Συνώνυμα Λέμε τις Λέξεις που, ενώ συνήθως διαφέρουν φθογγολογικά μεταξύ τους, έχουν εντούτοις την ίδια περίπου σημασία: π.χ. σηκώνω, εγείρω, ανορθώνω, ανεβάζω, υψώνω, ανυψώνω. Είναι σπάνιες σε μια γλώσσα οι λέξεις που έχουν την ίδια ακριβώς σημασία, δηλαδή οι ταυτόσημες (εκτός βέβαια αν λογαριάσουμε εκείνες που λέγονται διαφορετικά σε διάφορους τόπους, όπως π.χ. αχλάδι - απίδι, πετεινός - κόκορας). Οι συνώνυμες λέξεις εκφράζουν έννοιες που συγγενεύουν μεταξύ τους σημασιολογικά. Συχνά εκφράζουν τις διάφορες αποχρώσεις της ίδιας έννοιας (π.χ. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, διακρίνω) και βρίσκονται μεταξύ τους σε μία σχέση διαβάθμισης και κλιμάκωσης.
Αυτές τις σημασιολογικές αποχρώσεις οφείλουμε να τις παρατηρούμε, να τις μελετουμε, να τις διακρίνουμε και κατά την επικοινωνιακή περίσταση να τις χρησιμοποιούμε στο λόγο μας. Αυτό σημαίνει ότι τις περισσότερες φορές δεν μπορούμε να μεταχειριστούμε το ένα συνώνυμο στη θέση του άλλου. Συνήθως πρέπει κάθε φορά να συλλογιστούμε, για να βρούμε εκείνη από τις συνώνυμες λέξεις που ταιριάζει καλύτερα σ' αυτό που θέλουμε να πουμε.
Τα συνώνυμα είναι μεγάλος πλούτος για μια γλώσσα. Με τη μελέτη τους πλουτίζεται η ατομική γλώσσα, οξύνεται το μυαλό και βαθαίνει η μόρφωση.ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:
Το ρήμα παύω και τα συνώνυμά του σταματώ, διακόπτω έχουν γενικά τη σημασία «δε συνεχίζω (να κάνω) κάτι».
Το ρήμα τελειώνω και τα συνώνυμά του τερματίζω, περατώνω, φέρω εις πέρας, αποτελειώνω, ολοκληρώνω, λήγω δηλώνουν ότι «δε συνεχίζεται να γίνεται κάτι» με την πρόσθετη πληροφορία ότι «έχει περατωθεί, έχει φτάσει στο τελικό του όριο». Από τα δύο τελευταία το ολοκληρώνω σημαίνει «τελειώνω κάτι πλήρως ή με πληρότητα», το λήγω είναι αμετάβατο.
Υπάρχουν, λέει ο Γερμανός φιλόσοφος Σοπενχάουερ, τριών ειδών συγγραφείς: πρώτα εκείνοι που γράφουν χωρίς να σκέφτονται. Αυτοί γράφουν «από μνήμης», από αναμνήσεις ή με δάνεια από ξένα βιβλία. Είναι οι πολυαριθμότεροι. Έπειτα αυτοί που σκέφτονται την ώρα που γράφουν σκέφτονται για να γράψουν. Και τούτοι είναι κάμποσοι. Τέλος, όσοι έχουν ήδη σκεφτεί, και είναι φυσικά σπάνιοι. Και σε τούτους όμως πρέπει να γίνει ακόμα μια διάκριση. Ανάμεσα στους λίγους συγγραφείς που πραγματικά, σοβαρά και από πριν σκέφτονται τα όσα γράφουν, ελάχιστοι είναι εκείνοι που στοχάζονται τα ίδια τα πράγματα, οι άλλοι έχουν στο νου τους μόνο βιβλία, όσα δηλαδή έχουν ήδη ειπωθεί από άλλους. Δε μελετούν τα ίδια τα ζητήματα, για να σχηματίσουν τη δική τους γνώμη, αλλά τα σκέφτονται διαμέσου τρίτων. Για να στοχαστούν, έχουν ανάγκη να ερεθιστούν άμεσα και δυνατά από ξένες δεδομένες σκέψεις. Δεν υπάρχει, επομένως, πρωτοτυπία στο έργο τους- εξαρτώνται, επηρεάζονται από τους άλλους.
Ε.Π. Παπανούτσος
δύναμη: η γενική έννοια του «δύνασθαι» (ψυχική, σωματική, οικονομική κ.τ.λ.) ισχύς: χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε άσκηση εξουσίας
ρώμη: η σωματική δύναμη.
σθένος: χρησιμοποιούμε τη λέξη για να δηλώσουμε ψυχικές δυνάμεις.
γόνιμος: έχει την ευρύτερη σημασία απ' όλα.
εύφορος: για παραγωγή καρπών
καρποφόρος: 1. για χαρακτηρισμό δέντρου.
Υπάρχουν στη γλώσσα μας αρκετές συγγενικές λέξεις ή φράσεις που συγχέονται ως προς τη σημασία.
2.για ενέργεια με θετικά αποτελέσματα δημιουργικός: για δημιουργήματα στο πνευματικό και κοινωνικό πεδίο. παραγωγικός: 1. για δημιουργία οικονομικών αγαθών. 2. για κάποιον που παράγει πολύ έργο. |
Προβολή - Προπαγάνδα - Διαφήμιση.
H λέξη προβολή έχει γενική σημασία και θετικό περιεχόμενο.
Αρνητική χροιά έχει η σημασία της λ. προπαγάνδα, δηλώνει την προβολή πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών κυρίως αρχών και διδαγμάτων με κάθε τρόπο, συχνά παραπειστικό, αποπροσανατολιστικό, επικοινωνιακά ανέντιμο, αφού μπορεί να περιέχει ελλιπείς, παραποιημένες ή εσφαλμένες πληροφορίες, που δε βοηθούν να διαμορφώσει κανείς ορθολογική, τεκμηριωμένη και αντικειμενική γνώμη.
Αρνητική χροιά έχει η σημασία της λ. προπαγάνδα, δηλώνει την προβολή πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών κυρίως αρχών και διδαγμάτων με κάθε τρόπο, συχνά παραπειστικό, αποπροσανατολιστικό, επικοινωνιακά ανέντιμο, αφού μπορεί να περιέχει ελλιπείς, παραποιημένες ή εσφαλμένες πληροφορίες, που δε βοηθούν να διαμορφώσει κανείς ορθολογική, τεκμηριωμένη και αντικειμενική γνώμη.
Η μεταπολεμική, όλο και περισσότερο καταναλωτικά προσανατολισμένη, κοινωνία, με προεξάρχουσα χώρα τις Hνωμένες Πολιτείες Αμερικής, προέβαλε και επέβαλε τη διαφήμιση, την προβολή καταναλωτικών κυρίως προϊόντων με κύριο στόχο το εμπορικό κέρδος.
χορηγώ - επιχορηγώ - επιδοτώ.
Το χορηγώ σημαίνει «δίνω» και χρησιμοποιείται συνήθως για χρήματα που δίνονται επισήμως (από το
κράτος, οργανισμούς, χορηγούς κ.λπ.) για συγκεκριμένο σκοπό.... Το
αρχαίο ρήμα χορηγώ (<χορ-ηγός <χορός + άγω)σήμαινε «καταβάλλω
χρήματα για την προετοιμασία του χορού στα δράματα», αναφερόμενο σε
ιδιώτες χορηγούς ή και σε επίσημες αρχές (δήμος).
Το επιχορηγώ δηλώνει ότι καταβάλλονται από επίσημη αρχή (κράτος) και από τον κρατικό προϋπολογισμό χρήματα ως πρόσθετη ή συμπληρωματική οικονομική υποστήριξη.
Το επιδοτώ αναφέρεται στην οικονομική ενίσχυση που δίνεται εκτάκτως ή συμπληρωματικά σε ιδιώτες ως κίνητρο για συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα.
Στα συνώνυμα:
παρασύρω, παραπλανώ, πλανεύω, δελεάζω, γοητεύω, σαγηνεύω υποδηλώνεται η έννοια της «απάτης».
Στα παρασύρω, παραπλανώ η δήλωση αυτή είναι σχετικώς ουδέτερη.
Στο πλανεύω (πλάνη, πλάνος, αποπλανώ) η εξαπάτηση υπέχει το ερωτικό στοιχείο.
Στο δελεάζω (<δέλεαρ) η εξαπάτηση επιτυγχάνεται με θέλγητρα, με προσφορές αρεστές στο υποψήφιο θύμα.
Στο γοητεύω (<γόης) η εξαπάτηση διατηρεί το στοιχείο της μαγείας, του μυστηριώδους.
Το σαγηνεύω (<σαγήνη=δίχτυ για ψάρεμα) σημαίνει ότι χρησιμοποιώ σαγήνες, θέλγητρα, για να οδηγήσω κάποιον εκεί όπου θέλω παραπλανώντας τον. Τα δύο τελευταία έχουν και καλή σημασία.
αμφιβάλλω (συντάσσεται πάντοτε με πρόθεση) = έχω επιφυλάξεις ως προς το αν κάτι είναι σωστό.
αμφισβητώ = εναντιώνομαι ρητά σε κάτι, απορρίπτω.
αναγκαιότητα = η λογική ή ηθική επιταγή.
ανάγκη = υποχρέωση που επιβάλλεται συνήθως έξωθεν.
ανακηρύσσω > ανακήρυξη: αναφέρεται στην απόφαση απονομής. ενός τίτλου. αναγορεύω > αναγόρευση: αναφέρεται στη διαδικασία απόδοσης τιμής, στην τελετή.
απολαμβάνω = ευχαριστιέμαι, μου αρέσει. απολαύω = είμαι αποδέκτης (τιμής, εμπιστοσύνης...).
παρέμβαση: έχει αμετάβατη χρήση και συνήθως καλή σημασία.
παρεμβολή: έχει συνήθως μεταβατική χρήση και τις περισσότερες φορές κακή σημασία.
βιώνω = ζω κάτι ως έντονη και συνειδητή εμπειρία.
ζω (μεταβ. ή αμετάβ.) = η ενέργεια του ζην, της ζωής, περνώ τη ζωή μου.
Πλεονέκτημα:(για πράγματα)
Προτέρημα:(για πρόσωπα)
Συμβαίνοντα: όσα γίνονται τυχαία
Τεκταινόμενα: όσα γίνονται με μεθόδευση
Διαβόητος/περιβόητος: (μόνο για πρόσωπα) αυτός που έχει κακή φήμη
διάσημος: (μόνο για πρόσωπα) αυτός που έχει καλή φήμη
περίφημος: (για πρόσωπα και για πράγματα)- όταν χρησιμοποιείται για πρόσωπα, έχει .μερικές φορές ειρωνική χροιά.
Ευπαρουσίαστος: εμφανίσιμος
Ευπρόσωπος: αξιοπρεπής, ευπρεπής, αυτός που κάνει καλή εντύπωση
Αναγνωρίζω: (θετική σημασία)
Καταλογίζω: (αρνητική σημασία)
Εξαιτίας: (αρνητική σημασία)
χάρη σε: (θετική σημασία)
Προξενώ: (αρνητική σημασία)
προκαλώ: (θετική ή αρνητική ή ουδέτερη σημασία) π.χ. θαυμασμό, προβλήματα,οργή, αίσθηση, εντύπωση κτλ.
Αιτιολογώ: τεκμηριώνω, εξηγώ
δικαιολογώ: δίνω δίκιο σε κάποιον
Επισύρω: (αρνητική σημασία)
προσελκύω: (θετική σημασία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου