11 Απρ 2010

Σπύρος Μοσχονάς Η γλώσσα - Η πρότυπη γλώσσα



Η πρότυπη γλώσσα είναι, αφενός, µια γλωσσική ποικιλία ή διάλεκτος ανάµεσα σε άλλες γλωσσικές ποικιλίες ή διαλέκτους και, αφετέρου, ο κανόνας που ρυθµίζει τη γλωσσική χρήση, η «νόρµα» µε βάση την οποία διακρίνεται το «σωστό» από το «λάθος», η «κανονική» χρήση από τη γλωσσική «απόκλιση» ή και «παρέκκλιση».

Πόσο «φυσικές» είναι οι «πρότυπες» ή «τυποποιηµένες» γλώσσες (standard languages); Οι γλωσσολόγοι διχάζονται ως προς το ζήτηµα αυτό.
Από τη µια µεριά βρίσκονται όσοι πιστεύουν ότι οι πρότυπες δεν είναι «φυσικές» γλώσσες κανενός· πρότυπες είναι µάλλον οι δευτερογενείς γλωσσικές χρήσεις που µαθαίνονται µετά την πρώτη κατάκτηση της γλώσσας από το παιδί (δηλ. µετά την ηλικία των τεσσάρων-πέντε ετών), κυρίως στο
σχολείο, µε αφετηρία την πρώτη ανάγνωση και γραφή. Από την άλλη µεριά, οι περισσότεροι γλωσσολόγοι θεωρούν ότι οι πρότυπες γλώσσες είναι και αυτές διάλεκτοι σαν όλες τις άλλες διαλέκτους, οι οποίες όµως έχουν υποστεί τις διεργασίες της τυποποίησης και έχουν αναδειχθεί σε «φιλολογικές γλώσσες». Από ιστορική άποψη, οι διάλεκτοι αυτές είναι συνήθως τυποποιηµένες εκδοχές µιας «κοινής» γλώσσας· από συγχρονική άποψη, πρότυπες είναι οι γλώσσες που τις χειρίζονται τα «µορφωµένα µεσαία στρώµατα» των αστικών κέντρων.
Ας παρατηρηθεί ότι οι δύο αυτές απόψεις δεν είναι ασυµβίβαστες, τουλάχιστον από συγχρονική άποψη: η γλώσσα των µορφωµένων είναι πράγµατι η γραπτή γλώσσα τουσχολείου που µαθαίνεται µετά την πρώτη κατάκτηση της γλώσσας από το παιδί.
Έτσι, αν η πρώτη άποψη δίνει έµφαση στην πρότυπη γλώσσα ως πρότυπο, η δεύτερη τονίζει την πρότυπη γλώσσα ως γλώσσα. Οι δύο απόψεις µπορούν να συνδυαστούν χωρίς να προκύπτει αντίφαση, αν δεχτούµε ότι µια πρότυπη γλώσσα είναι ταυτοχρόνως και γλώσσα και πρότυπο. Η πρότυπη γλώσσα είναι, αφενός, µια γλωσσική ποικιλία ή διάλεκτος ανάµεσα σε άλλες γλωσσικές ποικιλίες ή διαλέκτους και, αφετέρου, ο κανόνας που ρυθµίζει τη γλωσσική χρήση, η «νόρµα» µε βάση την οποία διακρίνεται το «σωστό» από το «λάθος», η «κανονική» χρήση από τη
γλωσσική «απόκλιση» ή και «παρέκκλιση». Σύµφωνα µε τη συνδυαστική αυτή
αντίληψη, µια πρότυπη γλώσσα µπορεί αρχικά να µην είναι «φυσική» γλώσσα κανενός, είναι όµως µια γλώσσα «φυσικοποιηµένη», µια γλώσσα που έχει καταστεί«φυσική» στην κοινή συνείδηση των µορφωµένων χειριστών της. Σηµαντικό ρόλο στη «φυσικοποίηση» αυτή παίζει η λειτουργία της πρότυπης γλώσσας ως γραφολέκτου, δηλ. η κωδικοποίηση και η «καλλιέργεια» µιας πρότυπης γλώσσας. Αντίθετα µε τη µητρική γλώσσα, που µαθαίνεται µε φυσικό και ανεπίγνωστο τρόπο,
η πρότυπη γλώσσα καθίσταται φυσική µε τεχνικά ή και τεχνητά µέσα: µε τη γραφή.
Όπως κάθε πρότυπη γλώσσα, η γλώσσα που συνήθως ονοµάζεται «νεοελληνική», «κοινή νεοελληνική», «νεοελληνική κοινή» ή «δηµοτική» είναι ταυτοχρόνως και γλώσσα και πρότυπο. Είναι µια διάλεκτος ανάµεσα σε άλλες διαλέκτους· αλλά είναι και το πρότυπο µε βάση το οποίο οι άλλες διάλεκτοι αναγνωρίζονται ως συστήµατα ετερόνοµα ή και ως αποκλίσεις από την πρότυπη γλώσσα.
Η διαµάχη για τα πρότυπα της νεοελληνικής κοινής είναι γνωστή ως «γλωσσικό ζήτηµα». Δεν χρειάζεται εδώ να σταθούµε στην ιστορία του γλωσσικού ζητήµατος, παρά µόνο για ν' αναγνωρίσουµε και τη δηµοτική ως ένα πρότυπο ― αναµφίβολα πιο «φυσικό» και «ζωντανό» από το πρότυπο της καθαρεύουσας, αλλά πάντως σε µερική ασυµφωνία µε τη γλώσσα που ρυθµίζει. «Αν ακριβολογήσωµε», προειδοποιεί ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, «µια καλλιεργηµένη γραπτή γλώσσα δεν είναι δυνατό να µείνη σε όλα της τα στοιχεία η ίδια ακριβώς µε τη ζωντανή λαλιά της καθηµερινής ζωής».4 Ο Τριανταφυλλίδης θα υιοθετήσει µια πολύ προσεχτική διατύπωση για την
κοινή, πρότυπη γλώσσα (την «κοινή δηµοτική»): θα τη θεωρήσει γλώσσα «τεχνική», αλλά όχι «τεχνητή»· τεχνητή δεν είναι η γλώσσα της δηµοτικής αλλά του αρχαϊσµού.
Από ιστορική άποψη, ευρύτερα αναγνωρίζεται πλέον ότι η κοινή νεοελληνική αποτελεί την καλλιεργηµένη εκδοχή µιας «πελοποννησιακής κοινής». Γράφει ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης: «Κοινός είναι ο τύπος της δηµοτικής που µιλήθηκε στα γλωσσικά κέντρα της Πελοποννήσου και της Στερεάς ― τους τόπους δηλαδή που για πολιτικούς κυρίως και γεωγραφικούς λόγους συναποτέλεσαν τα πρώτα κέντρα της νέας Ελλάδας και καθώρισαν τον τύπο της κοινής γλώσσας που µιλούµε σήµερα στις πόλεις. Στη γλώσσα αυτή προστέθηκαν οι λέξεις της καθαρεύουσας και
ανακατώθηκαν κάποτε άλλα της στοιχεία, αυτά όµως δεν άλλαξαν το µορφολογικό χαρακτήρα της κοινής δηµοτικής, που παραµένει, καθώς είδαµε, η αντικειµενική βάση και αφετηρία για κάθε γραµµατικό κανονισµό της γλώσσας µας». Δεν υπάρχουν όµως οι µελέτες που να εξηγούν πώς η πελοποννησιακή αυτή κοινή εξελίχτηκε σε πανελλήνια κοινή ― ενδεχοµένως παραµερίζοντας µια
υστεροβυζαντινή κοινή της οποίας κέντρο ήταν η Κωνσταντινούπολη.
Από συγχρονική άποψη, η νεοελληνική κοινή περιγράφεται συνήθως ως «η γλώσσα των µέσης µόρφωσης Ελλήνων που κατοικούν στα αστικά κέντρα». Ο ορισµός αυτός έχει ευρεία διάδοση. Έτσι, ο P. Mackridge ορίζει τη νεοελληνική κοινή ως τη γλώσσα «που κατά κοινή συνήθεια λαλούν και γράφουν σήµερα οι άνθρωποι µέσης µόρφωσης στα µεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας».8 Οµοίως, στη Γραµµατική της ελληνικής γλώσσας των D. Holton, P. Mackridge και Ει. Φιλιππάκη-Warburton
δηλώνεται: «η γλωσσική ποικιλία που περιγράφεται είναι κατά κύριο λόγο αυτή που χρησιµοποιείται από τους φυσικούς οµιλητές της ελληνικής που κατοικούν στα αστικά κέντρα της Ελλάδας και έχουν ολοκληρώσει τουλάχιστον την υποχρεωτική δευτεροβάθµια εκπαίδευση».9 Ευρύτερα οµολογείται ότι η «κοινή» αυτή γλώσσα περιλαµβάνει στοιχεία όχι µόνο «λαϊκά» (της δηµοτικής), αλλά και «αρχαϊστικά» (της καθαρεύουσας).
Ο κοινωνιογλωσσικός αυτός ορισµός της «κοινής» ακούγεται σήµερα απολύτως φυσιολογικός, αλλά δεν ήταν πάντα. Όταν, µε τα ίδια περίπου λόγια, το 1934, µε αφορµή τη δηµιουργία του αθηναϊκού Γλωσσικού Συλλόγου, ο Αχιλλέας Τζάρτζανος πρότεινε τον ίδιο αυτό ορισµό της κοινής γλώσσας, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, ιδιαίτερα από τους δηµοτικιστές εκείνης της περιόδου. Το ίδιο «µέτρο» παύει vα είναι ουδέτερο, καθώς εvτάσσεται στα συµφραζόµενα µιας έντονης ιδεολογικής διαµάχης: πρόθεση του Τζάρτζανου ήταv vα τηρήσει ίσες αποστάσεις απέvαvτι στις ακραίες
Κοντικές και Ψυχαρικές γλωσσοθεωρίες.10 Παρόµοιες αντιδράσεις προκαλεί ακόµη και σήµερα ο ορισµός αυτός όταν προέρχεται, λ.χ., από τον Γεώργιο Μπαµπινιώτη, του οποίου οι κατά καιρούς τοποθετήσεις στο γλωσσικό ζήτηµα χαρακτηρίζονται συντηρητικές (ή «νεο-συντηρητικές»).11
Λίγη σκέψη αρκεί για να δούµε ότι ο κοινωνιογλωσσικός αυτός ορισµός δεν είναι «αξιολογικά ουδέτερος», από οποιονδήποτε και να προέρχεται. Στον ορισµό λανθάνει ένα πρότυπο, που ορίζεται µε περίπου ταξικούς όρους: πρότυπη είναι η γλώσσα των µεσαίων αστικών στρωµάτων. Ο ορισµός είναι επίσης κυκλικός: πρότυπη είναι η γλώσσα εκείνων που έχουν κατακτήσει την πρότυπη γλώσσα. Αν η γλώσσα των «µέσης µόρφωσης οµιλητών που κατοικούν στα αστικά κέντρα» προσφέρεται ως πρότυπο, αυτό, προφανώς, οφείλεται στο ότι η γλώσσα τους είναι προϊόν της
εκπαίδευσης, διαµορφωµένη ήδη σύµφωνα µε τις επιταγές της τυποποίησης. Εύκολα λοιπόν µπορεί κανείς να ισχυριστεί: πρότυπη είναι η γλώσσα εκείνων που αναγνωρίζεται ως πρότυπη και, άρα, πρότυπη είναι εκείνη η γλώσσα που εγώ αναγνωρίζω ως πρότυπη ― µια µάλλον αµέθοδη προσέγγιση, εάν προέρχεται απόγλωσσολόγους.
Οφείλουµε λοιπόν ν’ αναγνωρίζουµε κάθε φορά την ιδεολογία που λανθάνει στον ορισµό της «κοινής», πρότυπης γλώσσας. Πρέπει, µε άλλα λόγια, να µάθουµε ν’' αναγνωρίζουµε τη γλώσσα από το πρότυπο, από την ιδεολογία της. Προϋπόθεση είναι ν’ αντιλαµβανόµαστε την πρότυπη γλώσσα ταυτοχρόνως ως γλώσσα και ως πρότυπο.
Διότι ό,τι συνήθως ονοµάζεται «κοινή» ή «πρότυπη» γλώσσα δεν µπορεί να οριστεί ανεξάρτητα από κάποιο γλωσσικό πρότυπο. Και πρέπει να µάθουµε ν’ αναγνωρίζουµε ως ιδεολογία την αντίληψη ότι η γλώσσα αυτή είναι µία, ενιαία, οµοιογενής, «φυσική», «κοινή», «γλώσσα όλων», πέρα και πάνω από τις διαφορές των διαλέκτων και των ιδιωµάτων.
Η τυποποίηση είναι µια διεργασία που µας κάνει να παραγνωρίζουµε τα πολλά και διαφορετικά «γλωσσικά παιχνίδια», τις πολλές και διαφορετικές «χρήσεις της γλώσσας», τις πολλές και διαφορετικές «γλώσσες», «διαλέκτους» και «ιδιώµατα» για χάρη της µίας και µοναδικής γλώσσας ― εκείνης που παρουσιάζεται ταυτοχρόνως ως µία διάλεκτος ανάµεσα σε άλλες, αλλά και ως πρότυπο των άλλων διαλέκτων και χρήσεων. Ώστε λοιπόν µια πρότυπη γλώσσα δεν είναι παρά η υποστασιοποίηση ενός φιλοσοφικού λάθους. Εκείνου του λάθους που κάνουµε όταν πιστεύουµε ότι υπάρχει µία και µοναδική γλώσσα, µία και µοναδική φύση ή ουσία της γλώσσας, «κάτι το
κοινό σε όλα εκείνα που ονοµάζουµε γλώσσα», ενώ στην πραγµατικότητα τα γλωσσικά φαινόµενα «δεν έχουν τίποτε το κοινό, που εξαιτίας του χρησιµοποιούµε για όλα την ίδια λέξη, ― αλλά συγγενεύουν αναµεταξύ τους µε πολλούς και διαφορετικούς τρόπους».12
 
Σηµειώσεις

1 Βλ. J. E. Joseph, Eloquence and Power: The Rise of Language Standards and Standard Languages,
London: Frances Pinter, 1987, σ. 17: «η πρότυπη γλώσσα δεν είναι ‘φυσική’ [native] γλώσσα κανενός·
είναι ένα ανώτερο πολιτισµικό κληροδότηµα [higher cultural endowment] µε λειτουργίες που δεν
µπορούν να κατακτηθούν παρά µόνο µετά την περίοδο της κανονικής κατάκτησης της µητρικής
γλώσσας [normal first-language acquisition]. Εάν η πρότυπη γλώσσα ήταν ‘φυσική’, τότε κανείς δεν
θα χρειαζόταν να τη µάθει». Σύµφωνα µε την αντίληψη αυτή, όπως ο ίδιος ο Joseph επισηµαίνει, δεν υπάρχει ποιοτική διαφορά µεταξύ της εκπαίδευσης σε µία ξένη γλώσσα και της εκπαίδευσης σε µία µητρική· πρόκειται απλώς για διαφορά βαθµού. Αλλά βέβαια η άποψη αυτή είναι υπερβολική: η γλώσσα που µαθαίνει στο σχολείο ένα ελληνόπουλο που έχει γεννηθεί στην Αθήνα δεν είναι το ίδιο ξένη µε τη γλώσσα που καλείται να µάθει, λ.χ., ένα τουρκόφωνος µαθητής στα µειονοτικά σχολεία της Δυτικής Θράκης.
2 Βλ. ενδεικτικά M. Stubbs, Educαtional Linguistics, Cambridge: Cambridge University Press, 1987, σ.
87. Πβ. P. Trudgill, Accent, Dialect and the School, London: Edward Arnold, 1975, σ. 21, σύµφωνα µε
το µοντέλο του οποίου µια πρότυπη γλώσσα τοποθετείται στην κορυφή µιας «κοινωνικής πυραµίδας», στη βάση της οποίας παρατηρείται γεωγραφική διαλεκτική διαφοροποίηση, ενώ καθ’ ύψος συντελείται η κοινωνιολεκτική διαφοροποίηση.
3 P. Bourdieu, Γλώσσα και συµβολική εξουσία, µτφ. Κ. Καψαµπέλη, Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου –
Α. Καρδαµίτσα, 1999, σ. 360.
4 Μ. Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραµµατική – Ιστορική Εισαγωγή (1938) [= Άπαντα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη, τ. 3], Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυµα Μανόλη
Τριανταφυλλίδη), 1981, § 82.
5 Ό.π., § 84, σ. 79· πβ. Μ. Τριανταφυλλίδης, Δηµοτικισµός: Ένα γράµµα στους δασκάλους µας (1926),
Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, τ. 5, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυµα
Μανόλη Τριανταφυλλίδη), 1963, σ. 190: «τεχνική γλώσσα που γράφεται» σε αντίθεση µε «γλώσσα
κατ’ εξοχήν τεχνητή και χάρτινη».
6 Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραµµατική – Ιστορική Εισαγωγή, ό.π., § 88, σ. 82.
7 Τριανταφυλλίδης, Δηµοτικισµός: Ένα γράµµα στους δασκάλους µας, ό.π., σ. 216 (έµφαση στο
πρωτότυπο).
8 P. Mackridge, H νεοελληνική γλώσσα, µτφ. K. Ν. Πετρόπουλος, Αθήνα: Πατάκης, 1990, σ. 26.
9 D. Holton, P. Mackridge & Eι. Φιλιππάκη-Warburton, Γραµµατική της ελληνικής γλώσσας, µτφ. Β.
Σπυρόπουλος, Αθήνα: Πατάκης, 1999, σ. xxiii.
10 Βλ. Α. Τζάρτζανος, «Δηµoτική και vεoδηµoτική» (1935), στο Άρθρα και µελετήµατα, επιµ. Ν. Α.
Τζαρτζάνου, Αθήνα: εκδ. Κακουλίδη, χ.χ., ιδίως σσ. 13-14. Πβ. τα χλευαστικά σχόλια τoυ
Γ. Κoρδάτoυ, Iστoρία τoυ γλωσσικoύ µας ζητήµατoς, Αθήvα: εκδ. Μπoυκoυµάvη, 51973 (11943), σσ.
218-219.
11 Βλ. Γ. Μπαµπινιώτης, Νεοελληνική Κοινή, Αθήνα: εκδ. Γρηγόρη, 1979, σ. 43: «Η σύγχρονη
Νεοελληνική [είναι] η γλώσσα που χρησιµοποιούν στην καθηµερινή τους επικοινωνία οι Έλληνες που διαθέτουν στοιχειώδεις γραµµατικές γνώσεις»· σ. 54: «Η σύγχρονη γλωσσική πραγµατικότητα ―η γλώσσα που χρησιµοποιούν στην καθηµερινή τους επικοινωνία οι Έλληνες που διαθέτουν ορισµένες, στοιχειώδεις έστω, γραµµατικές γνώσεις― είναι µια γλωσσική κατάστασι που δεν µπορεί να ταυτισθή ούτε µε την καθαρεύουσα ούτε µε την δηµοτική». Πβ. Γ. Μπαµπινιώτης & Π. Κοντός, Συγχρονική γραµµατική της κοινής νέας ελληνικής. Θεωρία - Ασκήσεις, Αθήνα, 1967, σ. 6: «η κοινή αυτή νεοελληνική […] έχει ήδη κατισχύσει εις τον προφορικόν λόγον, των µορφωµένων κυρίως, καθώς και, γενικώτερον, εις τον χώρον της παιδείας, επιδίδουσα συνεχώς και εις τον γραπτόν λόγον». Είναι
προφανές από τα παραθέµατα ότι τα γλωσσικά πρότυπα του Μπαµπινιώτη και του Κοντού, παρόλο
που επικαλούνται έναν διαδεδοµένο ορισµό της «κοινής γλώσσας», είναι πολύ πιο συντηρητικά από
αυτά που ευρύτερα υιοθετούνται σήµερα.
12 L. Wittgenstein, Φιλοσοφικές έρευνες, µτφ. Π. Χριστοδουλίδης, Αθήνα: εκδ. Παπαζήση, 1977, Ι,
§ 65.


Άρθρο στο Cogito 03 (2005)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Kαλωσόρισμα-Welcoming-Bienvenidos

Αν και καθημερινά χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, αν και όλοι μας εκφράζουμε ισχυρές απόψεις για τη δομή της, για τις ιδιότητές της και για τη σωστή της χρήση, σπάνια σταματούμε, έστω και για μια στιγμή, για να σκεφτούμε για αυτό το θαύμα.
Οι λεγόμενοι "ειδικοί" της γλώσσας, μας μιλάνε για την "κακή" χρήση του από ανέκαθεν" ή και άλλων λέξεων, μας δίνουν διαλέξεις για την ετυμολογία τους, αλλά επιμελώς δεν μπαίνουν μέσα στο ίδιο το θαύμα της γλώσσ" ας: Το πώς στην πραγματικότητα λειτουργεί .
Σας ζητώ να σκεφτείτε για ένα μόνο λεπτό: αυτή τη στιγμή διαβάζετε αυτό το κείμενο και το κατανοείτε, αλλά, δεν έχετε συνειδητή γνώση για το πώς το καταφέρνετε!
Η μελέτη αυτού ακριβώς του μυστηρίου, είναι η επιστήμη της Γλωσσολογίας.

Η γλώσσα είναι μια ψυχολογική ή γνωσιακή ιδιότητα των ανθρώπων. Δηλαδή,υπάρχουν κάποιες ομάδες νευρώνων που δουλεύουν ασταμάτητα στον εγκέφαλό μου και μου επιτρέπουν αυτή τη στιγμή να κάθομαι εδώ και να παράγω αυτές τις ομάδες από γράμματα. Ανάλογα, σε εσάς υπάρχουν άλλες ομάδες νευρώνων που σας επιτρέπουν να κατανοείτε αυτά τα σημεία και να τα "μεταφράζετε" σε κατανοητές ιδέες και σκέψεις.

Υπάρχουν όμως κι άλλα πολλά υποσυστήματα που εμπλέκονται εδώ.
Αν εγώ, αυτή τη στιγμή, σας μιλούσα, θα παρήγαγα ηχητικά κύματα με τις φωνητικές μου χορδές και θα άρθρωνα ήχους ομιλίας με την γλώσσα, τα χείλη, τις φωνητικές χορδές. Στην άλλη άκρη, εσείς θα ακούγατε αυτά τα ηχητικά κύματα και θα τα μεταφράζατε σε ήχους ομιλίας χρησιμοποιώντας τα ακουστικά σας όργανα. Αυτή η μελέτη της Ακουστικής και της Άρθρωσης της ομιλίας ονομάζεται: Φωνητική.

Όταν πιά θα μεταφράσετε τα ηχητικά κύματα σε νοητικές αναπαραστάσεις, τα αναλύετε σε συλλαβές και τα κατηγοριοποιείτε.
Π.χ. Κάθε ομιλητής της ελληνικής γνωρίζει ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα /χθ/ είναι επιτρεπτό στην ελληνική, αλλά το σύμπλεγμα */θχ/ όχι. Έτσι η ψευδο-λέξη /χθέτα/ μπορεί να υπάρξει, ενώ η */θχέτα/ , όχι. Αυτό το πεδίο της γλωσσικής επιστήμης εξετάζει η Φωνολογία.

Μετά θα παίρνατε αυτές τις ομάδες των ήχων και θα τις οργανώνατε σε μονάδες με σημασία ( Μορφήματα και λέξεις).
Π.χ, η λέξη "άνεργος" αποτελείται από τρία μορφήματα: το πρόθημα α(ν)-, που σημαίνει "μη/όχι", το θέμα -εργ-, που φέρει και την κύρια σημασία, και το το επίθημα -ος, που σημαίνει: (ενικός αριθμός), (ονομαστική πτώση), (αρσενικό γένος). Κι έτσι, ολόκληρη η σημασία της λέξης "άνεργος" σημαίνει στη Ν.Ε. " αυτός που δεν έχει εργασία", και αποτελεί την μελέτη της Μορφολογίας.

Κατόπιν θα οργανώσετε αυτές τις λέξεις σε φράσεις και προτάσεις.Αυτή είναι η μελέτη της Σύνταξης.

Για τα υπόλοιπα πεδία της Γλωσσολογίας θα ασχοληθούμε στις ανάλογες σελίδες όταν προκύψουν...Ευχαριστώ εκ των προτέρων,

Καλό ταξίδι στον μαγικό μας κόσμο!