2 Δεκ 2010

Θανάσης Β. Κούγκουλος - Ο Εµφύλιος στη µεταπολεµική πεζογραφία: το παράδειγµα της Ηπείρου

Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό ΦΗΓΟΣ, τεύχος 9 (2000), σσ. 49 – 65
                       
                          Από την αντιπαράθεση στο θύµα :
ο εµφύλιος πόλεµος στους σύγχρονους Ηπειρώτες πεζογράφους



Ι. Από την αντιπαράθεση …

Αναµφισβήτητα ο εµφύλιος πόλεµος (1946 – 1949) προκάλεσε µια ανοιχτή πληγή στο σώµα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία δεν φαίνεται να έχει ακόµη κλείσει οριστικά παρά τα πενήντα και πλέον χρόνια από τη λήξη του και παρά το κλίµα εθνικής συµφιλίωσης και λήθης των παθών που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα. Δεν είναι µόνο ο κύκλος του αίµατος που εξακολουθεί να διατηρεί µε ένταση την περίοδο του εµφυλίου στη συλλογική µνήµη, εξάλλου η πάροδος του χρόνου εξασθενίζει τον πόνο για την απώλεια και τον άδικο θάνατο των οικείων ανθρώπων. Είναι κυρίως τα παρεπόµενα του πολέµου που µετασχηµάτισαν βίαια τον κοινωνικό µηχανισµό και συνεχίζουν ανεπαίσθητα να επιδρούν στο παρόν. Από τις σχετικές κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές µελέτες θα διακρίναµε δύο βασικούς τοµείς επίδρασης : στην ιδεολογία του µεταπολεµικού κράτους και στην κατάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών και πολιτισµικών συµπεριφορών. Οι νικητές διαµόρφωσαν µια στρατηγική βιολογικής και
ηθικής εξόντωσης του αντιπάλου µέχρι την πτώση της δικτατορίας των συνταγµαταρχών, που αν και υπαγορεύτηκε από τη διεθνή ατµόσφαιρα του Ψυχρού Πολέµου εγκλώβισε τελικά και τους ίδιους σ΄ ένα ξεπερασµένο από τα πράγµατα ερµηνευτικό σχήµα της κοινωνικής και πολιτικής πραγµατικότητας (αντικοµµουνισµός – κοµµουνιστικός κίνδυνος), ώστε µε αποκορύφωµα τη χούντα ο λόγος τους να εκφυλιστεί.
Παράλληλα οι µετακινήσεις των αγροτικών πληθυσµών στα αστικά κέντρα κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων και η επαφή τους µε νέα ήθη ολοκλήρωσαν τη διαδικασία ένταξης της υπαίθρου, η οποία ήδη είχε αρχίσει να µεταµορφώνεται από το Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, στη µετεµφυλιακή βιοµηχανοποιηµένη και καταναλωτική κοινωνία. Επιπροσθέτως, η αποσύνθεση της αγροτικής οικονοµίας αύξησε την αβεβαιότητα και ενίσχυσε σηµαντικά το µεγάλο κύµα της µετανάστευσης προς τη Δυτική Ευρώπη. Φυσικά όλες αυτές οι ραγδαίες και επώδυνες µεταβολές δεν άφησαν αδιάφορη τη λογοτεχνία, καθώς από τη φύση της συνδιαλέγεται στενά µε το ιστορικό της περιβάλλον. 
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη µεταπολεµική πεζογραφία είναι κοινοτυπία να επαναλάβουµε πως η Ιστορία τροφοδότησε συστηµατικά το µύθο της. Στην αρχή ως καταγραφή της καθηµερινότητας του πεζογράφου και κατόπιν ως ανασύσταση της µνήµης και κριτική του βιωµένου παρελθόντος. Αυτό συνέβη προπάντων µε τις ένοπλες συγκρούσεις και τα συµφραζόµενά τους στην τραγική δεκαετία 1940 – 1950. Η πρώτη µεταπολεµική γενιά κατέθεσε την άµεση µαρτυρία της ενώ η δεύτερη, που «είδε» τα γεγονότα µέσα από το τροµαγµένο βλέµµα του παιδιού ή του εφήβου, κατόρθωσε να αποδεσµευτεί από την κυριαρχία της αδιαµεσολάβητης εµπειρίας και να συνθέσει ένα λόγο περισσότερο σύνθετο αφηγηµατικά και λιγότερο αυτοβιογραφικό. Πιο αποµακρυσµένοι ηλικιακά και σχεδόν χωρίς προσωπική εποπτεία οι συγγραφείς που πρωτοεµφανίστηκαν από το 1974 και µετά µετέδωσαν την εκδοχή του οικογενειακού / κοινωνικού τους περίγυρου ή τον απόηχο των δραµατικών συµβάντων σαν ένα είδος «µετα-αφήγησης». Βέβαια η δευτερογενής επεξεργασία της εποχής του εµφυλίου φανερώνει
ταυτοχρόνως και ελάττωση της επήρειάς του στους νεότερους πεζογράφους, εκτίµηση που επαληθεύτηκε µερικώς µε την εξέταση της συγκεκριµένης θεµατικής στους Κώστα Μουρσελά, Παύλο Μάτεσι,Γιώργο Σκούρτη, Γιάννη Ξανθούλη και Γιώργο Μανιώτη από τον Μ. Δερµιτζάκη. Πάντως, πρέπει να σηµειώσουµε ότι πεζογραφήµατα που µετέφεραν την ιστορική διάσταση του εµφυλίου από την πλευρά της Αριστεράς κυκλοφόρησαν είτε στο εξωτερικό, στις ανατολικές χώρες µε τους πολιτικούς πρόσφυγες, είτε πολύ καθυστερηµένα, στη µεταπολίτευση, διότι οι συνθήκες τροµοκρατίας στο προηγούµενο χρονικό διάστηµα δεν επέτρεπαν τον αντίλογο στη δεσπόζουσα συντηρητική άποψη.
Όπως, λοιπόν, γίνεται κατανοητό από την τελευταία παρατήρηση η πεζογραφία µε θέµα τον εµφύλιο και τις µετεµφυλιακές επιπτώσεις αναπαρήγαγε την πόλωση της κοινωνίας. Ανάλογο φαινόµενο πιστοποιήθηκε µεταξύ της λογοτεχνίας της Αντίστασης (1940 – 1944) και της συνεργαζόµενης µε τον κατακτητή κουλτούρας κατά το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο στην Ευρώπη και σε µικρότερη κλίµακα και στην Ελλάδα, µε τη διαφορά ότι η συντριπτική πλειοψηφία στάθηκε εχθρική στη ναζιστική προπαγάνδα και δεν συνηγόρησε υπέρ της. Στον ελληνικό διχασµό που έπεται του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου η κατάσταση είναι οπωσδήποτε πιο περίπλοκη. Αντιστοιχεί αρκετά µε την επιρροή που άσκησε ο ισπανικός εµφύλιος πόλεµος (1936 – 1939) στη λογοτεχνική δηµιουργία της Ισπανίας και των άλλων χωρών, αφού κι αυτή ανέλαβε να πλήξει το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο και να εκφράσει τον αποτροπιασµό της για τις δολοφονικές µεθόδους του. Βέβαια το ιστορικό περίγραµµα παρουσιάζει αξιοσηµείωτες αποκλίσεις, οι οποίες ευθύνονται και για τις διαφορετικές διαδροµές των δύο λογοτεχνιών. Ο ισπανικός εµφύλιος υπήρξε το προανάκρουσµα του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου ενώ ο ελληνικός σήµανε την απαρχή του Ψυχρού Πολέµου. Εποµένως στη µία περίπτωση πλεονάζει η αντιφασιστική και δηµοκρατική θεώρηση και στην άλλη η εναντίωση του σοσιαλιστικού ιδεώδους µε τη φιλελεύθερη αστική δηµοκρατία.
Η ρήξη των αντιµαχοµένων στην Ελλάδα υπέθαλψε, κατά τη γνώµη µας, τριπλή σφοδρή αντιπαράθεση στο λογοτεχνικό επίπεδο :
α) Αντιπαράθεση Πεζογραφίας και Ιστοριογραφίας. Ο εµφύλιος λειτούργησε απωθητικά για την επιστηµονική ελληνική ιστοριογραφία έως το 1990 περίπου, όταν ανοίχτηκε πρόσβαση σε πολύτιµα αρχεία και στράφηκε προς αυτά το ακαδηµαϊκό ενδιαφέρον και η έρευνα, µε αποτέλεσµα ακόµη και τώρα να περιορίζεται η ιδεολογικά ή συναισθηµατικά µη φορτισµένη αντιµετώπιση. Το µόνο αντίβαρο στην επίσηµη Ιστορία των νικητών, που ονόµαζε τον εµφύλιο «συµµοριτοπόλεµο» και τους αντάρτες «εαµοβούλγαρους», υπήρξαν οι παράνοµες στην Ελλάδα εκδόσεις των εκτοπισµένων στις σοσιαλιστικές δηµοκρατίες, όπου και εκεί οι κυβερνητικές δυνάµεις χαρακτηρίζονταν αντίστοιχα «µοναρχοφασίστες» και «µπουραντάδες». Επίσης παράχθηκε ένας µικρός αριθµός βρετανικών και αµερικανικών ιστοριογραφικών µελετών, χωρίς κι αυτές να είναι απαλλαγµένες από τα ιδεολογήµατα της Αγγλίας και της Αµερικής, που ενεπλάκησαν στον ελληνικό εµφύλιο πόλεµο, και από την υπεράσπιση της πολιτικής τους. Ύστερα από την αποκατάσταση της δηµοκρατίας το 1974 και ιδίως µετά το 1982, µε την άνοδο των σοσιαλδηµοκρατών στην εξουσία, πύκνωσαν τα αποµνηµονεύµατα και οι µαρτυρίες των µαχητών του Δηµοκρατικού Στρατού Ελλάδας και των αγωνιστών της Αριστεράς. Την έλλειψη ελέγχου προς την καθεστηκυία ιστορική αντίληψη τον καιρό της
φίµωσης αντικατέστησε η πεζογραφία των ηττηµένων, όπως η Φωτιά και
η Μουργκάνα του Δηµήτρη Χατζή (πρώτες εκδόσεις : 1946 και 1948),
συνεχίζοντας κατά κάποιο τρόπο τον αγώνα στο παιχνίδι της ιδεολογικής
δικαίωσης.
β) Αντιπαράθεση της εκδοχής των Νικητών και της εκδοχής των Ηττηµένων στην Πεζογραφία. Παρόµοια διαµάχη δηµιουργήθηκε και ανάµεσα στην πεζογραφία των δύο παρατάξεων, µε χαµηλότερους βέβαια τόνους στη µυθιστορηµατική αφήγηση αλλά µε εξίσου υψηλές αντεγκλήσεις στην πρόσληψή της από τους κριτικούς και τους αναγνώστες της άλλης όχθης.
Για παράδειγµα την πρώτη πενταετία µετά το τέλος του πολέµου ορισµένα µυθιστορήµατα κατοχικής θεµατολογίας µε έµφαση στη µη κοµµουνιστική αντίσταση και στους συνεργάτες των Γερµανών, όπως η Πολιορκία (1953) του Αλέξανδρου Κοτζιά, η Ρίζα του µύθου (1954) του Ρόδη Ρούφου, η Τειχοµαχία (1954) του Θ.Δ. Φραγκόπουλου ή Τα δόντια της µυλόπετρας (1955) του Νίκου Κάσδαγλη, θεωρήθηκαν από τον κριτικό του αριστερών τάσεων περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης Δηµήτρη Ραυτόπουλο µαύρη πολιτική λογοτεχνία. Στον αντίποδα βρίσκονταν έργα που εξιστορούν τα δεινά και τις διώξεις των ηττηµένων, όπως η Οδός Αβύσσου, αριθµός 0 (1962)
του Μενέλαου Λουντέµη και ο Λοιµός (1972) του Ανδρέα Φραγκιά, τα οποία περιγράφουν τα βασανιστήρια και την κόλαση της Μακρονήσου.
Μια ιδιότυπη, για την εποχή της, όξυνση της αντίθεσης προκλήθηκε στα
µέσα της δεκαετίας του ΄80, όταν όλα έδειχναν να οδηγούνται προς ύφεση, αφού ήδη η Αριστερά καθιέρωνε το δικό της λογοτεχνικό µύθο για τον εµφύλιο. Το 1983 εκδόθηκε σε µετάφραση του Αλέξανδρου Κοτζιά η περιβόητη Ελένη του ελληνοαµερικανού δηµοσιογράφου Νίκου Γκατζογιάννη, βιβλίο µε ξεχωριστή σηµασία για το θέµα µας εφόσον εκτυλίσσεται στο ηπειρωτικό χωρίο Λιά της Μουργκάνας και έχει την επίπλαστη µορφή ιστορικού ντοκουµέντου για τη δίκη και εκτέλεση της Ελένης Γκατζογιάννη το 1948. Η ηρωίδα φυγάδεψε τα παιδιά της από το ανταρτοκρατούµενο χωρίο της για να µη σταλθούν στις Λαϊκές Δηµοκρατίες. Αµέσως η Ελένη αποτέλεσε για τους συντηρητικούς το σύµβολο για να επαναφέρουν στο προσκήνιο τη διάζευξη καλοί εθνικόφρονες vs κακοί αντάρτες και την αιτία να ανταπαντήσει η άλλη µεριά14. Ίδια αφορµή για αναζωπύρωση της συζήτησης έδωσε πιο πρόσφατα και το µυθιστόρηµα Ορθοκωστά (1994) του Θανάση Βαλτινού, όπου ακούγεται η φωνή αυτών που πολέµησαν τον ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο. Μία υποκατηγορία της αντιπαράθεσης στην πεζογραφία είναι και η εσωτερική αντιπαράθεση στο χώρο της Αριστεράς για βιβλία που αν και γραµµένα από συµπαθούντες ή οµοϊδεάτες αµφισβήτησαν την ιδεατή, ηρωική και χωρίς σκοτεινά σηµεία εικόνα του αγώνα της, όπως το Κιβώτιο (1974) του Άρη Αλεξάνδρου.
γ) Αντιπαράθεση της Κριτικής για την Πεζογραφία του Εµφυλίου.
Είναι µάλλον αναµενόµενο οι παραπάνω αντιφάσεις να έχουν συνδράµει
αποφασιστικά στη διαφωνία που επισηµαίνεται σήµερα αναφορικά µε την ευρύτερη αποτίµηση της πεζογραφίας του εµφυλίου. Αντιγράφουµε απλώς δύο αντικρουόµενες θέσεις, οι οποίες δηµοσιεύτηκαν µόλις το 1999 σε επετειακά αφιερώµατα του τύπου για τον µισό αιώνα από το πέρας των πολεµικών συµπλοκών. Ο Δηµήτρης Ραυτόπουλος πιστεύει ότι ο εµφύλιος … έριξε τη βαριά σκιά του στη λογοτεχνία αλλά δεν παρήγαγε µύθο, ενώ η Βενετία Αποστολίδου φρονεί πως η λογοτεχνία (του εµφυλίου) … έγινε σταδιακά κεντρική στη νεοελληνική κουλτούρα καισηµάδεψε την εξέλιξη και την ταυτότητά της. Ανεξάρτητα από το µε ποιον θα συµφωνήσει κανείς, οι διαµετρικά αποκλίνουσες διαπιστώσεις σηµαίνουν πως είµαστε στα πρώτα βήµατα µόνο της φιλολογικής ανάγνωσης της µεταπολεµικής πεζογραφίας του εµφυλίου, κατάσταση που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι κατά βάση τα τελευταία ελάχιστα χρόνια είδαν το φως κάποιες εργασίες προς αυτήν την κατεύθυνση. Μικρή συµβολή στην προαναφερθείσα προβληµατική  είναι και η διερεύνηση του εµφυλίου στους σύγχρονους Ηπειρώτες πεζογράφους.

ΙΙ. … στο θύµα

Έχει υποστηριχθεί µε πειστικότητα ότι οι µεταπολεµικοί και  σύγχρονοι πεζογράφοι που κατάγονται από την Ήπειρο απαρτίζουν ένα αρκετά οµοιογενές σύνολο στα ελληνικά γράµµατα, κυρίως λόγω της προσήλωσής τους στο γενέθλιο τόπο. Ο ηπειρωτικός χώρος µε την επιβλητική ορεινή φύση, το χυµώδες γλωσσικό ιδίωµα, τη ζωντανή λαϊκή παράδοση και βέβαια την πικρή Ιστορία πολέµου και φυγής αντιπροσωπεύει για τους συγγραφείς την απολεσθείσα αθωότητα της παιδικής ηλικίας και µετουσιώνεται σε λογοτεχνική γραφή µε διακριτή ταυτότητα. Το ιστορικό εποµένως φορτίο του τόπου τους προτρέπει να ενσωµατώσουν τον εµφύλιο ως κυρίαρχο άξονα της πεζογραφίας τους.
Ωστόσο, ο τρόπος πραγµάτευσης της τραυµατικής αυτής περιόδου λοξοδροµεί από τη γραµµή αντιπαράθεσης που διαγράψαµε γενικά για  την πεζογραφία του εµφυλίου. Η ηπειρωτική οµάδα δεν επιθυµεί να αναγνωρίσει το δίκαιο ή το άδικο οποιασδήποτε πλευράς αλλά εστιάζει στα θύµατα των περιστάσεων, σ΄ αυτούς που ανήκαν σε κάποια παράταξη ή έµειναν αµέτοχοι και πλήρωσαν ακριβά το τίµηµα του µίσους και της σφαγής. Έτσι, επιχειρεί λογοτεχνικά τη συµφιλίωση όχι διαµέσου της αποσιώπησης των διαφορών και της ισοπέδωσης των ιδεολογιών, δηλαδή µέσα από την παραβίαση της Ιστορίας, παρά µέσα από την κοινή µοίρα των θυµάτων της Ιστορίας.
Πρωτεργάτης της στροφής προς το δράµα των θυµάτων υπήρξε ο  Δηµήτρης Χατζής, που από την εποποιία της Μουργκάνας (1948) πέρασε στη συγκλονιστική σκηνή του αγκαλιάσµατος ανταρτών και κυβερνητικών στρατιωτών για να γλιτώσουν από το θανατηφόρο κρύο στο διήγηµα Ανυπεράσπιστοι (πρώτη δηµοσίευση 1964), στην οµώνυµη συλλογή. Ακολούθησαν από τη µεταπολίτευση και µετά όλοι σχεδόν οι σύγχρονοι Ηπειρώτες πεζογράφοι και συνεχίζουν να επανέρχονται µε εµµονή µέχρι τώρα, παρόλο που η θεµατική του εµφυλίου δείχνει να έχει υποχωρήσει αισθητά στο ελληνικό µυθιστόρηµα και διήγηµα. Μάλιστα εντοπίζεται γεωγραφική κατανοµή της µυθιστορηµατικής απόδοσης του εµφυλίου στους Ηπειρώτες σε δύο περιοχές : στη µεθόρια ζώνη του Πωγωνίου και της Μουργκάνας διαδραµατίζονται κατεξοχήν οι ανάλογες ιστορίες των Χριστόφορου Μηλιώνη, Μιχάλη Γκανά, Βασίλη Γκουρογιάννη, Τηλέµαχου Κώτσια και Σωτήρη Δηµητρίου ενώ στο αστικό κέντρο των Ιωαννίνων του Νίκου Χουλιαρά και του Ναπολέοντα Λαζάνη. Ως κύρια γνωρίσµατά τους θα σηµειώναµε αδροµερώς : 

α) το σεβασµό στα ιστορικά δεδοµένα και την πραγµατική τοπογραφία της
Ηπείρου, β) την πρωτογενή ή δευτερογενή βιωµατική σχέση µε τα τεκταινόµενα, γ) τη ρεαλιστική περιγραφή των ηθών και των συνθηκών
της εµφύλιας βαρβαρότητας, δ) τον καηµό για τη νεότητα που αφανίστηκε αλύπητα στην αγριότητα του σπαραγµού, ε) την έντονη κινητικότητα των ηρώων στο χώρο, καθώς ο τόπος γίνεται αφιλόξενος και επικίνδυνος για τους ανθρώπους του, στ) την απορρόφηση δηµοτικών τραγουδιών και ιδιαίτερα µοιρολογιών στο κείµενο, π.χ. στο Ν΄ακούω καλά τ΄ όνοµά σου του Δηµητρίου εγκιβωτίζεται ατόφια µια παραλλαγή του γνωστού ηπειρώτικου Τον (ή Την) Άµµο Άµµο πήγαινα :

Την άµµο – άµµο πήγαινα
την θάλασσα αγνάντευα
θάλασσα πικροθάλασσα
τι µου ΄κανες τον άντρα µου.
Τον άντρα σου τον έπνιξα
και στο βαθύ τον έριξα.
Πού νά ΄βρω εγώ κολυµπηστή,
να κολυµπάει σαν το παπί … (σ. 18)

και επίσης ζ) τη στοιχειοθέτηση ενός ισχυρού αντίµαχου στη φρίκη του
πολέµου, του έρωτα.
Πιο αναλυτικά θα αναφερθούµε σε τέσσερα βιβλία, τα οποία ασχολούνται αµεσότερα µε τον εµφύλιο και τις µεταγενέστερες συνέπειές του και εκπροσωπούν ικανοποιητικά όλο το χρονικό φάσµα της σύγχρονης πεζογραφικής παραγωγής των Ηπειρωτών - από τη δεύτερη µεταπολεµική γενιά και τη µεταπολίτευση έως το παρόν : Ακροκεραύνια(Κέδρος 1976) του Μηλίωνη, Μητριά Πατρίδα (Κείµενα 1981) του Γκανά, Ν΄ακούω καλά τ΄ όνοµά σου (Κέδρος 1993) του Δηµητρίου και Βροχή στο µνήµα (Κέδρος 2000) του Κώτσια. Στα τρία τελευταία µεγάλο τµήµα της υπόθεσης τοποθετείται εκτός ελληνικών συνόρων, στη γειτονική Αλβανία και στην Ουγγαρία. Με την επιλογή αυτή υπογραµµίζεται ο σηµαίνων ρόλος των όµορων Βαλκανικών κρατών, βασικά της Αλβανίας, και η συνάφεια τους µε τη διχαστική περιπέτεια που έζησε η Ελλάδα.
Το ιστορικό υλικό που µεταγράφεται στα τέσσερα πεζογραφήµατα συνδέεται µε την κατάληψη του ορεινού όγκου της Μουργκάνας, στα βόρεια του νοµού Θεσπρωτίας και κατά µήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων, από τους µαχητές του Δηµοκρατικού Στρατού Ελλάδας, σχηµατίζοντας ένα σοβαρό θύλακα αντίστασης στα κυβερνητικά στρατεύµατα και προστατεύοντας το κεντρικό µέτωπο του Γράµµου, αφού παρέµειναν απασχοληµένες εκεί αξιόλογες δυνάµεις του εχθρού.
Πολύ συνοπτικά το διάγραµµα των στρατιωτικών εξελίξεων έχει ως εξής : 

Στο πλαίσιο του «σχεδίου Σ» το Αρχηγείο του Δηµοκρατικού Στρατού Ελλάδας αποφάσισε τον Σεπτέµβριο του 1947 να καταληφθεί η Δυτική Ήπειρος. Τον Νοέµβριο του 1947 πραγµατοποιήθηκε διείσδυση ανταρτικών τµηµάτων στη Μουργκάνα και εγκατάσταση του Αρχηγείου Ηπείρου. Από 25 Δεκεµβρίου 1947 έως 6 Ιανουαρίου 1948 αποπειράθηκε αποτυχηµένη επίθεση στην Κόνιτσα, ώστε να καταστεί πρωτεύουσα της Προσωρινής Δηµοκρατικής Κυβέρνησης. Η VIII Μεραρχία του εθνικού στρατού προσπάθησε να απελευθερώσει τη Μουργκάνα µε τις επιχειρήσεις «Πέργαµος» και «Ιέραξ» από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο του 1948 αλλά οι αντάρτες τις απέκρουσαν νικηφόρα. Με την επικουρία της αµερικανικής ενίσχυσης η Μουργκάνα έπεσε στα χέρια του εθνικού στρατού κατά την επιχείρηση «Ταύρος» τον Αύγουστο και Σεπτέµβριο του 1948. Προηγουµένως οι αντάρτες µετέφεραν τους κατοίκους των οικισµών της Μουργκάνας στην Αλβανία και κατόπιν διέφυγαν µε παραπλανητικό ελιγµό, συµβάλλοντας στην ανακατάληψη του Γράµµου τον Νοέµβριο – Δεκέµβριο του ίδιου έτους.
Ακροκεραύνια. Πρόκειται για το χαρακτηριστικότερο βιβλίο της σειράς, εφόσον ο εµφύλιος στην Ήπειρο συγκροτεί το κέντρο της διήγησης. Ο Μηλιώνης στο αυτοαναφορικό αφήγηµα Ακούω τον άνεµο  αποκαλύπτει ότι ο τίτλος Ακροκεραύνια, λόγια ονοµασία των βουνών της Χειµάρας, είναι µια ποιητική σύλληψη της οροσειράς της Μουργκάνας, διαφορετικά η λέξη δηλώνει συνεκδοχικά και σηµειολογικά την ηπειρωτική εµπειρία του εµφυλίου. Αποτελείται από τέσσερα οµόκεντρα διηγήµατα, µε την έννοια ότι διαθέτουν κοινούς ήρωες και αφηγούνται τα ίδια περιστατικά από άλλη οπτική γωνία σαν ένα θρυµµατισµένο µυθιστόρηµα. Τα δύο πρώτα (Ακροκεραύνια και Στην άκρη στο ποτάµι) διεξάγονται στην ύπαιθρο, στη ζώνη πυρός, ενώ τα δύο επόµενα (Ξενοδοχείον ¨Η Ωραία Ελλάς¨ και Η Αποκριά, µε µότο από το οµότιτλο ποίηµα του Σαχτούρη), τα οποία συνθέτουν ενιαία ενότητα, στα Γιάννενα. Αν και οι χώροι δράσης, εκτός των Ιωαννίνων, δεν µνηµονεύονται µπορούµε εύκολα να τους ταυτίσουµε από τις περιγραφές των φυσικών στοιχείων, όπως του βουνού του Κασιδιάρη, µε το Πωγώνι, τη Βοστίνα (Πωγωνιανή) και το γενέθλιο Περιστέρι25. Ο χρόνος της
ιστορίας καλύπτει το διάστηµα από το φθινόπωρο του 1947 έως το
χειµώνα και την άνοιξη του 1948.
Ο έφηβος Χαρίλαος αποκλείεται λόγω των ένοπλων συγκρούσεων στο κεφαλοχώρι όπου φοιτά στο Γυµνάσιο και ο δάσκαλος πατέρας του στο χωρίο της καταγωγής τους, όπου υπηρετεί. Μετά από αλλεπάλληλες δυσκολίες ανταµώνονται στο δρόµο, πηγαίνοντας ο ένας να βρει επιτέλους τον άλλο, και κατευθύνονται στα Γιάννενα. Εκεί ο Χαρίλαος πάλι αναγκάζεται να µείνει µόνος και δοκιµάζεται από το νοσηρό και ασφυκτικό αστικό περιβάλλον. Συρρέουν συνεχώς ανταρτόπληκτοι και η οικογένεια του Χαρίλαου στεγάζεται στο σπίτι ενός νεκροθάφτη, του οποίου ο γιος είναι καπετάνιος αντάρτης και την Αποκριά του παραδίδεται το κοµµένο κεφάλι του για να το θάψει. Σε µεγάλο βαθµό η µυθοπλασία στηρίζεται στα πραγµατικά βιώµατα του συγγραφέα. Η Ιστορία είναι εξίσου παρούσα. Επιλεκτικά καταγράφουµε το πέρασµα ανταρτών από το Πωγώνι για να καταλάβουν τη Μουργκάνα το φθινόπωρο του 194727 (σ. 86 – 87), το υβρεολόγιο που αντάλλασσαν οι ανταρτίνες µε τους στρατιώτες28 (σ. 96), τη µάχη της Κόνιτσας (σσ. 142– 143), τις φυλακίσεις στο Φιξ και τις εκτελέσεις των στρατοδικείων στα Γιάννενα, όπως τη δίκη της Ευτυχίας Πρίντζου µε 48 θανατικές καταδίκες (σ. 143).
Ο Χαρίλαος είναι το παιδί – θύµα που ξαφνικά ανακόπτεται η ήρεµη και ειρηνική ζωή του, παγιδεύεται µακριά από την προστασία των γονιών του, χάνει την αθωότητά του και διδάσκεται πως για να επιβιώσει πρέπει να υποψιάζεται ακόµη και το φίλο του. Ο πατέρας είναι κι αυτός θύµα, καθότι η απροθυµία του να ενταχθεί στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο και η συµβιβαστική του τακτική τον κάνει ύποπτο και αυτόµατα θανάσιµο εχθρό µε τους πάντες. Ανακρινόµενος από το λοχαγό του κυβερνητικού στρατού κατηγορείται για «κρυπτοκοµµουνιστής», αποκλειστικά και µόνο επειδή οι αντάρτες δεν τον σκότωσαν (σ. 100). Καταγγέλλονται συνολικά οι βάναυσες πιέσεις στον καθηµερινό άνθρωπο και από τους δύο εµπολέµους. Η
σπιτονοικοκυρά του Χαρίλαου στο κεφαλοχώρι αναφωνεί : Τι κακό είναι
αυτό; Κι από πού να φυλαχτείς; Ανάθεµά τους όλους, ανάθεµά τους (σσ.
67 – 68). Κι ο γέροντας πρόεδρος του χωρίου επαναλαµβάνει µε νόηµα
δύο φορές τη φράση Απ΄ τον Άννα στον Καγιάφα (σ. 98). Αυτό εξακολουθητικά επιβεβαιώνεται στην ανάπτυξη της αφήγησης‘ενδεικτικά επισηµαίνουµε το συνταρακτικό επεισόδιο µε τον Γύφτο που όταν συλλαµβάνεται από µια οµάδα χωρίς διακριτικά και τον ρωτούν "µε ποιους είσαι" εκείνος απαντά διπλωµατικά "µετ’ εσάς . Τον εκτελούν γιατί δεν διευκρινίζει ποιους εσάς και πεθαίνει δίχως ποτέ να µάθει την ταυτότητά τους (σσ. 136 – 137). Μοναδικό στήριγµα η ερωτική έλξη και το σµίξιµο του Χαρίλαου µε τη χήρα σπιτονοικοκυρά Λένη. Κι εδώ όµως το όνειρο τσακίζεται. Η Λένη για να επιζήσει στις άθλιες  παραγκουπόλεις των ανταρτόπληκτων στα Γιάννενα γίνεται πόρνη.
 

Μητριά Πατρίδα. Και το δεύτερο πεζογράφηµα βασίζεται στην αυτοβιογραφική κατάθεση31. Τούτο είναι φανερό από τη διαπλοκή του συγγραφέα µε τον αφηγητή, καθώς η αφήγηση εσκεµµένα πραγµατώνεται σε α’ πρόσωπο. Ο αφηγητής το φθινόπωρο του 1948, µε την εγκατάλειψη της Μουργκάνας από τους αντάρτες, παρασύρεται µικρό παιδί µε ορισµένα µέλη της οικογένειάς του (µάνα, παππού, γιαγιάδες, θεία, αδελφό) στην Αλβανία χωρίς τη θέλησή τους. 
Η διήγηση ξεκινά από τα Σκόδρα παραλείποντας την ενδιάµεση διαδροµή
µέχρι τη ΒΔ Αλβανία (επιτάχυνση/ έλλειψη σύµφωνα µε τις αφηγηµατικές
κατηγορίες της χρονικής διάρκειας του G. Genette). Έπειτα ταξιδεύει µε
πλοίο ως την Ουγγαρία και κατοικεί στον προσφυγικό οικισµό
Μπελογιάννη µέχρι το 1954. Επιστρέφει στην Ελλάδα, προφανώς στη
γενέτειρα του συγγραφέα - τον Τσαµαντά, που αν και δεν αναφέρεται
ρητά υπονοείται από τις ενδοκειµενικές συνιστώσες, π.χ. τον εορτασµό
για την πτώση της Μουργκάνας από την τοπική εξουσία (σ. 36)33. Έπειτα
παρακολουθούµε τη σταδιακή ερήµωση της περιοχής από τη µετανάστευση. Η αφήγηση δεν είναι ευθύγραµµη αλλά περιέχει πολλές αναχρονίες. Πάντως ο χρόνος του µύθου εκτείνεται από το 1948 έως τα τέλη της δεκαετίας του ΄70. Και στα δύο επίπεδα της διήγησης, το εκτός και το εντός Ελλάδας, η Ήπειρος επιβάλλεται µέσω της απουσίας της. Απουσία που είναι απότοκος του εµφυλίου : εξαιτίας της αναγκαστικής προσφυγιάς στην Ουγγαρία και εξαιτίας της αναγκαστικής µεταπολεµικής µετανάστευσης. Ο χώρος πλέον δεν έχει άλλες αντοχές και σπρώχνει τους Ηπειρώτες ξανά στην πίκρα της ξενιτιάς.
Ο αφηγητής είναι θύµα διότι σε µια τόσο τρυφερή ηλικία υποχρεώνεται ν΄ απαρνηθεί την πατρική στοργή και αγάπη, αφού ο πατέρας ξεµένει πίσω, και να βιώσει την ψυχοφθόρα διαδικασία του ξεριζωµού από την πατρίδα. Δέχεται ενοχλήσεις, παρότι η οικογένειά του δεν ήταν αριστερή και δεν έφυγε οικειοθελώς. Βρίσκεται στο στόχαστρο και τον έλεγχο των αρχών (σσ. 36 – 38) και αντιµετωπίζει την καχυποψία των καθηγητών του στο σχολείο (σσ. 42 – 45). Στη µετεµφυλιακή κοινωνία το παιχνίδι καταντά συνώνυµο του θανάτου µε τις παρατηµένες στα χωράφια οβίδες (σ. 35) και καταπιέζεται αφόρητα το πένθος της µάνας, γιατί δεν µπορεί να µνηµονεύσει ελεύθερα το σκοτωµένο αντάρτη γιο της ούτε να στολίσει το σπίτι µε τη φωτογραφία του (σσ. 57 – 58).
Ιδιαίτερο χρώµα αποκτά η «ηθογράφηση» του ξενιτεµού, όπως η σκηνή
µε τα άδεια ράφια του παντοπωλείου επειδή δεν έχουν αποµείνει πελάτες
(σσ. 50 – 51) ή η σπαραχτική αποξένωση του τρίχρονου Θοδωρή από τους γονείς του που τον άφησαν µε τη γιαγιά για να δουλέψουν στη Γερµανία (σσ. 51 – 53) και φυσικά το εύρηµα µε το οποίο κλείνει το βιβλίο, δηλαδή η ανάγνωση αναχωρήσεων και αφίξεων µεταναστών σε τοπική εφηµερίδα (σσ. 59 – 63)34. Ο ερωτισµός (η θέα των γυναικείων γενετικών οργάνων στο µισοσκότεινο λουτρό - σ. 13) ή η τραγική ιστορία της θείας Χρυσάνθης που ερωτεύεται έναν αντάρτη από τη φωνή του (σσ. 15 – 16) προσφέρει διέξοδο και µερική λύτρωση, όπως ακριβώς και στα Ακροκεραύνια. Τελικά, νοµίζoυµε, ότι µητριά πατρίδα αποδεικνύεται η ίδια η Ελλάδα που από τον εµφύλιο και ύστερα διώχνει άκαρδα τα παιδιά της.
 

Ν΄ ακούω καλά τ΄ όνοµά σου. Το µυθιστόρηµα του Δηµητρίου, µοναδικό προς το παρόν ανάµεσα σε τρεις συλλογές διηγηµάτων, θεωρήθηκε εξαιρετικό όχι µόνο από τη «δηµοσιογραφική» κριτική αλλά και από τη φιλολογική για τη λιτότητα των εκφραστικών µέσων, τις αφηγηµατικές τεχνικές και την ηπειρωτική ιδιωµατική γλώσσα, την αχάλαστη νεοελληνική όπως εµφατικά διατείνεται ο συγγραφέας σε συνέντευξή του. Στο κείµενο κατασκευάζεται µια κίβδηλη αίσθηση ετερότητας, στην οποία συντελεί η χρήση ιδιολέκτου. Υποτίθεται δηλαδή πως η αφήγηση αντιπροσωπεύει σε µεγάλο ποσοστό την άποψη των Βορειοηπειρωτών για τον πόλεµο και την ιδανική εντύπωση που
σχηµάτισαν κατά την αποµόνωσή τους για την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα, µε αποτέλεσµα να διαψευσθούν όταν αποκαταστάθηκε η επικοινωνία. 

Τρεις διαδοχικοί αφηγητές από το ίδιο οικογενειακό δένδρο, η Αλέξω, η αδελφή της Σοφιά και ο εγγονός της µεσαίας, διηγούνται, µε εσωτερική εστίαση µεταβλητή κατά Genette, πώς στο τέλος της κατοχής µια συντροφιά γυναικών από την Πόβλα (Αµπελώνας) της Μουργκάνας, το χωρίο που γεννήθηκε ο Δηµητρίου, περνούν στην Αλβανία µε σκοπό να µαζέψουν από τους κοντινούς βορειοηπειρωτικούς συνοικισµούς καλαµπόκι για τα πεινασµένα παιδιά τους. Στην επιστροφή η Σοφιά αρρωσταίνει και καθηλώνεται σ΄ ένα µεθοριακό χωρίο, λίγες ώρες ποδαρόδροµο από την Πόβλα. Η ασθένεια στέκεται αιτία να αποκοπεί από τους δικούς της, καθώς η Αλβανία ανακηρύσσεται Λαϊκή Δηµοκρατία (1946) και κλείνει τα σύνορά της. Δηµιουργεί νέα οικογένεια µέσα στην ελληνική µειονότητα, διώκεται από το καθεστώς του Χότζα και αργότερα ο εγγονός της έρχεται στην Ελλάδα ελπίζοντας πως θα αντικρίσει έναν επίγειο παράδεισο, όµως συναντά τον κοινωνικό αποκλεισµό.
Η εξιστόρηση εκµεταλλεύεται την υπαρκτή γεωγραφία της παραµεθόριας Ηπείρου, ελληνικής και βόρειας, και παρά τη συντοµία της περιλαµβάνει τέσσερις δεκαετίες, από την κατοχή έως το 1990 περίπου.
Ο εµφύλιος στοιχειώνει ολόκληρο το µύθο. Τόσο ο εγκλωβισµός της δεύτερης αφηγήτριας όσο και τα πλήγµατα της ελληνικής κοινότητας από
το αυταρχικό αλβανικό κράτος οφείλονται έµµεσα σ΄ αυτόν. Όπως και στη Μητριά Πατρίδα, µαρτυρείται η είσοδος των πληθυσµών της Μουργκάνας στην Αλβανία µε τη συνοδεία του Δηµοκρατικού Στρατού το 1948 (σσ. 58 – 59). Ο κόσµος που κατατρέχεται από τα αεροπλάνα είναι εξαθλιωµένος και, ενάντια στην επιθυµία των οµοεθνών τους Βορειοηπειρωτών, απαγορεύεται να τους προσφέρθουν φρούτα µε τη δικαιολογία ότι ήταν µετρηµένα για την εθνική παραγωγή.
Κατά συνέπεια η δύστυχη Σοφιά είναι ένα επιπλέον θύµα των διεθνών επιπλοκών του εµφυλίου. Για ένα µήνα κοιτά πάνω στο σύνορο  τη µάνα και την αδελφή της αντίκρυ δίχως να έχει τη δυνατότητα να τις σφίξει στην αγκαλιά της (σσ. 56 – 57) και στο γάµο της αντί να χαίρεται, θρηνεί στο άκουσµα των νυφιάτικων τραγουδιών που επικαλούνται την ευχή της µάνας (Ευκήσου µε, µανούλα µου, / τώρα στο κίνηµά µου …- σ.60), την οποία τόσο απροσδόκητα και παράλογα απώλεσε. Θύµατα είναι και τα παιδιά και τα εγγόνια της. Χωρίς να πάρουν ενεργό µέρος στον αδελφοκτόνο πόλεµο σηµαδεύεται ανεξίτηλα ο βίος τους. Και στην περίπτωση του Δηµητρίου η οδύνη διαστρωµατώνεται µε παρατηρήσεις εθιµικού περιεχοµένου (π.χ. η πρώτη αφηγήτρια διαπιστώνει οµοιότητα µεταξύ των δηµοτικών τραγουδιών του Αργυρόκαστρου και της Πόβλας- σ. 29) και µε συγκαλυµµένη ερωτική διάθεση (π.χ. ο άνδρας που ανεβάζει τις γυναίκες στην καρότσα του αυτοκινήτου για το Δέλβινο αναστατώνεται, καθότι κάθονται απρόσεχτα και δεν φορούν βρακί - σ. 26).
 

Βροχή στο µνήµα. Το µυθιστόρηµα του Κώτσια είναι το νεότερο  της σειράς και συσχετίζεται ευθέως και συµπληρωµατικά µε το Ν΄ ακούω καλά τ΄ όνοµά σου του Δηµητρίου. Ο εµφύλιος παρουσιάζεται ως ετερότητα από την οπτική του Βορειοηπειρώτη, µόνο που εδώ δεν πρόκειται για τέχνασµα. 
Πράγµατι ο συγγραφέας γεννήθηκε και µεγάλωσε στη Δρόπολη της Βορείου Ηπείρου, οπότε ο δεσµός του µε τα ελληνικά πράγµατα αντανακλά τη στάση του «απέναντι». Το πεζογράφηµα θεµελιώνεται ιστορικά στα συνοριακά επεισόδια που προκάλεσε ο εθνικός στρατός κατά το δεύτερο εξάµηνο του 194639. Στη φάση της προετοιµασίας του εµφυλίου οι αντάρτικες οµάδες δρούσαν στο Πωγώνι, στα Τζουµέρκα και αλλού και οι κυβερνητικές δυνάµεις προχώρησαν σε τέτοιες ενέργειες, ώστε να αποδείξουν πως ο
Δηµοκρατικός Στρατός ενισχύεται από τις Λαϊκές Δηµοκρατίες. 

Στη Βροχή στο µνήµα τρεις Έλληνες στρατιώτες διεισδύουν στο αλβανικό έδαφος από τη Μουργκάνα, όπως καταλαβαίνουµε από τα τοπωνύµια της
αφήγησης, για να σκοτώσουν ένα δάσκαλο που τους παρενοχλούσε
φέρνοντας τα παιδιά ενός παρακείµενου βορειοηπειρωτικού χωριού στα
σύνορα και τραγουδώντας προπαγανδιστικά άσµατα. Σε αντίποινα το
τοπικό αλβανικό φυλάκιο φονεύει έναν Έλληνα φαντάρο που στις 26 Ιουλίου του 1946 µπήκε στην Αλβανία. Παρών στο φονικό είναι ο βασικός ήρωας, ο βοσκός Ζήσος Λιάκος. Με τη βοήθεια του παπά και µιας θείας του θάβει το νεκρό στο ανήλιο µέρος του βουνού όπου έπεσε, κρυφά από τις αλβανικές στρατιωτικές αρχές. 





Η αναλογία είναι βέβαια κάτι περισσότερο από πρόδηλη : ανήλιος τάφος = θάνατος στο σκοτάδι της ανωνυµίας. 
Σαράντα έξι χρόνια µετά (1992) ο µοναδικός επιζήσας µάρτυρας, ο γέρος τώρα Ζήσος, έρχεται στην αστυνοµία Ιωαννίνων να καταγγείλει το περιστατικό µε στόχο να εντοπιστεί η οικογένεια του άγνωστου πεθαµένου και να γίνει ανακοµιδή των οστών στο νεκροταφείο του τόπου του. Αναγνωρίζεται η ταυτότητα του σκοτωµένου αλλά δεν υπάρχει κανείς συγγενής που να ενδιαφέρεται. Στο µυθιστόρηµα τα στοιχεία της πλοκής δεν παρατίθενται στη χρονική τους τάξη αλλά παραβιάζεται η σειρά εξυπηρετώντας τη σταδιακή διαγραφή των χαρακτήρων.
Ο Ζήσος είναι άλλο ένα άµοιρο θύµα. Ο µόνος φίλος από την  Ελλάδα σ΄ όλη του τη ζωή είναι το πτώµα του στρατιώτη. Ο εµφύλιος του «δωρίζει» ένα νεκρό σύντροφο και συνοµιλητή στη µοναξιά της βοσκής (σ. 36), ο οποίος τον γεµίζει µε ενοχές και τύψεις επειδή τον παραχώνει πρόχειρα στο δάσος και δεν τον θάβει όπως του πρέπει. Στο βιβλίο αποδοκιµάζεται η απάνθρωπη λογική του εµφύλιου πολέµου και υπερβαίνεται. Η απλοϊκή θεία Βαγγέλαινα µοιρολογώντας τον ανώνυµο φαντάρο τον ονοµάζει Παναγιώτη σαν τον αδικοχαµένο αντάρτη ανιψιό της και κλαίει µε παρόµοιο τρόπο τα νιάτα του ασχέτως αν ήταν αντίπαλοι (σ. 55). Επίσης καταδικάζεται η ανίερη εκποίηση της Ιστορίας και η µετατροπή της σε καταναλωτικό προϊόν στο πρόσωπο του εµπόρου Αργύρη και του δασκάλου Μιλτιάδη. Ο ένας θέλει να «αγοράσει» τον πεθαµένο και να βγάλει κέρδος «µεταπουλώντας» τον στην οικογένεια
του (σσ. 133 – 138) και ο άλλος, παραβλέποντας πως αυτόν κυνηγούσαν
οι τρεις Έλληνες φαντάροι όταν εκτέλεσαν την επιδροµή στην αλβανική
µεθόριο, επιζητά να αποκοµίσει πολιτικά οφέλη από την υπόθεση (σσ. 124 – 127). Η καταγγελία της νεοελληνικής κοινωνίας, που ξεπουλά για το χρήµα ακόµη και τα πτώµατα, κατορθώνεται µέσα από την νοοτροπία του γέροντα Βορειοηπειρώτη. Διατηρώντας την ανθρωποκεντρική παραδοσιακή ηθική φρίττει µπροστά στην αναισχυντία. Γι΄ αυτό και αφελώς αλλά εύστοχα επιπλήττει τους γραµµατισµένους ως υπεύθυνους της πολεµικής συµφοράς (σ. 39).
Πίσω από τον εµφύλιο κρύβεται η γενικότερη αποστροφή του αφηγητή στο σύγχρονο αστικό πολιτισµό. Για παράδειγµα όταν ο Ζήσος πάει στις τουαλέτες του σταθµού των λεωφορείων αναλογίζεται Δεν φτάνει που πληρώνεις για να τρως, εδώ πληρώνεις και για να χέζεις (σ. 88), θυµίζοντας τον Κουτσογιάννη του Χρήστου Χρηστοβασίλη που κατεβαίνοντας πρώτη φορά από το χωρίο του στα Γιάννενα βρίζει γιατί πρέπει να πληρώσει το φαγητό στο χάνι : Ωρέ, πουλάτε εδώ πέρα και φαΐ που τρων ο κόσµος; Ου! να πάτε στο διάολο κι ακόµα παρέκει! Η οµοιότητα µε την ηθογραφική πεζογραφία του τέλους του 19ου αιώνα οπωσδήποτε δεν είναι συµπτωµατική. Και ο Κώτσιας ηθογραφεί αξιολογικά την απόσταση της βορειοηπειρωτικής κουλτούρας, η οποία κρατήθηκε αυθεντική, από την ανάπηρη µεταπολεµική αστικοποίηση της ελληνικής περιφέρειας, όπως και οι διηγηµατογράφοι της γενιάς του 1880 έδειχναν την προτίµησή τους στην ανέπαφη από τον αστικό πολιτισµό ύπαιθρο έναντι της «µολυσµένης» πόλης. 

Τέλος, ο έρωτας πάλι είναι ο πληγωµένος αντίµαχος του εµφυλίου : ο σκοτωµένος στρατιώτης στη σύµβαση της αφήγησης παίρνει σύντοµη άδεια από το χάρο για να γευτεί την ερωτική αύρα των τουριστριών στην πατρική του πόλη, τη Λευκάδα, παρέα µε τον πιστό του φίλο Ζήσο (σ. 97).
Ήδη τονίσαµε πως τα συγκεκριµένα τέσσερα βιβλία δεν συνιστούν εξαίρεση στη σύγχρονη ηπειρωτική πεζογραφία, απλώς αναδεικνύουν δραστικότερα το θέµα τους. Το τραύµα του εµφυλίου από τη σκοπιά του θύµατος απασχολεί σοβαρά όλους τους Ηπειρώτες πεζογράφους και διαπερνά περισσότερο ή λιγότερο το έργο τους. Για του λόγου το αληθές δίνουµε από ένα µικρό παράδειγµα για τον καθένα. Στη νουβέλα Μια ιστορία του µακρύ χειµώνα (Νεφέλη 1990) του Νίκου Χουλιαρά ο περιθωριακός ήρωας Βύρωνας Ζήνδρος ωθείται µέσα δίνη του πολέµουαπό τους αντάρτες στην Αλβανία. Σπουδάζει στη στρατιωτική ακαδηµία της Σοβιετικής Ένωσης και επαναπατρίζεται την περίοδο της δικτατορίας, ξεγελώντας τους ιθύνοντες πως δήθεν κατέχει στρατιωτικά µυστικά των Σοβιετικών. Ο Ναπολέων Λαζάνης, µε την ιδιόµορφη στίξη του και την ασθµατική του διήγηση, στη νουβέλα Οι ψαράδες (Οδυσσέας 1989) αφηγείται έναν ιδιάζων και αστυνοµοκρατούµενο τρόπο διαβίωσης των ψαράδων της λίµνης των Ιωαννίνων. Αναµειγνύει µε ποιητική ευαισθησία τον ψυχαναγκασµό και τη σωµατική βία µε στοιχεία της παράδοσης, παραπέµποντας πιθανώς στην ατµόσφαιρα τροµοκρατίας των πρώτων µετεµφυλιακών χρόνων. Στο επίσης ποιητικό µυθιστόρηµα Το ασηµόχορτο ανθίζει (Καστανιώτης 1992) του Βασίλη Γκουρογιάννη, όπου ο λόγος τρέφεται από τον απόηχο του δηµοτικού τραγουδιού, καταγράφεται η συνεργασία των Τσάµηδων της Θεσπρωτίας µε τους κατακτητές Γερµανούς και Ιταλούς και η µετέπειτα εκδίκηση των χριστιανών. Μια πράξη του δράµατος είναι η αιµατοχυσία µεταξύ των ανταρτών του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ και η εµπλοκή των µουσουλµάνων, όπως όταν ο βαφτισµένος Τσάµης Πέτρος συλλαµβάνεται από ένα απόσπασµα του Δηµοκρατικού Στρατού πηγαίνοντας στο Φιλιάτι για να αγοράσει ψυχοφάρµακα. Το ζήτηµα εξακολουθεί να διεγείρει και την
τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή των Ηπειρωτών. 

Ενδεικτικά σηµειώνουµε το πρώτο δηµοσιευµένο διήγηµα του Πρεβεζάνου Βαγγέλη Αυδίκου µε τίτλο Το βλέµµα στον τοίχο µε τη µαντανία. Ο αφηγητής
απαιτεί επίµονα τη µνηµονική αποκατάσταση του σκοτωµένου από αδέσποτη σφαίρα παππού του σε συµπλοκή του ΕΑΜ µε το ΕΔΕΣ.
Μπορεί να µη χάθηκε ηρωικά, ωστόσο υπήρξε θύµα στο περιθώριο της
επίσηµης Ιστορίας του διχασµού.
Συµπερασµατικά, οι σύγχρονοι Ηπειρώτες πεζογράφοι δεν εµπίπτουν σε καµία κατηγορία της αντιπαράθεσης, που σε γενικές γραµµές χαρακτηρίζει την πεζογραφία του εµφυλίου. Δεν αντιστρατεύονται την ιστορική πραγµατικότητα, γιατί δεν επιθυµούν να επιβάλλουν ρητορικά οποιαδήποτε «αλήθεια», πέρα από τη βαθύτερη απόγνωση τους για τη τραγωδία του µετεµφυλιακού κόσµου. Δεν µυθοποιούν την πολεµική δραστηριότητα κανενός αντιπάλου ούτε επικεντρώνονται µονοµερώς στις απώλειες, γιατί ο θάνατος είναι το ίδιο απωθητικός απ΄ όπου κι αν προέρχεται. Επαναλαµβάνουµε όµως, δεν εξισώνονται οι συγκρουόµενες ιδεολογίες αλλά απορρίπτεται η φονική πρακτική τους. Παρά την κανονικότητά του ο προσανατολισµός των Ηπειρωτών στο θύµα σαφώς δεν είναι προγραµµατισµένος.
Υπαγορεύεται από τη σύµπλεξη του ατοµικού βιώµατος του συγγραφέα
µε το συλλογικό‘ ας µην ξεχνάµε το αυτοβιογραφικό υπόστρωµα των
µυθιστοριών. Η Ήπειρος υπέφερε πολύ από τον εµφύλιο, θρήνησε πολλούς νεκρούς και στερήθηκε το ανθρώπινο δυναµικό της, είτε πορεύτηκε το δύσβατο δρόµο της προσφυγιάς στα ανατολικά κράτη είτε της µετανάστευσης στη Δυτική Ευρώπη. Το σεµνό της µοιρολόι, λοιπόν, αντηχεί και στη λογοτεχνία της προεκτείνοντας τον δηµοτικό στίχο :
 

Μ΄ έµασε, γιε µ΄, ο πόνος σου, µ΄ έπνιξεν ο καηµός σου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Kαλωσόρισμα-Welcoming-Bienvenidos

Αν και καθημερινά χρησιμοποιούμε τη γλώσσα, αν και όλοι μας εκφράζουμε ισχυρές απόψεις για τη δομή της, για τις ιδιότητές της και για τη σωστή της χρήση, σπάνια σταματούμε, έστω και για μια στιγμή, για να σκεφτούμε για αυτό το θαύμα.
Οι λεγόμενοι "ειδικοί" της γλώσσας, μας μιλάνε για την "κακή" χρήση του από ανέκαθεν" ή και άλλων λέξεων, μας δίνουν διαλέξεις για την ετυμολογία τους, αλλά επιμελώς δεν μπαίνουν μέσα στο ίδιο το θαύμα της γλώσσ" ας: Το πώς στην πραγματικότητα λειτουργεί .
Σας ζητώ να σκεφτείτε για ένα μόνο λεπτό: αυτή τη στιγμή διαβάζετε αυτό το κείμενο και το κατανοείτε, αλλά, δεν έχετε συνειδητή γνώση για το πώς το καταφέρνετε!
Η μελέτη αυτού ακριβώς του μυστηρίου, είναι η επιστήμη της Γλωσσολογίας.

Η γλώσσα είναι μια ψυχολογική ή γνωσιακή ιδιότητα των ανθρώπων. Δηλαδή,υπάρχουν κάποιες ομάδες νευρώνων που δουλεύουν ασταμάτητα στον εγκέφαλό μου και μου επιτρέπουν αυτή τη στιγμή να κάθομαι εδώ και να παράγω αυτές τις ομάδες από γράμματα. Ανάλογα, σε εσάς υπάρχουν άλλες ομάδες νευρώνων που σας επιτρέπουν να κατανοείτε αυτά τα σημεία και να τα "μεταφράζετε" σε κατανοητές ιδέες και σκέψεις.

Υπάρχουν όμως κι άλλα πολλά υποσυστήματα που εμπλέκονται εδώ.
Αν εγώ, αυτή τη στιγμή, σας μιλούσα, θα παρήγαγα ηχητικά κύματα με τις φωνητικές μου χορδές και θα άρθρωνα ήχους ομιλίας με την γλώσσα, τα χείλη, τις φωνητικές χορδές. Στην άλλη άκρη, εσείς θα ακούγατε αυτά τα ηχητικά κύματα και θα τα μεταφράζατε σε ήχους ομιλίας χρησιμοποιώντας τα ακουστικά σας όργανα. Αυτή η μελέτη της Ακουστικής και της Άρθρωσης της ομιλίας ονομάζεται: Φωνητική.

Όταν πιά θα μεταφράσετε τα ηχητικά κύματα σε νοητικές αναπαραστάσεις, τα αναλύετε σε συλλαβές και τα κατηγοριοποιείτε.
Π.χ. Κάθε ομιλητής της ελληνικής γνωρίζει ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα /χθ/ είναι επιτρεπτό στην ελληνική, αλλά το σύμπλεγμα */θχ/ όχι. Έτσι η ψευδο-λέξη /χθέτα/ μπορεί να υπάρξει, ενώ η */θχέτα/ , όχι. Αυτό το πεδίο της γλωσσικής επιστήμης εξετάζει η Φωνολογία.

Μετά θα παίρνατε αυτές τις ομάδες των ήχων και θα τις οργανώνατε σε μονάδες με σημασία ( Μορφήματα και λέξεις).
Π.χ, η λέξη "άνεργος" αποτελείται από τρία μορφήματα: το πρόθημα α(ν)-, που σημαίνει "μη/όχι", το θέμα -εργ-, που φέρει και την κύρια σημασία, και το το επίθημα -ος, που σημαίνει: (ενικός αριθμός), (ονομαστική πτώση), (αρσενικό γένος). Κι έτσι, ολόκληρη η σημασία της λέξης "άνεργος" σημαίνει στη Ν.Ε. " αυτός που δεν έχει εργασία", και αποτελεί την μελέτη της Μορφολογίας.

Κατόπιν θα οργανώσετε αυτές τις λέξεις σε φράσεις και προτάσεις.Αυτή είναι η μελέτη της Σύνταξης.

Για τα υπόλοιπα πεδία της Γλωσσολογίας θα ασχοληθούμε στις ανάλογες σελίδες όταν προκύψουν...Ευχαριστώ εκ των προτέρων,

Καλό ταξίδι στον μαγικό μας κόσμο!