Ένα κείμενο της απλής δημοτικής τον καιρό της διαμάχης για τη γλώσσα (γλωσσικό ζήτημα) θέλω να παρουσιάσω σήμερα. Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, όχι μόνο για τις απόψεις του συγγραφέα, αλλά και για την γραφή που επέλεξε ο μεταφραστής, ακραία σε ορισμένα σημεία για κάποιους, αλλά όχι και κατακριτέα. Μια γλώσσα γλαφυρή, με ζωντάνια και το κυριότερο, η γλώσσα του λαού της εποχής που μάχονταν ενάντια στην τεχνητή, επιβαλλόμενη διγλωσσία της καθαρεύουσας.Συνήθως την εποχή εκείνη οι ακραίες θέσεις ήταν κοινός τόπος των αντιμαχόμενων παρατάξεων, αλλά ας μην λησμονούμε το κλίμα και την ένταση- συχνά ακραία- που υπήρχε τότε στην Ελλάδα και προκάλεσε πολλά θύματα. Σήμερα, χρονικά αποστασιοποιημένοι από εκείνη την εποχή, και απολαμβάνοντας τους καρπούς των αγώνων εκείνων μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε την δυναμική της γλώσσας, ότι δηλ., η γλώσσα αλλάζει και την αλλάζουν οι άνθρωποι που την μιλούν και ως επίδοξοι "καθαρολόγοι" προσπαθούμε να την "απαλλάξουμε" από κάθε αλλαγή, προσκολλημένοι σε αυτό που θεωρούμε "σωστό" και δαιμονοποιούμε οτιδήποτε νέο και ριζοσπαστικό έρχεται να ενταχθεί στη γλώσσα μας. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πόσο φτωχή θα ήταν η γλώσσα μας αν διαγράφαμε από αυτήν όλες τις "ξενόφερτες" λέξεις, τούρκικες, αγγλικές, σλαβικές, ιταλικές, γαλλικές κ.α.; Έχετε σκεφθεί πόσο ελληνικές μπορεί να είναι οι λέξεις αεροπλάνο, τηλέφωνο, ραδιόφωνο, μεγάφωνο, γραμμόφωνο, κι άλλες εκατοντάδες, πέρα των ελληνικών μορφημάτων που τις σχηματίζουν; Λίγοι, βέβαια, θα γνωρίζουμε ότι οι λέξεις αυτές είναι λεξικά δάνεια από την γαλλική γλώσσα και όχι αρχαίες ελληνικές, αφού στην αρχαία Ελλάδα δεν υπήρχαν αεροπλάνα, τηλέφωνα, ούτε καν ραδιόφωνα για να εκφράσουν αυτές τις σημασίες, όπως θέλουν να πιστεύουμε μερικοί. Καλή ανάγνωση!
Σημείωση: Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων που έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.
ΛΕΚΑΣ ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ (ψευδώνυμο του Αλέξ. Πάλλη)
ΞΑΝΑΤΥΠΩΜΑ ΑΠΟ ΤΟ «Ν Ο Υ Μ Α»
ΑΘΗΝΑ 1907
Το μικρό μου τούτο έργο πρωτοτυπώθηκε στο «Νουμά» μ' αρκετά μεταφραστικά μου λάθια. Με πολλή του υπομονή και καλοσύνη ένας φίλος — που προτιμώ να μην ονοματίσω — αναδέχτηκε να μου τα διορθώσει, και το φίλο μου αφτόν παρακαλώ να δεχτεί το αφιέρωμα του έργου μου ως αδερφοσύνης σημάδι.
Με τα έθνη τα πολιτισμένα που λέμε βρίσκεται δίπλα στις ντοπιολαλιές και μια γλώσσα κοινή, βγαλμένη συνήθως μέσα από τα σπλάχνα τους. {1} Είναι είδος ιδανικός κανόνας που καρτερούμε πως ως προς τη γραφή θα συμμορφώνεται μαζί του το σύνολο του λαού κι' ως προς τη λαλιά οι γραμματισμένοι τουλάχιστο· αληθινά όμως περιοριζόμαστε στο ναν τον κυνηγούμε μοναχά τον κανόνα, κι' η ζωή δείχνει παντού πολυποίκιλα ζυγωμού σκαλοπάτια.
Πιο ομιόμορφη κι' ομαλή φαίνεται πάντα η κοινή ότα γράφεται. {2} Εδώ ο κύκλος που παραχωρεί ο κόσμος στις ντοπιολαλιές ή στην ατομικιά όρεξη είναι στενώτατα χαραγμένος. Μπορεί ίσως η κοινή {3} — που παντού πηγάζει από τούτο, πως της λαλιάς μερικούς αρεστούς τύπους τους αναγνώρισε ο κόσμος και μέσο της γραφής τους κύρωσε ως πρότυπο πλατύτερου και γενικώτερου συναγρικημού — μπορεί ίσως, καθώς περνούν καιροί κι' αθρώποι, να άλλαξε η κοινή βαθιά· αδιάφορο, εσένα του ενός που γράφεις η επιρροή του παιδικού σου σκολιού όλη σου τη ζωή σου στέκει φρουρός μ' ένα της «Αφτό πρέπει!» και κάθε συνέγλωσσος έχει το νου του, πιος πολύ πιος λίγο, να μην παρακαταπατιούνται οι γραφικοί της εποχής του κανόνες.
Αλλιώτικο όμως είναι στην εφαρμογή εκείνο το είδος η κοινή που συνηθίζεται με τους μορφωμένους ότα συναγρικιούνται είτε μεταξύ τους — στο σκολιό, στην εκκλησιά, στη βουλή κτλ. — είτε με το λαό. Το είδος αφτό σε κάθε τόπο είναι κάτι άστατο και πολυμετάβλητο. Όσο κι' α χτίστηκε ίσως της κοινωνικιάς αφτής σειράς η ζωντανή γλώσσα με τον ξαπλωμό πρώτα της γραφτής και την επιρροή της μορφής της, όσο κι' αν αγωνίζεται ο γραμματισμένος όλη του πες τη ζωή να συμμορφώνεται με τον κανόνα της, πάλι μόλις σπάνια κατορθώνει ξακολουθητικά να στέκει στη διπλανή γειτονιά της. Πάντα η λαλιά της πατρίδας του πρώτα ή των διαλεχτικών νομών όπου έζησε τόνε συνεπαίρνει λίγο ή πολύ, α θες μάλιστα πολύ ορμητικώτερα παρ' ό,τι φαντάζεται. Έπειτα στην καθημερνή του μιλιά αλαργέβει γενικά από τη γραφτή μακρύτερα παρ' ό,τι ότα ρητορέβει· κι' εκεί πάλι θαν του παρατηρήσεις διαφορές λόγου κατά πώς τύχει να μιλά ή με γραμματισμένο ή με άθρωπο απλοϊκό.
Είπαμε πώς η γραφτή ενός έθνους είναι καθόλου πιο ομαλή κι' ομιόμορφη παρά των γραμματισμένων η κοινή μιλιά· ως τόσο κάθε χωριστή ντοπιολαλιά είναι πάντα ακόμα πιο ομιόμορφη. Και φυσικά, αφού εδώ λιγώτερο κυβερνά συνειδητός κανόνας παραγμένος από πόλεμο ανταγωνιστικών αφορμών και συντηρημένος από τέτιον πόλεμο· εδώ σκοπός ξάστερα δεν υπάρχει άλλος παρά πώς να σε νιώσει ο διπλανός σύντροφός σου.
Η ζωντανή γλώσσα ενός λαού αδιάκοπα όλο ξετυλίγεται και μεταμορφώνεται.{4} Όσο δεν καταντά σκλάβα γραφτής, αμπόδια άξια λόγου, καταστρεπτικά του σκοπού της ως μέσου ανταλλαγής στοχασμών, δεν προβάλλουνε. Γιατί κάθε ώρα και στιγμή αναγκαστικά ως προς αφτό το σκοπό της δοκιμάζεται η γλώσσα, κι' ό,τι σκουριασμένο τον ενοχλεί καιρό πολύ δε φελά· με το θάνατο συνήθως των μερικών που το διαφεντέβουν ξαφανίζεται κι' αφτό μοναχό του.
Δεν είναι όμως έτσι με τα γραφτά τα ιδιώματα. Τα λαλημένα σβύνουν, τα γραμένα όμως στέκουν και πολλά χρόνια κατόπι διαβάζουνται ακόμα κι' εντυπώνουνται. Φυσικό έτσι είναι να γίνεται ο λόγος σταθερώτερος κι' η γραφτή να μένει συντηρητικιά. Γιατί στον προσκολλημό με το πρότυπο — με ό,τι αναγνωρίστηκε ως κανόνας και ξάπλωσε — βασίζεται μαθές όλο της το κράτος.
Όμως εδώ δεν εφαρμόζεται η αρχή Imperium facile eis artibus retinetur quibus initio partum est (μ' όπιες τέχνες στην αρχή χτίζεις κράτος, με τέτιες έφκολα το συντηράς). Α θέλει η γραφτή να μείνει πιστή στον προρισμό της ως μέσο συναγρικητικό κάθε κοινωνικιάς σειράς κι' έτσι να στυλώσει το κύρος της, πρέπει την απόστασή της από τη λαϊκιά γλώσσα που αιώνια ξετυλίγεται ναν την περιορίζει.{5} Δεν πρέπει να ξεσυντροφιάζει με τα κάτου, παρά να ρήχνει — τουλάχιστο από καιρό σε καιρό — μέρος του θησαβρού της και να δανείζεται από τη λαϊκιά λαλιά.{6} Στους γραμματισμένους του έθνους, μάλιστα στους γραφιάδες ως φυσικούς φρουρούς της γραφτής, πέφτει η φροντίδα ώστε κάθε ξαναδέσιμο και καινούργιωμα να γίνεται στη σωστή του ώρα και ταιριαστά. Αν αμελούν, όπως έφκολα τυχαίνει σ' εποχές σφοδρών ανταγωνισμών του κοινωνικού οργανισμού ή σ' ε π ο χ έ ς ξ ε π ε σ μ ο ύ τ η ς δ ι α ν ο η τ ι κ ι ά ς ζ ω ή ς ε ν ό ς έ θ ν ο υ ς, {7} τότες ανοίγει βάραθρο μεταξύ των διο γλωσσικών ειδών, β ά ρ α θ ρ ο π ο υ ω ς τ ώ ρ α π ά ν τ α π λ ή γ ω σ ε β α θ ι ά ο λ ό κ λ η ρ η τ ο υ έ θ ν ο υ ς τ η δ ι α ν ο η τ ι κ ι ά π ρ οκ ο π ή. {8} Εδώθες, ο κάτου λαός δε νιώθει πια τότες τη γραφτή του γλώσσα και πρέπει σαν ξένη — του κατάντησε μαθές αληθινά ξένη — ναν τη μαθαίνει, μήτε οι λίγοι όσοι το κατορθώνουνε φτάνουν αληθινά ως σε σωστό εσωτερικό δεσμό μαζί της.{9} Εκείθες πάλι, και για τους γραμματισμένους τέτια γραφτή, που καιρό δεν της πήγαν πια από φυσικές λαλιές χλωροί χυμοί, ολοένα χάνει την καλύτερη της αξία. Ρέβοντας πάντα και κοκκαλιάζοντας ξακολουθεί α θες χρήσιμη για να παρασταίνει σωστά ποικίλες έννοιες — ως υπαλληλικό ας πούμε όργανο ή επιστημονικό — μα με όση μαστοριά κι' αν την παίξεις, αδύνατο αγνά να σημάνεις ό,τι συγκινά της ψυχής σου τα βάθια ή ό,τι αποτελεί την αφτότατή σου κι' αληθινή ατομοσύνη.{10} Καταντά τότες ως ποιητικιά γλώσσα, μάλιστα της λυρικής, όργανο κακορίζικο, κακόφωνο στα χέρια και του πιο προικισμένου ποιητή.{11} Το σύνολο του λαού, ολόκληρη η εθνικιά ζωή, σακατέβεται με τέτια γλώσσα.
Αν ένα έθνος, που του κόλλησε τέτια αρρώστια και του κατάντησε πατροπαράδοτη, έχει δική του ζωή και δε θέλει υπερβολικά να προσπεραστεί στο συναγωνισμό των πολιτισμένων λαών, κανένα άλλο ζήτημα πιο βαρυσήμαντο δε μπορεί να καταπιαστεί παρά τούτο, αν έχει δηλαδή τη δύναμη να ξεφορτωθεί τα πατροπαράδοτα και να ξανασμίξει το δεσμό με τη φυσικιά γλώσσα της εποχής του.{12} Πώς γλώσσα αφιλολόγητη μπορεί αποτελεσματικά σε λίγο ανάλογα καιρό να γίνει χρήσιμη προς όλα όσα απαιτεί ο κόσμος από γραφτή γλώσσα, μας το μαθαίνει η ιστορία με πολλά παραδείγματα, όπως και μας πιστώνει ξάστερα πως ένα έθνος που το τρώει γλώσσα γραφτή σκουριασμένη, αν την ξεφορτωθεί κι' αν ξαναπιαστεί από τη φυσικιά του λαού λαλιά, μπορεί άξαφνα να κατορθώσει τρανοδύναμο νου ξαναβλάστημα.{13} Έτσι στην Ιταλία ως το δωδέκατο αιώνα η λατινική είταν επίσημη γλώσσα του κράτους, του σκολιού κτλ. Όμως σωστό ψυχικό συντροφιασμό μ' αφτό το ιδίωμα, που ολοένα μαραίνουνταν αιώνες πριν, δεν είχε πια ο λαός, μήτε καν του έθνους οι πιο προκομένοι. Όταν όμως ο Δάντες {14} κι' οι άλλοι άνοιξαν τη μπασιά του λόγου στη φυσικιά γλώσσα, τότες χάρηκε καινούργια άνοιξη η φιλολογία κι' όλη η διανοητικιά ζωή του έθνους. Στη Ρουσσία πάλι κουτσοβάδιζε ο κόσμος όπως όπως ως στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα με την παλιά βουργάρικη (τη σλαβική της εκκλησιάς που λεν) ως γλώσσα γραφτή. Μα άντρες σαν το Λεμονόσσοφ και τον Καραμσίνο βάλανε τη μητρικιά τους στο θρόνο της, κι' ετοίμασαν έτσι το πλούσιο άνθισμα που λάμπρυνε τη ρούσσικη φιλολογία στο δέκατο έννατο αιώνα.
Ξυπάζει τώρα, όταν το πρωτακούς, πώς λαός Εβρωπαϊκός ανεξάρτητος — που φιλοδοξεί ναν τόνε λογαριάζουν, όπως λογαριάζεται και μόνος του, με τους πολιτισμένους λαούς του μέρους μας της γης, και που η γραφτή του γλώσσα, παν τώρα χίλια πεντακόσα χρόνια περασμένα, χώρισε με τη φυσικιά γλώσσα του λαού, τόσο που το μεταξύ τους άνοιγμα από καιρό παραπέρασε πια κάθε υποφερτό πλάτος — πώς αφτός ο λαός με πλειοψηφία πελώρια όχι μοναχά δε δείχνει καμιά όρεξη να ξαναταιριάσει καλόρυθμα τη γραφτή του γλώσσα με τη λαϊκιά λαλιά, παρά και μερικούς του προικισμένους άντρες, που είκοσι τώρα χρόνια αγωνίζουνται να βολέψουν την αναμελιά αιώνων, τους αμπώχνει συστηματικά κι' αγανακτισμένα. Με τούτο ερχόμαστε στον αγώνα της γραφτής των σημερνών Ελλήνων, ή το Γ λ ω σ σ ι κ ό Ζ ή τ η μ α, όπως το λεν οι ίδιοι, λογοτριβή που βαστάει το έθνος σε χρονικό αναβρασμό, απαράλλαχτα όπως το Μακεδονικό ζήτημα, το Κρητικό, το οικονομικό. Δεν πάει πολύς καιρός, μια μετάφραση της Γραφής σε λαϊκιά λαλιά κατάντησε, όπως είναι γνωστό, μέσα στης Αθήνας τους δρόμους σε στάση με θυσία αρκετών ψυχών.
Ολόκληρη φιλολογία έχει συγκεντρώσει γύρω του το ζήτημα, πράμα όχι παράξενο με τη γραφαγάπη των Ελλήνων κι' αντίκρυ με τη ζωηρή περιέργεια του δυτικού κόσμου. Τη συζήτηση, αν και δεν την άνοιξε, την ξανακίνησε ο λόγιος Ψυχάρης, κάτοικος του Παρισιού, που σε σειρά δημοσιέματα προσπάθησε ν' αποδείξει όχι μονάχα θεωρητικά την ανάγκη αλλαγής, παρά και πραχτικά με γλωσσικά δείγματα τη λογογραφικιά αρκετοσύνη της λαλιάς των απλοϊκών αθρώπων. Ο καλύτερα αρματωμένος αντίπαλός του,{15} κεφαλή των συντηρητικών,{16} της μερίδας δηλαδή που ως τώρα χαίρεται την προσοχή του έθνους - αν και κάθε άλλο παρά υπερβολικός {17} - είναι ο Γ. Ν. Χατζιδάκης, πανεπιστημιακός καθηγητής, ο καλύτερος γνώστης της ιστορίας της Νεοελληνικής και ο θεμελιωτής του καθαφτό επιστημονικού ξετασμού της. Ο λόγιος αφτός πολεμά χρόνια τώρα ξανά και ξανά να ξαστερώσει πως γυρισμός σήμερα είναι ακατόρθωτος. Το ceterum censeo του είναι τούτο· δεν είναι μήτε κάνε στο χέρι μας πια ναν το στρίψουμε το ποτάμι πίσω. Από τους Γερμανούς λόγιους ο Κ. Κρούμπαχος του Μονάχου, ο εξοχώτερος μεταξύ μας γνώστης της ιστορίας του Ελληνικού μεσαιωνικού και σημερνού πολιτισμού και λόγου, αφιέρωσε στο πρόβλημα ένα του βιβλίο τυπωμένο στα 1903. (Το Πρόβλημα της Νεοελληνικής Γραφτής. Μόναχο 1903. Σελ. 226. Από παντού φωτίζοντας {18} το ζήτημα συμπεραίνει με τη γνώμη που και πριν είχε φανερώσει, τόσο αφτός καθώς κι' άλλοι ξένοι νεοελληνιστάδες, πως δηλαδή της επίσημης γραφτής των Ελλήνων της λείπουν τα κυριώτερα βιολογικά συστατικά γλώσσας λογογραφικιάς, συναγρικητικιάς, λαομορφωτικιάς, και πως, αν η Ρωμιοσύνη θέλει να μην παραγκωνιστεί κι' απελπιστικά να προσπεραστεί στην προκοπή του σημερνού πολιτισμού, η γλωσσικιά αλλαγή είναι ανάγκη απαραίτητη. Με ολόθερμη συμπόνια προς την τύχη του Ελληνισμού τονίζει την πεποίθησή του, και βαθιά τα πρόλογά του τα χαράζει στων Ελλήνων την καρδιά. «Βέβαια το ξέρω» λέει σελ. 155 «πως δρόλοπα θυμού λύνω με τα λόγια μου και πως θα κηρυχτώ τώρα θανασιμώτατος οχτρός του Ελληνισμού {19} ή βλάκας απελπιστικός. Ως τόσο» ξακολουθά «θα φτάσει, δε γίνεται, μέρα όταν οι Έλληνες θα δουν και θα μολογήσουν πως οι ίδιοι στάθηκαν οι χειρότεροί τους οχτροί και παράφρονες τυφλωμένοι.» Εναντίον αφτής της συγραφής ξαναπήρε ο Χατζιδάκης τ' άρματα πολλές φορές ως τώρα, μάλιστα σ' ένα του έργο από 557 σελίδες γραμένο ελληνικά (Απάντησις εις τα του Κρουμβάχερ. Αθήναι 1905, και σ' άλλο του σύγραμμα που βγήκε τώρα ύστερα (Die Spachfrage in Griecheland. Athen 1905. 144 S.). Κι' εδώ ξεπροβοδά τους μεταρρυθμιστάδες μ' ένα του Non possumus. Ως τόσο, το στερνό τούτο έργο, όπως βλέπουμε από την Εισαγωγή, γράφτηκε για το «Γερμανικό κοινό,» και με χαρά μας σημειώνουμε πως, ενώ μόλις στα 1903 ο Χατζιδάκης πικρότατα παραπονέθηκε γιατί ν' ανακατέβουνται οι ξένοι, τώρα θέλει να ιδεαστούνε στη Γερμανία και σε πλατύτερους κύκλους πού το σωστό και πού το μη σωστό της φιλονεικίας.{20}
Οι δυτικοί φιλόλογοι οι ειδικοί του νεοελληνικού κλάδου δήλωσαν ήδη την κρίση τους, οι περισσότεροι μάλιστα απανωτά, μα στην Ελλάδα σα να φοβάνται πως των φιλολόγων αφτών είναι πάρα πολύ σκλαβωμένος ο ψήφος. Τώρα που η δικογραφία συμπληρώθηκε αρκετώτατα, η επιθυμία, φαίνεται, είναι, ας μιλήσουν κι' οι άλλοι γλωσσολόγοι όσοι ακολούθησαν προσεχτικά το δρόμο του γραφικού πολέμου. Δεν έχω καμιά δυσκολία, εγώ τουλάχιστο, να συμμορφωθώ, φυσικά όμως δε μπορώ εδώ να μπω πολύ κατά βάθος σε γραμματικά καθέκαστα.
Ας δούμε πρώτα πώς έφτασαν οι Έλληνες ως στη σημερνή τους γλωσσικιά κατάσταση.
Ο Ελληνικός μεσαιώνας κατεβαίνει ως στα 1821, ως στο σηκωμό του έθνους εναντίον των Τούρκων. Μόλις θεμελίωσε το έθνος δικό του κράτος, πρώτη φροντίδα είταν πώς να δανειστεί τον Εβρωπαϊκό πολιτισμό. Όμως το μάτι του γένους, ενώ πολεμούσε, δεν κοίταζε μοναχά προς τη συνέχρονη δύση, παρά και προς την αρχαία Ελλάδα και το μεγαλείο της. Μα απ' όλα του πολιτισμού τα δώρα που χαίρουνταν ήδη το έθνος τίποτα δεν του θύμιζε τόσο άμεσα τα μυριόδοξα περασμένα όσο η γραφτή του γλώσσα· εκεί δεν έβλεπε έτσι μοναχά τα ίδια πάντα ψηφιά των αρχαίων, παρά και τις ίδιες λέξες και τους ίδιους τύπους. Από τους παλιούς καιρούς δεν είχε ποτές νεκρωθεί, δηλαδή δεν είχε θαφτεί αδιάβαστη και ξεχαστεί στα ράφια. Στους ατέλιωτους εκείνους καιρούς της υλικιάς και διανοητικιάς φτώχιας και του εθνικού κοματιασμού κατόρθωσε να βασταχτεί ως γλώσσα τουλάχιστο του κλήρου.{21} Λίγο πριν την επανάσταση, όταν είχε πια μπει η γλώσσα κάπως βαθύτερα στην πραχτικιά ζωή του έθνους, κανονίστηκε η γραμματική της στο γενικό πολύ καλοστόχαστα με την ενέργεια του σοφού και γνωστικού Κοραή (1748—1833 ) και με των οπαδών του.
Σε μερικά έγινε κάπιος ζυγωμός προς τη λαϊκιά λαλιά.{22} Κλαδέψανε δηλαδή τότες μερικούς κλασσικούς σχηματισμούς ξένους πια του λαού, καθώς τον απαρέμφατο και το μονολεχτικό μέλλοντα, και παραδέχτηκαν τύπους της εποχής. Αλλαγή όμως ριζικιά δε στάθηκε ο κανονισμός αφτός. Καθώς το έθνος έμπαινε στον εβρωπαϊκό πολιτισμό, έπρεπε η γλώσσα του — έτσι θαρρούσε ο κόσμος — όχι μοναχά να συμπληρωθεί ανάλογα και να πλουτιστεί, παρά και να καθαριστεί. Αφτό έγινε λοιπόν με τη βοήθια της αρχαίας. Πήραν τότες όχι μοναχά κλασσικές λέξες και τύπους για ν' αντικρύσουν όπια τυχόν καινούργια ανάγκη πρόβαλλε, παρά με τον ίδιο τρόπο αντικατάστησαν και λέξες ιταλικής ή τούρκικης πηγής ανακατεμένες από πριν· μάλιστα στον κλασσικό ζήλο θυσιάστηκαν κιόλας γνήσιες λέξες εθνικές που είχε παραλάβει η γραφτή από τις ντοπιολαλιές και που σμίγανε μαζί τους τα παρόντα. Αφού η τεχνητή αφτή γλώσσα μπάστηκε ως επίσημη των υπαλλήλων, του στρατού κτλ., προχωρούσαν ολοένα έτσι τα πράματα ως στα 1880, όταν εδώθες προβάλανε ριζοσπάστες, μα σύγκαιρα κι' εκείθες βγήκε φωνή από το στόμα των αντιπάλων τους των πιο τουλάχιστο στοχαστικών, «Μη πια πιο πίσω προς την αρχαία!» {23}
Τώρα, έφκολο είναι να λες πως, άμα τέλιωσε η Επανάσταση, όταν πες τα πάντα μέσα στο νιο το Κράτος και στην Κοινωνία είτανε να ξαναχτιστούν, πως παρουσιάστηκε αμέσως τότες κατάλληλη στιγμή προς σκόπιμο ξαναταιριασμό λαϊκιάς και γραφτής γλώσσας. Ως τότες ολόκληρους αιώνες, εξόν τον κλήρο, μόλις έβρισκες μια περιορισμένη χουφτίτσα διαβασμένους που αληθινά ήξεραν {24} τη γραφτή και την όριζαν. Αντιπρόσωπος τίποτα λογοτεχνιάς της προκοπής ή λαοπαιδείας θρεμένης από τέτια λογοτεχνιά το γλωσσικό αφτό είδος δεν είταν· και αφού μήτε σήμαινε ως καθημερνή λαλιά των γραμματισμένων, μπορούσε τότες η Κυρά Καθαρέβουσα — έτσι τη λεν τη γραφτή τους οι Έλληνες — με θάρρος να ξερριζωθεί. Το έθνος κάτεχε πολύτιμη δημοτικιά ποίηση, τραγούδια που και στη Δύση τα πρόσεξαν^ να, κι' ο ίδιος ο Γαίτες τους έδειξε ζωηρή συμπάθεια μεταφράζοντας κάμποσά τους γερμανικά. Η γλώσσα τους είταν κι' είναι κάπως μεσιανή, {25} είδος που έφκολα μορφώνεται με το ταξίδι των τραγουδιών από τόπο σε τόπο. Εδώ λοιπόν βρισκότανε πρόχειρο φυσικό θέμελο Νεοελληνικιάς γραφτής, αφού δα μάλιστα προς λεξικό πλουτισμό και μέρος προς συνταχτικό ψιλοδούλεμά της μπορούσανε να χρησιμεφτούν αρκετά στοιχεία της παλιάς γραφτής. {26} Το να μην έγινε τότες τέτιο ξανάχτισμα δεν είναι παρά φυσικό. {27} Ο κόσμος μέσα κι' όξω βούηζε αρχαία Ελλάδα. Καρτερούσε από τους Έλληνες και το καινούργιο τους βασίλειο έναν οργασμό όπως γρικήσανε οι προγόνοι τους αμέσως μόλις τέλιωσαν οι Περσικοί πόλεμοι. Όχι η δημοτική όμως, παρά η πατροπαράδοτη γραφτή {28} τους φάνηκε τότες των Ελλήνων πιο άμεσα πώς έδενε τα τωρινά με τα ξακουστά περασμένα, η γραφτή εκείνη που είτανε δα κιόλας διάλεχτος της Καινής Διαθήκης. {29} Πώς ν' απαιτούσες τότες θυσία τέτιου κληρονομικού θησαβρού; Έπειτα μην ξεχνούμε και τούτο. Ως προς τη γλωσσικιά ιστορία, μάλιστα με τι τρόπο στέκουνε μεταξύ τους λαϊκιά και γραφτή γλώσσα, βασίλεβαν τότες και στους πολιτισμένους ακόμα λαούς ιδέες σύθολες και μπερδεμένες. {30} Ζητάς πάρα πολλά, αν απαιτείς πως έπρεπε από τότες οι Έλληνες να ωφεληθούν τα μαθήματα τα πορίσιμα από των άλλων λαών τη γλωσσικιά και λογοτεχνικιά ιστορία.
Μήτε πρέπει να παρακαταδικάζουνται οι Έλληνες για το τόσο μελετημένο κι' υπερβολικό σπρώξιμο της καθαρέβουσας προς την αρχαία που χαραχτηρίζει αφτής της γλωσσικιάς μορφής τον ξετυλιγμό κατά τον πριν αιώνα. {31} Τέτιες αρχαιοπετριές δεν έλειψαν ούτε από τους πολιτισμένους λαούς της Εβρώπης ούτε καν από μας τους Γερμανούς, αν και, εννοείται, πουθενά δεν παρατεντώθηκαν ως σε τέτιο μάκρος και τόσο συστηματικά.
Α θες όμως σωστά να καταλάβεις τη σημερνή θέση, πρέπει τώρα να λογαριάσεις ακόμα και τούτο. Οι ρωμέικες ντοπιολαλιές φύλαξαν καθόλου το υλικό τους όπως το είχαν αιώνες πριν· ως τόσο με τον ξαπλωμό της παιδείας από τον καιρό των Τούρκων λέξες κάθε λογής χώθηκαν μέσα τους από την επίσημη γραφτή. Μα και πάλι με όσα της ιστορίας της Καθαρέβουσας είπαμε, το χάσμα το μεταξύ της και των ντοπιολαλιών στο γενικό κατάντησε φυσικά ακόμα πλατύτερο. {32} Η γραφτή, όπως βασιλέβει στα γραφεία, στον τύπο, στην επιστήμη κτλ., δεν είναι — όπως δεν είναι κανενός λαού — κάτι ολότελα ομιόμορφο, παρά ως σε μια γραμμή αλλάζει κατά το γραφιά και το αντικείμενο. Τώρα, ως προς την καθημερνή λαλιά των γραμματισμένων μέσα στις χώρες, στην αρχή παραξενέβει που άλλοι βεβαιώνουν πως μιάζει πολύ της γραφτής — αφού και πήγασε από τη γραφτή, όπως προσθέτουν — και που άλλοι αντίθετα τονίζουν πως κανείς ποτές του δε μιλεί όπως γράφει, πως σωρός συστατικά της γραφτής — μερικοί τύποι κι' άπειρες λέξες — δεν υπάρχουν παρά στο χαρτί και στα ρητορικά δίχως να περνούν άλλη φορά και τα πιο σοφά τα χείλια, πως η συνηθισμένη των γραμματισμένων γλώσσα βρίσκεται σημαντικά ακόμα εντός του κύκλου της απλοϊκιάς λαλιάς κτλ. Το σωστότερο κι' αληθινό είναι φυσικά τούτο, πως η κοινή αφτή γλώσσα παντού ανεβοκατεβαίνει ποικιλώτατα, το συμμορφωτικό της όμως πάντα μένοντας τέτιο ώστε οι χώρες παντού στην Ελλάδα και στην Τουρκιά να συναγρικιούνται δίχως καμιά δυσκολία. {33} Το πως ο τύπος αφτός, όπως μας λεν, πήγασε από τη γραφτή παράδοση είναι, το λίγο λίγο, φαντασία. Γιατί στους καιρούς όταν ο τύπος αφτός βλάστησε και ξάπλωσε, κάθε Ρωμιός, όπως και σήμερα, μάθαινε πρώτα να μιλά όχι στο σκολιό, παρά στο γονικό του σπίτι. Τώρα, α φανταστείς μια μεσιανή φτιασμένη με το μέσο κάθε χωραΐτικης λαλιάς, είναι φανερό πως αφτή στο δέκατο έννατο αιώνα ως σήμερα πάντα αλάργεβε από τη δημοτική προς τη γραμμή της επίσημης γραφτής (Δες Χατζηδάκη σελ. 15 «Ότα διο λέξες, διο σύνταξες, διο γραμματικούς τύπους κτλ. στα καλύτερα σπίτια και στην αρχοντικώτερη «κοινωνία τους μεταχειριζόμαστε το ίδιο, τότες προτιμάμε είτε λαλώντας είτε γράφοντας εκείνον που μας συνεδένει με την εκκλησιά μας και τα περασμένα μας». {34} Σελ. 35 «Μπορώ ένα σωρό λέξες να αναφέρω που, αν και πασίγνωστες άλλοτες της λαλιάς, τώρα ξαφανίστηκαν ολότελα, και στον τόπο τους άλλες παρμένες από την καθαρέβουσα κατάντησαν παντού κοινό νόμισμα· {35} και σημείωσε, δεν εννοώ λέξες υπαλληλικές, επιστημονικές κτλ., παρά λέξες ολότελα της καθημερνής ζωής». Και σελ. 47 «Πλήθος λέξες και μερικοί τύποι από τη γραφτή παράδοση μπήκανε στην καθημερνή λαλιά και χωνέφτηκαν· όμως ανάποδα, αν εξαιρέσεις τη σύνταξη την πιο απλή, λιγώτερα στοιχεία από τη στοματικιά παράδοση παράλαβε ως τώρα η γραφτή.» Κι' είναι ξάστερο ακόμα πως έτσι έπρεπε να γίνει. Πρώτα, είναι τούτο φυσικιά κατάντια του καλοκαρδιστικού ξαπλωμού που πήρε στην Ελλάδα η παιδεία. {36} Έπειτα, έχουμε ακόμα την καλή μας ξυπασιά. Του Έλληνα του φαίνεται η επίσημη γλώσσα όχι μονάχα «σεβαστή, και σα να πούμε, έκλαμπρη» {37} (Χατζιδ. σ. 22, αίστημα που μάλιστα το προξενεί η εκκλησιαστικιά παράδοση, {38} παρά συγκριτικά με τις ντοπιολαλιές του φαίνεται και σαν αρχοντικιά και ως μόνη άξια αθρώπου μορφωμένου. {39} Κόπους και κόπους στοιχίζει το ναν τη μάθει κανείς σωστά, και λοιπόν δε θέλει τέτιο θησαβρό μοναχά με το κοντύλι να σου τόνε βγάζει στο φως. Έτσι ο μορφωμένος Έλληνας τη λαϊκιά λαλιά τη λογαριάζει πρόστυχη, χοντρή, χυδαία.
Οι κάθε λογής ζημιές που έπαθε ως τώρα ο Ελληνικός πολιτισμός με το σημερνό γλωσσικό του σύστημα, και που θα πάθει ακόμα α γλήγορα δε βρεθεί γιατριά, είναι κατά βάθος ξηγημένες μέσα στου Κρούμπαχου το βιβλίο. Εδώ κι' εκεί ίσως ο Κρούμπαχος τα πάρα βλέπει σκοτεινά, {40} κι' από ζήλο προς την ιδέα κάπου καταδικάζει πάρα πολύ βαριά τους Έλληνες· μα ως προς την ουσία έχει δίκιο. Χεροπιαστό άξαφνα είναι το πως, επειδής είναι τόσο δύσκολος ο ξεσκολιασμός της γραφτής, μάλιστα με τέτια δύσκολη ορθογραφία (όπιος μαθαίνει διάβασμα και γράψιμο πρέπει ένα σωρό πράματα να φορτώσει το νου του που μοναχά στη γραφή υπάρχουν και που σήμερα της λαλιάς της είναι περιττά, καθώς την ψιλή και δασεία, τους τρεις τόνους, τις χρονικές των φωνηέντων διαφορές, τους διφτόγγους, τα διπλά σύφωνα κτλ. Πουθενά δε συγκινάει τόσο των Ελλήνων η λατρεία προς το έργο των προγόνων τους όσο σ' αφτή την αφτάπαρνη επιμονή σε γραφικές συνήθιες που εδώ και 1500 χρόνια κατάντησαν άσκοπες), χεροπιαστό είναι, λέω, πως έτσι άλλοι σπουδαίοι διδαχτικοί κλάδοι περιορίζουνται σημαντικά, και πως η καθαρέβουσα φταίει — αν και ίσως όχι μόνη — που η Ελληνική λογοτεχνία δεν έχει ως τώρα μήτε ένα να δείξει καλλιτεχνικά ξετελιωμένο έργο. {41}
Οι Συντηρητικοί στην Ελλάδα το πιο συχνά δεν παραδέχουνται παραλληλισμούς με τα γλωσσικά περιστατικά άλλων πολιτισμένων λαών, κι' ως προς μερικά καθέκαστα έχουν αληθινά δίκιο. Ως τόσο, οι ίδιοι δε δυσκολέβουνται να παραπέμψουνε σε παραδείγματα καθώς της Ελβετίας και της χαμηλής Γερμανίας, για να δείξουν πως χωρίς βλάβη πολιτισμού και κοινού καλού κάπια πλατύτερη διαφορά δημοτικής και γραφτής μπορεί να σταθεί. Όμως κι' αφτός ο παραλληλισμός κάλια ας μένει στην άκρη. Σ' αφτούς τους τόπους — της Γερμανίας έχω στο νου μου κυρίως το Μεκλεμπούργο — κανείς μορφωμένος δεν κοιτάζει καταφρονητικά κι' ακατάδεχτα τη δημοτική του· στην Ελβετία μάλιστα όχι μοναχά στα σαλόνια, παρά και σε πολιτικά σωματεία μιλούν αλλεμανικά. {42} Ναι, δε λέω, μολονότι κι' εκεί με τη διγλωσσιά δυσκολέβουνται των παιδιών τα γράμματα, μολονότι τη δημοτική τους οι μορφωμένοι την αγαπούν, όμως κανείς δε φαντάζεται ν' ανεβάσει σε γραφτή τη γλώσσα των απλοϊκών αθρώπων και να καταργήσει την ανωγερμανική. Γιατί; Γιατί αφτός ο τύπος πέρα πολύ από της Ελβετίας και του Μεκλεμπούργου τα σύνορα χαίρεται αφιλονείκητο κύρος, κι' είναι αντιπρόσωπος και μεσολαβητής ποικίλης και πολύτιμης διανοητικιάς αγωγής που σύνολες τις φυλές όσες τον παραδέχτηκαν ως γραφτή τις ωφελεί αδιάκοπα με τον ίδιο τρόπο. Ανίσως δεν είταν έτσι, αν η σημερνή ανωγερμανική είταν περιορισμένη εντός του Ελβετικού ας πούμε νομού και μόλις τώρα πρόβαλλε ως γλώσσα λογοτεχνικιά, τότες ο κόσμος θαν τους παρακινούσε δυνατά ναν την ξαπολύσουν και να γράφουν αλλεμανικά, και δεν έχει λόγο τη συβουλή θαν την άκουγαν. Ελληνική όμως γραφτή δεν είναι ανάλογα επίσημη και γειτονικών πολιτισμένων κρατών· μάλιστα, πριν κηρυχτεί απαραίτητη, πρέπει δα πρώτα να δείξει ίσως περγαμηνά ως γλώσσα σημερνού πολιτισμού!
Μήτε μπορείς πάλι να ισχυριστείς — όχι βέβαια — πως η καθαρέβουσα ως τώρα ζημίωσε και τίποτα άλλο. Τέτιος ισχυρισμός θα είταν το ίδιο ανόητος όσο αν έλεγες πως η λατινική στο μεσαιώνα, ότα στους ρωμανικούς τόπους κρατούσε πίσω τις φυσικές γλώσσες των λαών, δεν προξένησε παρά βλάβη. {43} Η καθαρέβουσα μετάφερε ως τώρα από τη δύση στην Ελλάδα πολλά και σημαντικά μορφωτικά δώρα, και μοναχός ισχυρισμός μας είναι αφτός, πως μερικές βαθιές πληγές και φάγουσες στην Ελλάδα δε γιατρέβουνται όσο βασιλέβει τέτιας λογής διγλωσσιά. Σήμερα λοιπόν ένα υπάρχει ζήτημα, τούτο· είναι καθόλου πραχτικό ακόμα να ξαναμπούν οι Έλληνες τώρα στα σωστά νερά ύστερα από πες ενός αιώνα στραβόδρομο ταξίδι; αν είναι πραχτικό, πώς πρέπει να βαλθούνε;
Με τούτο έρχουμαι στο πιο αδύνατο μέρος της τελεφταίας συγραφής του Χατζιδάκη. Θέλει ναι να φραχτεί ο πιο πέρα αρχαϊσμός της γραφτής, {44} μα έπειτα πιστέβει πως πρέπει ν' αφεθούν τα πράματα κι' ας παν όπως πάνε, αφού των Ελλήνων τους αρέσει η σημερνή τους γραφτή και με πελώρια πλειοψηφία καταδίκασαν τους «Προδεφτικούς». {45} Νομίζει λοιπόν και πως το ζήτημα αληθινά λύθηκε τώρα και πια δε μένει σήμερα παρά να καταλάβουμε πια τα περιστατικά και πώς γεννήθηκε ο τωρινός τύπος της γραφτής. {46} Φοβούμαι, ο εξαίρετος λόγιος δεν καλοξάνοιξε μια σημαντικιά διαφορά γραφτής γλώσσας και δημοτικής. Τη δημοτική ο κόσμος την αφίνει μοναχή της, και δε γίνεται αλλιώς. Αντίθετα, η γραφτή με κάθε τρόπο χρειάζεται φροντίδα. Είναι μηχανισμός προς όφελος του συνόλου των πολιτών. Έχει κι' ο λαός ο κάτου δικαίωμα ώστε ναν του γίνουνται εφκολοζύγωτα του μηχανισμού τα καλά, εντός τουλάχιστο του κατορθωτού. Αν το τωρινό λοιπόν γλωσσικό σύστημα στην Ελλάδα είναι σακάτικο, όπως κι' ο Χατζιδάκης παραδέχεται — τουλάχιστο πλάγια — τότες πρέπει ο κόσμος πάντα και παντοτινά να πολεμάει πώς το σύστημα να ματασιαστεί. Τι κι' αν «η πλειοψηφία των Ελλήνων» σήμερα — δηλαδή η πλειοψηφία των κατόχων, της γραφτής, που είναι του συνόλου λαού μειοψηφία — δε διακρίνει πως το έθνος βρίσκεται σε δρόμο στραβό; Αφτό δεν αποφασίζει το παραμικρό. Ριζικός ξαναμορφωμός ανάγκη να κυνηγηθεί ξανά και ξανά, και λόγος καθώς «Πολύ αργά!» δεν πρέπει να ξεστομίζεται. Το πώς ο Ψυχάρης ως τόσο κ' οι συντρόφοι του καταπιάστηκαν πρώτοι τέτιο ξαναμορφωμό κι' άνοιξαν καινούργια ιδέα, αφτό είναι και θα μείνει αξέγραφτη δούλεψή τους, όσο στρεβλή κι' αν προτείνουνε γιατριά.
Στην Ελλάδα, το ξέρω, μερικοί πιστέβουν πως η καθαρέβουσα θα ρουφήξει με τον καιρό κάθε ντοπιολαλιά κι' έτσι τότες μονάχη της θα μορφωθεί η χρειαστή μονογλωσσιά. Πως αφτού μπορεί ίσως το πράμα να τελιώσει αν ο κόσμος δουλέβει μελετημένα προς τέτιο σκοπό, φυσικά κανείς δεν αντιλέει. Μήτε ως επιχείρημα θ' αντιτάξω το πως, αν αφτό αληθέψει, ο κόσμος θα δει φαινόμενο άγνωστο ως τώρα της ιστορίας κάθε άλλου λαού. Όμως ξάστερα πρέπει να νοηθεί τούτο, πως για το φτάσιμο στο σκοπό με τέτιο στρατί πρέπει να λογαριάσεις δουλιά αιώνων τουλάχιστο, {47} εξόν αν από σήμερα κατόρθωνες να σφαλίσεις τους χωρικούς μέσα στις χώρες ώστε ναν τους καθαρογλωσσίσεις όσο χρειάζεται.
Ο Χατζιδάκης κι' ο Κρούμπαχος είναι ένα — κι' είμαι κι' εγώ της ίδιας γνώμης — ως προς τούτο, πως η θεωρία των ριζοσπαστώνε από τους Προδεφτικούς (καθώς του Ψυχάρη, του Πάλλη, και λοιπών) που άρον άρον ξεγράφουν την καθαρέβουσα ως γραφτή και στον τόπο της θρονιάζουν άλλη, αγνή δημοτική, είναι λάθος. Οι ριζοσπάστες αφτοί το παραξηλώνουν. Τα πράματα σήμερα προχώρησαν τόσο, που ο ξαναμορφωτής δε μπορεί καλά καλά να πλάσει πια από υλικό αδούλεφτο, γιατί η γραφτή στην Ελλάδα τον περασμένο αιώνα ξάπλωσε σημαντικά και μ' ένα φετφά δεν τη σβύνεις έτσι όπως αγαπάς. Χρειάζεται λοιπόν κάπιος συβιβασμός, όμως συβιβασμός όπου βέβαια η αφεντιά της — η Καθαρέβουσα — πρέπει από το θρόνο της πολλά σκαλοπάτια να κατεβεί. Ως προς το φτογγολογικό, το τυπικό, και τα κυριώτερα ακόμα του συνταχτικού, πρέπει ο κόσμος ν' ακολουθήσει τη ζωντανή δημοτική, ώστε της γραφτής, όσο γίνεται, ναν της ζωντανέψει ξαναρχής ο οργανισμός. Στο γιόμισμα όμως των καθέκαστα, μάλιστα ως προς το λεξικολογικό θησαβρό, δεν πρέπει η διανοητικιά δουλιά που ξοδιάστηκε κι' αποθηκέφτηκε στην καθαρέβουσα να μείνει άχρηστη· μοναχά κάθε περιττός αρχαϊσμός πρέπει, κοντά στη γνώση, ολότελα να παραμεριστεί. {48} Τα ίδια απάνου κάτου προτείνει κι' ο Κρούμπαχος (σελ. 130 κι' εξής).
Αντάμα τους όμως πρέπει να βαδίσει και θεωρητικιά διδαχή — πρώτα πρώτα του δασκαλικού κλάδου του ίδιου — γενικά ως προς την ουσία και τη ζωή των γλωσσών και ειδικά ως προς την οικονομία των γραφτών ιδιωμάτων, ώστε το ζήτημα στην Ελλάδα να παρατηρηθεί κάπως πιο αντικειμενικά και να νοηθεί η ανάγκη ριζικού ξαναμορφωμού.
Μα πιος όμως μπορεί να κυβερνήσει ιδέες κι' αιστήματα λαών, όταν κρίνουνται ζητήματα τόσο απαλά και δυσκολομέτρητα με διαβήτη; Ίσως — δε λέω — γλήγορα φέρουν αλλαγή στην Ελλάδα οι άντρες οι γνωστικοί, οι μόλις μια χουφτίτσα τώρα, μάλιστα αν κανένα γλωσσοδύναμο κοντύλι, κανείς θεοπροίκιστος λογοτέχνης φανεί σύντροφός τους· ίσως όμως πάλι στέρξει καιρό ακόμα ο κόσμος της Κυρά Καθαρέβουσας το ζυγό. Τούτο δυστυχώς φαίνεται και πιο πιθανό, ότα θωρείς πόσο ξέγνιαστα καθαρεβουσίζει των γραμματισμένων το πλήθος. Ας ελπίζουμε λοιπόν, τι άλλο;
Σποριάς 1906. i} Στην Ελλάδα το να βγει η κοινή από ντοπιολαλιές νομίζεται μεγάλο ψεγάδι και ντροπή. Πολύ συχνά μας το χτυπούν.
2} Στην Ελλάδα η κοινή δε γράφεται διόλου εξόν από τους δημοτικιστάδες. Η συνηθισμένη γραφτή δεν είναι η κοινή, παρά το περισσότερο σωρός νεολογισμοί βγαλμένοι από κλασσικά Λεξικά και Γραμματικές.
3} Το κείμενο Schriftsprache. Μου φαίνεται παραδρομή αντίς Gemeinsprache.
4} Αφτό δεν το παραδέχονται στην Ελλάδα. Οι αλλαγές από τη κλασσικιά που παρουσιάζει η σημερνή γλώσσα νομίζουνται αποτέλεσμα σκλαβιάς. Μήτε όσοι ξέρουν το σωστό φωτίζουν πάντα τους άπειρους. Κάπου είδα και σ' ένα άρθρο του Χατζιδάκεως πως τη σημερνή γλώσσα τη χρωστούμε στις εθνικές μας συφορές.
5} Στην Ελλάδα γίνεται ανάποδα. Την απόσταση της γραφτής από τη ζωντανή γλώσσα οι γραμματισμένοι καταγίνουνται ναν τη φαρδήνουν. Όσους πολεμούν αφτή την ανοησία τους ονομάζουνε με διάφορα επίθετα, όλα διαλεχτά, δηλαδή μουρλούς, οξωφρενικούς, προδότες, χυδαίους, αγράμματους, πλερωμένους κτλ. Μια Κυρά τώρα ύστερα τους είπε και απορηγμένους των σκολιών.
6} Στην Ελλάδα προτιμούν το ανάποδο, να ρήχνει δηλαδή η λαϊκιά λαλιά από τον πλούτο της, να πεταχτεί μάλιστα, αν είναι δυνατό, ολόκληρη στο κάρο και ν' αντικατασταθεί με την αρχαία. Έτσι λεν πώς καλύτερα να μη λέμε ψ ω μ ί παρά ά ρ τ ο ς κτλ.
7} Τα ακούτε, κυρά και κύριοι; Η διγλωσσία, λέει ο καθηγητής Brugman, προβάλλει όταν ξ ε π έ φ τ ο υ ν τα έθνη. Μια φορά, θυμούμαι, ο Βικέλας με ρώτησε «Και γιατί τάχα να μην έχουμε διγλωσσία;» κι' από τότες ο πατριωτισμός του καταγίνεται ναν την παντοτινέψει. Κρίμας στον άθρωπο! Εδώ καιρός, επειδής έτυχε λόγος, να παραπέμψω το Βικέλα στα λόγια του Χαντζιδάκεως σελ. 448. Βεβαιώνει δηλαδή πως του είπε ο Βικέλας «Παρατηρώ ότι όσοι εν τη αλλοδαπή Έλληνες καταφέρονται κατά της γλώσσης «ημών, έχουσι κατά το μάλλον και (γρ. ή) ήττον απομακρυνθή από των «ημετέρων ηθών και εθίμων, από των ημετέρων ακολουθιών εν τη εκκλησία, «από της ημετέρας καθόλου μάνδρας.» Αφτό δεν το πιστέβω· αδύνατο να κατάντησε ως αφτού ο Βικέλας. Ως τόσο σωπαίνει Όπως σωπαίνει κι' ο Λάμπρος, αν και ξέρει πώς ο Χαντζίδακις έγραψε σελ. 842 «Το ότι ο κ. Λάμπρος διαλαμβάνων ποτέ περί των γυναικών παρ' Ομήρω απήγγειλεν ως περίεργον και χάριν γέλωτος ίσως ολίγους στίχους κατά την… εκχυδάισιν των Ομ. επών υπό του κ. Πάλλη, τούτο ουδέν θαύμα. Ηθέλησε πιθανώς να ψυχαγωγήση το ακροατήριον.» Θε μου, τι δείλια!
8} Και τι άλλο έγινε στους Βυζαντινούς καιρούς; τι άλλο γίνεται στην Ελλάδα ακόμα σήμερα;
9} Αφτό εφαρμόζεται λέξη λέξη στην Ελλάδα.
10} Αφτά λέμε κι' εμείς οι μουρλοί, εξωφρενικοί, προδότες, χυδαίοι, αγράμματοι, πλερωμένοι κτλ. (και απορηγμένοι των σκολιών, όπως μας είπε τώρα ύστερα μια αρχόντισσα που ξεσκόλιασε όλα τα σκολιά και τα πανεπιστήμια.)
11} Κι' αφτά τα φωνάζουμε εμείς οι προδότες.
12} Αφτό προσπαθούμε οι πλερωμένοι.
13} Αφτό έγραψε ολόκληρη φυλλάδα από 400 σελίδες ναν το αποδείξει ένας μουρλός και απορηγμένος της αρχόντισσας που λέγεται Φωτιάδης (τίποτα περισσότερο).
14} Το ιταλικό παράδειγμα είναι κλασσικό και χεροπιαστό. Μα ο Χαντζίδακις (ή ο Σκιάς) λέει «ας αφίσουμε τα ξένα παραδείγματα, δεν υπάρχει αναλογία.» Ως τόσο καπότες παραπέμπει σε ξένα παραδείγματα αν τα θαρρεί βοηθητικά του. Ο συλλογισμός του, φαίνεται, είναι σαν τέτιος «Δε βλέπετε πως η ιστορία συνηγορεί μαζί σας; Άρα η ιστορία δεν αξίζει ως προς το ζήτημά μας. Ένα διο μοναχά ιστορικά, το τάδε και τάδε, αξίζουν κ' απόδειξη πως αξίζουν είναι ο ταιριασμός τους με τη δική μου (εμένα του Χαντζιδάκεως) τη θεωρία.»
15} Δε νομίζω, θεωρητικά ως προς το γλωσσικό ζήτημα ο Σκιάς είναι πολύ καλύτερα αρματωμένος (όπως το ξέρει ο Χαντζίδακις, αν και πολύ λίγο θυμάται του Σκιά το βιβλίο). Συζητά μ' αρκετή τέχνη και δύναμη, γράφει κι' αθρωπινά· δε στριγγλίζει σα χοίρος του Σικάγου. Πραχτικά πάλι — ως λογογράφος στην καθαρέβουσα — πώς μπορεί ο Χαντζίδακις να συγκριθεί με το Βερναρδάκη; Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Η αρχή της Εισαγωγής του (παρμένης σωπηλά από ένα άρθρο του Γεννάδιου) στην «Απάντησιν εις τα του Κρουμβάχερ» σελ. 314 πάει έτσι «Πολλάκις συνέβαινε κατά τους ευκκλεείς χρόνους της αρχαίας Ελλάδος, οσάκις (sic) δύο Ελληνίδες πόλεις «ήριζον προς αλλήλας ή οσάκις (sic) αι πολιτικαί μερίδες τινός πόλεως «περιήρχοντο εις έριδας, να προσκαλώσιν εξ άλλης πόλεως κτλ.» Τι πομπωδικώτερο μπορεί να υπάρξει; Κάθε λογογράφος της προκοπής το πολύ πολύ θα έγραφε «Πολλάκις συνέβαινε κατά τους ευκλεείς χρόνους της αρχαίας «Ελλάδος, όταν δυο πόλεις ή αι πολιτικαί μερίδες τινός πόλεως ήριζον, να «προσκαλώσιν εξ άλλης πόλεως κτλ » Στην κλασσικάδα του ο σ ά κ ι ς μάλιστα θυσιάστηκε κι' η ιστορικιά αλήθια.
16} Πώς είναι κεφαλή; Θ' απορήσω πολύ, α με βεβαιώσουν πως ο Βερναρδάκης, ο Βλάχος, ο Βικέλας, ο Λάμπρος, ο Πολίτης, ο Βοσπορίδης, ο Άννινος, ο Δροσίνης, ο Πυλαρινός, ο Προβελέγγιος κτλ. τον παραδέχουνται αρχηγό. Το πολύ πολύ ας είναι αφτός κι' ο Μιστριώτης αμοιβαίοι αρχηγοί μεταξύ τους.
17} Υπερβολικώτατος μάλιστα. Δεν ξέρω κανέναν υπερβολικώτερο. Λέει ίσως πώς δεν είναι υπερβολικός — επειδή καλό το επιχείρημα — μα το ύφος του κηρύχνει άλλα. Παράδειγμα το μέρος της εισαγωγής του που ανάφερα πριν. Ή πάρε άλλο παράδειγμα κι' από το τέλος του βιβλίου του σελ. 819 «ότι α ν ε ν ή ψ α μ ε ν εκ του ληθάργου της δουλείας και α ν έ σ τ η μ ε ν «εκ του βυθού αυτής ακριβώς ένεκα του παρελθόντος τούτου, ότι προς αυτό «ως προς πολικόν αστέρα α ε ί αποβλέπομεν κτλ.» Με τέτιες φράσες είναι πλημμυρισμένα τα βιβλία του. Από κλασσικό ζήλο μάλιστα συνεπαίρνεται καμιά φορά και σε σολοικισμούς ακόμα. Πρβ. σελ. 774 «ερωτάτε αν (==εί) δ ύ ν Ω μ α ι.» Άπολλον αποτρόπαιε! Όλος ο άλλος κόσμος λέει σωστά «ερωτάτε αν δύνΑμαι.»
18} Κατά του Χαντζιδάκεως όμως τη γνώμη, το βιβλίο είναι ρητορικό
19} Απαράλλαχτα, δυστυχώς. Και με τι παιδιάτικες σοφιστείες προσπαθεί ο Χαντζίδακις ν' αποδείξει τον Κρούμπαχο μισέλληνα! Σελ. 83 του γερμανικού του βιβλίου λέει «Λοιπόν μίσος προς τη γραφτή μας γλώσσα, άρα (μίσος) «και προς όσους τη γράφουν και λαλούν, δηλαδή προς τη μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων κτλ., να με τι μέσα ξέτασε ο «Κρούμπαχος το γλωσσικό μας ζήτημα». Για τέτιες λοιπόν πρόστυχες και σιχαμένες σοφιστείες έγινε η θεία του Πλάτωνα γλώσσα, που στ' όνομά της ο Χαντζίδακις ως Πρύτανης ζητούσε προχτές το έλεος της εβρωπαϊκιάς επιστήμης; Τέτιες ξαδιαντροπιές, ότα βγαίνουν από Πρύτανη και πειράζουν άντρα παντογερμανικιάς τιμής και φήμης, είναι θετικιά συφορά πανελλήνια.
20} Οι ξένοι με το Χαντζίδακιν αξίζουν κατά τη φορά· είναι πολύτιμοι, όταν η γνώμη τους τόνε βοηθά, «ανάξιοι λόγου όταν το αντίθετο. Όταν αρχίσαμε το γλωσσικό πόλεμο με τον Κόντο, ο Χαντζίδακις μας παρουσίασε επιχείρημα υπέρ του Κόντου το πώς ο Nauck τον παίνεσε ως ε λ λ η ν ι σ τ ή. Τώρα ύστερα παράπεμψε και στη γνώμη του Loti, μάλιστα κι' αφού ο Loti ξηγήθηκε πώς είχε κοροϊδέψει. Χαραχτηριστικό είναι ό,τι λέει για το Βιλαμόβιτς σ. 308. Η γνώμη του Βιλαμόβιτς δηλαδή είναι σοφή ως εκεί που συφωνά μαζί του· τ' άλλα του δεν είναι παρά «απήχησις (!) των από «τινος χρόνου γραφομένων υπό πολλών και διαφόρων.» Με άλλους λόγους, είναι παππαγάλλος ο Βιλαμόβιτς! Τον Κρούμπαχο τον ύψωσε ως στα ουράνια μια φορά· τώρα μας λέει πως αποσαίρνει τον πανηγυρικό του. Σελ. 519. Σας λέω, παιδιά, είναι κίντυνος εθνικός τέτιος πρόστυχος άθρωπος όταν παρουσιάζεται αντιπρόσωπός σας στους ξένους, γιατί οι ξένοι δεν τον ξέρουν ίσως πως είναι αφτοχειροτόνητος.
21} Πολύ λιγώτερο, νομίζω, παρ' ό,τι η λατινική στη δύση, γιατί οι κληρικοί μας τότες, εξόν λιγούτσικοι, είταν πες αγράμματοι· μόλις ξέρανε να κουτσοδιαβάζουν.
22} Η γραφτή ή επίσημη γλώσσα από τους αττικιστικούς καιρούς ως σήμερα στάθηκε πάντα ανακατεμένη υ π ε ρ β ο λ ι κ ά. Και κοντά στο νου, αφού ο κόσμος μιλούσε άλλη και σπούδαζε άλλη πολύ διαφορετικιά. Παράπονα υπάρχουν από την εποχή του Πλουτάρχου και του Λουκιανού. Το ανακάτωμα άλλαζε κατά τους καιρούς. Λίγο πριν την εποχή του Κοραή το ανακάτωμα της γραφτής άρχισε σημαντικά να γέρνει π ρ ο ς τ η δ η μ ο τ ι κ ή, όπως δείχνουν τα από το Αμστερδάμ χαριτωμένα γράμματά του εμπορικού βοηθού του Κοραή που βγήκανε στο περιοδικό «Παρνασσός.» Η επιρροή όμως του Κοραή θαλάσσωσε τα πάντα. Σταμάτησε το δρόμο τον προς τη δημοτική, γιατί ο καημένος ο Κοραής, αντίς να ρυθμίζει τα αρχαία στοιχεία προς τα δημοτικά, ρύθμιζε ανάποδα τα δημοτικά στοιχεία προς τα αρχαία. Έπειτα έστησε και συστηματικό διωγμό των ξένων λεξώνε, χωρίς να λογαριάσει 1) πως οι κατοπινοί του θα τραβούσαν πολύ μακρύτερά του (παράδειγμα ο Χαντζίδακις) και θα κλάδεβαν κάθε λέξη μη κλασσικιά, και 2) πως δεν της σύφερνε της γλώσσας να χάσει ρίζες, γιατί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αν η ελληνική έχει ψεγάδια, ένα της ψεγάδι είναι πως πάρα πολύ προσπαθεί να εκφραστεί με παραγωγή και σύνθεση, και πάρα πολύ λίγο με ρίζες. Από την ώρα που ο Βηλαράς έδειξε το σωστό το δρόμο, ο Κοραής μη ακολουθήσοντάς τον στέκει ένοχος καταστροφής μπροστά στην ιστορία. Δίχως του η γραφτή θα είταν ίσως σήμερα αδερφωμένη με τη ζωντανή λαλιά.
23} Υποθέτω, ο κ. Καθηγητής εννοεί το Χαντζίδακιν. Το χείμαρρο όμως του Κόντου τόνε σταμάτησε όχι ο Χαντζίδακις — που ποτές του δεν είχε μήτε έχει αρκετή επιρροή — παρά πρώτα ο Βερναρδάκης με το αθάνατο του βιβλίο «Ψευδαττικισμού Έλεγχος,» έπειτα αποφασιστικά ο Ψυχάρης κι' ο Ροΐδης. Όλους αφτούς τους πολέμησε ο Χαντζίδακις, κι ο κόσμος τόνε λογάριαζε πάντα και τόνε λογαριάζει — όπως και τον αποδείχνει το ύφος του — με τους κλασσικόφωνους τους πιο φανατικούς. Όπιος θέλει ειλικρινά να μην ξαναγυρίσει στην αρχαία, δεν ξεθάφτει λέξες καθώς φ υ λ ο κ ρ ι ν ο ύ μ ε ν κτλ.
24} Εδώ, φοβούμαι, παρουσιάζεται η γραφτή ως χωριστό είδος αφτοΰπαρχτο. Τέτια ποτές δεν είχαμε ύστερα από τους κλασσικούς καιρούς. Των λογιώτατων η γραφτή είταν πάντα ως στα σήμερα ανακάτωμα αφτοδιάλεχτο δημοτικής και αρχαίας, αλλιώτικο κατά τη δημοτική της εποχής και κατά του γραφιά την κλασσικομάθεια.
25} Να λοιπόν που είχαμε, όπως έχουμε και τώρα, κοινή δημοτική.
26} Της αρχαίας Ελληνικής, νομίζω, έπρεπε να πει ο κ. Καθηγητής. Όπως είπαμε, γραφτή γλώσσα ως αφτοΰπαρχτο είδος ποτές δεν είχαμε ύστερα από τους κλασσικούς καιρούς.
27} Φυσικό για τους άλλους, μα όχι για τον Κοραή, αν είταν τόσο σοφός. Να που ο Βηλαράς δε γελάστηκε. Αν ο Κοραής ακολουθούσε το Βηλαρά — άντρα πολύ ανώτερό του — με την πεποίθηση που είχε στη σοφία του το έθνος θα έπαιρνε ίσως το δρόμο που λέει ο κ. Καθηγητής πως μπορούσε τότες να πάρει.
28} Είπαμε πώς πατροπαράδοτη γραφτή ως αφτοΰπαρχτο είδος ποτές δεν είχαμε.
29} Δε νιώθω καλά καλά πως η γραφτή είτανε διάλεχτος της Καινής Διαθήκης. Στα μάτια των αθρώπων των συνέχρονων της Επανάστασης, όπως και στων όχι ειδικών επιστημόνων ακόμα σήμερα, η Καινή Διαθήκη φαίνεται σα γραμένη στην αρχαία κλασσικιά.
30} Ο Βηλαράς είχε αρκετά καθαρή ιδέα. Το γράμμα του που ξανατύπωσαν ο Βλαχογιάνης κι' ο Κρομπάχος το αποδείχνει.
31} Μα πώς; Δεν πρέπει να καταδικάζουνται μήτε ειδικοί γλωσσολόγοι καθώς το Χαντζίδακιν που ακόμα τώρα σπρώχνουν πάντα την καθαρέβουσα προς την αρχαία;
32} Στην Ελλάδα γενικά βασιλέβει η ιδέα πως αφτό το χάσμα στένεψε με το ν' άλλαξε η δημοτική προς την καθαρέβουσα.
33} Γραμματισμένοι κι' αγράμματοι, αφεντάδες και δούλοι, χώρες και χωριά, κάμποι και βουνά, παντού στην Ελλάδα και Τουρκιά, εξαιρώντας λιγώτατα μέρη — ίσως σήμερα καθαφτό κανένα — συναγρικιούνται φυσικώτατα. Με την εφκολώτερη συγκοινωνία και τη μεγάλη του Ρωμιού αγάπη προς τα ταξίδια μορφώθηκε μια κοινή δημοτική και ξάπλωσε πες παντού.
34} Είναι πέρα πέρα στραβά αφτά τα λόγια του Χαντζιδάκεως. Ο Ρωμιός των καλών (;) σπιτιών είναι συνήθως αληθινός Λεβαντίνος (με ιδέες κι' όνειρα κουριέρη και μ' ήρωα αρχηγέτη τον αοίδιμο Καρνάβαλο), και τα εκκλησιαστικά του τα περιφρονεί θαρρώντας τα πρόστυχα. Για τούτο, όπου του είταν πρόχειρο, δίχως ταραχή και πολλή συζήτηση άλλαξε την εκκλησιαστικιά του μουσική, την τόσο μεγαλόπρεπη και σεβαστή, καθώς άλλαξε και της λειτουργιάς του ακόμα τον τόνο προς τον καθολικό. Αν τόσο είταν το σέβας μας προς την εκκλησιά μας, γιατί γιομίζει παιδιά και κορίτσα μας κάθε σκολιό και μοναστήρι Φλάρων και Φλαρισσώνε; Μήτε προτιμά ο Ρωμιός την αρχαία λέξη επειδής τάχα τόνε συνεδένει με τα κλασσικά περασμένα του· την προτιμά, καθώς προτιμά και κάθε γαλλική ή άλλη ξένη λέξη, επειδή δεν είναι της εθνικιάς του λαλιάς, που δεν την καταδέχεται όπως δεν καταδέχεται τίποτα δικό του. Χαραχτηριστικώτατο παράδειγμα είναι η λέξη π α τ έ ρ α ς. Αφτή μας συνεδένει με τα περασμένα μας και την εκκλησιά μας. Ως τόσο, επειδής είναι εθνικιά, των καλών σπιτιών ο Ρωμιός την περιφρονεί, και πια άρχισε σήμερα ναν της προτιμά (μαϊμουδίζοντας τους Φαναριώτες) τη λέξη μ π α μ π ά ς που είναι ΤΟΥΡΚΙΚΗ!!! Και δίνω αφτό το παράδειγμα όχι γιατί εγώ περιφρονώ τις τούρκικες λέξες, κάθε άλλο· παρά γιατί ίσα ίσα αφτές μας λεν οι δασκάλοι πως ο μορφωμένος Ρωμιός φιλοδοξεί να ξεγράψει. Το ίδιο προτιμά το γαλλικό μαμά αντίς μ η τ έ ρ α ή μ ά ν ν α, το madame αντίς Κ υ ρ ί α, το π λ α ζ αντίς Φ ά λ η ρ ο κτλ. Ο Χαντζίδακις αφτά τα ξέρει και δεν έπρεπε έτσι να γελά τους ξένους.
35} Αφτό είναι τρομερή υπερβολή κι' ανακρίβεια. Οι λέξες που σημείωνε ο Χαντζίδακις είναι: κ ά μ α ρ η — δ ω μ ά τ ι ο (ν), μ ό μ π ι λ α - έ π ι π λ α, σ π ετ σ α ρ ί α—φ α ρ μ α κ ε ί ο(ν), κ α ρ έ κ λ α—κ ά θ ι σ μ α, μ π ο υ ν τ α λ ά—β λ ά κ α, σ π ι τ ά λ ι—ν ο σ ο κ ο μ ε ί ο (ν), σ ό μ π α—θ ε ρ μ ά σ τ ρ α. Μια τους μόνη ίσως ξαφανίστηκε, το σ π ι τ ά λ ι. Οι λέξες σ ό μ π α (ποτές της δεν είταν κοινή) και μ ό μ π ι λ α έγιναν κάπως σπάνιες, μα δεν ξαφανίστηκαν ολότελα, όπως βεβαιώνει ο Χαντζίδακις. Οι λέξες σ π ε τ σ α ρ ί α και μ π ο υ ν τ α λ ά ς είναι τόσο γνωστές όσο και οι λέξες φ α ρ μ α κ ε ί ο και β λ ά κ α ς. Η λέξη κ ά μ α ρ η είναι πολύ πιο συνηθισμένη παρά το δ ω μ ά τ ι ο. Η κ α ρ έ κ λ α είναι η μόνη ειδική στη σημασία του chaise, όντας λέξη πασιγνωστότατη και καθημερνή. Κ ά θ ι σ μ α είναι γενικός όρος και σημαίνει καθιστικό έπιπλο.
35} Αφτό είναι τρομερή υπερβολή κι' ανακρίβεια. Οι λέξες που σημείωνε ο Χαντζίδακις είναι: κ ά μ α ρ η — δ ω μ ά τ ι ο (ν), μ ό μ π ι λ α - έ π ι π λ α, σ π ετ σ α ρ ί α—φ α ρ μ α κ ε ί ο(ν), κ α ρ έ κ λ α—κ ά θ ι σ μ α, μ π ο υ ν τ α λ ά—β λ ά κ α, σ π ι τ ά λ ι—ν ο σ ο κ ο μ ε ί ο (ν), σ ό μ π α—θ ε ρ μ ά σ τ ρ α. Μια τους μόνη ίσως ξαφανίστηκε, το σ π ι τ ά λ ι. Οι λέξες σ ό μ π α (ποτές της δεν είταν κοινή) και μ ό μ π ι λ α έγιναν κάπως σπάνιες, μα δεν ξαφανίστηκαν ολότελα, όπως βεβαιώνει ο Χαντζίδακις. Οι λέξες σ π ε τ σ α ρ ί α και μ π ο υ ν τ α λ ά ς είναι τόσο γνωστές όσο και οι λέξες φ α ρ μ α κ ε ί ο και β λ ά κ α ς. Η λέξη κ ά μ α ρ η είναι πολύ πιο συνηθισμένη παρά το δ ω μ ά τ ι ο. Η κ α ρ έ κ λ α είναι η μόνη ειδική στη σημασία του chaise, όντας λέξη πασιγνωστότατη και καθημερνή. Κ ά θ ι σ μ α είναι γενικός όρος και σημαίνει καθιστικό έπιπλο.
36} Δηλαδή, η ψεφτοπαιδεία. Ως στα 1862 λιγώτερος κόσμος πήγαινε σκολιό, μα περισσότερος αληθινά μάθαινε. Από τα 1862 κι' εδώ — από τον καιρό δηλαδή που η πολιτεία οριστικά κύλισε προς ξεκαπίστρωτο κι' εθνοφάγο βουλεφτισμό — επειδής βαθμοί και διπλώματα παίρνουνται ρουσφετολογικά, πολλοί πηγαίνουνε σκολιό, μα λιγώτατοι σπουδάζουν. Τίποτα δε δείχνει αποτροπαιότερα τον ξεπεσμό της παιδείας παρά το πως στο ανώτατο σκολιό των κοριτσώνε μας διδάσκουνται οι Ρητορικοί λόγοι του…..Μιστριώτη! Και τίποτα τόσο την εθνικιά αδιαφορία προς την παιδεία όσο το πώς άντρες ανεξάρτητοι καθώς τον Καραπάνο καταδέχουνται να γίνουνται συνένοχοί του.
37} Είπαμε πως του φαίνεται σαν όχι εθνικιά του, άρα όχι πρόστυχη.
37} Είπαμε πως του φαίνεται σαν όχι εθνικιά του, άρα όχι πρόστυχη.
38} Είπαμε πως ο Ρωμιός περιφρονεί τα εκκλησιαστικά του.
39} Αρχοντικιά και μόνη αξία αθρώπων μορφωμένων του Έλληνα το φαίνεται η γαλλική ή κάθε ξένη γλώσσα.
40} Ίσως όχι όσο είναι σκοτεινά.
41} Η καθαρέβουσα φταίει και τίποτα άλλο, γιατί μόλις μας κόλλησε η αττική και καθαρέβουσα ψώρα, α μ έ σ ω ς έπαψε ο Έλληνας να παράγει. Έπειτα, όσες φορές θέλησε ο Ρωμιός να γράψει τη δημοτική του, κάτι έβγαλε, καθώς Ερωτόκριτο, Δημοτικά Τραγούδια, Σολωμό, Βαλαωρίτη, Παλαμά, Φυλλάδες του Γεροδήμου κτλ. Ότα βγει του Παλαμά ο Δωδεκάλογος του Γύφτου — αν όλα του τα μέρη είναι ίσα προς όσα φάνηκαν — η ποίηση μας θ' ανεβεί σε ύψος ζηλεφτό. Ναι, φταίει η καθαρέβουσα κι' οι λιβόχνωτοι δάσκαλοι, όχι οι Lehrer, όπως κουτοπόνηρα τους μεταφράζει ο Χαντζίδακις, παρά οι maîtres d' école του Musset, που τύποι τους αριστοτεχνικοί είναι ο Μιστριώτης κι' ο ίδιος ο Χαντζίδακις.
42} Και στα δικά μας σαλόνια δε μιλούν παρά δημοτικά (ή λεβαντινικά). Η διαφορά μας προς τους Ελβετούς αρχίζει με τη ρητορική. Στο φύλλο 4574 (28 Οχτ. 190} της «Εστίας» ίσα ίσα σήμερα βρήκα τα ακόλουθα «Αλλ' ημείς συνειθίσαμεν να διερωτώμεθα κατά την απουσίαν του βασιλέως «— Να ιδούμε τι καλά θα μας φέρει το ταξίδι αυτό του βασιληά μας.» Δηλαδή μόλις θέλησε ο συντάχτης να φανερώσει πιστά τι λέγεται, έτρεξε στην αγνή δημοτική. Χαραχτηριστικώτατο είναι ό,τι, καθώς μου δηγήθηκαν, έτυχε μέσα στο Πανεπιστήμιο το ίδιο. Ο καθηγητής της Φυσικής παραδίνοντας μια μέρα είπε «Λάβε φιάλην πλήρη ύδατος», όταν αμέσως γύρισε προς το βοηθό του (φοιτητή) και πρόσθεσε «Δώσε μου, παρακαλώ, τη μποτίλλια με το νερό.» Τέτιες κωμωδίες παίζουνται κάθε στιγμή.
43} Της καθαρέβουσας η βλάβη στάθηκε ασύγκριτα μεγαλύτερη παρά τ' όφελός της. Τα κεφάλια που κλούβιανε δεν έχουνε μετρημό.
44} Όπως δείξαμε πριν, ο Χαντζίδακις μιλάει έτσι για να ρήχνει στάχτη στα μάτια. Έργα φανερώνουν τον άντρα, όχι λόγια, και τα έργα του Χαντζιδάκεως είναι κλασσικοφωνότατα. Έπειτα, ας μας πει πιον ποτές του σκολαστικό πολέμησε; Να, σήμερα ακμάζει ο Μιστριώτης, σκολαστικός με ουρά, που ως πρόεδρος του Αρσάκειου βιτριολίζει των κοριτσιών το νου· ας τον πολεμήσει λοιπόν. Γιατί τάχα το τόσο του πάθος με το Βερναρδάκη μοναχά, το Ροΐδη, τον Ψυχάρη, τον Πάλλη, τον Εφταλιώτη, το Σωτηριάδη, μ' όλους όσοι προσπάθησαν — πιος λίγο, πιος πολύ — να κόψουν του σκολατικισμού την ύδρα; Δεν είναι πολύς καιρός, ότα ρωτήθηκε πού πρέπει να στηθεί το Δομπόλειο Πανεπιστήμιο, τι απάντησε; Απάντησε πως πρέπει να στηθεί στην Αθήνα, αφού από την πρωτέβουσα δε μπορεί να λείψει ο Μιστριώτης
45} Ένα μοναχά ξέχασε να πει ο Χαντζίδακις, το πως η πελώρια πλειοψηφία λιγοστέβει. Εδώ κι' είκοσι τόσα χρόνια η καθαρέβουσα κυριαρχούσε απόλυτα. Το Πανεπιστήμιο (προς ντροπή του) είχε αποκλείσει από τους διαγωνισμούς τη δημοτική· η εφημεριδογραφία έτρεχε αχαλίνωτη προς λαγαρισμένο κοντισμό· για τα βιβλία ζητούσε ο κόσμος του Κοντού τη βούλλα πριν τυπωθούν. Σήμερα η ποίηση δε γράφεται παρά δημοτικά, το ίδιο και τα πιο πολλά δηγήματα, αν όχι όλα· μήτε της λείπουν επιστημονικά βιβλία της δημοτικής. Οι εφημερίδες, αν και δειλά δειλά, πασπαλίζουν εδώ κι' εκεί πολλά δημοτικά παραγραφάκια. Δημοτικιστάδες έχουμε αξιωματικούς, παπάδες ένα δεσπότη, δασκάλους, καθηγητάδες, εφημεριδογράφους, γιατρούς, δικηγόρους, εμπόρους, κυρίες, και τους έχουμε παντού, στην Αθήνα, Κορφούς, Βόλο, Πόλη, Κρήτη, Σάμο, Κύπρο, Κάιρο κτλ. Σιγανομουγγρίζει μάλιστα και κάτι σα σηκωμός εναντίον του σκολατικισμού των σκολιών. Η πλειοψηφία του Χαντζιδάκεως είναι δίχως άλλο πελώριος κολοσσός, μα με γιάλινα όμως τα ποδάρια, που γλήγορα σα να θαρρώ θα τσακιστούν και θα κατρακυλήσει ο κολοσσός στον πάτο.
46} Με τέτιο συλλογισμό έπρεπε τότες οι συνέχρονοι του Γαλιλαίου να λεν πως λύθηκε το ζήτημα όταν τον καταδίκασε η πλειοψηφία, και πως πια δεν έμενε παρά να καταλάβει ο κόσμος με τι τρόπο γεννήθηκε η θεωρία της γήινης ακινησίας. Τέτιοι συλλογισμοί είναι ανάξιοι επιστημόνων· ο επιστήμονας δεν αναγνωρίζει παρά μια πλειοψηφία κι' ένα βραχμάνα, την αλήθεια και το σωστό. Ρητό του έχει το e pur si muove.
46} Με τέτιο συλλογισμό έπρεπε τότες οι συνέχρονοι του Γαλιλαίου να λεν πως λύθηκε το ζήτημα όταν τον καταδίκασε η πλειοψηφία, και πως πια δεν έμενε παρά να καταλάβει ο κόσμος με τι τρόπο γεννήθηκε η θεωρία της γήινης ακινησίας. Τέτιοι συλλογισμοί είναι ανάξιοι επιστημόνων· ο επιστήμονας δεν αναγνωρίζει παρά μια πλειοψηφία κι' ένα βραχμάνα, την αλήθεια και το σωστό. Ρητό του έχει το e pur si muove.
47} Στο μεταξύ θα ξακολουθά των κεφαλιών το κλούβιασμα, κι' έτσι ότα με το καλό κυριαρχήσει η καθαρέβουσα, ίσως δεν υπάρχουν πια Έλληνες ναν τη μιλήσουν.
48} Μα έτσι, νομίζω, κάνουμε. Στον πρώτο του παράγραφο της Κριτικής του Καντ ο Μαρκέτης βάζει τις ακόλουθες λέξες· α ν τ ι κ ε ί μ ε ν α, ε π ι ρ ρ ε ά ζ ο υ ν, α ί σ θ η σ η, ε ι κ ό ν ε ς, ε ν τ ύ π ω σ ης, χ ρ ο ν ο λ ο γ ι κ ά. Το περίεργο είναι πως το δάνεισμα αφτό μας το χτυπούνε. Ο Σκιάς άξαφνα κατηγόρησε τον Πάλλη πως μήτε το ξώφυλλο της Γραφής του δεν κατόρθωσε να γράψει αγνά δημοτικά. Μα παίρνοντας δασκαλικά στοιχεία εννοείται πως, αντίθετα προς την πολιτική του Κοραή, τα γυρίζουμε προς το δημοτικό χαραχτήρα. Αφτό, α δεν κάνω λάθος, θέλει κι' ο Κρούμπαχος, αφτό γυρέβει κι' η λογική. Γιατί φως φανερά με διο γραμματικές ανάκατες τίποτα καλλιτεχνικό δεν παράγεται. Μερικά όμως πάλι δασκαλικά πλάσματα δεν τα στέργουμε, ως άλογα ή αφιλόκαλα. Πρέπει άξαφνα να παραδεχτούμε του Αιγενήτη — αθρώπου ανίδεου ως γραφιά — το δ ι ά σ τ η μ α στη σημασία του Raum, ότα στη γλώσσα μας σημαίνει την απόσταση από ένα σημάδι σ' άλλο; ή να παραδεχτούμε το ι π π ο σ ι δ η ρ ό δ ρ ο μ ο ς και του Μιστριώτη το σ τ α δ ι ο δ ρ ο μ ί α; Για τέτιες λεβίθες αρκετός καιρός δεν υπάρχει σ' αφτή τη ζωή. Λοιπόν, πού και πού ανάγκη να πλάσουμε, και πλάθοντας δεν κάνουμε τίποτα ασυνήθιστο. Στη γλώσσα του κάθε άθρωπος από παιδί, πότε συνειδητά πότε όχι συνειδητά, πλάθει. Όταν το παιδί ξέρει το χ τ υ π ώ και χ τ υ π ά ς, τότες ότα λέει κ ο π α ν ά ς δε θα πει πάντα πως το άκουσε· το πλάθει και μόνο του, αν ξέρει το κ ο π α ν ώ. Το ίδιο και με κάθε μέρος του λόγου, καθώς και με την παραγωγή, α θες, και με τη σύνθεση. Έτσι κι' εμείς πλάθουμε. Όταν ξέρουμε το ξ υ π ν ό ς και το ξ υ π ν ά δ α, θα πούμε και ζωηράδα, α μας χρειάζεται, αφού έχουμε το ζ ω η ρ ό ς. Το ίδιο, όταν ξέρουμε τα σ ύ ν τ ρ ο φ ο ς, σ ύ γ α μ π ρ ο ς, σ ύ ν τ ε κ ν ο ς, σ υ ν ά δ ε ρ φ ο ς, θα πούμε και σ ύ σ κ λ α β ο ς, ότα μας χρειαστεί, με την ίδια απαράλλαχτη εφκολία όπως ξέροντας το χ τ υ π ά ς λέμε κ ο π α ν ά ς. Η αρχή είναι απλή, γερή, ασάλεφτη.
Εδώ ας προσθέσω και τούτο. Συχνά μας κατηγορεί ο Χαντζίδακις πως η γλώσσα μας δεν είναι δημοτική παρά τέρας φανταστικό κτλ. κτλ. Λοιπόν τον προκαλούμε να γράψει κάτι αφτός δ η μ ο τ ι κ ά, και να μας δείξει τον αληθινό τον τρόπο. Α δε μπορεί να κατορθώσει τίποτα πρωτότυπο - όπως φυσικά δε μπορεί (εξόν συκοφαντίες) - ας μεταφράσει κάτι, τίποτα βουκολικό, αφού κήρυξε τη δημοτική κατάλληλη ως γλώσσα χωριάτικων παραμυθιών. Τον καρτεράει η Ρόδο (και τα παλούκια της) να πηδήσει, και…..θαν τον καρτεράει. Δε ζυγώνει η αλεπού στο παζάρι. Γιατί — μη σας φανεί παράξενο — δεν έχει την τέχνη ν' αρθρώσει μια και μόνη φρασούλα δημοτική δίχως να πελαγώσει. Στο γερμανικό του βιβλίο σελ. 72 δίνει μια τόσο απλή φρασούλα καθώς η α π α ν ω σ ι ά τ ο υ τ ρ ί γ ω ν ο υ, κι' εφτύς τη σακατέβει γράφοντας την α π α ν ω σ ι ά τ ο υ τ ρ ι γ ώ ν ο υ, θεωρητικά, το ξέρει βέβαια πως των ουδέτερων ισοσύλλαβων η ενική γενική βαστάει τον τόνο στην ίδια συλλαβή καθώς η ονομαστική· μα πραχτικά δεν κατορθώνει ναν τον εφαρμόσει τον κανόνα. Τόσο τον έχει στρεβλώσει η καθαρέβουσα. Αν ανέλπιστα καμιά μέρα αποφασίσει να γράψει τίποτα δημοτικό, θα δείτε που θα τσαλαπατά αγκυνάρες σε κάθε του βήμα.
Πηγή: Project Gutenberg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου