Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό ΦΗΓΟΣ, τεύχος 9 (2000), σσ. 49 – 65
Από την αντιπαράθεση στο θύµα :
ο εµφύλιος πόλεµος στους σύγχρονους Ηπειρώτες πεζογράφους
ο εµφύλιος πόλεµος στους σύγχρονους Ηπειρώτες πεζογράφους
Ι. Από την αντιπαράθεση …
Αναµφισβήτητα ο εµφύλιος πόλεµος (1946 – 1949) προκάλεσε µια ανοιχτή πληγή στο σώµα της ελληνικής κοινωνίας, η οποία δεν φαίνεται να έχει ακόµη κλείσει οριστικά παρά τα πενήντα και πλέον χρόνια από τη λήξη του και παρά το κλίµα εθνικής συµφιλίωσης και λήθης των παθών που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα. Δεν είναι µόνο ο κύκλος του αίµατος που εξακολουθεί να διατηρεί µε ένταση την περίοδο του εµφυλίου στη συλλογική µνήµη, εξάλλου η πάροδος του χρόνου εξασθενίζει τον πόνο για την απώλεια και τον άδικο θάνατο των οικείων ανθρώπων. Είναι κυρίως τα παρεπόµενα του πολέµου που µετασχηµάτισαν βίαια τον κοινωνικό µηχανισµό και συνεχίζουν ανεπαίσθητα να επιδρούν στο παρόν. Από τις σχετικές κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές µελέτες θα διακρίναµε δύο βασικούς τοµείς επίδρασης : στην ιδεολογία του µεταπολεµικού κράτους και στην κατάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών και πολιτισµικών συµπεριφορών. Οι νικητές διαµόρφωσαν µια στρατηγική βιολογικής και
ηθικής εξόντωσης του αντιπάλου µέχρι την πτώση της δικτατορίας των συνταγµαταρχών, που αν και υπαγορεύτηκε από τη διεθνή ατµόσφαιρα του Ψυχρού Πολέµου εγκλώβισε τελικά και τους ίδιους σ΄ ένα ξεπερασµένο από τα πράγµατα ερµηνευτικό σχήµα της κοινωνικής και πολιτικής πραγµατικότητας (αντικοµµουνισµός – κοµµουνιστικός κίνδυνος), ώστε µε αποκορύφωµα τη χούντα ο λόγος τους να εκφυλιστεί.
Παράλληλα οι µετακινήσεις των αγροτικών πληθυσµών στα αστικά κέντρα κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων και η επαφή τους µε νέα ήθη ολοκλήρωσαν τη διαδικασία ένταξης της υπαίθρου, η οποία ήδη είχε αρχίσει να µεταµορφώνεται από το Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, στη µετεµφυλιακή βιοµηχανοποιηµένη και καταναλωτική κοινωνία. Επιπροσθέτως, η αποσύνθεση της αγροτικής οικονοµίας αύξησε την αβεβαιότητα και ενίσχυσε σηµαντικά το µεγάλο κύµα της µετανάστευσης προς τη Δυτική Ευρώπη. Φυσικά όλες αυτές οι ραγδαίες και επώδυνες µεταβολές δεν άφησαν αδιάφορη τη λογοτεχνία, καθώς από τη φύση της συνδιαλέγεται στενά µε το ιστορικό της περιβάλλον.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη µεταπολεµική πεζογραφία είναι κοινοτυπία να επαναλάβουµε πως η Ιστορία τροφοδότησε συστηµατικά το µύθο της. Στην αρχή ως καταγραφή της καθηµερινότητας του πεζογράφου και κατόπιν ως ανασύσταση της µνήµης και κριτική του βιωµένου παρελθόντος. Αυτό συνέβη προπάντων µε τις ένοπλες συγκρούσεις και τα συµφραζόµενά τους στην τραγική δεκαετία 1940 – 1950. Η πρώτη µεταπολεµική γενιά κατέθεσε την άµεση µαρτυρία της ενώ η δεύτερη, που «είδε» τα γεγονότα µέσα από το τροµαγµένο βλέµµα του παιδιού ή του εφήβου, κατόρθωσε να αποδεσµευτεί από την κυριαρχία της αδιαµεσολάβητης εµπειρίας και να συνθέσει ένα λόγο περισσότερο σύνθετο αφηγηµατικά και λιγότερο αυτοβιογραφικό. Πιο αποµακρυσµένοι ηλικιακά και σχεδόν χωρίς προσωπική εποπτεία οι συγγραφείς που πρωτοεµφανίστηκαν από το 1974 και µετά µετέδωσαν την εκδοχή του οικογενειακού / κοινωνικού τους περίγυρου ή τον απόηχο των δραµατικών συµβάντων σαν ένα είδος «µετα-αφήγησης». Βέβαια η δευτερογενής επεξεργασία της εποχής του εµφυλίου φανερώνει
ταυτοχρόνως και ελάττωση της επήρειάς του στους νεότερους πεζογράφους, εκτίµηση που επαληθεύτηκε µερικώς µε την εξέταση της συγκεκριµένης θεµατικής στους Κώστα Μουρσελά, Παύλο Μάτεσι,Γιώργο Σκούρτη, Γιάννη Ξανθούλη και Γιώργο Μανιώτη από τον Μ. Δερµιτζάκη. Πάντως, πρέπει να σηµειώσουµε ότι πεζογραφήµατα που µετέφεραν την ιστορική διάσταση του εµφυλίου από την πλευρά της Αριστεράς κυκλοφόρησαν είτε στο εξωτερικό, στις ανατολικές χώρες µε τους πολιτικούς πρόσφυγες, είτε πολύ καθυστερηµένα, στη µεταπολίτευση, διότι οι συνθήκες τροµοκρατίας στο προηγούµενο χρονικό διάστηµα δεν επέτρεπαν τον αντίλογο στη δεσπόζουσα συντηρητική άποψη.
Όπως, λοιπόν, γίνεται κατανοητό από την τελευταία παρατήρηση η πεζογραφία µε θέµα τον εµφύλιο και τις µετεµφυλιακές επιπτώσεις αναπαρήγαγε την πόλωση της κοινωνίας. Ανάλογο φαινόµενο πιστοποιήθηκε µεταξύ της λογοτεχνίας της Αντίστασης (1940 – 1944) και της συνεργαζόµενης µε τον κατακτητή κουλτούρας κατά το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο στην Ευρώπη και σε µικρότερη κλίµακα και στην Ελλάδα, µε τη διαφορά ότι η συντριπτική πλειοψηφία στάθηκε εχθρική στη ναζιστική προπαγάνδα και δεν συνηγόρησε υπέρ της. Στον ελληνικό διχασµό που έπεται του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου η κατάσταση είναι οπωσδήποτε πιο περίπλοκη. Αντιστοιχεί αρκετά µε την επιρροή που άσκησε ο ισπανικός εµφύλιος πόλεµος (1936 – 1939) στη λογοτεχνική δηµιουργία της Ισπανίας και των άλλων χωρών, αφού κι αυτή ανέλαβε να πλήξει το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο και να εκφράσει τον αποτροπιασµό της για τις δολοφονικές µεθόδους του. Βέβαια το ιστορικό περίγραµµα παρουσιάζει αξιοσηµείωτες αποκλίσεις, οι οποίες ευθύνονται και για τις διαφορετικές διαδροµές των δύο λογοτεχνιών. Ο ισπανικός εµφύλιος υπήρξε το προανάκρουσµα του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου ενώ ο ελληνικός σήµανε την απαρχή του Ψυχρού Πολέµου. Εποµένως στη µία περίπτωση πλεονάζει η αντιφασιστική και δηµοκρατική θεώρηση και στην άλλη η εναντίωση του σοσιαλιστικού ιδεώδους µε τη φιλελεύθερη αστική δηµοκρατία.
Η ρήξη των αντιµαχοµένων στην Ελλάδα υπέθαλψε, κατά τη γνώµη µας, τριπλή σφοδρή αντιπαράθεση στο λογοτεχνικό επίπεδο :
α) Αντιπαράθεση Πεζογραφίας και Ιστοριογραφίας. Ο εµφύλιος λειτούργησε απωθητικά για την επιστηµονική ελληνική ιστοριογραφία έως το 1990 περίπου, όταν ανοίχτηκε πρόσβαση σε πολύτιµα αρχεία και στράφηκε προς αυτά το ακαδηµαϊκό ενδιαφέρον και η έρευνα, µε αποτέλεσµα ακόµη και τώρα να περιορίζεται η ιδεολογικά ή συναισθηµατικά µη φορτισµένη αντιµετώπιση. Το µόνο αντίβαρο στην επίσηµη Ιστορία των νικητών, που ονόµαζε τον εµφύλιο «συµµοριτοπόλεµο» και τους αντάρτες «εαµοβούλγαρους», υπήρξαν οι παράνοµες στην Ελλάδα εκδόσεις των εκτοπισµένων στις σοσιαλιστικές δηµοκρατίες, όπου και εκεί οι κυβερνητικές δυνάµεις χαρακτηρίζονταν αντίστοιχα «µοναρχοφασίστες» και «µπουραντάδες». Επίσης παράχθηκε ένας µικρός αριθµός βρετανικών και αµερικανικών ιστοριογραφικών µελετών, χωρίς κι αυτές να είναι απαλλαγµένες από τα ιδεολογήµατα της Αγγλίας και της Αµερικής, που ενεπλάκησαν στον ελληνικό εµφύλιο πόλεµο, και από την υπεράσπιση της πολιτικής τους. Ύστερα από την αποκατάσταση της δηµοκρατίας το 1974 και ιδίως µετά το 1982, µε την άνοδο των σοσιαλδηµοκρατών στην εξουσία, πύκνωσαν τα αποµνηµονεύµατα και οι µαρτυρίες των µαχητών του Δηµοκρατικού Στρατού Ελλάδας και των αγωνιστών της Αριστεράς. Την έλλειψη ελέγχου προς την καθεστηκυία ιστορική αντίληψη τον καιρό της
φίµωσης αντικατέστησε η πεζογραφία των ηττηµένων, όπως η Φωτιά και
η Μουργκάνα του Δηµήτρη Χατζή (πρώτες εκδόσεις : 1946 και 1948),
συνεχίζοντας κατά κάποιο τρόπο τον αγώνα στο παιχνίδι της ιδεολογικής
δικαίωσης.
β) Αντιπαράθεση της εκδοχής των Νικητών και της εκδοχής των Ηττηµένων στην Πεζογραφία. Παρόµοια διαµάχη δηµιουργήθηκε και ανάµεσα στην πεζογραφία των δύο παρατάξεων, µε χαµηλότερους βέβαια τόνους στη µυθιστορηµατική αφήγηση αλλά µε εξίσου υψηλές αντεγκλήσεις στην πρόσληψή της από τους κριτικούς και τους αναγνώστες της άλλης όχθης.
ταυτοχρόνως και ελάττωση της επήρειάς του στους νεότερους πεζογράφους, εκτίµηση που επαληθεύτηκε µερικώς µε την εξέταση της συγκεκριµένης θεµατικής στους Κώστα Μουρσελά, Παύλο Μάτεσι,Γιώργο Σκούρτη, Γιάννη Ξανθούλη και Γιώργο Μανιώτη από τον Μ. Δερµιτζάκη. Πάντως, πρέπει να σηµειώσουµε ότι πεζογραφήµατα που µετέφεραν την ιστορική διάσταση του εµφυλίου από την πλευρά της Αριστεράς κυκλοφόρησαν είτε στο εξωτερικό, στις ανατολικές χώρες µε τους πολιτικούς πρόσφυγες, είτε πολύ καθυστερηµένα, στη µεταπολίτευση, διότι οι συνθήκες τροµοκρατίας στο προηγούµενο χρονικό διάστηµα δεν επέτρεπαν τον αντίλογο στη δεσπόζουσα συντηρητική άποψη.
Όπως, λοιπόν, γίνεται κατανοητό από την τελευταία παρατήρηση η πεζογραφία µε θέµα τον εµφύλιο και τις µετεµφυλιακές επιπτώσεις αναπαρήγαγε την πόλωση της κοινωνίας. Ανάλογο φαινόµενο πιστοποιήθηκε µεταξύ της λογοτεχνίας της Αντίστασης (1940 – 1944) και της συνεργαζόµενης µε τον κατακτητή κουλτούρας κατά το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο στην Ευρώπη και σε µικρότερη κλίµακα και στην Ελλάδα, µε τη διαφορά ότι η συντριπτική πλειοψηφία στάθηκε εχθρική στη ναζιστική προπαγάνδα και δεν συνηγόρησε υπέρ της. Στον ελληνικό διχασµό που έπεται του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου η κατάσταση είναι οπωσδήποτε πιο περίπλοκη. Αντιστοιχεί αρκετά µε την επιρροή που άσκησε ο ισπανικός εµφύλιος πόλεµος (1936 – 1939) στη λογοτεχνική δηµιουργία της Ισπανίας και των άλλων χωρών, αφού κι αυτή ανέλαβε να πλήξει το φασιστικό καθεστώς του Φράνκο και να εκφράσει τον αποτροπιασµό της για τις δολοφονικές µεθόδους του. Βέβαια το ιστορικό περίγραµµα παρουσιάζει αξιοσηµείωτες αποκλίσεις, οι οποίες ευθύνονται και για τις διαφορετικές διαδροµές των δύο λογοτεχνιών. Ο ισπανικός εµφύλιος υπήρξε το προανάκρουσµα του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου ενώ ο ελληνικός σήµανε την απαρχή του Ψυχρού Πολέµου. Εποµένως στη µία περίπτωση πλεονάζει η αντιφασιστική και δηµοκρατική θεώρηση και στην άλλη η εναντίωση του σοσιαλιστικού ιδεώδους µε τη φιλελεύθερη αστική δηµοκρατία.
Η ρήξη των αντιµαχοµένων στην Ελλάδα υπέθαλψε, κατά τη γνώµη µας, τριπλή σφοδρή αντιπαράθεση στο λογοτεχνικό επίπεδο :
α) Αντιπαράθεση Πεζογραφίας και Ιστοριογραφίας. Ο εµφύλιος λειτούργησε απωθητικά για την επιστηµονική ελληνική ιστοριογραφία έως το 1990 περίπου, όταν ανοίχτηκε πρόσβαση σε πολύτιµα αρχεία και στράφηκε προς αυτά το ακαδηµαϊκό ενδιαφέρον και η έρευνα, µε αποτέλεσµα ακόµη και τώρα να περιορίζεται η ιδεολογικά ή συναισθηµατικά µη φορτισµένη αντιµετώπιση. Το µόνο αντίβαρο στην επίσηµη Ιστορία των νικητών, που ονόµαζε τον εµφύλιο «συµµοριτοπόλεµο» και τους αντάρτες «εαµοβούλγαρους», υπήρξαν οι παράνοµες στην Ελλάδα εκδόσεις των εκτοπισµένων στις σοσιαλιστικές δηµοκρατίες, όπου και εκεί οι κυβερνητικές δυνάµεις χαρακτηρίζονταν αντίστοιχα «µοναρχοφασίστες» και «µπουραντάδες». Επίσης παράχθηκε ένας µικρός αριθµός βρετανικών και αµερικανικών ιστοριογραφικών µελετών, χωρίς κι αυτές να είναι απαλλαγµένες από τα ιδεολογήµατα της Αγγλίας και της Αµερικής, που ενεπλάκησαν στον ελληνικό εµφύλιο πόλεµο, και από την υπεράσπιση της πολιτικής τους. Ύστερα από την αποκατάσταση της δηµοκρατίας το 1974 και ιδίως µετά το 1982, µε την άνοδο των σοσιαλδηµοκρατών στην εξουσία, πύκνωσαν τα αποµνηµονεύµατα και οι µαρτυρίες των µαχητών του Δηµοκρατικού Στρατού Ελλάδας και των αγωνιστών της Αριστεράς. Την έλλειψη ελέγχου προς την καθεστηκυία ιστορική αντίληψη τον καιρό της
φίµωσης αντικατέστησε η πεζογραφία των ηττηµένων, όπως η Φωτιά και
η Μουργκάνα του Δηµήτρη Χατζή (πρώτες εκδόσεις : 1946 και 1948),
συνεχίζοντας κατά κάποιο τρόπο τον αγώνα στο παιχνίδι της ιδεολογικής
δικαίωσης.
β) Αντιπαράθεση της εκδοχής των Νικητών και της εκδοχής των Ηττηµένων στην Πεζογραφία. Παρόµοια διαµάχη δηµιουργήθηκε και ανάµεσα στην πεζογραφία των δύο παρατάξεων, µε χαµηλότερους βέβαια τόνους στη µυθιστορηµατική αφήγηση αλλά µε εξίσου υψηλές αντεγκλήσεις στην πρόσληψή της από τους κριτικούς και τους αναγνώστες της άλλης όχθης.
Για παράδειγµα την πρώτη πενταετία µετά το τέλος του πολέµου ορισµένα µυθιστορήµατα κατοχικής θεµατολογίας µε έµφαση στη µη κοµµουνιστική αντίσταση και στους συνεργάτες των Γερµανών, όπως η Πολιορκία (1953) του Αλέξανδρου Κοτζιά, η Ρίζα του µύθου (1954) του Ρόδη Ρούφου, η Τειχοµαχία (1954) του Θ.Δ. Φραγκόπουλου ή Τα δόντια της µυλόπετρας (1955) του Νίκου Κάσδαγλη, θεωρήθηκαν από τον κριτικό του αριστερών τάσεων περιοδικού Επιθεώρηση Τέχνης Δηµήτρη Ραυτόπουλο µαύρη πολιτική λογοτεχνία. Στον αντίποδα βρίσκονταν έργα που εξιστορούν τα δεινά και τις διώξεις των ηττηµένων, όπως η Οδός Αβύσσου, αριθµός 0 (1962)
του Μενέλαου Λουντέµη και ο Λοιµός (1972) του Ανδρέα Φραγκιά,
του Μενέλαου Λουντέµη και ο Λοιµός (1972) του Ανδρέα Φραγκιά,