτσι θα στα πουν όλα, κάθε φορά που βρίσκεται το ν μπροστά σε κάθε άλλο σύφωνο παρά κπτ• δεν έχει καμιά εξαίρεση και δε θα κάμη ποτές λάθος ο χωρικός. Επειδής όμως τα επίθετα κλίνουνται και δεν έχουν αιτιατική μοναχά, έγινε απάνω κάτω το ίδιο που έγινε με το &β& του &βασιλεύς&. Οι αντωνυμίες, τα ονόματα και τα επίθετα δεν κράτησαν το ν μήτε όταν έρχουνταν κατόπι κ π τ ή φωνήεντο. Άμα χάθηκε ο αναδιπλασιασμός, άμα είπαν καλό φίλο αντίς καλό φφίλο, δεν είταν πια κανένας λόγος το ν της αιτιατικής να ξαναφανή πουθενά, γιατί μπορεί το επίθετο να μπη κατόπι και να πούμε φίλο καλό• έτσι δε φαίνεται πια το ν μήτε στόνομα μήτε στο επίθετο. Ο τύπος της αιτιατικής είχε καταντήσει καλό για τα επίθετα, και φίλο για τα ονόματα, χωρίς ν. Όσο για τα ρήματα, ο νόμος είναι ο ίδιος μόνο στην κοινή γλώσσα, που δεν έχει πια τον αναδιπλασιασμό, δεν μπορείς να διακρίνης το πρώτο πρόσωπο του ενικού αόριστου είχα φίλο και το τρίτο του πληθυντικού είχα φίλο, α δε βάλης το ν. Τα χωριανά διακρίνουν τα δυο πρόσωπα χωρίς ν, γιατί λένε, για το πρώτο, είχα φίλο και για το τρίτο, είχαφφίλο. Η κοινή αναγκάστηκε λοιπό, για λόγους ψυχολογικούς κι όχι φυσιολογικούς, να φυλάξη το ν μπροστά στα φωνήεντα και στάφωνα, μα έπρεπε να βάλη μπροστά στα ημίφωνα τους τύπους έχουνε, είχανε, λένε ή γράφανε κάμανε αντίς έγραφαν έκαμαν. Αφτούς τους τύπους τους πήρε από άλλα γλωσσικά συστήματα, από άλλα χωριά• κ' έπρεπε τόντις να τους πάρη, γιατί θάκαμνε λάθος αν έλεγε είχαν φίλο, κι ως τόσο δεν μπορούσε να πη είχα φίλο. Να παρατηρήσης όμως που μόνο στα τρίτα πληθυντικά πρόσωπα βάζει το ε και το ν• δεν τόχει ποτές στο πρώτο έχουμε κι αφτό σε δείχτει που λέει είχανε (και χάρη στην αναλογία έχουνε) μόνο και μόνο για ναποφύγη τη δυσκολία. Έτσι βγαίνει στη γλώσσα μας κι άλλος όρος. Το τελικό ν (το ν του άρθρου, του αν και του δεν, τελικό δεν είναι) χάθηκε με τον αναδιπλασιασμό. Μέσα στην ίδια λέξη (φυσικά και στα μόρια και στάρθρο), έμεινε το ν_ μόνο μπροστά στάφωνα και στα φωνήεντα.

Τι θα πούμε τώρα, όταν απαντήσουμαι στη γλώσσα του λαού τους τύπους συβουλή, κίδυνος, σύδεσμος, κι άλλους τέτοιους τύπους; Αρχαίοι τύποι δεν είναι• αν τους είχε μάθει ο λαός από τους αρχαίους, αν τους είχε κλερονομήσει κατεφτείας από τους προγόνους, θάλεγε συμ&β&ουλή, κίν&δ&υνος, σύν&δ&εσμος. Πρέπει λοιπό να συμπεραίνουμε που τους έμαθε μόνο σε μια εποχή που ταρχαίο το &β& είχε γίνη β, κι αφτό είναι το σωστό συμπέρασμα. Αφτούς τους τύπους τους βρήκαν οι λόγιοι στα βιβλία, ή στους μεσαιωνικούς χρόνους ή και στους δικούς μας. Είδαν που τα βιβλία έγραφαν παντού β, δεν ήξεραν που το &β&, όταν έρχεται μ κατόπι, είναι αρχαία προφορά, νόμισαν που το λεν πάντοτες &β&• το είπαν έτσι και σ' αφτές τις λέξες. Από το στόμα τους τις πήρε τότες ο λαός και τις κανόνισε• φύλαξε τον αρχαίο το νόμο κ' είπε συβουλή, κίδυνος, σύδεσμος, γιατί είδαμε που δεν ταιριάζει με τα ημίφωνα το ν, κι άμα είναι νόμος, ό τι κάμουν οι λόγιοι, δεν μπορεί να τον αλλάξουν• ο λαός τον έχει πάντα και τον προσέχει. Τέτοιες λέξες είναι λοιπό μισοδημοτικές μισοδασκάλικες και μπορούμε να τις γράφουμε, αφού τις διόρθωσε τουλάχιστο ο λαός. Μισοδημοτικούς μισοδασκάλικους τύπους έχει κάθε γλώσσα κι αναγκάζεται να τους έχη. Έτσι το θέλει ο καθαφτό συβιβασμός κι όλος ο κόσμος στην Εβρώπη έτσι εννοεί τον αληθινό συβιβασμό. Το μόνο που μπορείς να πης είναι που τόντις αρχαίος και σωστός τύπος είναι ο δημοτικός, και που πιώτερο αξίζει και πολύ πιο κανονικός είναι ο τύπος &β&άλλωμα ή άν&δ&ρας παρά ο τύπος κίδυνος ή συβουλή.

Όταν όμως ακούσης σε μια λέξη να λεν όλο μβ νδ κι ο λαός μήτε να γνωρίζη τη λέξη, τότες βλέπεις τι τρέχει• φτάνει οι λόγιοι να σε πουν τους τύπους άμβων, καταλαμβάνω με β, σαν που τους λεν, κι αμέσως καταλαβαίνεις εσύ που η προφορά αφτή του β είναι πλάσμα καινούριο• ο λαός τέτοια λέξη δεν ξέρει, γιατί δεν είναι ορθή• αρχαία δεν είναι, αφού δε λεν άμβωνας, μήτε άμ&β&ων κ' έτσι καταπατούν τους φωνολογικούς νόμους της αρχαίας, που δε θέλει πλάγι πλάγι ν κ' ημίφωνα• είναι τέρας. Ποιος βγαίνει βάρβαρος; ο δάσκαλος. Και ποιος λέει βάρβαρο το λαό; Ο δάσκαλος που πρώτος βαρβαρίζει. Κατάλαβες, ελπίζω, τώρα τι θα πη συμβιβασμός• είναι λάθος στην αρχαία γλώσσα και στη νέα. Τέτοιος είναι κι ο συμβιβασμός. Δεν είναι μισό λάθος• είναι λάθος σωστό.

Για να τελειώσουμε, ας κάμουμε τώρα μια στιγμή και το λεξικολόγο. &Β&ιβάζω σημαίνει κάμνω κανέναν ή κανένα πράμα να πηγαίνει, να βαδίζη, το βάζω στο δρόμο του. Η πρόθεση συν, όλος ο κόσμος το ξέρει, θα πη μαζί. Έτσι βλέπουμε τουλάχιστο τι νόημα έχει ο συμβιβασμός• κάμνει δυο πράματα να ταιριάζουν το ένα με τάλλο, μαζί να πηγαίνουν, τον ίδιο δρόμο να πάρουν. Ποια είναι αφτά τα δυο; ο συμβιβασμός δε μας το λέει, μα πιστέβω που θέλει να πη την αρχαία και τη νέα. Με τι τρόπο συμβιβάζει και τις δυο; Τώρα να το διούμε. Ο συμβιβασμός ντρέπεται να πη ήπια, που είναι πάρα πολύ χυδαίος τύπος• δε θέλει πάλε και να πη έπιον, που είναι πάρα πολύ αρχαίος. Τι κάμνει; Παίρνει λίγο από το έπιον και λιγάκι από το ήπια, μισό μισό το καθένα, τα ταιριάζει μαζί, τανακατώνει και σε βγάζει έναν αόριστο έπια. — «Καλά! λες εσύ, μα γιατί τάχατις έπια κι όχι ήπιον; Κάλλια μ' άρεζε εμένα ένας αόριστος ήπιον.» Κι αφτό γίνεται, παιδί μου, μη χολοσκάνης! Μπορείς κ' ήπιον να το πης• φτάνει να πάρης μισά μισά την αρχαία και τη νέα• άλλο νόμο δεν έχεις να φυλάξης. Όσο μισό είναι το έπια, τόσο μισό είναι και το ήπιον. Καλά λοιπό και τα δυο.

Βλέπεις τι πονηριά που την έχει ο συμβιβασμός, τι φρόνιμα που οικονομιέται, τι συμβιβαστικά που τα συμβιβάζει όλα ο συμβιβασμός. Σε λέει που κάμνει δυο πράματα να πηγαίνουν πλάγι πλάγι, να πάρουν τον ίδιο δρόμο• μα αν είναι να μάθης αφτός ο δρόμος πού αρχίζει και πού τελειώνει, ο συμβιβασμός αφτό δε στο λέει, κι από κει μπορείς να καταλάβης όλη του τη φρονιμάδα και την τέχνη. Ίσως ο ίδιος δεν το ξέρει να στο πη. Κάθε δρόμος έχει δυο άκρες, κάθε πράμα μια αρχή κ' ένα τέλος. Ο καημένος ο συμβιβασμός προσπαθεί να βρη τη μέση του δρόμου. Το κακό είναι που δεν ξέρει μήτε πού αρχίζει ο δρόμος, μήτε πού τελειώνει. Πώς θέλεις εσύ τώρα να βρη τη μέση; Του κάκου πολεμά. Πόσοι είναι σήμερα στην Ελλάδα που συμβιβάζουν ή συμβιβάζουσιν, και σ' αφτούς μέσα πόσοι είναι που γράφουν την ίδια γλώσσα• Δεν μπορεί να συφωνήση ο ένας με τον άλλο. Ο καθένας με τη φαντασία του κυβερνιέται. Πάρε δυο απ’ αφτούς που συμβιβάζουν ή συμβιβάζουσιν και θα διής που κ' οι δυο τους έχουν άλλη γραμματική, γράφουν άλλη γλώσσα. Ο πρώτος σε λέει που παραδέχεται την ονομαστική πατέρας και μητέρα. Χωρίς ο ίδιος να το καταλάβη, είναι σα να σ' έλεγε που παραδέχεται ισοσύλλαβα αντίς περιττοσύλλαβα. Κι ως τόσο σε λίγο θα σε πη• — «Όσο για την ονομαστική πόλις, βρύσις, με φαίνεται πιο σωστό να τα γράφουμε με το σ» — και νάσου περιττοσύλλαβα κ' ισοσύλλαβα πλάγι πλάγι. Μην του ρωτάς να στο ξηγήση• έτσι του φαίνεται. Ο δέφτερος πάλε βγάζει κι αποφασίζει που για τα ρήματα θα βάλη τη δημοτική κατάληξη της κοινής — ουν• όσο για τα ονόματα, λέει, θα κάμη την κατάληξη αρχαία και νομίζει πιο καλό να γράφη αι ώραι, αι ημέραι. Μ' αφτό, κάτι θαρρεί πως είπε. Γιατί το ένα αρχαίο κι όχι τάλλο; μη βασανίζεσαι να το βρης. Μη γυρέβης να μάθης τους λόγους. Έτσι τώρισε το κεφαλάκι του, και του φτάνει Ένας τρίτος πάλε σε φτειάνει άλλο κανόνα, συμβιβάζει και του λόγου του• με πολύ φρόνιμο τρόπο, μ' ήσυχο και συγκαταβατικό ύφος σε κάμνει παραχωρήσεις — και ποιος τον είπε να παραχωρήση τίποτις; — «Ναι βέβαια, λέει, παραιτώ τον απαρέφατο• παραδέχουμαι το να, μα μπορούμε τουλάχιστο να βάζουμε η στην υποταχτική και να γράφουμε να νομίζητε αντίς να νομίζετε» Έτσι το νομοθετεί και τόσο χωρεί το καημένο του το μυαλό. Μη ζητής να σε πη γιατί έχει η η αρχαία και για ποιο λόγο συνηθίζει η νέα το ε. Εδώ τα μπερδέβει. Ως τόσο περνά για σοφός κι ο ίδιος χαίρεται με τη γνώση του, και καμαρώνει τη φρόνησή του.

Έτσι πηγαίνουν και λεν. Άλλα μη γυρέβης. Πού τέχνη; πού σύστημα; πού μάθηση; Σύστημα δε θέλουν — και χωρίς σύστημα πότε γράφηκε γλώσσα; Ο συμβιβασμός δε βασίζεται πούπετις, μήτε στην αρχαία μήτε στη νέα. Δεν έχει χώμα πού να πατήση• όπου τύχη τρέχει• πετά με τον άνεμο σαν το λωλό το φύλλο. Για τούτο κ' οι συμβιβασμοί δε συμβιβάζονται αναμεταξύ τους. Τι σας φαίνεται; Εγώ λέω, πρώτα να συμβιβασθώσιν, να συμβιβασθώσι, να συμβιβαστώσι, να συμβιβαστούν ή να συβιβαστούν οι συμβιβασμοί ο ένας με τον άλλο κ' ύστερα να μας κατηχίσουν. Το κάτω κάτω όμως τι είναι; Καταντήσαμε να μην ξέρουμε τη γλώσσα μας. Βάλε έναν απ’ αφτούς που μιλούν όλο για μάθηση, για γραμματική και που λεν τη γλώσσα του λαού ακανόνιστη, να σε γράψη σ' αφτή τη γλώσσα, που καταφρονεί τόσο, μια μόνη σελίδα χωρίς να κάμη λάθος. Δε θα μπορέση! Θανακατώση μαζί τύπους κάθε λογής.

Δε συλλογίστηκε μήτε πώς μήτε πότε πρέπει να δανειστή λέξες από την αρχαία και με τι τρόπο θα τις συγυρίση για να φαίνουνται δημοτικές, για να μπορέση, μια μέρα να τις παραδεχτή ο λαός. Δε διακρίνει την κοινή, την πανελλήνια, τη γενική γλώσσα από τη γλώσσα που συνηθίζουνε μόνο σε μερικά μέρη. Μήτε βλέπει που υπάρχει μια γραμματική της κοινής. Καταφρονεί τους άλλους, θέλει να τους κυβερνήση, να τους μάθη, κάμνει το σοφό και δε γνωρίζει τους πιο απλούς νόμους της γλώσσας του λαού. Σήμερα θα πη εκείνος άβριο κείνος, το πρωί απάνω κάτω το βράδυ απάνου κάτου, κάπου δεν και κάπου δε• μα πότε χρειάζεται το ένα και πού ταιριάζει τάλλο μήτε τωνειρέφτηκε στη ζωή του κι αφτή του την αμάθεια τη βάφτισε σωφροσύνη. Για τούτο κάμνει τον περήφανο, φωνάζει που όρια δεν αρέσει. Θέλει λεφτεριά. Δεν το λέγαμε και πριν; Η αριθμητική φέρνει σταναχώρια. Τα δυο και δυο πάντα τέσσερα τα θέλει. Είναι σα να φώναζε στα καημένα τα δυο, ξεχωριστά στο καθένα• — «Έχετε δεν έχετε, θα συβιβαστήτε όπως σας το προστάζω γω, και πέντε δε θα γίνετε ποτές σας.» — Δεν είναι τυραννία; — « Και ποια είσαι συ, κερά Αριθμητική, έτσι δούλους σου να μας έχης; Πρέπει να κάμουμε τάχατις όπως θέλεις εσύ, κι όχι όπως εμείς θέλουμε; Εγώ να σε δείξω!» — Τέτοια λόγια της λέει ο συμβιβασμός κ' έχει δίκιο• πρέπει να φανούμε ανεξάρτητοι, να βαστάξουμε το φιλότιμό μας. Πλήξη πιάνει τον άθρωπο όσο βλέπει τη φύση να κυβερνά τον κόσμο με τόση τυραννία. Η θάλασσα ως ένα μέρος θα πάη και θα σταθή. Οι πλανήτες τον ίδιο γύρο θα κάμουν κάθε χρόνο, κι από τον κύκλο τους δε θα βγουν — ή πρέπει να χαθούν. Τα τριαντάφυλλα μόνο το καλοκαίρι θανοίξουν, κι όχι το χειμώνα. Κάθε πράμα έχει όρια δικά του, και δεν μπορεί παρέκει να προχωρήση. Όταν έλεγαν οι αρχαίοι για σωφροσύνη, για μέτρο και για γνώση, υποθέτω που ήθελαν τέτοια να πουν• εννοούσαν, ο καθένας και το κάθε πράμα να σέβουνται και να μην ξεπεράσουν τα φυσικά τους όρια. Σ' αφτή την αρχή είταν η φρονιμάδα τους όλη.

Ο συμβιβασμός νομίζει πως έχει τέτοια αρχή και πως μιλεί σαν τους αρχαίους, μα δίχως ο ίδιος να το ξέρη, λέει άλλα. Κάμνει όπως του φανή, κ' οι αρχαίοι, έλεγαν ίσια ίσια να μην κάμνη κανείς όπως του φαίνεται, αλλά όπως το θέλει η ορθή κρίση. Το μέτρον των αρχαίων ο συμβιβασμός το γυρέβει μέσα του, στο νου του, στη μικρή του τη γνώση, όχι στης γλώσσας μας τους νόμους μήτε στην ιστορική της σειρά. Δεν μπορούν όμως οι αθρώποι να φτειάξουν όρια του κεφαλιού τους• τα όρια τα βάζει η φύση, και τη φύση πρέπει νακούμε, όχι τη σοφία τη δική μας. Ο συμβιβασμός δεν παραδέχεται τέτοιο σύστημα• δε λογαριάζει για τίποτις μήτε τη φύση, που είναι η γλώσσα του λαού, μήτε τους φυσικούς της τους όρους, μήτε την επιστήμη που μας μαθαίνει να βρούμε τους όρους αφτούς και να καταλάβουμε τη φύση. Έπρεπε να φανή ο συμβιβασμός, για να διούμε ταξιοπερίεργο αφτό το κατόρθωμα, οι φυσικοί νόμοι ναλλάξουν και τα ποτάμια πίσω να γυρίσουν.

Ο Σωκράτης είχε άδικο να λέη που το Γνώθι σαυτόν είναι η αρχή της σοφίας. Η αρχή της σοφίας είναι ο συμβιβασμός. Ο συμβιβασμός το ξέρει και για τούτο έχει τόση ιδέα για τη φρόνησή του και τόση πέραση στον κόσμο. Ίσως η σοφία του, αν κοιτάξης καλά, κρυφτεί μέσα της κατιτίς άλλο παρά σοφία. Το παρατήρησαν και στην Εβρώπη• ο σπουδαστής ο γραικός που έρχεται στο Παρίσι, που πάει στη Γερμανία ή στην Αγγλία, έφκολα μαθαίνει και θα καταλάβει ό τι του πης. Μα γρήγορα σταματά• ίσια μ’ ένα βαθμό θα προκόψη κι όχι παρέκει. — ή γιατί νομίζει πως όλα τα ξέρει ή γιατί κουράζεται και δεν μπορεί. Τέτοιος είναι ο Γραικός• όλα ταρχινούμε, μπαίνουμε στη δουλειά με πόθο και με καρδιά, ο κόπος δε μας τρομάζει. Να μας ακούσης, τον κόσμο θα τον κάμουμε δικό μας. Κι αλήθεια θα τον κάμναμε δικό μας, γιατί μέσα μας έχουμε κάτι και μεις. Μα…. είναι και το μα. Άλλο κάτι μας λείπει. Όλα ταρχινούμε, τίποτις δεν τελειώνουμε. Τίποτις δεν μπορούμε να τελειωποίσουμε. Η συνέχεια μας σκοτίζει το νου, η αδιάκοπη προσοχή μας ζαλίζει, η ίδια δουλειά μέρα νύχτα μας κουράζει. Στην επιστήμη, στα πολιτικά, στη μάθηση, στη φιλολογία δεν έχουμε μήτε πομονή, μήτε, — για να πούμε μια αρχαία λέξη που εδώ ταιριάζει — μήτε επιμονή. Πάντοτες μνίσκουμε στη μέση του δρόμου. Δεν τολμούμε, δεν μπορούμε να πιάσουμε μια ιδέα και να τη βαστάξουμε ίσια με την άκρη, ίσια με το τέλος. Έχουμε μισή μάθηση, μισή τέχνη, μισή γνώση και μισή φιλολογία. Το ζήτημα δεν είναι μόνο φιλολογικό κι ο συμβιβασμός δεν έχει να πη μόνο για τη γλώσσα• έχει πιο γενική, έχει εθνική σημασία και σ' όλα συμβιβάζομεν, όλα τα κάμνουμε μισά, γιατί και το κεφάλι μας είναι μισό και δεν έχουμε μήτε δύναμη μήτε σωστή ενέργεια. Έτσι βγάλαμε και μισή γλώσσα. Καταντούμε όμως λίγο λίγο να πιστέβουμε που το μισό που κατορθώνουμε να κάμουμε, είναι το μόνο σωστό. Παρηγοριούμαστε λέγοντας που τέτοιο είταν των αρχαίων το σύστημα, που αφτό θα πη παν μέτρον άριστον και μηδέν άγαν. Τα κάτω κάτω, ο συμβιβασμός_ άλλο τίποτις δεν είναι παρά η παντοτινή μας αφτή η ανημποριά σε κάθε πράμα και σε κάθε εργασία.

Εμένα πάλε τι με μέλει; Τον κόσμο βέβαια δε θα τον αλλάξω. Μάλιστα χαίρουμαι που είναι ο κόσμος όπως είναι• χαίρουμαι που είναι στον κόσμο κι ο συμβιβασμός. Αφτός θα φανή ο σωτήρας μου. Δίχως φόβο τρέχω μέσα στα κύματα που με πάνε στην Ελλάδα. Ο Μέντοράς μου δε θα μ' αφήση να ποντιστώ σαν το Μυρτίλο. Τώρα που ξέρω και γω να συμβιβάζω, θα χαρούν όλοι οι Αθηναίοι άμα με διούν. Όλοι μαζί μου θα γοητευθώσιν. Ο Μέντοράς μου μάλιστα μ’ έμαθε να συμβιβάζω τον ένα με τον άλλο τους χίλιους συμβιβασμούς που λουλουδιάζουν την ώρα που μιλούμε στωραίο χώμα της πατρίδας. — « Να σε δείξω τι σύστημα έχουμε όλοι σήμερα στην Ελλάδα. Μήτε γράφουσιν όλο να κλίνης, μήτε γράφουν. Άμα βάλης ένα γράφουν εδώ, ένα γράφουσιν εκεί, κάμνεις του καθενός το χατίρι. Μη λες μόνον η μητέρα• κάπου κάπου κοίταξε να χώσης και μια ονομαστική μήτηρ. Πες αι ώραι κ' οι ώρες, πες η πόλις κ' η ράχη, μη νομίζητε, αλλά και μη νομίζετε. Για να μη σε λείψη κι απαρέφατος, μπορείς όταν τύχη να γλυστρήσης πούπετις ένα ουδέτερο το φαγείν. Οι λόγιοι θα σε πουν που πρέπει να το κάμης φαγείον. Εσύ βγαίνεις τότες πιο δάσκαλος από τους δασκάλους, πιο σοφός από τους σοφούς και τους λες• — « Όχι! γιατί είναι απαρέφατος το φαγείν.» Έτσι χαίρεσαι που είπες το λόγο σου και συ• κολακέβεσαι με τη μάθησή σου κι ο κόσμος απορεί με την παιδεία σου. Όμως και τούτο μην το παρακάμης. Πρόσεχε νάχης μόνο μισή παιδεία. Παν μέτρον άριστον. Μηδέν άγαν. Η σωφροσύνη κοσμεί τον αληθώς άνδρα. Εν τω μέσω κείται η αρετή. Να σε πω μάλιστα το κάτω κάτω, με γραμματική δε φτειάνεις γλώσσα, δε φτειάνεις φιλολογία. Τέτοια ιδέα έχουμε σήμερα όλοι στην Ελλάδα. Καλό να την έχης και συ και να φαίνεσαι φρόνιμος σ' ό τι κάμης και σ' ό τι πης. Θυμήσου τι λέει ο ποιητής• πρέπει να ζη κανείς senza infamia e senza lode.

Όσο φέρνεσαι με τέτοιο τρόπο, θα σ' αγαπήσουν όλοι οι ομογενείς. Φτάνει να μην πιάσης και γράψης τίποτις. Ποιος είσαι συ; Νομίζεις τάχατις πως μπορείς να γράφης σαν και μας, να βγης άξαφνα ποιητής και να μάθης τι θα πη τέχνη και φιλολογία; Για συλλογίσου το καλά. Είναι δική μας δουλειά να κανονίσουμε τη γλώσσα και να συμβιβάσωμεν τους συμβιβασμούς, γιατί όποιος γράφει, τι κάμνει; κανονίζει, και να διής που μια μέρα όλοι θα παραδεχτούν την ιδέα μου. Εσύ για τέτοια δουλειά δεν είσαι γεννημένος. Κάτσε, παιδί μου, στη γωνιά σου και μη βάζης στο νου σου letteratura (ο φίλος μου κάπου κάπου ωμή ξερή κι αχώνεφτη σε τίναζε καμιά ξένη λέξη). Ψύλλους στάχερα να γυρέβης. Φαντασία, ιδέες, κοντύλι, ποίηση δεν είναι για σένα. Να περιορίζεσαι στη γραμματική σου. Δε μας βλέπεις εμάς; Στη γραμματική δεν ανακατώνεται κανένας από μας και μήτε θέλουμε να την ξέρουμε. Μην ανακατώνεσαι και συ στα δικά μας. Είσαι καλός μόνο για γραμματική και γλωσσολογία.»

Για νακούσω το Μέντορά μου, έκαμα και γω σήμερα το γλωσσολόγο.
ΚΒ'.

Οι αρχαίοι.

Δε με μέλει τώρα να πεθάνω! Με φτάνει η ζωή, αφού είδα την Αθήνα. Εδώ γεννήθηκε ο κόσμος. Εδώ και στη Ρώμη μορφώθηκε η Εβρώπη. Μικρός τόπος και γέμισε τη γις. Από δω μας ήρθαν και νους και σκέψη κ’ ιδέες. Αφτή μας έκαμε αθρώπους. Αθήνα τη λεν και ποτές όνομα στον κόσμο, με τόσο λίγες συλλαβές, δε σήμανε τόσα. Φτάνει τόνομά της να πης και τα λες όλα. Με σέβας το χώμα της να πατήσης, εσύ που έρχεσαι σε τέτοια χώρα• τον ουρανό που βλέπεις, τον έβλεπαν και τότες οι μεγάλοι• τον ορίζοντα που κοιτάζεις με τόση χαρά, τον κοίταζαν τα μάτια τους κάθε μέρα. Μέσα σ' αφτή την ατμοσφαίρα γεννιούνταν οι φωτερές ιδέες, έβγαιναν ποίηση και φιλοσοφία. Όταν ανέβαιναν οι γενναίοι στην Ακρόπολη απάνω, την ίδια θάλασσα θωρούσαν που θωρείς τώρα και συ.

Με πόση χάρη, με πόση νοστιμάδα αράδιασε η φύση τους λόφους και τα βουνάκια που βλέπεις γύρω γύρω στην Αθήνα. Τι ωραία, τι χαδεφτική μορφή κατώρθωσε να τους δώση! Με τι γλύκα, με πόση αγάπη ζουγράφισε κάθε γραμμή. Με πόσο ρυθμό και μέτρο, με πόση αρμονία έγλυψε τη γις, έστρωσε τα περιγιάλια και στρογγύλωσε τους γιαλούς! Στόλισε την Αθήνα με της πιο χαριτωμένες, με της πιο απαλές της ομορφιές. Την έκαμε με πόθο και χαρά, τη συγύρισε σαν παιδί της. Τάχει όλα ταιριασμένα,• εδώ ταριστουργήματα της τέχνης φαίνουνται σα να βγήκαν από το χώμα, σα να είναι του τόπου γεννήματα, αφού και τα πλάσματα της φύσης έχουν τόση φαιδρότητα και τέχνη.

Αιώνια χώρα θα μείνης — και μη σε μέλη! Μπορεί να σε καταπατήσουν οι βάρβαροι, μπορεί τα σκυλιά στον Παρθενώνα σου να χυθούν. Ήσυχη να είσαι! Θα καταστραφούν τα σκυλιά και θα χαθούν οι βάρβαροι• μια μέρα θα δέρνουνται και θα κλαιν την τόση τους τόλμη. Εσύ πάντα θα βασιλέβης• εσύ θα στέκεσαι παντοτινά, γιατί εσένα πάντα σε κοιτάζει η γλαφκομάτα μεγάλη θεά, γιατί εσένα πάντα σε προσέχει το πελώριο μάτι του Δία!

Εδώ ζούσε λαός μοναδικός στην ιστορία. Άλλος δε θα βρεθή που να του μοιάξη• μπορούμε να τόχουμε κάφκημα και δόξα, μόλον ό τι και μεις δε θα του μοιάξουμε ποτές. Ο πιο πρόστυχος άθρωπος έννοιωθε μέσα του τι θα πη τέχνη και ποίηση, ήξερε, χωρίς να του το μάθη κανείς, ποιο είναι το καλό και τωραίο. Δεν είχε δασκάλο παρά τη φύση. Για να γίνουν έργα μεγάλα, δε φτάνει ένας μόνο να τα κάμη• χρειάζεται η συνέργεια ολωνών πρέπει να τα καταλάβουν όλοι κι όλοι να ταρέσουν. Καλλιτέχνης είταν ο λαός όλος. Σε κάθε πέτρα χάραξε την ιδέα του• ο νους του μπήκε σα βούλλα μέσα σε κάθε μάρμαρο, σε κάθε στίχο. Στους ναούς και στα βιβλία, στου Παρθενώνα το μέτωπο και τις κολώνες, μας άφησε την καλήτερή του διδαχή. Μας έμαθε τι θα πη ειλικρίνεια και τέχνη. Ψεφτιές εδώ δεν έχει• δεν έχει πολύπλοκες τεχνουργίες• βάλε μια πέτρα απάνω στην άλλη και βγήκε ο Παρθενός. Πιο απλά μέσα, πιο απονήρεφτοι τρόποι δε γίνουνται. Ο Αθηναίος δε γύρεβε να θαμπώση τον κόσμο, να μας γελάση με τέχνες, με σοφίες και με γύρους. Δεν είταν ο σκοπός τους να φαντάξουν. Ένα μόνο κυνηγούσαν, πώς να πουν την ιδέα τους, πώς να την παραστήσουν απλά και φυσικά, για να την καταλάβη ο καθένας• δεν τους έμελε για τίποτις άλλο, κ' ίσια ίσια γιατί δεν είχαν άλλο σκοπό κατώρθωσαν κ' είχαν τόση τέχνη.

Την Ακρόπολη την είδα όπως βέβαια δεν την είδε κανένας ξένος• για τούτο σας μιλώ με τόση ζωηρότητα. Να μάθετε τι τρέχει• ίσως δεν ταποδείχτω, μα πολύ μ' αρέσουν οι αρχαίοι. Τα πήγαμε πάντα καλά μαζί. Οι αρχαίοι περήφανοι δεν είναι. Όταν είμουν παιδί στα σκολειό, δε μ' έρχουνταν τα λόγια τους• με φαίνουνταν όλο πως οι αρχαίοι άλλο τίποτις δεν είταν παρά ένα σωρό δασκάλοι• έτσι το θαρρούσα, ίσως γιατί δασκάλοι με τους παράδιδαν• τους είχα για κατσούφηδες, μαχμούρηδες, σκολαστικούς αθρώπους, και να πω το κάτω κάτω, βαρετούς με τα παραπάνω. Λαχταρούσα πότε να φέξουν οι διακοπές. Όταν πήρα μοναχός μου να τους σπουδάξω, άλλαξα γνώμη με μιας. Κατάλαβα που πιο γελαστοί, πιο καλής ψυχής αθρώποι δε γίνουνται. Τους έβαλα μέσα στην καρδιά μου — κι από τότες τα πάμε λαμπρά. Άμα αδειάσω λίγη ώρα το χειμώνα, — όταν πέφτουν όξω τα χιόνια πηχτά πηχτά και κάθουμαι ήσυχα κοντά στη φωτιά μου, — πολύ μ' αρέσει να κουβεντιάζω με τους αρχαίους! Πιάνω ένα βιβλίο και τα λέμε. Πόσα γέλοια κάμνουμε μαζί! Πόση χαρά με περεχύνουν τα λόγια τους! Πόσο θυμώνω, άμα θυμώσουν• πόσο κλαίω, άμα δακρίσουν• πόσο με διασκεδάζουν τα παραμύθια τους και πόσο με γλυκαίνει την ψυχή η καλή τους, η ψηλή τους φιλοσοφία και ποίηση. Τάχουμε πολύ καλά μαζί. Δεν κάμνουν τον περήφανο• φτάνει να τους αγαπάς με την καρδιά σου, να μην τους έχης για σοφολογιότατους και με πολλή καλοσύνη σε ξεσκεπάζουν τις ιδέες τους, σε φανερώνουν τις ομορφιές τους και πιάνουν τα λόγια. Πολύ μ' αρέσουν οι αρχαίοι! Όλο πιθυμούσα νανταμωθούμε καμιά μέρα.

Ταξιώθηκα κι αφτό, ό τι πάτησα στην Αθήνα. Κόντεβε μεσημέρι• γρήγορα γρήγορα έτρεχε ο καθένας από τη ζέστη να χωθή μέσα στα κελλάρια. Έτσι κρύφτηκαν όλοι και στους δρόμους δε φαίνουνταν πια ψυχή. Ο ήλιος φωτοβολούσε, που σε θάμπωνε τα μάτια. Όλα τάβλεπες κάτασπρα, η Αθήνα γυάλιζε σαν τη ζάχαρη• έλεγες που είχε χλωμιάσει κι ο ουρανός από την αντηλιά. Ησυχία δεν έχω στο ταξίδι• πρέπει να είμαι πάντα στο ποδάρι. Σηκώθηκα λοιπό να πάω στην Ακρόπολη. Προτού νανεβώ, στάθηκα κάτω μια στιγμή και κοίταξα απάνω, να διώ. Τι βλέπω; όλους τους αρχαίους μαζωμένους στην Ακρόπολη, ξυπόλυτους κι ασπροντυμένους, με τους μακριούς χιτώνες. Τα πρόσωπά τους είταν κάπως χλωμά, μα πάντοτες ωραία. Προχώρησα και τους είδα από πιο κοντά. Περπατούσαν και μιλούσαν αναμεταξύ τους. Άλλοι ανεβοκατέβαιναν τη σκάλα του Beulé• άλλοι πάλε έρχουνταν ίσια με κάτω, στου Διόνυσου το θέατρο, καθούντανε γύρω γύρω στα σκαμνιά και πρόσμεναν — ποιος ξέρει τι; ίσως καμιά παράσταση που δε θα γίνη ποτές. Άλλοι είταν καθισμένοι με την αράδα στα σκαλοπάτια του Παρθενώνα, κοίταζαν το χόρτο που είχε φυτρώσει στις πέτρες ή θωρούσαν τη θάλασσα μπροστά τους. Είχαν ομιλίες κ' έσκυφτε ο ένας να πη κάτι ταλλουνού. Ο Σωκράτης έτριβε τα γόνατά του• θυμούνταν που τρίβοντας τα γόνατά του είχε πεθάνει και γλυκά χαμογελούσε. Τι καλός εκείνος ο Σωκράτης! Χαίρουνταν όλοι τους να τον ακούν. Είταν ένα γλέντι για τον κόσμο. Έπρεπε να διής τον ήσυχο το γέρο, όταν είχε στο νου του να πη καμιά νοστιμάδα ή να κάμη κανένα χωρατά• τότες είταν που έβγαζε από το στόμα του λόγια γεμάτα ιδέες μεγάλες και πανάγιες αλήθειες. Παίζοντας και σα να μην προσέχη έλεγε τα πιο σοβαρά πράματα. Σε τέτοιες ώρες είχε μάλιστα το συνήθειο να κατεβάζη τα φρύδια και να πετά στραβά μια ματιά, τάχατις σα νάκαμνε το σπουδαίο ή το θυμωμένο. Ο Πλάτωνας τον πείραζε λέγοντας πως μοιάζει τάβρος.

Ο Ηρόδοτος, με χάρη μοναδική, διγούνταν παρέκει κάτι ιστορίες που τελειωμό δεν είχαν. Κάθουνταν τα ελληνόπαιδα τριγύρω και τον άκουγαν όλοι σαν παππού τους. Σκυθρωπός σαν το λιοντάρι, ο Θουκυδίδης μελετούσε. Γύρεβε θεμέλια για να στηλώση την αλήθεια. Μάζωνε πληροφορίες εδώ και κει, ρωτούσε τους στρατιώτες, μιλούσε με τους γέρους, πολεμούσε να διαβάση τις επιγραφές και τα μνημεία. Κάποτες χαμογελούσε το λιοντάρι• έβλεπε που το έργο του είχε μείνει στους αιώνες και που μοναχός του, πριν ακόμη μάθη ο κόσμος τι θα πη επιστήμη και κριτική τέχνη, είχε δείξει την αληθινή, τη μόνη μέθοδο της επιστήμης και της ιστορίας.

Ένας γέρος, με τα μαλλιά σαν το χιόνι, ήμερα και γλυκά τραγουδούσε κάπου κάπου της άνοιξης την καλοσύνη, του αηδονιού τη λαλιά, του Κολωνού την ωραιότητα και την ασπράδα. Είταν ο Σοφοκλής, ο μεγαλήτερος απ' όλους, ο Σοφοκλής που άναφτε η καρδιά του και που έβγαζαν οι στίχοι του φωτιά, κάθε φορά που μιλούσε για την ουράνια Δίκη, για τις Ερινύες που τους φονιάδες φονέβουν• κρύφτουνται οι Ερινύες μέσα στα λαγκάδια και στους βράχους — κ' οι βράχοι θα καταντήσουν τρομάρα για όσους δεν είδαν που πίσω από τους βράχους είναι κρυμμένες οι χαλκόποδες θεές. Ο καλός ο Αισκύλος μονολογούσε• πότε τον έβλεπες σαν ιερέας να λητουργά, πότε να πολεμά σα στρατιώτης. Συνήθιζε πού και πού να βάζη στις τραγωδίες του μέσα και δυο τρεις ξένες λέξες• τις είχε μάθει στους περσικούς πολέμους. Από μακριά, ο Εβριπίδης τους κοίταζε και τους δυο. Γελούσε σαν το μαριόλο. Όταν έκλαιγε, έκλαιγε σατυρικά. Κανείς όμως δεν είχε τη φωνή του, κανείς δεν είχε το πάθος του, άμα έψαλνε την αγάπη. Έγραφε κείνη την ώρα μια στροφή κι αντιστροφή για μια του τραγωδία• μόλον τούτο δεν έμοιαζε λυπημένος. Είταν όλος χαρά και με φάνηκε πως τα έξυπνα του τα μάτια μιλούσαν κ' έλεγαν κρυφά κρυφά• — «Στάσου, να τους πιάσουμε τους Αθηναίους με τους δωρισμούς που όλο γυρέβουν. Κανένα χορό να τους φτειάξω, που τίποτις να μην καταλάβουν ούτε κείνοι ούτε οι σοφοί Εβρωπαίοι κατόπι.» Ο Αριστοφάνης δεν του τα μασούσε• τον έκαμνε κουρέλλι. Τάλεγε χοντρά κι ως τόσο πάντα με χάρη• ήξερε που είταν αρχαίος, και που του το συχωρνούσαν οι δασκάλοι να μιλή χυδαία. Οι Αθηναίοι έσκαναν από τα γέλοια.

Ο Περικλής, ο αληθινός πατέρας της δημηγορικής τέχνης, μ' ένα του λόγο κόρωνε το λαό ή τον ησύχαζε πάλε• γίνουνταν αστραπή και βροντή, αναποδογύριζε την Ελλάδα — κ' έμοιαζε θεός. Ο Δημοστένης, άλλο θεριό. Αχ! τι φωνή είταν εκείνη! Σαν τις φλόγες πετούσαν τα λόγια του κι άναφταν τις καρδιές• είταν πυρκαϊά. Λες να είταν ο Φίλιππος κανένας Σλάβος, για να τα βάλη μαζί του ο Δημοστένης με τέτοιο θυμό; Ας έχουν τη Μακεδονία τους, έλεγε, κι ας μας αφήσουν εμάς την Ελλάδα. Και δόστου και δόστου! Χτυπούσε κι όλο χτυπούσε, σαν τον Ήφαιστο με το σφυρί. Θα ξανακούσουμε καμιά μέρα τέτοιο κακό; Ας το δώσουν οι θεοί! να χαρούμε και μεις, αφού είδαμε τόσα. Τι δύναμη που την είχε! Τι καλά που μιλούσε τη γλώσσα του δήμου! έβαζε στους λόγους του μέσα τις πιο γνωστές, τις πιο συνηθισμένες λέξες, τις κοινές φράσες του λαού. Φανταστήτε το Δημοστένη να μιλή την καθαρέβουσα! Δεν είναι πια Δημοστένης• είναι δάσκαλος. Όχι! με τους χωρατάδες, με τα γέλοια, με την ειρωνεία που καίει, με το πάθος που μπαίνει ίσια μέσα στη ψυχή, με την τρομερή λογική που θέλεις δε θέλεις σε καταπείθει, το σκοπό του όλο κυνηγούσε• έρριχτε το Φίλιππο στη λάσπη• τον έκαμνε μασκαρά!

Ο φίλος ο Αριστοτέλης είχε άλλες φροντίδες. Κοίταζε πώς να πλουτίση τον αθρώπινο νου, πώς να χωρέση το κεφάλι του αθρώπου πιώτερη μάθηση, πιώτερες γνώσες, πώς να καταλογήση όσα ξέρει, πώς να κάμη την επιστήμη να προδέψη• στάθηκε ο πρώτος δάσκαλος της Εβρώπης. Περπατούσε με τους μαθητάδες του κ' έλεγε λόγια που μπορούσε κι ο Πλάτωνας να τακούση. Τα σημείωναν οι μαθητάδες γρήγορα γρήγορα και στα πεταχτά• έτσι σώθηκαν πολλά του Αριστοτέλη. Όταν τα βλέπουμε τυπωμένα, μας έρχουνται κάπως ξερά και ψυχρούτσικα• μα τώρα που τον άκουγα, που τον είχα μπροστά μου, έννοιωθα την καλοσύνη του όλη, την τρυφερή του ψυχή, της καρδιάς του τη γλυκήτητα και τη χάρη. Ποιος μπόρεσε ποτές και ποιος θα μπορέση να μιλήση με τόση αγάπη και με τόσο ύψος για το θεό; Ποιανού μάτια είδαν τόσο καθαρά και χάρηκαν τόσο πολύ να διούν τη Δικιοσύνη; Την όψη της, λέει, μήτε ο εσπερινός την αξίζει μήτε ο αβγερινός• η φύση τόσο ωραία δεν είναι! Ποιος εννόησε καλήτερα που η ενέργεια είναι ο γενικός νόμος του κόσμου; Κι όταν κλαις κι όταν έχεις κανέναν καημό και λυπάσαι, έλεγε την ώρα που τον άκουγα στην Ακρόπολη, μπορεί μόλον τούτο να μην είσαι δυστυχισμένος, αφού μέσα σου νοιώθεις την ψυχή σου κ' ενεργή. Κανένας καρδιογνώστης δεν ανάλυσε με τέτοια δύναμη κι αλήθεια κάθε πάθος της καρδιάς μας. Δε βρέθηκε άλλος σαν το Σταγειρίτη, για να ξεδιαλύση τα μυστικά της αθρωπότητας και της ζωής. Κανείς δεν είχε κρίση πιο σωστή και νου πιο γενναίο. Τόσο λαμπρά δε μίλησε κανείς για τη φιλία, που δεν αρέσει τη μοναξιά και που χαίρεται περισσότερο με την αγάπη που χαρίζει παρά με την αγάπη που παίρνει. Άνοιγε η καρδιά μου να τον ακούω. Μ' έρχουνταν όλο να πάω να του φιλήσω το χέρι.

Ο Ξενοφώντας κι ο Πλάτωνας φιλοτιμιούνταν ποιος θα μιλήση πιο καλά για το Σωκράτη. Ο Ξενοφώντας τάλεγε στρατιωτικά κι απλά. Ο Πλάτωνας έβαζε και τον Πλάτωνα μέσα. Φαιδραίνουνταν η ψυχή με τη μιλιά του. Όλα του τα λόγια είταν ένα χαμογέλοιο. Δεν κοίταζαν τα μάτια του κατά γης• έλεγες μάλιστα πως μόλις πατούσε το χώμα. Κοίταζε ψηλά ψηλά στον ουρανό, σα να γέμιζε φως ο μεγάλος του νους. Σε φαίνουνταν που θωρούσε, μέσα μέσα στα γαλάζια τουρανού, ολωνών των πραμάτων τη μορφή και τις ιδέες, και τον περεχούσε εξαίσια χαρά που τέλος ξεσκεπάζουνταν μπροστά του η αλήθεια.

Πίσω στον Παρθενώνα είταν ίσκιος και στον ίσκιο μέσα κάθουνταν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ο Παρμενίδης ο Ελαιάτης, ο Εμπεδοκλής, ο Ξενοφάνης. Λίγο λίγο προχωρούσαν• ο ήλιος όξω είχε τόση δύναμη, τόσο φως, που το μέρος εκείνο φαίνουνταν ακόμη πιο μάβρο• έμοιαζε σα να είταν κανένα βαθύ βαθύ σκοτάδι• έλεγες πως έβγαιναν οι φιλόσοφοι μέσα από κανένα χάος και πως πίσω τους είχανε νύχτα και καταχνιά. Όσο πρόβαιναν όμως, τόσο πιώτερο έλαμπε, τόσο πιώτερο γέμιζε αχτίδες το πρόσωπό τους. Ο Ηράκλειτος μιλούσε για τα ποτάμια που τρέχουν και για τον κόσμο που σαν ποτάμι περνά. Ο Δημόκριτος βαστούσε στα δάχτυλά του κάτι άτομα μικρά μικρά, γύρεβε να τα κόψη και δίδασκε πως όλα ξαναγεννιούνται. Για τούτο χαίρουνταν και γελούσε. Ο Αναξαγόρας τους κοίταζε κ' έλεγε πως χρειάζεται Νους για να στρώση τον κόσμο, για να συγυρίση τη φύση, για να ξεχωρίση τάτομα και να ζωντανέψη την ύλη. Με πόση διάνοια, με πόση κρίση και γνώση, πρώτοι τους εκείνοι, όταν ακόμη σώπαιναν οι γλώσσες και τα κεφάλια, κατάλαβαν την ύπαρξη και τη φύση, είδαν πως μια και μόνη αρχή, ένας γενικός νόμος κυβερνά τον Κόσμο, πως ο ουρανός κ' η γις, πως όλα τα φαινόμενα που βλέπεις είναι το ίδιο πράμα και μέσα τους έχουν ένα σύστημα μοναδικό που ενώνει το καθετίς το ένα με τάλλο. Πολύ πιο σοφοί, πολύ πιο μεγάλοι στάθηκαν εκείνοι κι από το Σωκράτη κι από τους άλλους. Κουβέντιαζαν κρυφά κρυφά αναμεταξύ τους και δεν μπορούσες ν’ ακούσης τι έλεγαν. Κοντά στους φιλοσόφους και λίγο πιο πίσω, γιατί έμοιαζαν ακόμη πιο παλιοί, στέκουνταν ένα σωρό τραγουδιστάδες. Ανέβαιναν και κείνοι στην Ακρόπολη. Έρχουνταν από την Αιολίδα κ' είχαν περάσει κάμποσα χρόνια στην Ιωνία. Διγούνταν παραμύθια του λαού κι αθάνατες ιστορίες. Είχαν όλοι τους στο μέτωπο γραμμένο το ίδιο όνομα, Όμηρος. Ένας όμως που έμοιαζε σα λοχαγός, περπατούσε μπροστά, έκρυφτε τους άλλους με τη μεγάλη του ράχη, με τωραίο του το κεφάλι και τους περιμάζωνε πίσω του με τρόπο που δεν τους έβλεπες πια και που φαίνουνταν ο μόνος Όμηρος εκείνος να είναι. Οι φιλόσοφοι κ' οι τραγουδιστάδες είχαν ομιλίες. Έλεγαν οι φιλόσοφοι• — « Ο νους του αθρώπου είταν κοιμισμένος• πρώτοι του δώσαμε ζωή. Φιλοσοφία δεν ήξερε και του μάθαμε φιλοσοφία.» — Έλεγαν οι τραγουδιστάδες• — « Η φαντασία του αθρώπου είταν κοιμισμένη• πρώτοι της δώσαμε ζωή. Ποίηση δεν ήξερε και του μάθαμε ποίηση.» Αθάνατα λόγια! Αθάνατος ο λαός που μπόρεσε μια μέρα να τα πη!

Τι να σας τα πολυλογώ; Τι να περάσω έναν έναν όσους απάντησα στην Ακρόπολη; Όλες οι δόξες της Ελλάδας βρίσκουνταν εκειπέρα• άκουσα και τον Ησίοδο να παραπονιέται γλυκά για τον αδερφό του, και να βάζη μέσα στον κατάλογό του τους ολύμπιους θεούς και τους ηρώους• τον Ιππώναχτα, τον Αρχίλοχο που σκότωναν άθρωπο μ' ένα τους στίχο• τον Αλκαίο, τον καλό σοβαρό και φρόνιμο Ανακρέοντα, την αθάνατη Σαφώ που έμοιαζε φλόγα• τον Αλκμάνα, τον Ίβυκο, το Στησίχορο το γενναίο, το θρήσκο Σιμωνίδη τον Κείο. Κάπου κάπου έβλεπα και κάτι σκιές, κατάχλωμες και σα μισοσβισμένες που περπατούσαν κάτω μακριά, τον Ορφέα, το Λίνο, το Μουσαίο• μέσα σ' αφτές τις σκιές βρίσκουνταν κι άλλες δυο• ίσως είταν ο Πυθαγόρας η μια κι ο Λυκούργος της Σπάρτης η άλλη. Όσοι στέκουνταν μπροστά στον Παρθενώνα φαίνουνταν πολύ καλήτερα. Είδα τον Ισοκράτη, που όλο διώρθωνε τα γραψίματά του, το Λυσία, τον Υπερίδη, το Λυκούργο, τους δέκα ρητόρους, τους σοφιστάδες, το Μέναντρο και τους κωμικούς, το σοφό τον Επίκουρο, τον Παναίτιο, τον Ποσειδώνιο, το Ζήνωνα και τους άλλους φιλοσόφους. Είταν κι ο Πλούταρχος εκεί, με πρόσωπο γελαστό, κοντούτσικος, με παχούτσικα μάγουλα και γενναία όψη• είταν κι ο Λουκιανός ο παιχνιδιάρης• πολεμούσαν του κάκου κ' οι δυο τους νανεβούν ίσια με τον Παρθενώνα. Είταν άλλοι πολλοί, μα πού να τους θυμηθώ; Μόνο το Θεόκριτο δεν είδα• οι αρχαίοι δεν τον ήθελαν πλάγι τους και του έλεγαν πως είναι μαϊμού. Μαζί με τους Αλεξαντρινούς τον είχανε μέσα στο Μουσείο.

Οι αρχαίοι περπατούσαν, κάθουνταν, πήγαιναν εδώ και κει, έπιαναν κουβέντες, γελούσαν και φιλοσοφούσαν. Παρατήρησα όμως που πάντα γύριζαν τη ράχη τους στο Πανεπιστήμιο. Αλήθεια, πολύ μ' αρέσουν οι αρχαίοι! Παρατήρησα κι άλλο ένα• οι αρχαίοι δε μιλούσαν αρχαία, μιλούσαν τα ρωμαίικα. Οι αρχαίοι πήραν τον ίδιο δρόμο που πήρε κ' η γλώσσα τους• κάθε χρόνο, κάθε δέκα, κάθε πενήντα χρόνια και κάθε αιώνα λίγο λίγο μεταμορφώνουνταν η γλώσσα τους• όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιώτερο έμοιαζε με τη δική μας σήμερα. Οι αρχαίοι, που έζησαν και κείνοι μαζί με τη γλώσσα, αφού και τώρα τους έβλεπα ακόμη στην Ακρόπολη, λίγο λίγο, χωρίς να το καταλάβουν οι ίδιοι, μίλησαν τη δημοτική• — «Άλλαξαν οι καιροί, μ' έλεγαν, αλλάξαμε και μεις. Μοναχό του έγινε το πράμα, απλά και φυσικά. Χίλιες φορές αλλάξαμε γλώσσα κι άλλη δουλειά δεν κάμναμε. Ο Πλάτωνας δε μιλούσε την ίδια γλώσσα που μιλούσε ο Όμηρος μήτε που μίλησε ο Μέναντρος κατόπι. Ο σκοπός μας είταν πάντα να μη δυσκολέβεται ο κόσμος με τα λόγια μας και για τούτο είχαμε πάντα τη γλώσσα της εποχής μας. Αν έπρεπε να μιλούμε σήμερα απαράλλαχτα και σωστά σαν που μιλούσαμε τότες, ποιος θα μας καταλάβαινε; ίσως δυο τρεις φιλόλογοι στην Εβρώπη• στην Ελλάδα βέβαια μήτε μισός φιλόλογος δε θάννοιωθε τι λέμε. Τα ξεχάσαμε κι όλας. Βλέπουμε μάλιστα που σήμερα ξέρουν τη γλώσσα μας στην Εβρώπη πολύ πιο καλά παρά που την ξέραμε στα χρόνια μας. Βρίσκουν ένα σωρό πράματα που μήτε είχαμε ιδέα• ετυμολογούν τις λέξες που συνηθίζαμε καθημερνά, χωρίς να φανταστούμε που είχαν καμιά συγγένεια μ' άλλες γλώσσες και που τις ίδιες ρίζες μπορείς ναπαντήσης στα σασκρίτικα και σε πολλές άλλες γλώσσες. (Είταν τόντις προκομμένοι οι αρχαίοι• να που ήξεραν και σασκρίτικα!). Μόλον τούτο δεν είπαμε ποτές τη γλώσσα μας βάρβαρη. Σήμερα στην Ελλάδα, όσο μπορέσαμε να καταλάβουμε, όποιος δεν ξέρει να ετυμολογήση μια λέξη ή να ξηγήση έναν τύπο, δεν πάει να μάθη στο σκολειό, μόνο θα πη τη λέξη βάρβαρη και βάρβαρο τον τύπο, γιατί νομίζει πως ό τι εκείνος δεν ξέρει, δεν μπορεί και να είναι σωστό.» Αναστέναζαν οι αρχαίοι και παραπονιούνταν• — «Αχ! παιδί μου, να ήξερες τι σκοτούρες που μας έδωσε η γλώσσα μας! Όταν αρχίσαμε να γράφουμε, είχαμε κάμποσες δυσκολίες. Η γλώσσα μας μορφωμένη δεν είταν ακόμη. Ρώτα τον Πλάτωνα να στο πη• για να φτάξη η γλώσσα του ομηρικού στίχου στην αττική φράση, για να γίνη η ομηρική γλώσσα ό τι έγινε κατόπι στον καιρό της χρυσής μας εποχής, χρειάστηκε δουλειά και κόπος. Είδαμε και πάθαμε ώσπου να κάμουμε τη γλώσσα μας κάτι να είναι και να φαίνεται. Τώρα που το κατωρθώσαμε, μας βγήκε άλλος μπελάς στο κεφάλι• μας έβαλαν την καθαρέβουσα στη ράχη. Πρέπει να τη φορτωθούμε, σα να είταν τάχατις γλώσσα δική μας, σα να είταν παιδί μας και σα να την είχαμε κάμει ποτές.»

Κάποτες θύμωναν οι αρχαίοι• — « Η καθαρέβουσα! Είναι άξιοι να κάμουν τον κόσμο να πιστέψη πως τόντις μπορέσαμε να μιλήσουμε τέτοια βάρβαρη γλώσσα! Πάντα μιλήσαμε τη γλώσσα του καιρού που ζούσαμε. Αλλιώς πώς θα είτανε δυνατό να σωθούν οι ραψωδίες αφτωνών που βλέπεις εκειπέρα, πίσω στον Παρθενώνα; Α δεν είταν του λαού γλώσσα, πώς θα τη μάθαινε ο λαός; πώς θα την ήξερε; Πώς θα πήγαιναν οι Αθηναίοι στα θέατρα νακούσουν Εβριπίδη, Σοφοκλή, Αισκύλο; Πώς θα το κατώρθωνε ο Δημοστένης να βάλη φωτιά σ' όλη την Ελλάδα; Ποιος θάδινε προσοχή στα λόγια του Δημοστένη, αν ο καθένας δεν είταν άξιος να τα καταλάβη;»

Αλήθεια, πολύ μ’ αρέσουν οι αρχαίοι! φρόνιμα μιλούσαν. Οι αρχαίοι κάπου κάπου άνοιγαν το στόμα κι απορούσανε σαν τα παιδιά. Έβλεπαν κάθε μέρα στην Ακρόπολη Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς και δεν ήξεραν καλά καλά τι λογής αθρώποι είταν. Άξαφνα με ρώτηξαν• — « Τι πράματα είναι τούτοι με τα ψηλά καπέλλα και τα κοντά τα ρούχα; Τώρα που σ’ ήβραμε, για πες μας λιγάκι.» — « Αφτοί, τους κάμνω γω, είναι ξένοι. Λέγουνται Γκέτες, Σαικσπείρος και Βολταίρος. Καλοί μου προγόνοι, βλέπετε που δεν έχουν ελληνικά ονόματα• σαν που συνηθίζατε να λέτε στον καιρό σας, είναι βάρβαροι.» — «Βάρβαροι! σώπα, παιδί! Αν είναι αφτοί που λες, τους ξέρουμε γιατί κουβεντιάζουμε συχνά μαζί στους ηλύσιους κάμπους• εκεί κάτω, φορούνε χιτώνα σαν και μας• για τούτο δεν τους γνωρίσαμε τώρα με τα φωκόλα. Μη λες βαρβάρους τέτοιους άντρες• είναι δικοί μας. Ό τι κάμαμε στα χρόνια μας, τόκαμαν εκείνοι στα δικά τους. Είναι ίσια με μας και μη σε μέλη.» — « Έλεγα μόνο…, προσπάθησα να το διορθώσω, γιατί δεν έγραψαν τη γλώσσα σας και μόνο με τη γλώσσα την αρχαία νόμιζα που μπορούσε κανείς να γράψη αθρωπινά. Ο Σαικσπείρος τουλάχιστο μεταφράστηκε.» Είδα που ο λόγος μου δεν τους άρεσε. Σιγά σιγά μουρμούριζαν• — « Την αλήθεια, την αλήθεια, παιδί μου!» Δεν είπα πια γρυ• μόνο, για να μην τα χαλάσουμε, που τα πηγαίναμε τόσο καλά, έπιασα τα γόνατά τους σαν τον ικέτη• έπειτα πήγα να κάτσω χαμηλά χαμηλά κατά γης, να τους κοιτάζω.

Τους έβλεπα τώρα συλλογισμένους• δεν περπατούσαν πια. Είχαν τα μάτια τους κάτω στην πόλη και πρόσμεναν. Άλλο στην Ακρόπολη δεν ακούγουνταν παρά σιωπή. Μ' έπαιρνε ύπνος και κόντεβα να κοιμηθώ. Με ξύπνησε άξαφνα η φωνή τους• — « Για να σου πω! Οι ομογενείς τι φτειάνουν εκεί κάτω;» — Έκαμνα τον πεθαμμένο και μιλιά δεν έβγαζα από το στόμα μου•― « Μπας και βουβάθηκες, που δε λες τίποτις» με κάμνει ο Αριστοφάνης. — «Μπαμπάκα μου, του λέω, οι απόγονοι σας, όταν πολεμούν, είναι θεριά και δεν είναι άθρωπος στον κόσμο να βγη μ' αφτούς• όταν πιάσουν κοντύλι να γράψουν,… τότες… τότες… είναι και τότες θεριά.» Χαμωγέλασαν οι αρχαίοι με πολλή καλοσύνη•

— «Είσαι ακόμη παιδί και δεν έμαθες να φαίνεσαι μεγαλόκαρδος με τους αθρώπους. Το παραμικρό λάθος, δεν το συχωρνάς και κανένα δε σε ξεφέβγει. Ίσως πάλε γνωρίζεις τόσο καλά τα λαττώματα του Γραικού, γιατί τάχεις εσύ ο ίδιος• αφού κατατρέχεις τόσο πολύ μερικές του ιδέες, θα πη που τις είχες πρώτα και συ. Εμείς, είμαστε γέροι• κρίνουμε πιο ήσυχα, πιο σωστά. Με μιας η Ρώμη δεν έγινε Ρώμη, έλεγαν οι γειτόνοι μας. Κάθε πράμα θέλει καιρό. Μη φοβάσαι• οι δασκάλοι αιώνιοι δεν είναι και θα τελειώση μια μέρα το κακό. Να τους λες περαστικά! όταν τους ακούς. Τι τάχατις; Νομίζεις που και μεις δεν έχουμε την έννοια σας; Όλα θα τα σιάξη ο καιρός. Εδώ που μας βλέπεις, ερχούμαστε συχνά και κοιτάζουμε κάτω να διούμε αν άξαφνα δε φανή κανένας που να μοιάζη τους ξένους εκείνους, που να μοιάζη και μας. Κάπου κλαίμε που δεν έρχεται κανείς. Ο Εβριπίδης, με τη μελαχολική του ψυχή παρηγοριά δεν έχει. Ποιος θα μας μιμηθή μια μέρα; Ό τι κάμαμε στον καιρό μας, ποιος θα το ξανακάμη στο δικό σας; Ποιος θα μιλήση γλώσσα ζωντανή σαν τη γλώσσα που μιλούμε σήμερα και μεις οι ίδιοι, για να μη φαίνεται πως κόπηκε η σειρά και που δεν υπάρχει πια ελληνική φιλολογία;

Ίσως πάλε φταίμε μεις, που δεν έγινε τίποτις ίσια με τώρα. Ξέρεις τι θα πη, ένας λαός να μας έχη προγόνους; Ξέρεις τι βάρος είμαστε; Για κοίταξε την Ακρόπολη καλά• στέκεται ίσια ίσια απάνω στην Αθήνα, σα να είναι έτοιμη να πέση απάνω της να την πλακώση. Τέτοια τύχη έχουν κ' οι δικοί μας• η αρχαία δόξα όλο πάει να τους πλακώση. Τα καημένα μας τα παιδιά! Να τα λυπάσαι και να ταγαπάς! Ό τι μπορούν το κάμνουν. Όλο γράφουνε μέρα νύχτα. Διές ο Θανάσης πόσο κοπιάζει! Διές το Μαστρογιάννη πόσο ιδρώνει! μούσκεψε και το χαρτί που γράφει. Είναι φυσικό να μας μιμούνται και να θαρρούν πως το κατορθώνουν, κλέφτοντας τη μια λέξη και την άλλη. Είναι αλήθεια που δεν κλέφταμε τίποτις εμείς κ' έτσι δε μας μιμούνται σωστά. Τι να γίνη; Κάμνουν τους άντρες, σαν τα παιδάκια που παίζουν και τους διασκεδάζει το παιχνίδι.

Μας διασκεδάζει και μας. Όλο να χολοσκάνη κανείς δεν αξίζει! Θα το μάθης και συ κατόπι, άμα γεράσης. Βάλε που είμαστε και πεθαμμένοι. Δεν έχεις ιδέα τι βαρετό, τι μονότονο πράμα που είναι ο θάνατος! Όσο μπορεί κανείς, πρέπει να παίρνη το θάνατο λαφριά. Η καθαρέβουσα έχει τα καλά της• να διής που κάπου κάπου, όταν τύχη και μας πιάση σταναχώρια, τη φέρνουμε απάνω στην Ακρόπολη και περνούμε λαμπρά.»

Αλήθεια, μόλις το είπαν κ' ήρθε τρεχάτα ίσια με το μέρος που κάθουνταν οι αρχαίοι, ένα παιδί ασπροντυμένο• έφερνε μέσα στην ποδιά του ένα σωρό φημερίδες και βιβλία• από πίσω του έρχουνταν όσοι είχανε γράψει τα βιβλία κι όσοι γέμιζαν κάθε μέρα τα δημόσια φύλλα. Βρέθηκα και γω μέσα σ' αφτούς. Τότες είδα μια ομηρική σκηνή. Αμέσως κατέβηκαν από τον Παρθενώνα τους οι αρχαίοι κ' έκατσαν όλοι με την αράδα στου Διόνυσου το θέατρο. Με φάνηκαν πιο μεγάλοι, πιο αρχαίοι παρά ποτές• έλεγα πως έβλεπα τους τρομερούς θεούς στον Όλυμπο καθισμένους. Έβαζαν τον καθένα να διαβάση όσα είχε γραμμένα ή σε βιβλίο ή μέσα σε καμιά φημερίδα. Φαίνεται πως τέτοια συνήθεια είχαν οι αρχαίοι και πως μια φορά το χρόνο έφερναν τους ομογενείς στο Διονύσιο που δε βρίσκεται τόσο ψηλά και που δε μοιάζει να είναι τόσο αρχαίο σαν τον Παρθενώνα. Έβγαινε στη μέση ο καθένας με το βιβλίο στο χέρι, κι αρχινούσε να διαβάζη• τι να κάμης όταν τέτοιοι αθρώποι σε προστάζουν; Άμα πέρασε το πρώτο του κατεβατό ο πρώτος που έπρεπε να διαβάση, τους άκουσα και πάτησαν ένα γέλοιο, που κόντεψε τόντις η Ακρόπολη να πλακώση την Αθήνα. Τα χρειάστηκα κ' έφυγα μάνη μάνη, να μη με βάλουν και μένα στη μέση• είναι ώρες που πολύ πολύ δε μ’ αρέσουν οι αρχαίοι! Νόμιζα πως έβλεπα, στον Όλυμπο απάνω, τους αθάνατους θεούς να ξεκαρδίζουνται από τα γέλοια, όσο τους κερνούσε κουτσαίνοντας ο Ήφαιστος.
ΚΓ'.

Λόγος.

Όταν κατέβηκα στην Αθήνα, έμαθα κάμποσα πράματα που δεν ήξερα• κάπου χαίρουμουν, κάπου λυπούμουν. Ο Κομπέτος είχε παραιτηθή κι ο Κόντος δεν έβρισκε πια τι να γράψη• ο Χωριατάκης έγραφε βρισιές. Οι δασκάλοι, όλοι μαζί, μιμούνταν τους αρχαίους, μάλιστα τον Αριστοφάνη, και για τούτο φώναζαν όλη ώρα• Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ. Οι Αθηναίοι ήθελαν Ακαδημία και γύρεβαν Ακαδημαϊκούς. Οι κωμωδίες και τα δράματα πλήθαιναν κάθε μέρα• είτανε λόγος να χτίσουν το θέατρο με χαρτί αντίς πέτρες. Ένας νέος Κοντιστής είχε κάμει έναν τόμο αλάκαιρο επί Κόντου• σκάλιζε στους αρχαίους για να μάθη αν οι Αττικοί γνώριζαν τόνομα Κόντος κι αν πρέπει να τονίζουμε σήμερα Κόντος ή Κοντός. Οι femmes savantes — αι κομψευόμεναι γυναίκαι (δε μ' αρέσει η ονομαστική πληθυντική γυναίκες• είναι πάρα πολύ χυδαία• ο καθένας την έχει και τη λέει) — αι κομψευόμεναι γυναίκαι ζούσαν και βασίλεβαν. Ο Μολιέρος τις είχε ξεπαστρέψει μόνο στη Γαλλία. Στη Γαλλία κατάντησε όλος ο κόσμος να τις παίρνη στο ψιλό. Δόξα σοι ο θεός, σώζουνται ακόμη στην Ελλάδα• στην Ελλάδα όλος ο κόσμος τις δοξάζει. Ένα μόνο σε συβουλέβω, όταν τύχη και σ' αραδιάσουν ελληνικούρες, να μην τις διακόψης.

Με τους τόπους αλλάζουν οι συνήθειες, αλλάζει κ' η γνώμη. Φανταστήτε τώρα, στη Γαλλία, καμιά σκολαστική γυναίκα να κάθεται να λέη• η χιών τήκεται, αντίς λειώνει το χιόνι, ή τα τούβλα να τα πη πλίνθους. Δεν είναι της μόδας και δεν ταιριάζει. Στην Αθήνα και στην Πόλη, όσο πιο σκολαστική, τόσο πιο παινεμένη. Τα κάτω κάτω, δε θέλω να κακολογώ τις γυναίκες. Στην Αθήνα και στην Πόλη τις είδα πάντα γεμάτες ομορφιά και χάρη. Να σας πω όλη την αλήθεια, τις φοβούμαι κι όλας. Αλλοίμονο, αν πέσω στη γλώσσα τους. Μάλιστα θα τα πιθυμούσα πολύ να τις έχω μαζί μου• χωρίς τη γυναίκα, δε γίνεται καλή γλώσσα• η μάννα τη μαθαίνει του παιδιού της, και ταθάνατα έργα, τα έργα που δώσανε στους λαούς εθνική γλώσσα και φιλολογία, γράφηκαν πάντα, στη νέα μας την Εβρώπη, για να τα διαβάση καμιά γυναίκα.

Έπρεπε τόντις οι γυναίκες να είναι μαζί μας• θα είταν πια γενναίο — ήθελε είσθαι πλέον ιπποτικόν, ως έπος ειπείν — αν οι γυναίκες μας διαφέντεβαν, αντίς να μας κατατρέχουν, αφού το κάτω κάτω εμείς είμαστε οι λίγοι κι ως τόσο τολμούμε. Έπρεπε να τις αρέση το θάρρος κι ο πατριωτισμός. Και τι; Θα πιάσουν τώρα να μιλούν αρχαία; Θα γράφουν του αντρός των• — « Αππαπαί! ατταταιάξ! πότ' ουν, πότε ελεύση, ώ 'ναξ, πεσών εις τας εμάς αγκάλας;» Θα φωνάζουν του μωρού τους• — « Τω μαστώ επέχω σοι, βρέφος• συ δε έλξον κατασιωπήσαν»; ή θα λεν κάθε τόσο φιλώ, όπου είναι να πουν αγαπώ; ή θα συμβιβάζουν και κείνες, για να μας τα μπερδέψουν όλα και να βάλουν την αρχαία με τη νέα μαζί; ή θα μαθαίνουν την άνοστη, τη βάρβαρη την καθαρέβουσα που τίποτις δεν είναι και που νόημα δεν έχει; Αχ! οι γυναίκες μπορούν το έθνος να σώσουν και δεν το κατάλαβαν. Ας καταλάβουν τουλάχιστο ποιο είναι το συφέρο τους, με τι τρόπο θα φαντάξουν καλήτερα και πώς θα μας αρέσουν παραπάνω. Η γυναίκα θέλει αφέλεια κι απλότητα• αφτά είναι ταληθινά της στολίδια. Η δασκάλισσα δεν μπορεί νάχη, ό τι κι αν κάμη, της αγράμματης τη νοστιμάδα. Μια χωριανή, με τη φυσική της χάρη, πάντα πιώτερο θα σε μαγέψη παρά η πολίτισσα που κορακίζει. Στη γλώσσα, δε χρειάζεται κερατσισιά. Ας μην είναι κι αγράμματες, σα δε θέλουν• ας μάθουν τη δύσκολη τέχνη να φαίνουνται πως δεν ξέρουν και μας φτάνει, γιατί δεν ταιριάζουν ελληνικούρες στα κοραλλένια χείλια τα γυναικήσια.

Ας έχουμε καλές ελπίδες. Όλα διορθώνουνται με τον καιρό. Ο κόσμος κυβερνιέται με των αθρώπων τη γνώμη. Των αθρώπων η γνώμη αλλάζει κάθε ώρα. Είναι σαν τις φορεσιές• πότε αρέσει η μια, πότε η άλλη. Ένα πράμα που το νομίζαμε πρώτα κακό, άξαφνα μας φαίνεται καλό, κ' ένα άλλο που φαίνουνταν πέρσι καλό, το λέμε κακό του χρόνου. Συχνά μάλιστα τυχαίνει σήμερα να βρίζουμε όσα λατρέβαμε χτες. Έτσι και με τη γλώσσα• είναι μόδα. Οι δασκάλοι παν και λεν που οι γλώσσες δεν αλλάζουν. Έπρεπε πρώτα να μας βεβαιώσουν που κ' οι ιδέες τους δε θαλλάξουν ποτές. Φανταστήτε τι παράδοξο πράμα που θα είταν, αν έβαζε κανείς όλα του τα δυνατά για να μας αποδείξη που θάχη πάντα την ίδια γνώμη, κι ας περάσουν πενήντα χρόνια, ή ακόμη περισσότερα. Ως τόσο τέτοια πράματα μας λεν οι δασκάλοι• λογαριάζουν πως βαθμηδόν η γλώσσα θα προχωρήση, θα διορθωθή και που σε πενήντα ή εκατό χρόνια θα μιλούμε πια όλοι μας σαν τον Ξενοφώντα. Είναι σα να λογάριαζαν που σ' αφτό το διάστημα, όχι μόνο εκείνοι θάχουν τις ίδιες ιδέες για τη γλώσσα, μα που και τα παιδιά τους και των παιδιών τους τα παιδιά θα τις έχουν ίδιες κι απαράλλαχτες όλη τους τη ζωή. Τέτοια ακούς κάθε μέρα στην Ελλάδα κι όποιος στα λέει, στα λέει με τα σωστά του• δε γελά.

Ας ελπίζουμε που τα παιδιά μας θα είναι πολύ πιο φρόνιμα και θα κρίνουν πιο ορθά. Πολύ κρίμα θα είτανε να χαθή μια γλώσσα σαν τη δική μας και μεγαλήτερο κρίμα ακόμη να μην καταλάβη ποτές του ο Γραικός, αφού είναι έξυπνος κ' έχει νου, τι γυρέβει σήμερα από μας, τι μας προστάζει να κάμουμε η επιστήμη κ' η αλήθεια. Θα βάλουμε γνώση κ' είμαι ήσυχος. Γιατί προσπαθούμε να μιλούμε την αρχαία; Μόνο και μόνο γιατί θαρρούμε που μ' αφτό τον τρόπο δείχτουμε μάθηση κ' εβγένεια ψυχής. Άμα διούμε που το μόνο λάθος είναι να λέμε πατήρ αντίς πατέρας, άμα καταλάβουμε που η μόνη μας ντροπή είναι ναμελούμε την εθνική μας γλώσσα, που η μόνη δυσκολία είναι να την ξέρουμε καλά και να τη μιλούμε με την ίδια τέχνη που τη μιλεί ο λαός, τότες αμέσως θα πιάσουμε άλλο σύστημα. Άλλη δουλειά δε θάχουμε, άλλο δε θα πολεμούμε παρά πώς να μάθουμε τη γλώσσα μας. Θα πάρουμε δασκάλο το βαρκάρη, θα δίνουμε προσοχή στα λόγια του, θα τρέχουμε να σπουδάζουμε τη γλώσσα μας στου ράφτη και στου ποδηματά, σαν που τόκαμναν, είναι τώρα καιρός και χρόνια, στη Γαλλία, όταν άρχισε να μορφώνεται η γαλλική φιλολογία και να φυτρώνη η ποίησή της. Θα μας πιάση φόβος μήπως μας ξεφύγη άξαφνα καμιά ελληνικούρα, καμιά από κείνες τις ελληνικούρες που μας έρχουνται σήμερα πιο νόστιμες, πιο μυρωδάτες από τα λουλούδια της παράδεισος. Οι προκομμένοι, οι σοφοί που για την ώρα μόλις είναι άξιοι να πουν πέντε λέξες χωρίς να βάλουνε μέσα τουλάχιστο πεντέμισυ αρχαίες, θα φωνάζουν της καθαρέβουσας• Ύπαγε, Σατανά — κι άλλη ελληνικούρα δε θα πουν πια στη ζωή τους.

Ο Γραικός θα τιμήση τη γλώσσα του, άμα διή που κ' η γλώσσα του τον τιμά. Θα φαίνεται σ' όλους παράξενο πώς μπόρεσε τόσο καιρό και μας έμεινε η γλώσσα μας άγνωστη, κρυμμένη σαν το μάλαμα μέσα στις φλέβες της γης. Θα πιαστή το φιλότιμό μας• δε θα θέλουμε να λεν πως μόνοι μας εμείς είμαστε πίσω από τους άλλους λαούς, που παντού κατάλαβαν τι αξίζει η γλώσσα μας και που στην Ελλάδα δεν τόννοιωσε ακόμη κανένας. Ο Γραικός έχει κρίση και πνέμα ζωηρό. Σε μια ώρα καιρό προκόφτει όσο δεν προκόφτουν άλλοι σε χίλια χρόνια. Απάντησα μια μέρα ένα δασκάλο σ' ένα μικρό χωριό, κοντά στην Πόλη• πήγαινα να διώ το σκολειό του χωριού. Η μητέρα του δασκάλου, μια καλή και γελαστή γριά, ήρθε πλάγι μου να με παινέση το σκολειό, να με πη δα που ο γιος της ήξερε να δίνη καλά μαθήματα, και που τον περασμένο χρόνο είχαν ξέταξη τα παιδιά κι αποκρίθηκαν πολύ ωραία. Ο δάσκαλος, άμα άκουσε τη λέξη ξέταξη, ταράχτηκε, κατέβασε τα φρύδια του, έγνεψε της μάννας του και της είπε να φύγη. Φοβούνταν ο δύστυχος μήπως παρατηρήσω τη λέξη και σηκωθώ να πω στην Εβρώπη πως μιλούμε πρόστυχα στην Ανατολή. Πήγα κοντά στο δασκάλο και του είπα σταφτί• — « Πες της γριάς να κοπιάση πάλε μέσα. Ήρθα από την Εβρώπη μόνο και μόνο για να μάθω τη γλώσσα που μιλεί.» Σάστισε το δασκαλάκι• — «Μπα! λέει, αφτή τη γλώσσα την ξέρω και γω. Να στη μιλήσω, αφού θέλεις να τη μελετήσης.» Κι άρχισε αμέσως να μιλή σαν τη μάννα του.

Θα διήτε που μια μέρα θα καταντήση ντροπή να γράφουμε την καθαρέβουσα. « Τέτοια γλώσσα είχαμε και μιλούσαμε, θα λεν! Και πώς δε βλέπαμε την κακοριζικιά της;» Η δημοτική δε θα κρύφτεται, δε θα τραβιέται, δε θα φοβάται πια τότες να φανή, σα να είταν κανένα ντροπαλό, αρρωστιάρικο, ραχιτιάρικο, ψωριάρικο παιδί που δεν τολμά να βγη όξω στο δρόμο, γιατί όλο νομίζει που θα το περιπαίξη ο κόσμος. Η καθαρέβουσα θα κρύφτεται και θα τραβιέται, και θα φοβάται να μη διούν τη δική της την ανοησία. Έβρισε τη γλώσσα μας, την είπε πρόστυχη, χυδαία, βρώμικη• μ' αφτά τα λόγια έβρισε και το έθνος που είχε κάμει τη γλώσσα. Τώρα δε θα της τα μασήσουν και κεινής. Οι δασκάλοι δε θα σηκώνουν πια τη μύτη τους, γιατί σ' όλα θα ξέρουμε να τους αποκριθούμε. Θάχουμε να τους δώσουμε απάντηση, για κάθε λόγο που θα βγη από το στόμα τους.

Δε θα σας λεν που η γλώσσα του λαού είναι γεμάτη λάθη, γιατί θα τους πήτε τότες εσείς• — « Πιάστε και γράψτε αφτή τη βάρβαρη γλώσσα, χωρίς να κάμετε ένα λάθος. Θα το καταφέρετε;» Δε θα σας λεν που η γλώσσα του λαού είναι ακανόνιστη και που δεν έχει γραμματική, γιατί θα τους πήτε τότε εσείς• — « Πώς η ονομαστική πατήρ έγινε πατέρας κι όχι πατήρος; πώς ο λαός αλλάζει τους αρχαίους τύπους μ' ένα τρόπο κι όχι μ' έναν άλλο; πώς μπορεί από το άνθρωπος να βγη άθρωπος, ποτές άνρωπος ή άρωπος ή άνθωπος; πώς μπορεί η ημέρα να λέγεται μέρα, όχι όμως ημέρ; Και στους δυο αφτούς τους τύπους ένα φωνήεντο χάνεται. Πώς χάνεται το η κι όχι το α; Πώς χάθηκε το ν στη λέξη άνθρωπος, και πώς είναι αδύνατο να χαθή το ρ; Πώς σπουδάζουν παντού στην Εβρώπη τη δημοτική κι όχι την καθαρέβουσα; Πώς, όταν ένας γλωσσολόγος θέλει να παραστήση την ιστορική σειρά της ελληνικής γλώσσας από τα παλιά τα χρόνια, δε λέει γρυ για την καθαρέβουσα, μάλιστα μήτε τη συνορίζεται και προσπαθεί μόνο και μόνο να μάθη τους φωνολογικούς νόμους της γλώσσας του λαού;» Δε θα σας λεν οι δασκάλοι που η γλώσσα μας έχει πλάγι πλάγι τον ένα με τον άλλο τύπους αντίθετους και διαφορετικούς, που κάποτες λέει πως αντίς ό τι, κάποτες που, κάποτες τίποτις, κάποτες πάλε τίποτες, τίποτι ή τίποτας, γιατί θα τους πήτε τότες εσείς που οι αρχαίοι έκαμναν τα ίδια, που έλεγαν ότι και ως ή απαρέφατο χωρίς ότι και χωρίς ως, μείζονες και μείζους, μικρός και σμικρός, ένεκεν και ένεκα, που είχαν αόριστο πρώτο κι αόριστο δέφτερο, κι άλλα τέτοια πλήθος, που κι αφτή η καθαρέβουσα, μ' όλη της την περηφάνεια, κάποτες γράφει εστί, κάποτες είναι, κάποτες απαρέφατο, κάποτες να, που πολύ πιο άτοπα φέρνεται από την αρχαία κι από τη νέα μαζί, αφού ανακατώνει και δεν έμαθε να ξεχωρίζη δυο γλώσσες, δυο γραμματολογικά συστήματα, δυο χρονολογίες, δυο στάδια του αθρώπινου νου κ' έχει τη συνήθεια να μην ξέρη μήτε τι γράφει, μήτε τι πρέπει να γράψη.

Δε θα φωνάζουν οι δασκάλοι που έχουμε χίλιες γλώσσες στην Ελλάδα και στην Ανατολή, που σε κάθε τόπο μιλούν άλλη γλώσσα, που αφτές οι χίλιες γλώσσες έχουν αναμεταξύ τους χίλιες διαφορές, που μ' αφτό τον τρόπο δεν ξέρουμε ποια γλώσσα να γράφουμε, — γιατί θα τους πήτε τότες εσείς που οι αρχαίοι είχαν ακόμη πιώτερες γλώσσες και πιώτερες διαφορές, που είχαν ομηρική, αιολική, δωρική, βοιωτική, ιωνική, αττική, άλλες τόσες στη στεριά, στα νησιά άλλες τόσες και που τις έγραφαν όλες. Δε θα σας λεν που η κοινή μας η γλώσσα παίρνει έναν τύπο από δω κ' έναν τύπο από κει, έναν από την Αθήνα κ' έναν από την Πόλη, που έτσι έχει ανωμαλίες, που σε μια λέξη βάζει ένα γ μέσα σε δυο φωνήεντα, που σ' άλλη λέξη βγάζει το γ, — γιατί θα τους πήτε τότες εσείς που οι ίδιες ανωμαλίες βρίσκουνται στην αρχαία, που κ' οι αρχαίοι πολλά έβαζαν εκεί που δεν έπρεπε να τα βάλουν, που έλεγαν αλείφω με α, λείπω χωρίς α, εμέ με ε, συ χωρίς ε, που αν οι δασκάλοι δεν το ξέρουν ακόμη, πρέπει να πα να το μάθουν και που είναι καιρός. Δε θα σας λεν που δεν έχουμε μια κοινή, γενική, μια πανελλήνια γλώσσα, γιατί θα τους πήτε τότες εσείς• — «Για μίλησε τη γλώσσα που μιλείς, να σε δείξω που κάθε Γραικός θα σε καταλάβη.» Δε θα σας λεν — « Εμείς έχουμε σκοπούς πραχτικούς. Μπορεί η γλωσσολογία νάχη δίκιο και να μιλή καλά ο λαός• μα θέλουμε να κάμουμε μια γλώσσα που να συνεννοούνται όλοι οι Έλληνες αναμεταξύ τους, και για τέτοιο σκοπό ποια άλλη γλώσσα θα πάρουμε παρά την αρχαία, που έχει τη γραμματική της, που έχει τύπους ωρισμένους, που θα είναι η ίδια γλώσσα για τον καθένα;» Δε θα κάμνουν πια έτσι το φρόνιμο, το γνωστικό, δε θα σας λεν τέτοια λόγια κάτι μωρά παιδιά με τις άσπρες τρίχες, γιατί θα τους πήτε τότες εσείς• — « Μίλησε την καθαρέβουσα ή σα θέλεις την αρχαία στο βαρκάρη, στο χωριανό, στο λαό, να διούμε θα νοιώση τι του λες; Πιάσε και πες του πατέρας. Κάθε άθρωπος θα σε καταλάβη αμέσως, όπως κι α λεν τον πατέρα στον τόπον του, ή φέντη, ή αφέντη, ή κύρη, ή μπαμπά. Εκεί που ο πιο πρόστυχος άθρωπος ξέρει τι θα πη η γυναίκα μου, το παιδί μου, η κόρη μου, σοφίστηκες εσύ που πρέπει να του αλλάξουμε τη γλώσσα, κι από τώρα και μπροστά να κάμουμε το βαρκάρη να κλίνη η γυνή, της γυναικός, η σύζυγος, της συζύγου, ο παις, του παιδός, τους παίδας, η θυγάτηρ, της θυγατρός, τας θυγατέρας. Και τέτοιο άνοστο πράμα έρχεσαι και μας το βαφτίζεις κοινή γλώσσα, σκοπό πραχτικό! Ο βαρκάρης, που έχει γνώση και που ξέρει τη γραμματική του καλήτερα από σένα, τι θα κάμη; θα πη της σύζυγος ή της γυνής. Και να σου ταρχαία που του έμαθες!»

Δε θα σας λεν οι δασκάλοι που δεν πρέπει να βλέπουμε τη γλώσσα του λαού, που του προκομμένου η γλώσσα έχει κάποια σημασία, που η χυδαία είναι patois και που για τα patois δεν πρέπει κανείς να μιλή. Θα τους πήτε τότες εσείς• — « Μια εθνική γλώσσα δεν είναι patois, γιατί ένα έθνος δεν είναι χωριό και μόνο τα χωριά έχουν patois. Λεν patois ένα ιδίωμα, που λίγοι το ξέρουν και που λίγοι το μιλούν. Τέτοια σημασία έχει αφτή η λέξη. Αν το συλλογιστής καλά, θα διής μάλιστα που το σωστό το patois είναι η καθαρέβουσα, αφού τόντις λίγοι την ξέρουν και λίγοι τη μιλούν και πουθενά ο λαός δεν τη συνηθίζει. Μα και το patois για την καθαρέβουσα δεν ταιριάζει• η καθαρέβουσα δεν έχει μήτε χωριό δικό της. Άμα θέλει γαλλικές λέξες για να μας δείξη τι είναι η γλώσσα μας, πρέπει και μεις να της βγάλουμε όνομα γαλλικό και να την πούμε όχι patois, μα πολύ πιο σωστά jargon».

Δε θα σας λεν οι δασκάλοι που βαθμηδόν η αρχαία θα γυρίση πίσω, γιατί θα τους πήτε τότες εσείς• — « Η αρχαία δεν έγινε αρχαία βαθμηδόν. Απαρχής είταν αρχαία και την ήξερε ο λαός. Σπουδάζετε την αρχαία στο σκολειό, κι αφτό είναι που σας μπέρδεψε, που σας χάλασε όλες σας τις ιδέες• θαρρείτε πως όλες οι γλώσσες γίνουνται στο σκολειό και που από κει βγαίνουν. Έτσι μήτε μπορείτε να καταλάβετε πώς μορφώθηκαν όλες οι γλώσσες του κόσμου. Για να καταντήση μια γλώσσα να είναι κοινή, για να μιλιέται παντού, πρέπει πρώτα κάπου να γεννήθηκε. Πρέπει πρώτα νάρχισε να μιλιέται σε κανέναν τόπο που και τα μωρά παιδιά τη μιλούσαν, άμα έτρεχε η γλώσσα τους. Πρέπει νάχη πατρίδα όχι το βιβλίο, όχι το σκολειό, μα ένα μέρος που να φαίνεται και στο χάρτη. Πρέπει νάχη μια γεωγραφική βάση. Σήμερα η αρχαία άλλη βάση δεν έχει παρά των δασκάλων τα κεφάλια. Τα κεφάλια όμως δεν είναι χώμα, δεν είναι κομμάτι γις• δεν έχουν καμιά γεωγραφική σημασία.»

Δε θα σας ρωτούν κάθε ώρα οι δασκάλοι• — «Για ποιο λόγο λέει έτσι ο λαός κι όχι αλλιώς; Έχει νόημα ένας τέτοιος τύπος;» Θα τους πήτε τότες εσείς• — «Δεν είναι δουλειά σας να το ξέρετε. Αν κανείς σας ζητήξη γιατί λεν οι αρχαίοι πατήρ κι όχι πατέρ, τι θαποκριθήτε; τίποτις! Ίσως πήτε μόνο• τόλεγαν έτσι, γιατί έτσι τόλεγαν. Το ίδιο να λέτε και για τη γλώσσα του λαού. Έτσι το λέει, γιατί δεν το λέει αλλιώς. Δεν είναι του καθενός έργο μήτε δουλειά του καθενός να είναι γραμματολόγος, όπως δεν είναι και του καθενός δουλειά να ξέρη χυμία ή φυσική. Ως τόσο τα χυμικά και φυσικά φαινόμενα που δε σπούδαξε ο ίδιος, δεν τα λέει βάρβαρα και δε νομίζει πως δεν έχουν το λόγο τους. Αφτό να κάμετε και με τη γλώσσα. Η δουλειά σας είναι πρώτα να παραδέχεστε τους τύπους του λαού• της γραμματικής χρέος είναι να τους ξηγήση.»

Τα παιδιακήσια τα λόγια δε θάχουν πια καμιά πέραση στην Ελλάδα. Κανείς δε θα λέη που η γλώσσα του λαού θέλει διόρθωση, γιατί ο άθρωπος δεν έχει κανένα δικαίωμα να διορθώνη τους φυσιολογικούς και ψυχολογικούς νόμους, να σιάζη το ένα και να στρώννη τάλλο. Ένας άθρωπος μοναχός του δεν έχει αρκετή σοφία για ναποφασίση πως εκείνος έχει δίκιο και που όλο το έθνος έκαμε λάθος να μιλήση τη γλώσσα του φυσικά. Άξαφνα αλλάζουν οι ιδέες, προκόφτουν τα κεφάλια, καταλαβαίνουμε πράματα που δεν τα καταλαβαίναμε πριν και βλέπουμε που εμείς είχαμε άδικο και που το πλήθος, ο λαός, το έθνος είχαν τη σωστή κρίση, και χωρίς να τρέχουνε στο σκολειό, κατάλαβαν την επιστήμη και την αλήθεια.

Σήμερα, για να βγη στη μέση η δημοτική, για να γράφεται και να μιλιέται, πρέπει πρώτα να δικιολογηθή, πρέπει να ζητήξη συμπάθειο, πρέπει να πάρη δικηγόρο, σα να είταν μπροστά στο δικαστή και σα να είχε ανάγκη ναποδείξη πως είναι αθώα και που δε σκότωσε άθρωπο. Μια μέρα θα φέρουμε την καθαρέβουσα στο κριτήριο και θα πρέπη να δικιολογηθή εκείνη. Θα της φωνάξουν απ' όλα τα μέρη• — « Πώς τόλμησες να μας σηκώσης τη γλώσσα μας; Πώς ήρθες εσύ, με την ψεφτοσοφία σου και μας κατάστρεψες τη γλώσσα του λαού, και μας χάλασες την αρχαία; Τι μιλείς για λάθος; Δε βλέπεις που εσύ η ίδια, από πάνω ως κάτω, δεν είσαι παρά λάθος; Τι φτειάνεις τύπους κάθε μέρα; Τι αφανίζεις τη γλώσσα του λαού μας; Έγινες σαν τον Πλάστη και θέλεις να μορφώνης και να σιάζης; Ποια είσαι; Νόμους του κεφαλιού σου θα μας βγάλης; Τους μόνους κι αληθινούς νόμους πρέπει να τους γυρέψης στη γλώσσα του λαού, και τη γραμματική του πιστά να την ακουλουθήσης. Έτσι τουλάχιστο δε φτειάνεις γλώσσα• φτειάνει ο λαός τη δική σου — κι αφτό είναι το μόνο σωστό.»

Ο λαός είναι που μιλεί την αρχαία. Ένας αρχαίος τύπος, για ναλλάξη, έπρεπε αδιάκοπα κι από τα παλιά τα χρόνια ίσια με τώρα, να βρεθή στο στόμα του λαού, γιατί αλλιώς δε θάλλαζε ποτές. Ο ίδιος άθρωπος που είπε πρώτα φιλέω, είπε λίγο λίγο φιλώ και κατάντησε σήμερα να προφέρνη φιλό. Μ' αφτό τον τρόπο, κάθε λέξη που θα σε πη ο λαός είναι αρχαία, γιατί κάθε ώρα την έλεγε διαφορετικά κι ως τόσο είταν πάντοτες η ίδια. Άμα πας να ξεσκονίσης τα βιβλία και ναρπάξης μέσα τη λέξη που σ' αρέσει, δε μιλείς αρχαία• παίρνεις μια λέξη από τους αρχαίους, μα αφτή η λέξη δεν έχει ιστορική σειρά, δεν την είπε πάντα ο λαός• αρχαία δεν είναι.» Κ' έτσι θα σωπάση η καθαρέβουσα.

Θα είναι τόντις μια χρυσή εποχή, η εποχή που σας λέω. Θα χαίρεστε όλοι, θα χαίρουμαι και γω μαζί σας, αν τύχη και ζήσω ίσια με τότες. Μα δεν το πιστέβω. Μήτε πιστέβω να ζη ο εγδότης που δε θέλησε να τυπώση τα βιβλίο μου. Θα το τύπωνα χάρισμα, σε μια τέτοια εποχή, δίχως να βγη από την τζέπη μου παράς• μάλιστα θα κέρδιζα παράδες• τώρα θα κερδίσω μόνο βρισιές. Έχω δίκιο που σας τη λέω χρυσή εποχή. Πολλά θάματα θα διήτε. Οι δασκάλοι θα περηφανέβουνται που μιλούνε σαν το λαό. Ο Χατζιδάκης θα με βρίζη πρόστυχα. Όνοι δε θα βρίσκουνται πια πούπετις• θα είναι όλοι γαϊδάροι. Ο Κόντος θα με διαβάζη και δε θα θυμώνη• θα γράφη Παρατήρησες ή Παρατηρήσες και πάλε θα βασανίζεται για τον τόνο. Στα σκολειά θα παραδίδουν το Ταξίδι μου• μα οι προκομμένοι θα φωνάζουν κ' οι δασκάλοι θα παραπονιούνται που η γλώσσα μου δεν είναι αρκετά δημοτική. Καθαρέβουσα θα καταντήση η γλώσσα που γράφω τώρα κι όσα λέω τους δασκάλους, θα με τα πουν εμένα. Η αρχαία θα μας φαίνεται χυδαία και βάρβαρη. Οι κυρίες στα σαλόνια θα φιλοτιμιούνται ποια να μιλήση καλήτερα τη γλώσσα του λαού, ποια να μας δείξη πως την έμαθε. Θα κάμνουν το γραμματισμένο• θα γίνουνε σκολαστικές, από την τρομάρα που θάχουνε μήπως τύχη και μας πετάξουν καμιά δοτική, από τον πόθο τους να καταλάβουμε πως ξέρουν πια και κείνες τι θα πη γραμματική, τι θα πη επιστήμη, που γνωρίζουν όλους τους φωνολογικούς, όλους τους μορφολογικούς νόμους της εθνικής μας γλώσσας.

Πότε θάρθη αφτός ο καιρός; Ώςπου νάρθη, παρακαλώ τουλάχιστο τις κυρίες να μη φιλονεικούν κάθε λίγο για την προφορά και για τη γλώσσα• δεν ταιριάζει και θα το καταλάβουν κατόπι. Τι θα πουν οι σπουδαίοι, οι σοβαροί άντρες, όταν τις ακούσουν; Άμα διούν που και γυναίκες ανακατώνουνται σε ζητήματα της επιστήμης, αμέσως θα μυριστούν που ο τρόπος μας να μελετούμε αφτά τα ζητήματα δεν έχει τίποτις να κάμη με την επιστήμη• ο μόνος λόγος που έχουμε να φωνάζουμε, να μαλλώνουμε για την προφορά, είναι που είμαστε Γραικοί• ένας τέτοιος λόγος όμως δεν είναι επιστημονικός• αν είμεστα Άγγλοι ή Γάλλοι, θα φρονούσαμε σαν τους άλλους, γιατί θα βλέπαμε την αλήθεια χωρίς πρόληψη. Η γυναίκα πρέπει να ξέρη μόνο να λέη• σ' αγαπώ. Οι δασκάλοι, όσο κι αν το θέλουν, ποτές δε θα κάμουν κανέναν άθρωπο να ξεχάση το φιλί• με το φιλί θα χαρή κάθε μάννα το πρώτο χαμογέλοιο του παιδιού της• ένα φιλί μας γέννησε όλους κι άμποτες όλοι μας να πεθάνουμε μ' ένα φιλί στα μάτια! Το φιλί είναι όλη μας η ζωή• η κούνια είναι ένα φιλί, ένα φιλί η αγάπη, ο τάφος ένα φιλί! Οι δασκάλοι δε θα μας το πάρουν έτσι και τη γλώσσα μας δε θα μας την πάρουν. Ας το θυμηθούν κι αφτό οι κυρίες κι ας μην ξεχάσουν ποτές μήτε το φιλί μήτε τη γλώσσα που το λέει έτσι. Για την ώρα, όση όρεξη κι αν έχω να τις κολακέψω, δεν μπορώ να πω πως μιλούν όμορφη γλώσσα.

Η γλώσσα μπορεί να μην είναι καλή• μα το φαγί που τρως στην Πόλη, στη Χιο και στην Αθήνα, δεν τόχουν πουθενά στην Εβρώπη. Δεν έχουν πουθενά οι γυναίκες τόση φιλοφροσύνη και νοστιμάδα, τόσο πνέμα οι άντρες και τόσο ζωηρό νου. Είδα σωρό κόσμους στην Αθήνα. Είδα και κάμποσους νέους• έκαμναν όλοι στίχους. Θάρρος, παιδιά, κι όλο μπρος! Με τις δημοτικές σας φημερίδες, με τα πεζά διγήματα και με τους στίχους, κάτι θα καταφέρετε και σεις. Ο σκοπός σας είναι μεγάλος κ' έχετε δίκιο. Φτάνει κάπου κάπου να πηγαίνετε στην Ακρόπολη, νακούτε τι σας λεν οι αρχαίοι• προσέξτε να μη σας βάλουν καμιά μέρα στο Διονύσιο. Μάθτε τη γλώσσα, να διήτε τι καλή που είναι• άλλη δε θα θέλετε να γράφετε. Όλα μπορείτε να τα πήτε με την εθνική μας γλώσσα, φτάνει πρώτα νάχετε να πήτε κάτιτις και να βρίσκουνται δυο ιδέες στο κεφάλι σας• μόνο να μην τη μισοξέρετε, να τολμάτε, και να μη φοβάστε τον κόπο που θα σας δώση η δουλειά. Ο νους κ' η φαντασία έχουν την αξία τους• μα μην ξεχνάτε τη γραμματική. Τη γραμματική πάντα στο προσκέφαλο!

Τη φαντασία για τίποτις δεν την έχω• την ποίηση δεν την ψηφώ. Φαντασία και ποίηση μπορεί νάχη ο καθένας, μάθηση δεν μπορεί, γιατί χρειάζεται θέληση και κόπος• αφτά δεν τάχουν όλοι, και χωρίς μάθηση, χωρίς τη γραμματική, οι πιο ωραίες φαντασίες, η πιο ψηλή ποίηση ξεπέφτει. Χωρίς τη γραμματική, δε διαβάζεται μήτε ο Σαικσπείρος. Γιατί είναι γλώσσα του λαού, θαρρεί ο καθένας πως είναι έφκολη και τη γράφει χωρίς να τη σπούδαξε ποτές. Μη νομίζετε πως είναι ντροπή να μαθαίνη κανείς όσα δεν ξέρει. Ο πιο προκομμένος μπορεί να προκόψη. Σε κάθε ηλικία μπορεί κανείς να πάη στο σκολειό. Το μεγαλήτερο σκολειό, το πιο δύσκολο μάθημα είναι η γλώσσα του λαού. Κανένα βιβλίο δεν αξίζει τη διδαχή που βγαίνει από του λαού το στόμα. Τις καλήτερες ώρες της ζωής σας, τις πιο αγαπημένες σας ώρες θα τις περάσετε με τη γράμματική στο χέρι. Έτσι τάλεγα με το Λάμπρο μια μέρα• ο καλός ο Μ. ο Λάμπρος με γύρισε, παντού. Τι πρόθυμος, τι δραστήριος άθρωπος! Σε μια ώρα καιρό, με πήγε στα Δημοτικά, στον Παρνασσό, στα βιβλιοπουλεία. Όλα πρόφταξα να τα διώ — και μαζί του όλα μ' άρεζαν. Από τη χαρά μου τον έταξα και γω, — αν αδειάσω και μ' αφήσουν οι δασκάλοι, — να γράψω καμιά μέρα και ναφιερώσω στον Παρνασσό μια Σύντομη γραμματική της γλώσσας μας για τα παιδιά. Ίσως μπορέσουν και γέροι να τη διαβάσουν.

Οι Αθηναίοι έχουν καλό σύστημα το καλοκαίρι• την ημέρα κρύφτουνται στα σπίτια τους, το βράδυ κάθουνται στους καφενέδες — με συμπάθειο! στα καφεΐα, ή μάλιστα εν τοις καφείοις, ή κάλλια εντός των καφείων. Είναι γελαστός, χαρούμενος λαός κι αγαπά να διασκεδάζη• η Αθήνα κατάντησε Παρισάκι. Ένα βράδυ πήγα και γω στον καφενέ. Στην Αθήνα, ακόμη και σήμερα, γίνουνται πολλά σαν που είτανε συνήθειο να γίνουνται στα παλιά χρόνια, στους βαγγελικούς καιρούς• βγάζει λόγο κανένας και λέει την ιδέα του. Οι άλλοι κάπου ρωτούν τι γνώμη έχει ο ρήτορας για το τάδε ή το τάδε• πρέπει ο ρήτορας να δώση απάντηση. Ο Αθηναίος είναι περίεργος και του αρέσει να ρωτά• είναι φιλόμαθος λαός. Διάβασα μια μέρα σε μια φημερίδα για ένα γλωσσολόγο που μιλούσε για τη γλώσσα. Αφού τα είχε πει όλα — έτσι έλεγε το φύλλο — βγήκε ένας να του ρωτήξη κατιτίς ακόμη• με τον ίδιο τρόπο ρωτούσαν οι Φαρισαίοι το Χριστό, « Ερωτηθείς δε ο κ. Χ.», έγραφε η γαζέττα, «απεκρίθη» Τόντις απεκρίθη ο κ. Χ. με μεγάλη προθυμία και χτύπησε όλο τον κόσμο, εμένα μέσα στους άλλους• η γαζέττα τύπωνε το λόγο του. Χωρίς να χτυπήσω άθρωπο, και χωρίς να τυπώση τα λόγια μου καμιά γαζέττα, τόπαθα και γω σαν τον κ. Χ. Στον καφενέ που κάθουμουν, είταν κάμποσοι φίλοι μου μαζωμένοι και με ρώτηξαν — « Κύριε καθηγητά, τι ιδέαν έχετε περί ξένων λέξεων;» Τώρα είμουν και γω ερωτηθείς. Τους είπα απάνω κάτω τέτοια λόγια•

«Άνδρες Αθηναίοι, άνδρες Κορίνθιοι, άνδρες Αρκάδες, άνδρες Μωραΐται και επίλοιποι άνδρες, — πολύ να προσέχετε τους τενεκέδες! Δεν ξέρετε τι μπορεί άξαφνα να βγη ένας τενεκές. Βλέπω τι θα με πήτε — « Έφκολα γνωρίζεις τον τενεκέ. Ο τενεκές είναι μέταλλο κι αμέσως φαίνεται. Δεν μπορεί τίποτις να βγη.» Μην το νομίζετε. Δε σημαίνει που ένας τενεκές δεν έχει μάτια, αφτιά, κεφάλι και νου. Κάποτες τυχαίνει να μην είναι τενεκές ο τενεκές και να είναι άθρωπος. Βάλτε λοιπό την προσοχή σας• μην κάμετε ποτές σας κανέναν τενεκέ πρωθυπουργό.

Άμα κάμετε καλό πρωθυπουργό, αμέσως πιάνετε άλλη δουλειά. Πρώτα μαζώξτε χρήματα όσα μπορείτε• ας δώση παράδες ο καθένας. Τότες έχετε στρατό• ο στρατός ποτές να μην ξαρματωθή γιατί χαθήκετε, να στέκεται πάντοτες στο ποδάρι, να είναι έτοιμος για κάθε περίσταση. Μα για να στέκεται ο στρατός πάντοτες στο ποδάρι, για να είναι έτοιμος για κάθε περίσταση, χρειάζουνται πεκούνια. Κοιτάξτε με κάθε τρόπο ναγοράσετε κανόνια, τουφέκια, μπαγιοννέττες, μπαρούτι, μπάλλες, σπαθιά. Τους αθρώπους τους έχετε. Θέλετε μόνο λίρες. Μην ξεχνάτε την αρμάδα• παραγγείλτε φρεγάδες θαρακωτές, καράβια και βαπόρια ντουζίνες• άμα πλερώσετε, έφκολα σας φτειάνουν και φρεγάδες και βαπόρια στις καλήτερες φάμπρικες; Ποιο είναι το προτιμότερο, καβαλλαρία, πεζικό ή ναφτικό; Απ' αφτά τα τρία ποιο συφέρει περισσότερο. Μπορεί να σκεφτούμε ξεχωριστά για το καθένα. Να σας πω την ιδέα μου• το προτιμότερο με φαίνεται, νάχη κανείς και τα τρία μαζί. Με το πεζικό φυλάγουνται λαμπρά τα σύνορα• με την καβαλλαρία πηδάτε και πάτε παρέκει• με το στόλο, φτάνει να τύχη κατάλληλη ώρα, κι αμέσως αρπάζετε κανένα νησί• το νησί σας δίνει φόρους και σας βάζει ένα σωρό παράδες στην κάσσα.

Μπορεί τώρα να πάρουμε κι άλλα μέτρα. Για νάχετε πιώτερους παράδες, σηκώνετε μερικά σκολειά κ' ένα δυο Πανεπιστήμια. Τι θα τα κάμετε τα τόσα; Μήτε γρόσια, μήτε δόξα, μήτε κομμάτι χώμα δε σας έδωσαν ίσια με τώρα. Κατάλαβα τι σας βαστά να τα σηκώσετε. — « Καλά! λέτε• αμέ τα βιβλία κ' οι οκάδες χαρτί που είναι μέσα; Τι θα γίνουν; Άλλος μπελάς πάλε τούτος.» — Σωστός ο λόγος. Κι αφτό θέλει σκέψη. Ελάτε λιγάκι να το συλλογιστούμε μαζί. Ίσως κάτι βγη. Για σταθήτε! Με φαίνεται που το χαρτί κάθε πράμα μπορεί να το κάμετε. Το χαρτί πάντοτες είναι χρήσιμο. Πρώτα πρώτα, τόχετε στουπί για τα τουφέκια. Όταν πάτε στον πόλεμο, μπορείτε να τυλίξετε μέσα τα παπούτσια σας, δε λέω το φαγί σας, μάλιστα αν είναι λαδερό, γιατί λιγδώνει και γίνεται γρήγορα μούσκεμα το χαρτί. Μα και για φαγί ταιριάζει, φτάνει να είναι σταφίδες, τσίροι, ψωμί ή τυρί ξερό. Βλέπετε που το βολέψαμε κι αφτό. Το κάτω κάτω, και για κάτι άλλες δουλειές είναι καλό το χαρτί. Είναι ανάγκη να κάθουμαι τώρα να σας λέω για τι δουλειές;

Θα σας πω ακόμη κι άλλο. Όταν οι Αουστριακοί κρατούσαν τη Βενετία, είταν αδύνατο να διής τσιγάρο σε βενετσιάνικο στόμα. Οι Βενετσιάνοι, που κάπνιζαν πρώτα σαν το καμίνι, έπαψαν άξαφνα να καπνίζουν. Οι Αουστριακοί είχαν τα καπνά και κάλλια βασανίζουνταν ο Βενετσιάνος ολημέρα, παρά να κάμη τον Αουστριακό να κερδίση μισό παρά. Κάτι θα πη ηρωισμός, ομόνοια, ζωντανό μίσος, έχτρα που μάτι δε σφαλνά, που μέρα νύχτα βιγλίζει. Πολύ σας τα συστήνω κι αφτά.

Τόσα είχα απάνω κάτω να σας πω για τις ξένες λέξες. Όταν κάμετε καλό στρατό, όταν αφήσουν το τσιγάρο στην Ανατολή, όταν άλλο δε βάλετε στα νου σας παρά μπαρούτι και φωτιά, τότες πάλε βρίσκουμε καιρό και φιλολογούμε. Οι ξένες λέξες κανένα κακό δε μ' έκαμαν• τις έχω μάλιστα ανάγκη για να πω πολλά πράματα που δε μ' έρχεται και δε γίνεται να τα πω αλλιώς• έτσι τις έκαμα δικές μου• τις έβαλα να δουλέβουν την ιδέα μου. Δεν ταιριάζει να κάμνουμε τους περήφανους με τις λέξες κι όχι με τους αθρώπους, να μη θέλουμε τούρκικα και να καλοπιάνουμε τους Τούρκους. Είναι περιττό να καθαρίζουμε τη γλώσσα που δεν τόχει ανάγκη και δε βρωμά• κάλλια να καθαρίσουμε την Ανατολή. Το τουφέκι από τη γλώσσα μας να το βγάλουμε, δε γίνεται, γιατί σκοτώνει Τούρκο• πολύ πιο φρόνιμο να βγάλετε τον Τούρκο από τα νησιά κι από τις επαρχίες, γιατί ο Τούρκος μπορεί να σκοτώση χριστιανούς. Σκοτώνει τους χριστιανούς ο καταραμένος και τι βγαίνει τότες; Ας λέμε όσο θέλουμε πυροβόλον κι άλλες τέτοιες νοστιμάδες. Αχ! τάπιστα τα σκυλιά, τους συχαμένους τους βαρβάρους! Ποιος είναι Γραικός και μπορεί άλλο να γυρέβη, άλλο να ποθή μέρα και νύχτα παρά να πάρη την ψυχή τους; Ποιος μπορεί σήμερα να λέγεται άθρωπος, ποιος μιλεί για πολιτισμό κι αφίνει τέτοια ζώα στον κόσμο; Ομπρός λοιπό, τα παιδιά• ορμήστε, παλληκάρια, στο κριάς, στο πετσί! Χτυπάτε, όσο μπορείτε, — κι όταν μπορείτε. Αν έχετε τουφέκια, πάρτε τα τουφέκια• αν τα τουφέκια σας λείψουν, πάρτε πέτρες• αν και πέτρες δε βρεθούν, πολεμήστε με τα νύχια• αν τα νύχια σπάσουν και κείνα, με το στόμα, με τη γλώσσα, με τα δόντια, ρουφήξτε αίμα, δαγκάστε πρόσωπο, φάτε κόκκαλα. Όξω, όξω πρώτα τους ξένους. Για τις ξένες λέξες βλέπουμε κατόπι.»
ΚΔ'.

Ξένη γλώσσα.

Τα σπίτια στην Αθήνα είναι ωραία. Με πολύ γούστο τα κάμνουν και δεν είταν έφκολο πράμα, κοντά στην Ακρόπολη, να φτειάξουν παλάτια και να χτίσουν πόλη που να φαντάζη, που νάχη τόση χάρη. Οι πέτρες είναι πέτρες σωστές, κι όχι μουκαβάς. Το μάρμαρο ψέφτικο δεν είναι• είναι μάρμαρο αληθινό. Το κακό είναι όμως που το σπίτι το λεν οικία και οίκος• μ' αφτό τελειώνει η αλήθεια κι αρχίζει —… πώς να το φέρουμε; ας πούμε κ' ένα δυσάρεστο… — αρχίζει η ψεφτιά. Να μη θυμώσης και θα με καταλάβης• μάλιστα θα διής που άλλη λέξη δεν έχει. Μιλούμε για το καλό κι όχι για να βρίσουμε. Αν είναι πάλε και θυμώση ο αναγνώστης μου, ας το ρίξη στους δασκάλους• γιατί κοιτάξτε τι τρέχει. Όταν ο Γραικός είναι μοναχός του και μιλεί για λόγου του, μέσα στο νου του λέει σπίτι. Άμα ανοίξη το στόμα μπροστά σε κανέναν ξένο ή και σ' ένα δικό του, θυμάται που πρέπει να το πη αλλιώς• το μεταφράζει στη στιγμή και στο βγάζει οικία. Ο άλλος ο Γραικός που τον ακούει, σπίτι ξέρει και κείνος — να μην πη πως δεν το ξέρει έτσι, γιατί τότες εμείς του λέμε που ξέχασε τη γλώσσα του. Ως τόσο, τι κάμνει; όταν ακούση οικία, γρήγορα γρήγορα μέσα του λέει• « Για σπίτι μιλεί.» Το μεταφράζει την ίδια ώρα κ' έτσι τρέχουν τα λόγια. Και για κάθε λέξη, για το ψωμί, το τυρί, το κρασί, για το νερό, τη φωτιά, για τα μάτια, τα δόντια, τα φρύδια, τα ποδάρια, τα χέρια, τα μπράτσα, τα παιδιά, ταγώρια και τα κορίτσια, γίνεται η ίδια εργασία μέσα στο νου του• μεταφράζει. Άλλα έχει μέσα του ο Γραικός κι άλλα λέει. Δεν είναι μόνο το στόμα που λέει μάθημα, μα και ταφτιά δεν κάμνουν άλλη δουλειά στην Αθήνα και σ' όλη την Ανατολή παρά αιώνια να μεταφράζουν. Τώρα μπορεί να με ρωτήξης σε τι χρησιμέβουν όλα αφτά τα μεταφράσματα και τι βγαίνει από την κωμωδία; Ανόητος που δεν το βλέπεις! Δεν το κατάλαβες ακόμη; Με τη μετάφραση πρώτα θα δείξουμε στους ξένους που η γλώσσα μας δεν άλλαξε συλλαβή και που έμεινε αιώνες η ίδια. Ο Περικλής, όταν αποχαιρετούσε την Ασπασία, βέβαια θα της έλεγε• — «Φιλτάτη, υπάγω εις την οικίαν.» — Έτσι το λέμε και μεις σήμερα. — Δέφτερο, λέγοντας οικία αντίς σπίτι, ανεβαίνουμε κομμάτι• φαντάζει ο ένας μπροστά στον άλλο• ο Γραικός καμαρώνει το Γραικό. Βλέπει αμέσως ο ένας που έμαθε ο άλλος δυο τρία ελληνικά και για να μη μείνη πίσω και κείνος, κάμνει πως τον καταλαβαίνει. Δεν είπαμε και πριν που μόνο οι αρχαίες λέξες έχουν εβγένεια; Έτσι και μεις με μια μόνη λέξη φανερώνουμε την εβγένεια της ψυχής μας. Όλη μας η εβγένεια είναι στα λεξικά. Ίσως δεν έχουμε κι άλλη να δείξουμε• συφέρει λοιπό να λέμε οικία κι όχι σπίτι. — Είναι κ' ένα τρίτο. Όσο κι αν πολέμησαν οι δασκάλοι, όσο κι αν αναποδογύρισαν το κάθε πράμα, δεν κατόρθωσαν όμως να βγάλουν από τη γλώσσα μας μερικούς τύπους δημοτικούς• δεν έδιωξαν ακόμη το καημένο, το σακατεμένο το θα• δεν ξερρίζωσαν το βάρβαρο να. Δεν ξωλόθρεψαν όλους τους ξενισμούς• κάθε φορά που λέμε Μάρτης, Μάης και τους άλλους μήνες, ακόμη και σήμερα μιλούμε λατινικά, γιατί ο Μάρτης, ο Μάης κ' οι άλλοι μήνες ελληνικές λέξες δεν είναι• λατινικά μιλούμε, άμα πούμε τον Κωσταντίνο κι άλλα τέτοια. Τι να κάμουμε; Να μη λέμε Μάρτης, Μάης και Κωσταντίνος; Να μη γράφουμε το θα και το να; Το συλλογιούνται κ' οι δασκάλοι. Τουλάχιστο το διορθώνουνε. Βάζοντας στην ίδια φράση το θα ή το να μαζί με το σπίτι, έχεις δυο βάρβαρους τύπους αντίς έναν• όταν όμως πης ένα θα και πιο κάτω χώσης έναν οίκον, τότες μοιάζει σα να μην άλλαξε η γλώσσα. Πες• «θα υπάγω εις τον οίκον» ή «Θα υπάγω εις το σπίτι.» Σύγκρινε τα και τα δυο. Ποιο σε φαίνεται πιο ελληνικό; Ποιο λες από τα δυο να συνήθιζε ο Περικλής; Βέβαια το πρώτο. Κατάλαβες; Εκεί που το θα μπορεί να σε προδώση αν το βάλης με ξένη λέξη και να δείξη που η γλώσσα σου άλλαξε, άμα ταιριάξης, το θα με μια λέξη αρχαία, γίνεται αρχαίο και το θα. Έτσι έσιαξες τις ανωμαλίες• έτσι ξελληνίζεις τους ξενισμούς. Φτάνει να κάμης το Μάρτη Μάρτιον, τον Κωσταντίνο Κωνσταντίνον• αμέσως πάστρεψες, ξέπλυνες τη γλώσσα. Τώρα βλέπεις που με τη μετάφραση κάμποσα κατάφερες.

Ας είναι πάλε καλά οι Ρωμαίοι! Χωρίς τους Ρωμαίους, θα μνίσκαμε στα κρύα του λουτρού. Δε θα ξέραμε τι μήνα έχουμε• τα χρόνια θα περνούσαν και δε θα το νοιώθαμε• δε θα μπορούσαν οι δασκάλοι να προδέψουν• πάντα θα κοπάνιζαν τα ίδια. Με το μηνολόγι που μας έδωσε η Ρώμη, ξέρουμε τουλάχιστο τι μας γίνεται. Οι Ρωμαίοι μας έμαθαν πολλά χρήσιμα πράματα• χάρη στους Ρωμαίους έχουμε σπίτι και καθούμαστε• χάρη στους Ρωμαίους ανοίγουμε και σφαλνούμε πόρτες. Ας ήναι καλά κ' οι αρχαίοι! Κάμποσα τους χρωστούμε. Α δεν είταν οι αρχαίοι, δε θα ξέραμε πώς να πούμε τον άθρωπο. Χωρίς τους αρχαίους, κι αφτή η Αθήνα όνομα δε θα είχε. Είναι τόντις κρίμα που αφτές οι δυο λέξες άνθρωπος και Αθήναι είταν ξένες στην αρχαία γλώσσα. Ελληνική ρίζα δεν έχουν κι από κάπου θα τις έκλεψαν οι προγόνοι μας. Οι δασκάλοι τούτο δεν το ξετάζουν• οι δασκάλοι δεν ξετάζουν που η λέξη πόρτα βρέθηκε στη γλώσσα μας από του Ιουστινιανού τα χρόνια. Ακούν τους Ιταλούς να λεν πόρτα• νομίζουν αμέσως που μας τόμαθαν οι Ιταλοί. Γράμματα δεν ξέρουν οι καημένοι• για τούτο βρίζουν και κατατρέχουν αφτή τη λέξη• το Μάρτη και το Μάη τους αφίνουν ήσυχους. Μόλον τούτο, όσο αρχαίος είναι ο Μάρτης, τόσο αρχαία είναι κ' η πόρτα, μάλιστα πιο αρχαία. Οι δασκάλοι δε λεν τίποτις μήτε για τη λέξη άνθρωπος μήτε για τόνομα Αθήναι — κι ως τόσο θα σε πουν πολύ σοβαρά που ξένες λέξες δε θέλουν. Όρος• «ξένες λέξες είναι όσες θαρρούν ξένες οι δασκάλοι. Άμα δεν ξέρουν οι δασκάλοι, ξένες λέξες δεν υπάρχουν.»

Όπως κι αν το γυρίσουν οι δασκάλοι, δε θαλλάξουν την ιστορία• ό τι έγινε, έγινε. Η γλώσσα μας άλλαξε, γιατί όλες οι γλώσσες αλλάζουν. Αφτό η Εβρώπη το ξέρει, κι από μας δε θα πάρη μαθήματα. Εβγένεια δεν είναι να λέη κανείς άλλα άντ' άλλα. Ας είταν όμως και μεγαλήτερη εβγένεια να λέμε οικία αντίς σπίτι, άρτος αντίς ψωμί, πάντα θα είταν εβγένεια ψέφτικη να το λέμε έτσι. Τι θα πη ψεφτιά; να σε κάμω να πιστέψης ένα πράμα που δεν είναι. Τι κάμνουμε όμως τώρα; Θέλουμε ο κόσμος να πιστέψη που η γλώσσα μας δεν άλλαξε• θέλουμε να το πιστέψουμε κ' οι ίδιοι• προσπαθούμε να δείξουμε εβγένειες που δεν έχουμε. Η αλήθεια μέσα σ' αφτά τι γίνεται; Χάνεται, κ' η ψεφτιά βασιλέβει. Είναι έτσι ή δεν είναι; Όποιος θύμωσε πρέπει τώρα να ξεθυμώση. Άδικος θυμός! Νομίζουμε τάχατις πως κάτι κατωρθώσαμε με τα δασκαλικά μας και δε βλέπουμε πολύ πιο σοβαρά πράματα. Με τη μετάφραση και με το σύστημά μας αφτό νάχουμε άλλη γλώσσα στο νου κι άλλη στο στόμα, το κάτω κάτω τι δουλειά κάμνουμε; Την ίδια δουλειά που κάμνουν όσοι μιλούν ξένη γλώσσα. Ξένη γλώσσα είναι μια γλώσσα που δεν την ξέρει κανείς φυσικά και που πρέπει να τη μάθη με το δασκάλο, για να τη μιλήση. Έτσι το παθαίνουμε με τα κορακίστικα που μιλούμε. Και δεν ντρεπούμαστε. Μάλιστα προσμένουν οι δασκάλοι να τους καμαρώσουν οι Εβρωπαίοι! Οι Εβρωπαίοι ως τόσο τι λεν; που δεν ξέρουμε τη γλώσσα μας και που μας τη χάλασαν οι δασκάλοι. Το φραγκόπαιδο δεν έχει ανάγκη να του πουν πώς πρέπει να λέη σπίτι και ψωμί• τακούτε και θα τα πη όπως τα λέει όλος ο κόσμος. Ξέρει τη γλώσσα του φυσικά. Εμείς θα τη μάθουμε πρώτα στο σκολειό, και το μάθημα τούτο τολμούν οι δασκάλοι και το λεν εθνική γλώσσα! Ένα μόνο ξεχνούν οι δασκάλοι• οι ξένες λέξες δεν είναι το σπίτι, το τουφέκι και το παπούτσι, γιατί τις λέξες αφτές τις έκαμε δικές του ο λαός κ' έγιναν τώρα γραικικές. Άμα τις πης, θα τις καταλάβη ο καθένας κι από κει μπορείς να κρίνης• μόνο τη δική του τη γλώσσα καταλαβαίνει ένας άθρωπος, χωρίς νάχη ανάγκη δασκάλο. Γλώσσα μας το λοιπό κατάντησαν κι αφτές οι λέξες. Άλλη είναι η ξένη γλώσσα.

Μια μέρα περνούσα από ένα σπίτι μπροστά. Στην πόρτα στέκουνταν ένα παιδί δώδεκα χρονώ, με χαρούμενο πρόσωπο και μάτια γελαστά. Φορούσε στιβάλια ψηλά, φτερνίστρες, και βαστούσε καμτζίκι στο χέρι. Είταν έτοιμο να φύγη. Έλεγε της μάννας του που είτανε μέσα στο σπίτι• — « Μάννα, θα πάω καβάλλα.» — «Να μη σ' ακούσω, να μη σ' ακούσω! μάνιζε η μητέρα του. Τέτοιες λέξες να μη λες και θα σε δείρω! Να πης• θα υπάγω να ιππεύσω.» Σάστιζε το παιδί σα να μην καταλάβαινε. Η μάννα του και κείνη δεν έβλεπε και δεν έννοιωθε τι βάρβαρη γλώσσα πολεμούσε να μάθη του παιδιού της, όταν τόβαζε να λέη ταναλυτικό μας το θα με ταρχαίο το ιππεύσω• και το μεσαιωνικό το υπάγω. Νόμιζε πως τόντις κάτι κατάφερνε και δεν καταλάβαινε η ίδια το τρομερό λάθος που έκαμνε. Κατάλαβα τότες όμως εγώ που η μόνη ξένη γλώσσα στην Ελλάδα είναι η καθαρέβουσα• το παιδί δεν μπορεί να την καταλάβη κ' η μάννα η ίδια δεν την ξέρει. Έφυγα με τον καημό στην καρδιά. Τι θα γίνη ένα έθνος, που μαθαίνει τέτοια γλώσσα η μάννα του παιδιού της!
ΚΕ'.

Χαμένα λόγια.

Κάποτες μ' έρχεται να φωνάξω δυνατά, που όλος ο κόσμος να μ' ακούση• — « Μη! Μη! Μη! Μη χαλνάτε τη γλώσσα! Καταστρέφετε την αρχαία και τη νέα μαζί. Θέλετε γλώσσα που να μοιάζη τόντις με την αρχαία, που να είναι η ίδια γλώσσα; Πάρτε τη γλώσσα του λαού. Θέλετε ξένη γλώσσα; Πάρτε την καθαρέβουσα• θα δείξη σ' όλο τον κόσμο, που τόντις χάθηκε η αρχαία. Θέλετε να παίξετε; Θέλετε νοστιμάδες, χωρατάδες και κωμωδίες; Τότες να γράφετε την καθαρέβουσα! Θέλετε επιστήμη, κόπο και μάθηση; Θέλετε να πιάσετε σοβαρή δουλειά; Να γράφετε την εθνική σας γλώσσα. Από την απόφαση σας, θα φανή αν είστε ή άντρες ή παιδιά.

Αφήστε την ψεφτομάθηση, την ψεφτοσοφία, τους συμβιβασμούς και τους δασκάλους. Μην πιστέβετε όσα λεν, που βαθμηδόν η γλώσσα θα καλητερέψη και που θα γράφουμε μια μέρα σαν τον Ξενοφώντα. Μόνο που σας λέει κανείς τέτοιο λόγο, σας δείχτει που δεν κατάλαβε ακόμη μήτε τι είναι Ξενοφώντας μήτε τι θα πη γλώσσα. Βαθμηδόν ξέρετε τι θα γίνη; Θα χαθή η εθνική μας γλώσσα και θαφανίσετε την αρχαία. Τι με μέλει που θυμώνετε τώρα μ' όσους σας μιλούν έτσι; Μια μέρα θα καταλάβετε οι ίδιοι το κακό που μας κάμνετε όλους• θα κλαίτε και θα λυπάστε και δε θα μπορήτε πια να διορθώσετε το λάθος σας. Αχ! τι βάσανο που είναι να βλέπη κανείς την αλήθεια και να μην μπορή να τη δείξη στους άλλους!

Μην τα θέλετε όλα μισά. Αμάθεια και περηφάνεια σας έφεραν τέτοιο κακό• περηφάνεια, γιατί θέλει ο καθένας να φαντάξη και να μην είναι σαν το λαό• αμάθεια, γιατί καταντήσαμε να μην ξέρουμε τη γλώσσα του λαού, γιατί τόλμησαν οι δασκάλοι να βρίσουν όλο το έθνος και να πούνε βάρβαρη μια γλώσσα, που δεν τη σπούδαξαν ακόμη. Αφτή η γλώσσα όμως υπάρχει• μπορείτε να την κάμετε κομμάτια• κανείς δε θα μας τη σηκώση. Με κανέναν τρόπο δε θα γυρίση πίσω η αρχαία. Οι ιστορικοί νόμοι για σας δε θαλλάξουν. Του κάκου βρίζετε την εθνική μας γλώσσα και τη λέτε πρόστυχη, και καμώνεστε πως μήτε ξέρετε τι είναι, και πολεμάτε να μας δείξετε που μιλείτε την αρχαία, που η αρχαία ακόμη ζη.

Ποτές, όχι! ποτές δε θα κάμετε τον κόσμο να σας πιστέψη. Του κάκου γράφετε γραμματικές της καθωμιλημένης και βάζετε μέσα όλη την αρχαία γραμματική, περιττοσύλλαβα, υπερσυντελικούς και μετοχές, ύστερα μάλιστα χαρίζετε τα βιβλία σας στους ξένους, τάχατις για να σας καμαρώσουν. Πάντα θα σας καταδικάση η επιστήμη κ' η ορθή κρίση. Πάντα κάπου θα βρεθή ένας να σας το πη — κι αν πάλε δε βρεθή, δεν πειράζει! Η αλήθεια θα μείνη αλήθεια. Η αλήθεια, για να υπάρχη, δεν έχει ανάγκη μήτε να τη διούμε, μήτε μάλιστα να ξέρουμε την ύπαρξή της. Η αλήθεια μοιάζει με τα μακρινά τάστρα που δε φαίνουνται μέσα στον ουρανό, κι ως τόσο λάμπουν ολομόναχα, κι ας μην τα βλέπη κανένας!

Η καρδιά μου πονεί να σας ακούω! Το χαμό σας θέλετε• το κακό σας γυρέβετε μόνο. Αν ήξεραν οι δασκάλοι την αρχαία με τα σωστά τους, δε θα πολεμούσαν κάθε ώρα να μας δείξουν πως την ξέρουν και θάγραφαν τη δημοτική, αφού κ' οι αρχαίοι οι ίδιοι έγραφαν τη δημοτική τους γλώσσα. Με την ψεφτογραμματική δε φτειάνεται γλώσσα, δε φτειάνεται φιλολογία. Τι λόγια να βρω για να με πιστέψετε; Χαλνάτε μια γλώσσα που είναι θησαβρός για την επιστήμη, που θα σας δοξάση στον κόσμο. Χαλνάτε μια γλώσσα που μόνη της μπορεί να σας δώση μια μέρα εθνική φιλολογία, ποίηση και φήμη, μια γλώσσα που θα σας κάμη να μοιάξετε ίσως και σεις τους αρχαίους. Μη! Μη! Μη!»

Αχ! Να είμουν κάτι και γω! Να μπορούσε κανείς να μ' ακούση! Αφτό το κεφάλαιο να μπορούσαν όλοι να το διαβάσουν — και να με πιστέψουν! Τι ζητούμε; το καλό. Τι πολεμούμε; να προκόψη, να μεγαλώση το έθνος. Έπρεπε κ' οι δασκάλοι να είναι μαζί μας. Αφτό θέλουν και κείνοι• ας διούν το λοιπό με τι τρόπο θα το κατορθώσουν. Ας πάρουν καλήτερο δρόμο. Αχ! να μας έκαμναν τουλάχιστο μια παραχώρηση• να μη λεν πρόστυχη τη γλώσσα του λαού, να μάθουν τέλος πάντα που ο λαός και μόνος ο λαός έκαμε και κάμνει όλες τις γλώσσες του κόσμου. Τόσο μ' έφτανε κι άλλο δε θα ζητούσα. Τότες δε θα μ' έμελε για τίποτις πια και θα πρόσμενα το θάνατο με χαρά.
ΚΣΤ'•

Οικιακά κυνάρια.

Όσα είπα τα παίρνω πίσω• δε μιλούν πούπετις σα στην Αθήνα (εννοείται, δε μιλούν τόσο καλά). Θυμήθηκα τις γαζίες της Πόλης. Στην Πόλη, όταν κόψη ο μπαχτσεβάνης τις γαζίες, τις δένει με μια ψιλή κλωστή σε κάτι μικρά ξυλάκια• τρυπά ένα κολοκύθι και βάζει τα ξυλάκια• το κολοκύθι, όλο τρυπημένο με τα ξυλάκια και γεμάτο γαζίες, σε φαίνεται πως λουλουδιάζει και μοσκοβολά. Μια μια πουλεί ο μπαχτσεβάνης τις γαζίες κι απομνίσκει το κολοκύθι ολόξερο, χωρίς καμιά μυρωδιά. Σαν τις γαζίες, ψες το βράδυ σε μια βεγγέρα που βρίσκουμουν, τα μεν, τα δε, τα γαρ, τα μέντοι, τα δη κι όλες οι άλλες ελληνικούρες στόλιζαν και κεντούσαν την ομιλία. Πόσες φορές έπρεπε νακούσω θυγατράσι και πατράσι! Πόσα κοχλιάρια να καταπιώ! Πόσα τέια να χορτάσω! Πόσα λίαν γοητεύομαι να φάω! Πόσα ώστε να χωνέψω!

Τη νύχτα, που πήγα να πέσω στο κρεββάτι, δεν μπόρεσα να κοιμηθώ. Έκαμνα όλο το ίδιο όνειρο• όλο το ίδιο φάντασμα με κυνηγούσε. Σφαλνούσα τα μάτια και με φαίνουνταν πως ένα σωρό γαϊδουράκια, — νόστιμα γαϊδουράκια, καλοσιασμένα και καλοστολισμένα — στέκουνταν τριγύρω μου, άνοιγαν το στόμα τους μεγάλο μεγάλο και γκάριζαν όσο μπορούσαν. Ξυπνούσα και ξανάπεφτα. Τα γαϊδουράκια με μιας γίνουνταν ονάρια, τα ονάρια όνοι, οι όνοι πάλε σκυλιά και το κάθε σκυλί έβγαινε κύων• οι κύνες γάβγιζαν που κόντεβε να σκάσουν. Πηδούσαν απάνω μου τα ζώα, σα λυσσιασμένα, και δάγκαναν τις χυδαιότατες μου γάμπες.

Το πρωί, είχα δουλειά στον Περαιά και πήρα το σιδερόδρομο. Αγόρασα μια φημερίδα να διαβάσω. Στην Αθήνα, γρήγορα διαδίδουνται τα νέα• ξέρουν το κάθε πράμα άμα γίνη, κάποτες πρι γίνη, και πολλές φορές χωρίς να γίνη διόλου. Η γαζέττα έλεγε• — « Λύσσα λύσσην πέφυκε. Τα μεν, ο εν Παρισίοις άμουσος τε και βάρβαρος έλλην καθηγητής, κ. Ι. Ν. Ψυχάρης, ο μυρίαις μανίαις οιστρηλατούμενος, ο καταστροφεύς της ημετέρας γλώσσης, ο υβριστής έθνους ολοκλήρου, ο λίαν καταλλήλως επικληθείς Ηρόστρατος ο Β', ο Ζωίλος του ημετέρου Ομήρου, η ξένως φθεγγομένη χελιδών (το χελιδόνι με κολάκεβε), ο την αθώον ψυχήν και τον των των Αθηνών γλωσσολόγων ηρέμα ρέοντα βίον καταταράξας, ο τον εν ειρήνη διάγοντα Χατσιδάκιον καταξυγκυκήσας, ο της απείρου και παγκοσμίου αυτών δόξης ζηλώσας τους δασκάλους, ο εν γερμανικαίς εφημερίσι δικαίως υπό των ημετέρων λογίων διαβληθείς και σφόδρα επικριθείς (βαριούμαι και δεν αντιγράφω τους άλλους μου τίτλους), ο κύριος ούτος, άτε λυσσητικός, ε δ ή χ θ η τη παρελθόντι νυκτί υπό τινος οικιακού κυναρίου. Μικρού γε και δει, ο κ. καθηγητής τα ετσίτωσεν. Τα δε (καιρός είταν!), αποβήσεται (άλλα φύλλα έβαζαν αποβήσει, άλλα θέλει αποβή ή απεβή, άλλα πάλε ίνα αποβή• κάθε γαζέττα είχε τον τύπο της) εν Παρισίοις (δεν έγραφε κανένας εις Παρισίους• είναι χυδαίο το εις)• λύσσα γαρ εάλω το κυνάριον. Αναγκασθήσεται ουν ο βάρβαρος ομογενής ίνα επιζητήση θεραπείαν παρά τω περιφήμω της Γαλατίας Ποιμένι. Ίνα επάρη αυτόν ο υπερίδρομος!»

Πρέπει να πω την αλήθεια• δυσκολέβουμαι να διαβάζω φημερίδες και συχνά δεν μπορώ να καταλάβω τι γράφουν• έχουν πάρα πολύ σοφία. Μια μέρα παραπονιούμουν που πολλές φορές με ξεφέβγει το νόημα μιας λέξης, και πολύ φρόνιμα μ' είπε μια νόστιμη κυρία• — «Φαίνεται ό τι δεν εμάθετε ικανά ελληνικά εις το σχολείον.» Καλά που τάκουσα κι αφτό! Είχε δίκιο η νόστιμη κυρία. Για τούτο βασανίζουμουν και τώρα• δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε και καλά να με δείξη το σκυλί. Γιατί έλεγε η γαζέττα εδήχθη; Σα να μισοκαταλάβαινα που το σπιτόσκυλο μ' είχε δαγκάσει, αφού διάβαζα για λύσσα. Μα έπρεπε κι όλας να με δείξη; Τι μ' έδειχτε; τάχατις για να με βγάλη μασκαρά ή να πη τον Παστέρ• — « Εδώ σε θέλω! Διές πώς στον έκαμα. Γιάτρεψτον τώρα, αν μπορείς!»

Κάθουμουν και λυπούμουν τον καιρό που πέρασα παιδί στο σκολειό και στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού. Χαμένος κόπος! Σπούδαξα στο Παρίσι, και για τούτο δεν ξέρω, σαν που τόγραφε μια μέρα ένας φίλος μου, μήτε ταρχαία μήτε τα μεσαιωνικά μήτε τη δημοτική. Γιατί δε μ' έβαλε ο πατέρας μου να σπουδάξω ή στην Πόλη ή στην Αθήνα; Θα μάθαινα τουλάχιστο δυο ελληνικά και θα με φαίνουνταν η καθαρέβουσα μάλαμα. Δεν κάθισα στην Πόλη κ' η τιμωρία μου σήμερα είταν που δεν μπορούσα να καταλάβω τι έγραφε για μένα η φημερίδα. Για την καλή μου τύχη βρίσκουνταν πλάγι μου στο βαγόνι ο φίλος μου ο Ω και με τα ξήγησε όλα πολύ καθαρά• (ο Ω είχε σπουδάξει στην Αθήνα). — « Το εδήχθη γράφεται με η• είναι παθητικός αόριστος α'• ο ενεστώς της ενεργητικής φωνής είναι δάκνω• σημαίνει το αυτό και το βάρβαρον δαγκάνω και κλίνεται δάκνω, δάκνεις, δάκνει• μέσος μέλλων δήξομαι, δήξη• έδακον, έδηξα, δεδηχώς, δέδηγμαι, εδήχθην, όθεν και το δηχθείς.» — «Τι λωλό ρήμα, πετώ και του λέω! σα να τόπιασε τρέλλα με μιας. Το δάκνω πάει και γίνεται δήξομαι κι από το δήξομαι το ίδια ρήμα πηδά στο εδήχθην! Έχουν το λόγο τους τέτοιοι τύποι; Η γραμματική πώς τους ξηγά;» — «Τους εξηγείται άριστα• είναι ανώμαλοι.» — «Τι με λέτε; Έχει λοιπό κ' η αρχαία γλώσσα ανωμαλίες;» — Ο φίλος μου Ω δε μ' άκουγε• — « Το εδείχθη γράφεται με ει• είναι παθητικός αόριστος α'• ο ενεστώς της ενεργητικής φωνής είναι δείκνυμι — παρατηρήσατε δε, παρακαλώ, την κατάληξιν μι• είναι αρχαιοτάτη• το μι είναι συναίρεσις του εγώ. Οι λέγοντες ουν δείκνυμι αρχαιότατοι τυγχάνουσιν όντες και την σήμερον —. Το δε δείκνυμι σημαίνει το αυτό και το βάρβαρον δείχνω ή δείχτω• κλίνεται δείκνυμι, δείκνυς, δείκνυσι, ενεργητικός μέλλων δείξω, έδειξα, δειχθήσομαι, εδείχθην, όθεν και το δειχθείς.» — «Και πώς θα διακρίνουμε, τόλμησα να ρωτήξω, αφτά τα δυο ρήματα, εδείχθην και δειχθείς, δηχθείς κ' εδήχθην;» Ο Ω• — «Λίαν αγράμματος τυγχάνετε ων• δια του η και του ει κατέστη η διαφορά πασίδηλος• οι αρχαίοι, σοφοί όντες και φρόνιμοι, ίνα διακρίνωσι το μεν από του δε, έγραφον πότε διά του ει, πότε δια του η.» — «Ένα πράμα με βασανίζει. Όταν έγραφαν, πάει καλά! μα όταν είταν και μιλούσαν, πώς έκαμναν; Παραδείματος χάρη, όταν έλεγε ένας αρχαίος• έδειξα του δείνα τον… τη ράχη μου (ή κάτι άλλο), φοβούμαι να μη φαίνουνταν πως λέει ανοησία, γιατί είναι κάτι πράματα, — με συμπάθειο! — που μπορεί πολύ έφκολα ο καθένας να δείξη με ει, και που φαίνεται αδύνατο να δήξη με η.»

Χωρίς να με δώση απάντηση, ξακουλούθησε ο λογιώτατος. — « Ο παθητικός αόριστος α' εδήχθην, εν χρήσει νυν παρ' ιμίν, (με γιώτα τάκουγα κείνη την ώρα, με γιώτα το γράφω) και παρ' ιμίν θα ήτο εν χρήσει, εάν και ιμείς είχετε σπουδάσειν εν τοις ιμετέροις γυμνασίοις και ούτως εμανθάνετε ελληνικά• (στα δυο τα ιμίν έβαζε ο φίλος μου ένα χυδαιότατο ι μα τώρα καταλάβαινα τη νοστιμάδα• το πρώτο είταν ημίν κ' υμίν το δέφτερο• μόνο για τα γυμνάσια, με φάνηκε σα σκοτεινούτσικο το ιμετέροις). Οι δε ηροστρατούντες και ζωιλεύοντες (αφτό το ζωιλεύοντες τόλεγε με κάποιο τόνο και σα να το καμάρωνε) αγνοούσιν τα τοιαύτα• αιώνια μυστήρια μενεί αυτοίς το τε εδείχθην και το εδήχθην, χαίρουσιν γαρ μόνον καθυβρίζοντες το έθνος.» Όνειρο δεν είταν• αλήθεια με δάγκαναν τα σκυλιά.

Κατέβηκα στον Περαιά κι απορούσα μ' όσα έβλεπαν τα μάτια μου. Τι ακάματος λαός! Τι ενέργεια που την έχει! Με τι πόθο πιάνει τη δουλειά. Είναι τώρα πενήντα χρόνια, μόλις είταν η Αθήνα! κοντέβουν τριάντα χρόνια που πήγα πρώτη φορά παιδί στον Περαιά, και μόλις είταν ο Περαιάς. Σήμερα βλέπεις παντού δρόμους, μαγαζιά, μηχανές, φάμπρικες, βιομηχανία, κίνηση κ' εμπόριο. Οι φάμπρικες αφτές πόσο μ' αρέσουν! Η λέξη μπορεί να είναι ξένης παραγωγής• οι φάμπρικες όμως είναι δικές σας — κι αφτό μας φτάνει, παιδιά. Πρέπει νάρθη κανείς από την Τουρκιά, για να καταλάβη τη διαφορά, για να διή τι θα πη έθνος, τι είναι λαός, τι γίνεται με της ψυχής την ενέργεια, με την αγάπη της πατρίδας, τι μπορεί να κατορθώση η λεφτεριά. Σας βεβαιώνω που ο Παρθενώνας δε μ' αρέσει όσο μ' αρέσει τόνομά της• η Ακρόπολη τόσο ωραία δεν είναι. Μια φορά μόνο είδα την Ακρόπολη και δε θέλησα να την ξαναδιώ. Μ' έφτανε που πατούσα λέφτερο χώμα. Από την Τουρκιά κατεβαίνω και ξανοίγει η καρδιά μου. Ο Φειδίας δεν μπορεί να με δείξη ωραιότητες πιο μεγάλες από τη χαρά που φαίνεται σ' όλα τα μάτια, από τη λεφτεριά που καθαρίζει τον ουρανό, που σ' ολωνών την όψη φέγγει κι ολωνών τα πρόσωπα φωτίζει. Εδώ βλέπω έθνος! Εδώ βλέπω ζωή!

Βλέπω κάπου κάπου και κάτι άνοστα γραψίματα στα μαγαζιά• — « Τη καλαισθησία» ή « Αποθήκη οίνων και πνευματωδών ποτών». Μα δεν πειράζει. Σα να μην είτανε γραμμένα! Ο καλός μας ο λαός κορακίστικα δεν ξέρει• το κρασί πάντα κρασί το λέει. Αφίνει τις ψεφτιές στους άλλους• ας πα να γελά ο δάσκαλος και τον εμαφτό του και τον κόσμο, γράφοντας οίνος, εκεί που πίνει κρασί. Εμάς, αδέρφια, δε μας μέλει! Για πήτε μου, παιδιά, είναι πουθενά καμιά λέξη που ναξίζη το κρασάκι το δικό μας, το κρασάκι που πίνουμε και που μας βάζει στην καρδιά πόθο για τη δουλειά και στα κεφάλι τη ζωηρή του φλόγα; Με τα λαό πάντα τα συφωνούμε. Ξέρει που τον αγαπώ και δεν πιστέβει τους δασκάλους, όσο κι αν του φωνάζουν πως δεν έχω πατριωτισμό. Ας με δαγκάσουν και βλέπουν! Ο αδερφός μου ο Γιάννης δε σηκώνει τέτοιους χωρατάδες. Για τούτο και γω τρελλαίνουμαι για τον καλό μας το γραικικό λαό. Έχω μάλιστα μια ιδέα• η νέα μας φιλολογία θα βγη καμιά μέρα μέσα από τα σπλάχνα του λαού. Στα νησιά, όσο τραγουδούν τα τραγούδια τους, άξαφνα ξεφυτρώνει κανένας Όμηρος και βάζει κάτω τους δασκάλους. Στα πρόστυχα θέατρα που μαζώνεται ο λαός, που συνάζουνται νάφτες, μπακάληδες και δουλεφτάδες, άξαφνα φαίνεται κανένας Σαικσπείρος, χυδαίος σαν το Σαικσπείρο. Είναι καιρός που θα τον είχαμε, α δεν είταν τόσα σκολειά κι αν ολημέρα δε μας χαλνούσαν και γλώσσα και μυαλό. Ας παν άλλοι να παραστήνουν το Φιλοχτήτη στα θέατρα, και να νομίζουν οι δύστυχοι πως τον καταλαβαίνουν. Όταν είμουν παιδί δεκαπέντε χρονώ στο λύκειο, θυμούμαι που μας έβαλε ο δάσκαλος μας να μάθουμε απ' όξω και να παραστήσουμε το Φιλοχτήτη. Ό τι στα Παρίσι κάμνουν τα παιδιά, στην Αθήνα το κάμνουν οι μεγάλοι. Απ' αφτούς τους μεγάλους δε θα βγη όμως, σας το λέω γω, κανένας Σοφοκλής. Ώςπου να διούμε και μεις τον ποιητή που προσμένω, μια συβουλή να δώσουμε στους νέους. Τραβάτε, παιδιά, ίσια στον Πειραιά, να μάθετε τη γλώσσα.

Καλήτερα θα τη μάθετε στον Περαιά παρά στο σκολειό. Από την καθαρέβουσα τίποτις δε βγαίνει• δεν είναι άξια να σας δείξη τι θα πη αληθινή τέχνη. Οι δασκάλοι νομίζουν πως φτάνει κανείς να βάλη δοτικές, νακουλουθή τη γραμματική της αρχαίας και να λέη ήκουσα αντίς άκουσα και παιδίον αντίς παιδί, για να γράφη καλά. Είναι όμως ώρα να διούμε το κάτω κάτω τι τρέχει. Αλήθεια το παρακάμαμε με τα κορακίστικα κι ο κόσμος αρχίζει να το λέη. Μας χαλνούν τη γλώσσα, καταντούν και κωμωδία, γιατί να διήτε τι γίνεται. Ένας δάσκαλος ακούει άλλο δασκάλο που βγάζει λόγο και ρητορέβει• « Μάσι ράσι κάσι οίεν φλοίεν κουκουροίεν πατραμητραφρυγακακαούσας περιώρισται.» Αρπάζει το περιώρισται ο δάσκαλος (τάλλα ο δύστυχος δεν μπόρεσε να τα καταλάβη) — « Μπα; λέει μέσα του• αφτός που μιλεί ξέρει το λοιπό που ο παθητικός παρακείμενος είναι περιώρισται!» Χαίρεται. Έπειτα γυρίζει και σου λέει — « Ο τάδε γράφει καλά!» Τι θα πη αφτό το γράφει καλά; θα πη που ξέρει να βάλη περιώρισται. Μόνο αφτό θα πη; Όχι! Θα πη κ' ένα άλλο• — «Το ξέρει του λόγου του, μα τα ξέρω και γω, αφού τα κατάλαβα. Σοφοί κ' οι δυο μας.» Για να γράψη κανείς καλά, δεν είναι ανάγκη νάχη μήτε τέχνη, μήτε πνέμα, μήτε φαντασία, μήτε νου• πρέπει να βάζη φάσι μάσι ράσι και περιώρισται.

Το έθνος των Ελλήνων είναι έξυπνο έθνος• μόνο στο ζήτημα της γλώσσης είναι που τα μπερδέβει. Με τέτοια φάσι μάσι ράσι πιάνεται ο κόσμος. Είναι μια αηδία που πάει να φρίξη κανείς μόνο που το συλλογιέται. Οι νέοι μας τουλάχιστο δεν πρέπει νακούν αφτά τα φάσια μάσια και μήτε να τα θέλουν πια. Βλέπω που κοντέβουν και κείνοι να βαρεθούν τους δασκάλους κι αλήθεια ταξίζουν οι δασκάλοι. Χάρηκα που είδα έναν ή δυο νάχουν αφτή τη γνώμη• φοβούνται όμως να μιλήσουν και ντρέπουνται τους σοφολογιώτατους. Κάπου κάπου, μέσα σε χίλιους αθρώπους βρίσκεις μισό άθρωπο που συχάθηκε τα δασκαλικά, που διψά νακούση γλώσσα δική του. Αφτός ο μισός θα γίνη ένας σωστός και δε θα τα θέλη μισά• αφτός ο ένας ο σωστός θα γίνη πάλε χιλιάδα, κι αφτή η χιλιάδα θα γίνη χιλιάδες και χιλιάδες. Έτσι λίγο λίγο προχωρούμε και στο τέλος μας φωτίζει η αλήθεια. Σταθήτε μόνο να βγη ένας που να νοιώθη από τέχνη, που νάχη φαντασία και ποίηση• να διήτε πώς βάζει κάτω τον κακόμοιρο το δασκάλο που γράφει καλά• αφτός ο ένας — ακούτε με και μένα — από τον Περαιά θα μας βγη καμιά μέρα.

Πολλή ώρα όμως δεν είχα να κάτσω στον Περαιά μήτε να προσέξω σ' όσα κοίταζα. Είχα άλλες ιδέες στο κεφάλι. Δεν είναι μόνο το ζήτημα της γλώσσης που μας βασανίζει• είναι και το ζήτημα της προφοράς. Όλο συλλογιούμουν τα λόγια του φίλου μου του Ω. Τι καλά που μ' είχε διδάξει! Αφτό το ζήτημα της προφοράς, τώρα πρώτα το καταλάβαινα. Με τα λίγα που μ' είπε, φωτίζουνταν ο νους μου. Είδα πόση σοφία είχαν τόντις οι αρχαίοι• δεν τη φαντάζουνται στην Εβρώπη. Πριν πη λέξη ο πρώτος Έλληνας που άρχισε να μιλήση τη γλώσσα του, ήξερε να γράφη. Πριν ανοίξη το στόμα του, είχε μάθει ταρφαβήτα. Και βέβαια! Στην αρχή, — καθώς το κατάλαβαν όλοι σήμερα στην Ελλάδα, — η γλώσσα είταν ολογεμάτη ι• με τον ίδιο τρόπο πρόφερναν το ι, η, υ, ει, υι, και το οι. Τι έκαμε τότες ο Γραικός; Από τότες είταν ξύπνος και πήρε απόφαση, για ναποφύγη τη μονοτονία, να βάζη κάπου ι, κάπου η, υ, ει, υι, ή οι. Βλέπεις όμως, που για να καταφέρη τέτοιο πράμα, έπρεπε να γράφη πριν ακόμη να μάθη να μιλή, γιατί αλλιώς απαρχής όλα θα τα μπέρδεβε. Δε θα μπορούσε να διακρίνη τη μια λέξη από την άλλη• η γλώσσα μας θα είχε τρομερή μονοτονία• ο πρώτος Γραικός που άρχισε να γράφη, δε θα μπορούσε να ξέρη με τι τρόπο έπρεπε να γράψη όσα άκουγε, αφού όλα είχαν την ίδια προφορά. Ύπαρχε λοιπό αρφάβητο, πρι γίνη γλώσσα.

Μάλιστα, για πιώτερη ασφάλεια, άμα ο ένας έλεγε μια λέξη, τη συλλάβιζε κι όλας• έτσι καταλάβαινε ο άλλος πώς έπρεπε να τη γράψη. Αν είτανε να πη ειδοποίησις, δεν τόλεγε απλά σαν που το λέμε τώρα• πρώτα πρόφερνε τη λέξη, ύστερα με την ίδια φράση και με μια αναπνοή περνούσε ξεχωριστά κάθε ψηφί• — « Ειδοποίησις, τούτ' έστι ε ψιλόν ιώτα ψιλή δέλτα ο μικρόν πι ο μικρόν ιώτα οξεία ήτα σίγμα ιώτα σίγμα». — Το σύστημα τούτο καταντούσε αναγκαίο. Στου Περικλή τα χρόνια, όταν τόφερνε ο λόγος να πη ένας αθηναίος ταλλουνού ισέρχετε, έπρεπε να το συλλαβίση στην ίδια στιγμή, για να διή ο άλλος αθηναίος τι πράμα έρχεται; γουρούνι (υς έρχεται); πρόβατο (οις έρχεται); καμιά ουράνια δύναμη (ις έρχεται); ή απλά αν μπαίνει κανείς μέσα (εισέρχεται). Δεν έφτανε ταφτί• η προφορά δεν αρκούσε• ορθογραφούσαν και μιλούσαν. Έτσι δεν έκαμναν ποτές λάθος.

Αφτό το σύστημα πολύ το συστήνω στους δικούς μας• πρέπει να συλλαβίζουν. Αλλιώς δε θα ξέρουμε τι γλώσσα μιλούν. Όταν τη γράφουν, από την ορθογραφία μπορούμε τουλάχιστο να καταλάβουμε που ο σκοπός τους είναι να γράψουν την αρχαία. Μα όταν τους ακούμε και μιλούν, πώς θα κάμουμε για να καταλάβουμε αν τόντις αρχαίους τύπους μεταχερίζουνται ή όχι; Όσο τους διαβάζεις, σε φαίνεται που η γλώσσα τους είναι αρχαία• μα σε παρακαλώ μια στιγμή να ξεχάσης, αν είναι δυνατό, που έχεις μπροστά σου τυπωμένο βιβλίο, και να το διαβάσης, όχι με τα μάτια, αλλά με ταφτιά. Άκουσε τι λέει, γιατί ας είναι δάσκαλος ή μπακάλης, πλούσιος ή φτωχός, όλος ο κόσμος θα προφέρη όπως τα σημειώνω τώρα•

«Ενdίς νεοτέρις χρόνις σπουδέαν κε, ούτος ιπίν, απότομον μετάβασιν ιπέστι ι ελινικί γλόσα, εξού ο Κοραίς μετά δινάμεος κε τόλμις ανdεπεξελθόν κατά του παρελθόνdος, ιπέθετο τα θεμέλια εφόν στιριζομένι προέβι ι νέα ελινικί. (Μην απορής που βλέπεις μια γλώσσα νάχη θεμέλια, να στηρίζεται σ' αφτά τα θεμέλια, κι ως τόσο να προβαίνη. Αφτά είναι που σε δείχτουν την σπουδαίαν και, ούτως ειπείν, απότομον μετάβασιν κτλ.) Αλά του αιδίμου ανδρός ι εργασία, ος ικός, δεν ιδίνατο να ίνε επί πολί επαρκίς. I επελθούσα ελεφθερία, ο σιμbαρακολουθόν αφτί πολιτιζμός, δεν ιδίνανdο να αρκεσθόσιν ιζ γλόσαν διμιουργιθίσαν εν δουλία κε βαρβαρότιτι. (Τέτοια λεν, τέτοια διδάσκουν ακόμη και σήμερα οι δεινοί μας γλωσσολόγοι• η γλώσσα μας μορφώθηκε εν δουλεία, και βαρβαρότητι• φαίνεται όμως, για να το λεν, πως η γλωσσολογική τους επιστήμη δεν προέβη ακόμη αρκετά• για τούτο νομίζω και γω που η εργασία τους δεν δύναται, να είναι επί πολύ επαρκής). Ούτο δε ι καθιμάς γλόσα ιπο τις ανάγκις οθουμένι ιπερεπίδισε τα πριν στενά όρια• αλ επίισε τούτο άνεφ τινός χαλινού, κε δια τούτο παρατιρούμεν εν αφτί παρισιγμένας κε φράσις κε ρίσις ξενικάς κε ατόπους (πρβλ. Κεφ. Θ') κε ίφος παράχορδον κε καθόλου έλιψιν αρμονίας κε ομαλότιτος. Τιν bαρεκτροπίν δε τάφτην τιζ γλόσις, από πολού ίδι καταφανί γενομένιν, πολίμεν επεχίρισαν να αναστίλοσιν, αλά τΟ κ. Κόντο προέκιτο να αναλάβι τον δινόν αγόνα τιζ διορθόσεος αφτίς κε καθάρσεος διά τιζ διμοσιέφσεος τον Γλοσικόν αφτού Παρατιρίσεον. (Ησύχασα τώρα! Καλά που βρέθηκε ένας άθρωπος να διορθώση μοναχός του όσα έκαμαν τόσοι αιώνες και να δώση καθάρσιο στην ιστορία!)

Δισχερούς δε, ανμί αδινάτου, ούσις τις περίσιναγογίς τον φιλαδίον, εν ις σποράδιν ίνε κατάκεχοριζμένε ε Γλοσικέ Παρατιρίσις, παρακαλέσαμεν τον επιφανί καθιγιτίν, όστις (το όστις είναι βέβαια αττικισμός) προθίμος παρέσχε τιν ίλιν του σίμερον εκδιδομένου τόμου, όν κε παραδίδομεν ις του κινού τιν χρίσιν (Σπολλάτη και να μας ζήση!).

Εν Αθίνες τι 30 οκτοβρίου 1882

Εκ τον Καταστιμάτον Ανδρέου Κορομιλά.»

Έτσι λεν τα Καταστήματα. Έτσι μιλούν οι δασκάλοι. Πολύ πολύ παρακαλώ τον αναγνώστη μου να μη νομίση πως χωρατέβω. Ας βάλη το παιδί του ή κανένα του φίλο να του διαβάση αφτό το κατεβατό, σαν που τόχω γραμμένο• έπειτα ας τορθογραφίση όπως θέλει κι ας το διαβάση ο ίδιος δυνατά του φίλου του ή του παιδιού του• δε θάχη καμιά διαφορά. Ο ένας κι ο άλλος θα προφέρουν κάθε λέξη απαράλλαχτα με τον τρόπο που σημειώσαμε την καθεμιά. Μήτε οι, μήτε ω θα πη στην πρώτη φράση• εν τοις νεωτέροις χρόνοις• θα το πη σα να είτανε γραμμένο εν τις νεοτέρις χρόνις• μάλιστα αντίς τ θα βάλη d γαλλικό ύστερα από το ν. Λέξις και λέξεις έχουν την ίδια προφορά• ι βάζεις και στα δυο. Μ' άλλα λόγια, όταν ο δάσκαλος μιλεί, δεν τα λέει όμορφα και παστρικά όπως τα γράφει• τα λέει ίσια ίσια με την ορθογραφία που βάλαμε σ' όλο κείνο το κατεβατό. Τι θα πουν όμως οι ξένοι άμα το διούν και καταλάβουν πως έτσι μιλούμε; Βέβαια θα τους φανή γλώσσα «δημιουργηθείσα εν δουλεία και βαρβαρότητι.» Πολύ πιο φρόνιμο λοιπό να συλλαβίζουμε από τώρα κι ομπρός. Χωρίς το συλλαβισμό, κ' η ορθογραφία δεν έχει πια το λόγο της. Γιατί πάντα μπορεί να μας πη κανείς• από που ήξεραν οι αρχαίοι την ορθογραφία τους, αν τόντις μιλούσανε σαν που μιλούν κ' οι δασκάλοι σήμερα; Ή είχαν άλλη προφορά ή έγραφαν πολύ ανόητα ύλη, εν τοις νεωτέροις, γλώσσα, αντίς να γράψουν ίλι, εν τις νεοτέρις, γλόσα, όπως μπορούμε και γράφουμε τώρα, χωρίς ναλλάξη η προφορά μας με την ορθογραφία.

Φανταστήτε σήμερα στη Γαλλία να μην ήξερε να γράφη κανένας, να μην είταν πούπετις αρφάβητο στον κόσμο. Μ' άλλα λόγια, ας συλλογιστούμε πως βρίσκεται η Γαλλία στην ίδια θέση που βρέθηκαν όλοι οι λαοί στην αρχή, γιατί στην αρχή, πρώτα μίλησαν οι αθρώποι, ύστερα έγραψαν (τους Έλληνες, εννοείται, δεν τους λογαριάζουμε μαζί με τους άλλους• είταν ξεχωριστοί σε κάθε πράμα). Στην αγράμματη Γαλλία έρχεται άξαφνα ένας ξένος. Ακούει τη γλώσσα και του αρέσει• θέλει να τη βάλη στο χαρτί θέλει να τη γράψη. Πώς να κάμη; Ο ξένος αρφάβητο δεν έχει• ετυμολογίες δεν ξέρει• από λατινικά, από συγκριτική γραμματολογία δεν άκουσε στη ζωή του• είναι αγράμματος σαν τους άλλους. Άξαφνα του περνά μια ιδέα από το κεφάλι• βρίσκει σημεία για κάθε προφορά• βρίσκει το γαλλικό αρφάβητο. Τώρα που βρήκε ταρφάβητο, με τι τρόπο θα γράψη τις λέξες που θακούση; Όπως τις ακούση κι όχι αλλιώς. Θα σημειώση την προφορά• το beau θα το κάμη σήμερα bo και το aimer θα το κάμη émé. Ο ίδιος άθρωπος, να πάη στην Ελλάδα, πώς θα γράψη τη λέξη ειδοποίησις; θα τη γράψη ιδοπίισις, αφού έτσι τη λεν οι δασκάλοι. Πρώτα, γράφουν οι αθρώποι όπως μιλούν• έπειτα, με τα χρόνια, αλλάζει η προφορά, μα στέκεται πάντοτες η ίδια ορθογραφία, γιατί έτσι συνήθισαν το aimer, δεν είναι ακόμη πολύς καιρός που λέγουνταν aimer, με αϊ και ρ, αϊμέρ• κατάντησε όμως να είναι σήμερα εμέ• κι ως τόσο το γράφουν πάντοτες aimer, πάει να πη αϊμέρ.

Στην Ελλάδα, πήραν τα πράματα άλλο δρόμο κι απαρχής έγραφαν όσα κανένα στόμα δεν πρόφερε ποτές• ήξεραν από τότες που δεν είναι πατριωτισμός ναλλάξη. η προφορά ενός λαού. Για τούτο σκόρπιζαν εδώ και κει πνέματα, τόνους που δεν είχαν αξία καμιά, αφού σήμερα δε λέμε μήτε ψιλή, μήτε δασεία, μήτε οξεία, μήτε βαρεία, μήτε περισπωμένη. Μη με πης πως για τους τόνους και τα πνέματα μπορεί να υπάρχη διαφορά. Ο θεός να σε φυλάξη να με κάμης τέτοια παραχώρηση! Άμα το λες, παραδέχεσαι που άλλαξε η προφορά, κι άμα άλλαξε, είναι τάχατις μεγαλήτερη ντροπή, το αι νάγινε ε, παρά να μην έχουμε πια την περισπωμένη και την οξεία, αφού σήμερα μήτε νοιώθει ο κόσμος τι μπορεί να είταν περισπωμένη κι οξεία; Ο τονισμός είναι ως τόσο η πιο σημαντική διαφορά που μπορεί να διακρίνη μια γλώσσα από την άλλη• ο τονισμός της αρχαίας είναι που την ξεχωρίζει, που τη διακρίνει από τη νέα. Αφτή η περισπωμένη που δε σε φαίνεται τίποτις, αφτή η οξεία που τη λες μικρό πράμα, είναι τα χαραχτηριστικά σημάδια της αρχαίας. Είναι βουνά και μας χωρίζουν από τους αρχαίους. Μάλιστα, αν προσέξης καλά, θα διής που η αλλαγή του τονισμού έφερε στη νέα μας τη γλώσσα, στη δημοτική, όλες τις άλλες αλλαγές. Μόνο και μόνο γι αφτό το λόγο, μορφώθηκαν τόσοι καινούριοι τύποι. Μπροστά στον τονισμό, το ε αντίς αι, το β αντίς &β& κι όλα τάλλα είναι παιχνίδια. Μην πης το λοιπό που είχαν οι αρχαίοι περισπωμένη κι οξεία• να λες πως έβαζαν τους τόνους, γιατί φάνταζαν καλά στο χαρτί, γιατί τους φαίνουνταν οι τόνοι σα μια νόστιμη ζουγραφιά που στόλιζε τα βιβλία τους, και για τούτο τους έφτειαξαν οι γραμματολόγοι• να λες πως οι αρχαίοι ήξεραν τη γραμματική, πρι να ξέρουν τη γλώσσα.

Αμέ ο Όμηρος, ο Σοφοκλής, ο Εβριπίδης πώς το κατάφερναν, όταν έκαμναν τους στίχους των; Πώς μπορούσαν, ας πούμε, να διακρίνουν το α υ ι [μακρά] από το α υ ι [βραχέα]; Πώς γνώριζαν τι διαφορά είχαν αναμεταξύ τους το ι και το ει; Θέλεις να στο πω; Έπαιρναν το λεξικό και σκάλιζαν κάθε λέξη. Η προφορά, δηλαδής η ζωντανή γλώσσα του λαού, δεν μπορούσε να τους δείξη την προσωδία… Αφτά λεν οι δασκάλοι, χωρίς να το βλέπουν κ' οι ίδιοι. Πρέπει κανείς να μη σπούδαξε στη ζωή του κι αφτή την αρχαία, για να κάθεται να μας λέη πως δεν άλλαξε η προφορά• ωστόσο τέτοια παιδιακήσια ζητήματα έχουν οι δικοί μας στο στόμα• γίνουνται περιγέλοιο στον κόσμο• ο κόσμος φωνάζει που δεν μπορούμε να βάλουμε στο νου μας τι είναι επιστήμη — κ' οι δασκάλοι το λεν πατριωτισμό.
ΚΖ'•

Ελληνικός στρατός.

Χαίρουμαι να βλέπω ελληνικό στρατό! Είδα στην Αθήνα αξιωματικούς και στρατιώτες. Στην Αθήνα, όλος ο κόσμος δεν τους αγαπά• λεν πως κάμνουν τον περήφανο, το φαντασμένο, που καμαρώνουν, που έχουν ύφος. Εμένα μ' αρέσουνε. Θέλω το στρατιώτη με περηφάνεια• θέλω νάχη το φιλότιμό του. Τι θαρρείτε; Θα είμαι ωραίο παλληκάρι, θα φορώ λαμπρή στολή, θα γυαλίζουν τα κουμπιά μου, θα σέρνω σπαθί και δε θάχω λίγο ύφος και λίγη περηφάνεια; Μήπως μ' έχετε για δασκάλο, που δε σηκώνει τη μύτη του μέσα από τα βιβλία; Τέτοιος δεν είμαι! Θέλω μάλιστα να με καμαρώνουν. Τι σας πειράζει να βαστώ ίσια το κεφάλι μου; Στον πόλεμο να με διήτε! ξέρω και κει ίσια να το βαστώ. Και κει περήφανος είμαι• μπροστά στον Τούρκο δε φέβγω. Μη με βλέπετε που κοιτάζω τις όμορφες γυναίκες, που το μάτι μου νίκη γυρέβει. Η νίκη σ' όλα μ' αρέσει• φτάνει να είναι πόλεμος, και τότες, σαν που το συνηθίζω τώρα με τις κοπέλλες, παίρνω κάστρο και πόλη κυριέβω!

Έναν κουρελλιασμένο στρατιώτη δεν είδα στην Ελλάδα. Η φορεσιά τους πάντα σωστή, το φέρσιμό τους απλό και καλό, οι τρόποι τους γενναίοι. Από πολεμικά πράματα δε γνωρίζω, μα αξιωματικούς σα δυο τρεις που απάντησα στην Αθήνα, δεν πιστέβω και στην Εβρώπη καλήτερους να βρης. Ξέρουν τι θα πη τάξη και πειθαρχία — ή τουλάχιστο είναι άξιοι να το μάθουν. Ο λόγος δεν είναι, άμα γεννηθή κανείς, να είναι σ' όλα τέλειος και προτέρημα να μην του λείπη• φτάνει νάχη μέσα του την πρώτη αρχή, την πρώτη βάση. Ας είναι το χώμα καλό, ας αξίζη ο σπόρος και γρήγορα ο κάμπος λουλουδιάζει.

Οι στρατιωτικοί και γω σε πολλά συφωνούμε. Και κείνοι παραπονιούνται με τη βάρβαρη γλώσσα που τους έφτειαξαν οι δασκάλοι. Για να την καταλάβη ο απλός στρατιώτης, για να τη μάθη ο χωρικός, χρειάζουνται χρόνια σπουδή και με τα γλωσσικά μαθήματα περνά ο πολύτιμος καιρός που έπρεπε να είναι όλος για μαθήματα πολεμικά. Πρώτα ξέρει ο στρατιώτης πώς παίζει το σπαθί κ' ύστερα βλέπει πώς πρέπει να το πη. Ώςπου να πάη σπίτι του, τα ξεχνά. Οι δασκάλοι φουσκώνουν που προστάζει ο αξιωματικός το στρατιώτη του πυρ αντίς φωτιά• νομίζουν τάχατις που έτσι θα εισάξωσιν την αρχαίαν. Τα καημένα τα δασκάλικα κεφάλια! Μόνο, μ' αφτό βλέπεις πόσο κοντόμυαλοι είναι. Ας το μάθουν καλά, για να το ξέρουν πια• δεν είσαξαν τίποτις! Το παραμικρό πυρ δεν είσαξαν ίσια με τώρα. Είσαξαν ένα ξερό πιρ, γιατί έτσι το λέει ο στρατιώτης κ' έτσι το νοιώθει. Το πυρ κατάντησε ένα είδος επίρρημα, ή για να το πούμε πιο σωστά, έγινε, σαν που λέει η γραμματική, επιφώνημα. Βάλε το στρατιώτη να λέη πρι, πρου ή πρρ! και το ίδιο κατώρθωσες. Δεν έχει κανένα άλλο νόημα για το στρατιώτη, και πρέπει να του πουν τι σημαίνει, για να καταλάβη τι είναι. Το πυρ μοναχό του δεν έχει καμιά σημασία για το λαό• αν ο λαός δεν έλεγε φωτιά, δε θα μπορούσε να μάθη ποτές τι έννοια έχει το πυρ. Αν το κλίνη, θα το κάμη του πυρ. Άμα γυρίση σπίτι του, τη φωτιά του θανάψη, όχι το πυρ του. Για να λεν οι δασκάλοι που θα εισάξωσιν τοιουτοτρόπως την αρχαίαν και που τόντις εισήχθη, χρειάζουνται άλλα πολλά που μήτε τα συλλογιούνται. Πρέπει πρώτα το πυρ να είναι αλήθεια πυρ και να λέμε περισπωμένη με υ. Ας μην είναι κι αφτό, πρέπει τουλάχιστο, σ' όλη την Ελλάδα, κανένας πια να μην πη στη ζωή του φωτιά• πρέπει ο καθένας να κλίνη στα τρεχάτα και στα καθημερνά, σα να το είχε μάθει από παιδί το πυρ, του πυρός, τω πυρί, μάλιστα να κάμη δοτική πληθυντική τοις πυροίς. Τέτοιο πράμα θα γίνη ποτές; Όχι! Τότες του κάκου τα πολλά λόγια.

Οι δασκάλοι μας πολεμούνε ναλλάξουν την αθρώπινη φύση. Λογαριάζουν πως βαθμηδόν όλος ο λαός σ' όλη την Ελλάδα θα ξέρη λαμπρά τη γραμματική, που φτάνει να πάη στο σκολειό κι ο καθένας μια μέρα (ποια μέρα;) θα μάθη το τυπικό της αρχαίας, θα λέη όλους τους τύπους σαν που τους διδάσκουν τα βιβλία, θα τους έχη και θα τους βαστά στους αιώνες, χωρίς ναλλάξη ένα γιώτα. Έτσι μας έβαλαν και λέμε ζωμός αντίς ζουμί κι άλλα τέτοια πολλά. Τι κατώρθωσαν; Ο λαός μπερδέβει τα δυο μαζί, μήτε ζουμί ξέρει πια να σε πη, μήτε μπορεί να καταπιή ένα ζωμός, που είναι ανώμαλο στη γλώσσα μας σήμερα, και στο βγάζει ζουμός, κάπου και ζωμί. Η καθαρέβουσα είναι καταστροφή και χαμός της αρχαίας και της νέας. Καταστρέφεται η γλώσσα και πάει• ό τι κι αν πουν οι δασκάλοι, καμιά δύναμη στον κόσμο δε θα κάμη το λαό να μην είναι λαός. Θα μας χαλάσουν την εθνική μας γλώσσα και δε θα εισάξουν την αρχαία. Θα κατορθώσουν ένα μόνο, να φορτώσουν την καθαρή μας γλώσσα με βάρβαρους τύπους σαν το ζουμός και το ζωμί. Τέτοιους τύπους θα φτειάνη ο λαός κάθε μέρα, γιατί όσο κι αν πολεμήσης, ας είσαι και θεός, δε θα κάμης τους αθρώπους βιβλία. Την αρχαία τη γλώσσα δεν την ξέρει κανένας φυσικά• χρειάζεται γραμματική για να τη μάθη. Δε βρέθηκε όμως ίσια με τώρα και δε θα βρεθή, μήτε σ' αφτή την Ελλάδα, ένα έθνος αλάκαιρο, που να μη βγάζη άλλο παρά γραμματισμένους και γραμματολόγους. Μας έπνιξαν τα καλαμαράδικα. Μας έφαγαν τη ζωή μας. Αφήστε τα πια και μην ακούτε τους δασκάλους. Θέλετε γραψίματα; τότες κάμτε πέννα το σπαθί και με το σπαθί — σαν τον Μπότσαρη — γράψτε τίποτις που να σας διαβάση ο κόσμος.

Κάλλια να φανήτε στρατιώτες παρά γραμματολόγοι! Στον πόλεμο, παιδιά, πρέπει να καταλαβαίνη γρήγορα κ' έφκολα ο ένας τον άλλο• άμα προστάξης, πρέπει να σ' ακούσουν, πρέπει να ξέρουν τι λες. Τα δασκαλικά δεν ταιριάζουν• άλλα θέλουμε. Ζεστά και φλογερά, μέσα από την ψυχή κι όχι μέσα από τα λεξικά, πρέπει να πεταχτούν τα λόγια. Η ψυχή θανάψη την ψυχή και θα της δώση θάρρος. Στα τέτοια η γραμματική δεν έχει να πη λόγο και με τους καλαμαράδες δε γίνεται δουλειά. Για τούτο οι καλοί μας στρατιώτες, άμα είναι να παίξη το τουφέκι κι άμα μυριστούν το μπαρούτι, ξεχνούν αμέσως το Χαντζερή, κι αρχινούν τη γλώσσα που τους έμαθε η νίκη και που τους μαθαίνει να νικούν.

Ο Σολωμός είχε τους λόγους του που έβαζε μαζί τους Τούρκους και τους δασκάλους. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα; Εκείνη άρχισε να πατή τα κεφάλια τα τούρκικα, τούτη θέλει πατήση ογλήγορα τα σοφολογιωτατίστικα, και έπειτα αγκαλιασμέναις και η δύο θέλει προχωρήσουν εις το δρόμο της δόξας, χωρίς ποτέ να γυρίσουν οπίσω, αν κανένας Σοφολογιότατος κρώζη, ή κανένας Τούρκος βαβίζη• γιατί για 'με είναι όμοιοι και οι δύο.»… « Μου πονεί η ψυχή μου• οι δικοί μας χύνουν το αίμα τους αποκάτου από το Σταυρό, για να μας κάμουν ελεύθερους, και τούτος (ο Σοφολογιότατος) και όσοι του ομοιάζουν, πολεμούν, γι' ανταμοιβή, να τους σηκώσουν τη γλώσσα.» Ο Σολωμός ήξερε φιλοσοφία κ' ιστορία• δε μιλούσε με τέτοιο τρόπο, μόνο για να πειράξη τους δασκάλους ή να βρίση τους Τούρκους. Ο νους του πήγαινε πιο ψηλά• έβλεπε τους αιωνίους νόμους της ιστορίας. Ένας λαός, για να γίνη έθνος, δεν έχει παρά μια μόνη ανάγκη• θέλει λεφτεριά. Πρέπει να είναι ανεξάρτητος, του χρειάζεται μ' άλλα λόγια σωματική και πνεματική ανεξαρτησία. Όταν του λείπει λεφτεριά, μοιάζει σα να συμμαζώνεται και να ζαρώνη• όταν την έχει, ξαπλώνεται και με κάποιο τρόπο, ξετυλιέται. Αέρα, τόπο κι ουρανό γυρέβει ο νους του και το κορμί του. Κάμνει βασίλειο δικό του, πολεμά να το μεγαλώση• όσο μεγαλήτερο είναι, όσο πιο γερό κι ασφαλισμένο, τόσο πιο πολύ κ' οι ιδέες του πληθαίνουν και μεγαλώνουν. Το πρώτο θεμέλιο είναι η γις• μόνο με τέτοια βάση, κατορθώνει κάτι να κάμη ένας λαός. Θέλει όμως και γλώσσα δική του, γλώσσα καινούρια κι όχι παλιά• μόνο με τέτοια γλώσσα, βγάζει εθνική φιλολογία κ' έχει σωστή λεφτεριά, ανεξαρτησία αλάκαιρη.

Στην Ελλάδα δεν είναι ανεξάρτητο για την ώρα μήτε όλο το ελληνικό χώμα• χρειάζουνται ακόμη νησιά κ' επαρχίες, για να γίνη σωστό βασίλειο. Για τούτο κι ο νους δεν πήρε την ορμή του. Είναι σαν το πουλάκι που τρέμει ναφήση τη φωλιά του. Άμα μεγαλώσουν τα φτερά του, ανοιχτά θα πάρη το δρόμο και δε θα μπορή να πιστέψη κατόπι που έναν καιρό γύρεβε ξένα φτερά να πετάξη. Ένα έθνος φαίνεται έθνος και δείχτει που ξέρει πρόοδο και πολιτισμό, μόνο όταν κάμη γλώσσα δική του και καταλάβη τι αξίζει η εθνική, η δημοτική του γλώσσα. Ο στρατός είναι που όλα θα τα σιάξη. Ποιους πολεμούμε; Τους Τούρκους και τους δασκάλους• ο στρατός θα διώξη τους Τούρκους, κι όταν τους διώξη και μεγαλώση το βασίλειο, θα μεγαλώσουν οι ιδέες κι ο νους θα υψωθή. Ένας λαός που περηφανέβεται με τη δόξα του, δεν μπορεί να ντραπή πια και για τη γλώσσα του. Τότες κ' οι δασκάλοι θαλλάξουν το σύστημά τους. Το γλωσσικό ζήτημα είναι ζήτημα πολιτικό• ό τι πολεμά να κάμη ο στρατός για τα φυσικά σύνορα, θέλει η γλώσσα να το κάμη για τα σύνορα τα νοερά• πρέπει και τα δυο τους να παν πολύ πιο μακριά, να πάρουν πιώτερο τόπο. Μαζί θα προκόψουν καμιά μέρα. Θα διήτε κατόπι! Ο αληθινός ο στρατάρχης θα πη τους δικούς του, όχι• «Σπεύσατε, παίδες, μεθ' ημών ο υμέτερος γαρ ειμί βασιλεύς και άρχων» μα θα τους φωνάξη δυνατά, με τη γλώσσα τους κι από μέσα από την καρδιά του• — « Να σκοτωθούμε ή να δοξαστούμε. Ομπρός τα παλληκάρια! Πάμε μαζί στο θάνατο ή στη νίκη. Πρώτος εγώ, που είμαι και βασιλιάς σας.» Απ' ολωνών τις καρδιές θα βγη τότες μια άλλη φωνή• «Όπου πας, πάμε και μεις, πατέρα και βασιλιά μας.» Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο• ή για τη γλώσσα πολεμάς ή για την πατρίδα, την ίδια δουλειά κάμνεις κι ο γέρος Όμηρος είπε τι είναι αφτή η δουλειά• αμύνεσθαι περί πάτρης. Όλος ο κόσμος μια μέρα θα το καταλάβη, πρώτος απ' όλους ο στρατός. Το κεφάλαιο τούτο, που είναι το τελεφταίο, ας το βάλουμε και μεις για το στρατό. Ο στρατός όλα τα κεφαλώνει.

Στην Ελλάδα τους στρατιώτες δεν τους πολυαγαπούν. Πότε τους αγάπησαν; Ο Αριστοφάνης τους περιπαίζει. Είναι σύστημα παλιό. Τουλάχιστο είταν Αριστοφάνης. Ο πλούσιος ο γραικός δίνει μιλλιούνια για τα γυμνάσια και τα γράμματα. Ας έδινε τα μισά για το στρατό! Είδαμε που ο στρατός θα μας φέρη και τα καλά γράμματα• έτσι τα χρήματα που θα δώσετε για το στρατό, δε θα είναι χαμένα μήτε για τα σκολειά. «Όχι! Δεν είναι δουλειά μου», σε λέει. Αμέ ποιανού δουλειά είναι; Του Τούρκου ή του Σλάβου; Αν απαρχής σηκώνουνταν όλοι οι Έλληνες στην Ελλάδα, ποια Εβρώπη θα τους βαστούσε σήμερα; Η μόνη σας φροντίδα πρέπει να είναι ο στρατός. Ένας άθρωπος το κατάλαβε! Μη σας μέλη! έχει κ' η Ελλάδα γερά κεφάλια. Στην Ανατολή δεν είναι δυνατό να μη στέκεται ο καθένας στα σύνορά του να τα φυλάη, με το σπαθί στο χέρι. Δεν αρέσουν οι άντρες που ζητούν κάθε μέρα από το λαό θυσίες και θυσίες, που προβλέπουν τι θα γίνη και που χωρεί ο νους τους μακρινές ιδέες και μεγάλους σκοπούς. Θα μας αρέσουν κατόπι. Καλά που είναι ένας τέτοιος και τώρα! Τι να πω τόνομά του, αφού το γνωρίζει ο καθένας; ας ζήση το γερό το κεφάλι! Μπορεί κάπου να κάμη λάθος• δεν πειράζει! μέσα του ξέρει τι θέλει και που πηγαίνει• το δρόμο που πήρε μια φορά, τον τραβά ίσια μπροστά του. Εκείνος κι όσοι του μοιάξουν κατόπι, θα κάμουν Ελλάδα την Ελλάδα.

Ας έχουν όλοι λοιπό το νου τους στο στρατό. Όσο για μένα, είμαι σαν τις γυναίκες• έχω καρδιοχτύπι κάθε φορά που διώ στρατιώτες να περάσουν κι ακούσω να παίξη μουσική. Τους αγαπώ, γιατί όταν τους βλέπω η φαντασία μου παίρνει φωτιά• συλλογιούμαι δόξες παλιές και νέα παλληκαριά• συλλογιούμαι Μπότσαρη και Λεωνίδα. Τους αγαπώ όμως και για τον τρόπο που με φιλοξένησαν. Αφού κοντέβει να τελείωση το Ταξίδι που σας διγούμαι, ας πούμε κι αφτό το ιστορικό. Πήγα στ' Άργος ένα βράδυ και ψυχή δε γνώριζα. Περπατούσα μοναχός μου στους δρόμους, δίχως να ξέρω που νακκουμπήσω για φαγί. Στην πιάτσα, βλέπω έναν καπετάνιο που κάθουνταν και κάπνιζε με δυο φίλους• με ντροπαλό ύφος τον παρακαλώ να με πη αν ξέρει να με δείξη που συνηθίζουν οι ταξιδιώτες και τρων. Αμέσως σηκώνεται, με καλνά στο τραπέζι, δε θέλει να μ' αφήση να πλαγιάσω στον ξενώνα, με πηγαίνει σ' ενός φίλου του, γιατί ο ίδιος δεν είχε άλλο σπίτι παρά το στρατώνα, με στρώννουν το κρεββάτι, πιάνουμε τα λόγια, πίνουμε, καπνίζουμε και κοιμούμαι τη νύχτα σαν που δεν κοιμήθηκα σ' όλη μου τη ζωή. Ο καπετάνιος που σας λέω, όσο να φροντίση για το στρώμα μου και για φαγί, δεν ήξερε μήτε τόνομά μου, μήτε γύρεβε να το μάθη, μήτε μ' άφινε να του το πω• — «Γραικός είσαι, λέει, και με φτάνει».

Η φιλοξενία τέτοια είναι• τέτοιους τρόπους έχει. Όταν τύχη και σε φιλοξενήση κανένας μ' έναν τέτοιο λόγο, η καρδιά σου δεν το ξεχνά. Ο λόγος είναι καλός. Μάλιστα λέω, από δω κι ομπρός, να φιλοξενήσουμε περισσότερους αθρώπους. Αφού φτάνει να είναι Γραικός, τι λέτε, παλληκάρια; Όλους τους Γραικούς να τους κάμετε δικούς σας. Γραικοί είναι πολλοί στην Τουρκιά• Γραικοί είναι πλήθος στα νησιά. Έρχεστε να τους φιλοξενήσετε και κείνους; Πόσοι σας φωνάζουν! πόσοι μ' ανοιχτές αγκάλες σας προσμένουν! πόσοι σας ζητούν κρεββάτι και ψωμί! Πάρτε πρώτα τα νησιά• έπειτα, άμα βρεθή κατάλληλη ώρα, φιλοξενείτε και τους άλλους. Πρέπει κ' η τόλμη νάχη κάποια φρονιμάδα• για τέτοια δουλειά, το βαθμηδόν του δασκάλου έχει τον τόπο του. Λίγο λίγο κάμνετε αδέρφια όλα τα γραικόπαιδα του κόσμου. Ας είναι παντού ένα μόνος στρατός για να φιλοξενήση όλους τους Γραικούς.

Αχ! να το διούν τα μάτια μας καμιά μέρα! Τρέμει η καρδιά μου, μόνο που το συλλογιούμαι. Πότε, πότε θα γίνη; Πότε θα βρεθούν όλα ταδέρφια μαζί; Πότε θα φιλοξενήση η δύστυχη μάννα όλα της τα παιδιά; Όσο έχουν τον ξένο και δουλέβουν, πρέπει να τα λυπούμαστε σαν τα ορφανά• είναι σ' εξορία και σε θλίψη. Καλήν πατρίδα, να τους λέμε. Καλήν πατρίδα, παιδιά! Και γω τώρα θα σας αφήσω γεια. Κατόπι ξανάρχουμαι και χαιρούμαστε πάλε μαζί. Μόνο στα δυστυχισμένα τα νησιά δεν το βαστά η ψυχή μου να ξαναπατήσω, πριν τα διώ λέφτερα και κείνα. Τότες γυρίζω πάλε στην Ελλάδα• τότες κατεβαίνω στα νησιά που ταγάπησα τόσο• τότες γίνουνται ξεφάντωσες και χαρές. Από μακριά μακριά, μέσα από το καράβι που θα με φέρη, θα τα διώ τα γραικικά μας τα νησιά! Ελληνική μπαντιέρα θα στολίζη τον ουρανό. Δε θα βλέπω την ώρα που ναράξη το βαπόρι. Δε θα βλέπω την ώρα που να φιληθούμε! Θα στέκουνται οι φίλοι στο περιγιάλι και θα με καρτερούν. Έλληνες στρατιώτες θα μας απαντέχουν και θα μας δείχτουν το πρόσωπό τους γεμάτο λαβωματιές, ελπίδες και δόξα. Θα κατεβώ και πριν ακόμη πατήση το ποδάρι μου στο λέφτερο το χώμα, θα μ' αρπάξουν οι φίλοι και θα τους αρπάξω. Θαγκαλιαστούμε σφιχτά σφιχτά, η καρδιά μου μέσα μου θα τρέμη που θα πονώ, τα μάτια μου θα φουσκώσουν και ποτάμια δάκρια θα χύνω. Χαίρουμαι να βλέπω ελληνικό στρατό!

Τέλος.

Παροράματα.

Παρακαλώ τον αναγνώστη να διορθώση ένα πολύ μεγάλο λάθος που μας ξέφυγε στη σελίδα 236, γραμμή 19• θα το παρατήρησε κι ο ίδιος. Αντίς

καθωμιλημένη

το σωστό είναι να διαβάση

κακομιλημένη.

Είταν έφκολο να γίνη το λάθος, γιατί έφτανε ναλλάξουν ένα γράμμα. Αφού μάλιστα έχει δασεία, ίσως θελήσουν οι φιλόλογοι μας κανέναν τύπο

καχωμιλημένη.

Μα δεν πρέπει πάλε να το παρακάμουν και να προσμένουν άξαφνα να πούμε αττικώς πως

χαχωμιλημένη

ή ακόμη καλήτερα

χαχαμιλημένη.

Φτάνει να γράψουμε κακομιλημένη — το πολύ πολύ λαθομιλημένη — για να μας καταλάβη όλος ο κόσμος.

Είναι όμως κι άλλη μια δυσκολία. Καθωμιλημένη θα πη που ο καθένας πια σήμερα ξέρει και μιλεί αφτή τη γλώσσα. Μόλον τούτο κ' οι δασκάλοι οι ίδιοι δε βρήκαν ακόμη για την κοινή αφτή τη γλώσσα ένα όνομα που και κείνο να είναι κοινό. Ο ένας λέει καθωμιλημένη, ο άλλος καθομιλουμένη. Εμείς μπορούμε να το σιάξουμε κι αφτό• ας λέμε κι ας γράφουμε τα δυο ονόματα μαζί με τον ακόλουθο τρόπο•

(ωμιλημένη
κακ (
(ομιλούμενη.

Έτσι έχουμε και μια ωραία εθνική γλώσσα και τη χαίρεται ο κόσμος, και κάθε Αθηναίος την καθομιλεί και την καθωμίληκε.

Με φαίνεται τώρα που διωρθώσαμε το μεγαλήτερο λάθος. Είναι όμως κι άλλα πολλά• θα σημειώσω μόνο τα πιο σημαντικά. Ο κ. Βλαστός φρόντισε να τυπωθή αφτό το βιβλιαράκι με πολύ μεγάλη προσοχή και κάμποσους κόπους του κόστισε η δουλειά. Μόλον τούτο, είταν αδύνατο να μην έχουμε λάθια, αφού μ' έρχουνταν τα τυπογραφικά δοκίμια στο Παρίσι κ' έπρεπε να τα στέλνω πίσω την ίδια μέρα που τάπαιρνα. Παρακαλώ λοιπό τον αναγνώστη να διαβάση

[Ακολουθούν παροράματα που έχουν διορθωθεί στο κείμενο. Μερικά από τα κάτωθι, φανταστείτε τα με διαφορετικό τονισμό πχ. περισπωμένη αντί οξεία και τανάπαλιν]

Δε με φαίνεται αναγκαίο να σημειώσω κάτι άλλα λάθη, σελ. 9 γρ.7, 93, 5 γιατί (αντίς γιατί), σελ. 85, γρ.28 γιατί (αντίς γιατίς, σελ. 22, γρ.14 ό τι (αντίς ό τι) σελ, 11, γρ.7 τουλάχιστο (αντίς τουλάχιστο), σελ. 66, γρ.7 ντουζίνες (αντίς ντουζίνες), σελ. 77, γρ.27 Φραγχίσκοι (αντίς Φραγχίσκοι)/ σελ. 139, γρ.12 σύνεφα (αντίς σύννεφα) κτλ., κτλ. Μπορούν όμως να μείνουν οι δυο ορθογραφίες διαδώθηκαν (σελ. 28, γρ. 15) και πεθνίσκουν (σελ. 41, γρ.23). Εννοείται που γράφω παντού με σκοπό οι αντίς το βάρβαρο το η, τις αντίς τάνορθο της, γλώσσες κι όχι γλώσσαις, η πόλη, της πόλης, κι όχι πόλι, πόλις, κτλ. κτλ. — Καμιά φράση, απ' όσες έχω βαλμένες στις σελίδες 51 — 56 με γαλλική μετάφραση, δεν είναι δική μου. Είναι όλες παρμένες από καμιά φημερίδα. Για το ίδιο ζήτημα, θέλω να πω για μια γλώσσα που να μπορή να την καταλαβαίνη ο λαός, μίλησε πολύ ωραία ο κ. Βικέλας (Εστία, 22 Νοεμβρίου, 1887, Περί βιβλίων και περί της έξεως του αναγινώσκειν). — Σελ. 77, γρ.29• «Θρησκεία» κτλ. Τα λίγα που λέω σ' αφτό το κατεβατό, τα είπε πολύ καλήτερα ο κ. Ροΐδης, Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως, σελ 4 Έκαμε πολύ σωστή ανάλυση και ψυχολογία. — Για γραμματικά και μερικά άλλα ζητήματα, ίσως μιλήσουμε αλλού. Καθώς το είπαμε στον Πρόλογο, αφτό το βιβλίο, μόλον ό τι έχει βάση τη γραμματική, γράφηκε μόνο και μόνο για να μπορέση, αν είναι δυνατό, να διασκεδάση τον κόσμο με λίγη φαντασία και ποίηση.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Δυο λόγια σελ. α' A' Πόθος κρυφός……………« 1 Β' Η γιανούλα……………..« 7 Γ' Ταξίδι…………………« 15 Δ' Παρίσι…………………« 17 Ε' Δόξα και μοναξιά………..« 21 ς' Ο Ποιητής………………« 25 Ζ' Πτωχοπρόδρομος………….« 34 Η' Πόλη και πολίτες………..« 37 Θ' Cabinet de lecture………« 46 Ι' Αρνί και λιοντάρι……….« 62 ΙΑ' Πατριαρχικά…………….« 74 ΙΒ' «Καπιτάν μπουρντά γκελίορ..« 81 ΙΓ' Τα Μνηματάκια…………..« 91 ΙΔ' Ο Μαχμούτης…………….« 98 ΙΕ' Μάθημα…………………« 105 Ις' Πόνοι κι αναστενασμοί……« 116 ΙΖ' Το Πυργί……………….« 123 ΙΗ' Αγάπη………………….« 138 ΙΘ' Κατάρα…………………« 150 Κ' Τα παλληκάρια στο περιγιάλι« 153 ΚΑ' «Συμβιβασμός»…………..« 163 ΚΒ' Οι αρχαίοι……………..« 189 ΚΓ' Λόγος………………….« 207 ΚΔ' Ξένη γλώσσα…………….« 228 ΚΕ' Χαμένα λόγια……………« 235 Κς' Οικιακά κυνάρια…………« 238 ΚΖ' Ελληνικός στρατός……….« 254 Παροράματα…………………« 265

Τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Kαλωσόρισμα-Welcoming-Bienvenidos

Αν και καθημερινά χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, αν και όλοι μας εκφράζουμε ισχυρές απόψεις για τη δομή της, για τις ιδιότητές της και για τη σωστή της χρήση, σπάνια σταματούμε, έστω και για μια στιγμή, για να σκεφτούμε για αυτό το θαύμα.
Οι λεγόμενοι "ειδικοί" της γλώσσας, μας μιλάνε για την "κακή" χρήση του από ανέκαθεν" ή και άλλων λέξεων, μας δίνουν διαλέξεις για την ετυμολογία τους, αλλά επιμελώς δεν μπαίνουν μέσα στο ίδιο το θαύμα της γλώσσ" ας: Το πώς στην πραγματικότητα λειτουργεί .
Σας ζητώ να σκεφτείτε για ένα μόνο λεπτό: αυτή τη στιγμή διαβάζετε αυτό το κείμενο και το κατανοείτε, αλλά, δεν έχετε συνειδητή γνώση για το πώς το καταφέρνετε!
Η μελέτη αυτού ακριβώς του μυστηρίου, είναι η επιστήμη της Γλωσσολογίας.

Η γλώσσα είναι μια ψυχολογική ή γνωσιακή ιδιότητα των ανθρώπων. Δηλαδή,υπάρχουν κάποιες ομάδες νευρώνων που δουλεύουν ασταμάτητα στον εγκέφαλό μου και μου επιτρέπουν αυτή τη στιγμή να κάθομαι εδώ και να παράγω αυτές τις ομάδες από γράμματα. Ανάλογα, σε εσάς υπάρχουν άλλες ομάδες νευρώνων που σας επιτρέπουν να κατανοείτε αυτά τα σημεία και να τα "μεταφράζετε" σε κατανοητές ιδέες και σκέψεις.

Υπάρχουν όμως κι άλλα πολλά υποσυστήματα που εμπλέκονται εδώ.
Αν εγώ, αυτή τη στιγμή, σας μιλούσα, θα παρήγαγα ηχητικά κύματα με τις φωνητικές μου χορδές και θα άρθρωνα ήχους ομιλίας με την γλώσσα, τα χείλη, τις φωνητικές χορδές. Στην άλλη άκρη, εσείς θα ακούγατε αυτά τα ηχητικά κύματα και θα τα μεταφράζατε σε ήχους ομιλίας χρησιμοποιώντας τα ακουστικά σας όργανα. Αυτή η μελέτη της Ακουστικής και της Άρθρωσης της ομιλίας ονομάζεται: Φωνητική.

Όταν πιά θα μεταφράσετε τα ηχητικά κύματα σε νοητικές αναπαραστάσεις, τα αναλύετε σε συλλαβές και τα κατηγοριοποιείτε.
Π.χ. Κάθε ομιλητής της ελληνικής γνωρίζει ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα /χθ/ είναι επιτρεπτό στην ελληνική, αλλά το σύμπλεγμα */θχ/ όχι. Έτσι η ψευδο-λέξη /χθέτα/ μπορεί να υπάρξει, ενώ η */θχέτα/ , όχι. Αυτό το πεδίο της γλωσσικής επιστήμης εξετάζει η Φωνολογία.

Μετά θα παίρνατε αυτές τις ομάδες των ήχων και θα τις οργανώνατε σε μονάδες με σημασία ( Μορφήματα και λέξεις).
Π.χ, η λέξη "άνεργος" αποτελείται από τρία μορφήματα: το πρόθημα α(ν)-, που σημαίνει "μη/όχι", το θέμα -εργ-, που φέρει και την κύρια σημασία, και το το επίθημα -ος, που σημαίνει: (ενικός αριθμός), (ονομαστική πτώση), (αρσενικό γένος). Κι έτσι, ολόκληρη η σημασία της λέξης "άνεργος" σημαίνει στη Ν.Ε. " αυτός που δεν έχει εργασία", και αποτελεί την μελέτη της Μορφολογίας.

Κατόπιν θα οργανώσετε αυτές τις λέξεις σε φράσεις και προτάσεις.Αυτή είναι η μελέτη της Σύνταξης.

Για τα υπόλοιπα πεδία της Γλωσσολογίας θα ασχοληθούμε στις ανάλογες σελίδες όταν προκύψουν...Ευχαριστώ εκ των προτέρων,

Καλό ταξίδι στον μαγικό μας κόσμο!